search
ΠΕΜΠΤΗ 25.04.2024 11:32
MENU CLOSE

Χωρίς… περιουσιολόγιο η Γερμανία από το 1996!

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 1896
24-12-2015
29.12.2015 04:00
pn2312perious.jpg

Το περιουσιολόγιο είναι προ των πυλών στην Ελλάδα, με τη Γερμανία να πιέζει πια όλο και πιο ασφυκτικά για την ταχύτερη εφαρμογή του. Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η ίδια η Γερμανία δεν εφαρμόζει το δικό της περιουσιολόγιο, παρότι είναι θεσμοθετημένο από τη Βουλή της χώρας και τυπικά βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Δάσκαλε που δίδασκες, δηλαδή. 

 
Το περιουσιολόγιο είναι προ των πυλών στην Ελλάδα, με τη Γερμανία να πιέζει πια όλο και πιο ασφυκτικά για την ταχύτερη εφαρμογή του. Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται παράδοξο, η ίδια η Γερμανία δεν εφαρμόζει το δικό της περιουσιολόγιο, παρότι είναι θεσμοθετημένο από τη Βουλή της χώρας και τυπικά βρίσκεται σε πλήρη ισχύ. Δάσκαλε που δίδασκες, δηλαδή. 
 
Οι Γερμανοί, που για τον εαυτό τους κάνουν τα στραβά μάτια, είχαν αρχίσει αρκετό καιρό να σκέφτονται το περιουσιολόγιο για τις χώρες που χτύπησε περισσότερο η κρίση. Συγκεκριμένα στην 28η εβδομαδιαία έκθεση του 2012 από το Γερμανικό Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών (DIW) υπήρχε ειδική εκτενής αναφορά, με τίτλο – μήνυμα προς την κυβέρνηση Μέρκελ: «Ευρωκρίση, κρατικό χρέος και ιδιωτικός πλούτος». Η ειδική ανάλυση αφορούσε δύο ξεχωριστά κεφάλαια, με στοιχεία και τον βασικό άξονα για το πού πρέπει να ρίξει βάρος η γερμανική κυβέρνηση. 
 
Στο ένα κεφάλαιο, μάλιστα, τονιζόταν χαρακτηριστικά: «Φόρος περιουσίας, μια συνεισφορά για τη θεραπεία των δημοσιονομικών στην Ευρώπη». Ο συντάκτης τού εν λόγω κειμένου Στέφαν Μπαχ ανέφερε πως «η επιβάρυνση της ιδιωτικής περιουσίας θα μπορούσε να σταθεροποιήσει τα δημόσια οικονομικά σε χώρες της Ευρωζώνης που αντιμετωπίζουν προβλήματα».
 
Το Ινστιτούτο, με έδρα στο Βερολίνο, κατέληγε: «Ειδικά σε χώρες που είναι σε ύφεση, λόγω της κρίσης των δημοσιονομικών τους, ένα εργαλείο όπως το περιουσιολόγιο θα ήταν πολύ χρήσιμο. Θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η συνολική ιδιωτική περιουσία για αναχρηματοδότηση των κρατών. Στατιστικές δείχνουν ότι σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ιταλία και η Ισπανία υπάρχουν υψηλής αξίας ιδιωτικές περιουσίες εντός και εκτός συνόρων που υπερβαίνουν το χρέος των χωρών αυτών».
 
Αντισυνταγματικό
 
Γιατί, όμως, ενώ είναι θεσμοθετημένο, το περιουσιολόγιο στη Γερμανία δεν εφαρμόζεται; Επειδή απουσιάζει η πολιτική βούληση! Η ιστορία, μάλιστα, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, αν διερευνηθεί σε βάθος. 
 
Το περιουσιολόγιο υπήρχε κανονικά, συνοδευόμενο από τον αντίστοιχο φόρο περιουσίας. Για τελευταία φορά, όμως, εισπράχθηκε το 1996. Το Δημόσιο είχε σημαντικά έσοδα εκείνη τη χρονιά, ύψους 9 δισ. γερμανικών μάρκων, ένα ποσό που πήγαινε όχι στο κράτος, αλλά στα 16 κρατίδια. Πώς υπολογιζόταν ο φόρος; Από την «καθαρή» θέση του φορολογούμενου. Δηλαδή από τη μεικτή περιουσία του, κινητή και ακίνητη, σε Γερμανία κι εξωτερικό, μείον τα χρέη που είχε. 
 
Το περιουσιολόγιο, όμως, κρίθηκε αντισυνταγματικό το 1995 από το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο της Γερμανίας, αρμόδιο για υποθέσεις που παραβιάζουν το Σύνταγμα. Κάτι ανάλογο με το δικό μας Συμβούλιο της Επικρατείας.
 
Η αιτία που το δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικό το περιουσιολόγιο ήταν λόγω ασυμβατότητας με το άρθρο 3, παράγραφος 1, του Συντάγματος της Γερμανίας περί ισότητας. Δηλαδή κρίθηκε ότι παραβιάζει την αρχή της ισότητας και συγκεκριμένα όσον αφορά τη φορολογική επιβάρυνση μεταξύ ακίνητης και κινητής περιουσίας.
 
Ενστάσεις
 
Η απόφαση λήφθηκε στις 22.6.1995 και προκάλεσε σεισμό στη Γερμανία. Ο φόρος, βέβαια, εισπράχθηκε για εκείνο το φορολογικό έτος, αλλά από το 1996 μπήκε στον πάγο. Κι από τότε δεν ξαναβγήκε. Δεν αναλήφθηκε κάποια πρωτοβουλία δηλαδή από τις γερμανικές κυβερνήσεις, ώστε να γίνει συνταγματικό το περιουσιολόγιο και να μην προβάλει εκ νέου ενστάσεις το αρμόδιο δικαστήριο. 
 
Ο λόγος που παραβίαζε το γερμανικό περιουσιολόγιο την αρχή της ισότητας ήταν ο εξής: Η ακίνητη περιουσία είχε ευνοϊκή μεταχείριση σε σχέση με την κινητή. Η τότε κυβέρνηση Χέλμουτ Κολ και το κοινοβούλιο κλήθηκαν να διορθώσουν αυτή την ανισότητα, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. 
Πού εντοπίστηκε το πρόβλημα από το δικαστήριο; Στο γεγονός ότι ο φόρος επιβάρυνε αναλογικά περισσότερο τις κινητές αξίες από τις ακίνητες. 
 
Συγκεκριμένα διαπιστώθηκε τότε ότι τα ακίνητα υπολογίζονταν με ενιαία αντικειμενική αξία. Δεν λαμβάνονταν υπ’ όψιν, δηλαδή, σε πολλές περιπτώσεις οι διαφορές στις πραγματικές αξίες μεταξύ «ακριβών» και «φθηνότερων» περιοχών. Ακριβώς εκεί ήταν που εντοπίστηκε ότι παραβιάζεται η αρχή περί ισότητας. Διότι έβγαζε μάτι η ελάφρυνση στους έχοντες ακριβές και πανάκριβες κατοικίες. 
 
Τον Ιανουάριο του 2013 η οικονομική εφημερίδα «Handelsblatt», με έδρα το Ντίσελντορφ, ασχολήθηκε εκτενώς με το θέμα, το οποίο κι επανέφερε στην επικαιρότητα, με το ερώτημα: «Συμφέρει να έχουμε φόρο περιουσίας;». 
 
Στην ανάλυσή της η εφημερίδα καταλήγει πως «είναι αδύνατον να γίνει, πρακτικά, το περιουσιολόγιο» κλείνοντας το ζήτημα για μια ακόμα φορά και βγάζοντας επί της ουσίας λάδι όλες τις κυβερνήσεις από το 1996 κι έπειτα. Δηλαδή τις κυβερνήσεις Κολ, Σρέντερ και, φυσικά, Μέρκελ.
Ένα άλλο ζήτημα που θίχτηκε από την έρευνα της «Handelsblatt» ήταν αυτό του κόστους εισπραξιμότητας. Τα έξοδα των εφοριών για τη συλλογή στοιχείων των φορολογουμένων για τις κινητές κι ακίνητες αξίες σε Γερμανία και εξωτερικό, αλλά και τον υπολογισμό του συνολικού φόρου, αντιστοιχούσαν στο 30% του φόρου που τελικά εισέπραττε το κράτος. 
 
Συγκριτικά, όταν το γερμανικό κράτος εισπράττει τον φόρο εισοδήματος, τα έξοδα για τον εντοπισμό των οφειλόμενων ποσών είναι μόλις στο 9% των χρημάτων που μπαίνουν στα ταμεία του, ενώ για τον φόρο μισθωτών στο 6% και τον φόρο εταιρειών λίγο πάνω από 4%. 
Θεωρήθηκε, λοιπόν, ότι η εισπραξιμότητα των χρημάτων από το περιουσιολόγιο ήταν… ασύμφορη επειδή το ένα τρίτο του ποσού αφορούσε ουσιαστικά σε έξοδα για τον προσδιορισμό του φόρου. 
 
Υψηλού κόστους
 
Μια άλλη σημαντική πτυχή που ανέδειξε τότε η εφημερίδα είχε να κάνει με το τι ακριβώς και με ποιον τρόπο πρέπει να μετριέται κάτι στο περιουσιολόγιο, όσον αφορά κυρίως τις κινητές αξίες. Για παράδειγμα, αυτός που δηλώνει ότι κατέχει έργα τέχνης ή τιμαλφή, πώς θα φορολογείται κάθε χρόνο; Βάσει ποιας αξίας; 
 
Πώς, δηλαδή, θα προσδιορίζεται σε ετήσια βάση πόσο κοστίζει ένας ζωγραφικός πίνακας, ένα δυσεύρετο κόσμημα ή μια αντίκα και πόσο ανεβοκατεβαίνει η τιμή τους στην αγορά αναλόγως με την παλαιότητα και τη σπανιότητά τους; Από τους οίκους δημοπρασιών; Με κάποιον άλλον τρόπο; Πώς; Πέρα από χρονοβόρα, κρίθηκε και υψηλού κόστους για το κράτος μια τέτοια κατ’ έτος αναθεώρηση αξιών, αλλά πάνω απ’ όλα πρακτικά ανεφάρμοστη, σύμφωνα με τη γερμανική εκδοχή. 
 
Παρόμοιες ενστάσεις υπήρξαν και για τα ακίνητα εξωτερικού, αφού το κράτος θα έπρεπε να κάνει δουλειά επιχείρησης real estate γνωρίζοντας τις τιμές σπιτιών και γης σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη. Και αυτή η διαδικασία ήταν απαραίτητο να πραγματοποιείται κάθε φορολογικό έτος για να γίνονται εγκαίρως αντιληπτές οι όποιες μεταβολές στις αξίες. 
 
Το συμπέρασμα στη Γερμανία ήταν πως ο ορισμός της αξίας της περιουσίας είναι μια σαφώς πιο πολύπλοκη διαδικασία σε σχέση με 100 χρόνια πριν. Το περιουσιολόγιο, άλλωστε, με την ευρύτερη έννοια εφαρμόστηκε πρώτη φορά επί γερμανικού εδάφους το 1893. Αργότερα, στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιβλήθηκε ένας επιπλέον φόρος περιουσίας, σαν χαράτσι, λόγω των αναγκών του στρατού. 
 
Κάτι αντίστοιχο συνέβη και στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, με κλιμακωτό φόρο στην αξία της περιουσίας, μείον τα χρέη, και συντελεστή από 10% μέχρι 65% για περιουσίες άνω των 7 εκατ. μάρκων. Ο φόρος, πάντως, δεν είχε μεγάλη εισπραξιμότητα τότε λόγω της δυσκολίας στον προσδιορισμό της περιουσίας, αλλά και εξ αιτίας των αντιδράσεων από μεγάλη μερίδα του λαού.
 
Δύσκολη διαδικασία
 
Σήμερα, λοιπόν, υπάρχουν πολλά περισσότερα στοιχεία περιουσίας, σε σχέση με το μακρινό παρελθόν, κάτι που καθιστά τη διαδικασία προσδιορισμού των αξιών ακόμα δυσκολότερη και πολυπλοκότερη. Όπως, για παράδειγμα, μια αντίκα που είναι πιο ακριβή από πέρυσι, ένα έργο τέχνης που η σπανιότητά του είναι δύσκολο να προσδιοριστεί ή τι γίνεται στην περίπτωση που κάποιος δηλώσει ότι έχει ψηφιακά νομίσματα, όπως π.χ. 500 bitcoins.
 
Η ομοσπονδία φορολογουμένων Βεστφαλίας, εξάλλου, προέβαλε επίσημα την ένστασή της ότι «η περιουσία που έχει κάποιος έχει ήδη φορολογηθεί όταν την αποκτούσε» θεωρώντας ότι «περιουσία είναι ό,τι έχει απομείνει μετά τη φορολόγηση». 
 
Το αποτέλεσμα όλων αυτών είναι ότι ο νόμος περί περιουσιολογίου υπάρχει εδώ και πολλές δεκαετίες, αλλά καμία γερμανική κυβέρνηση δεν τον εφαρμόζει από το 1996 κι έπειτα. Αντί, όπως προστάζει η απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου από το 1995, να φορολογούνται περισσότερο στο περιουσιολόγιο τα ακίνητα υψηλότερης αξίας, η τότε κυβέρνηση του χριστιανοδημοκράτη Κολ αποφάσισε ότι από το επόμενο φορολογικό έτος παύει να υφίσταται. 
 
Από τότε υπήρχαν κατ’ επανάληψη προσπάθειες να επανέλθει ο φόρος περιουσίας, συμβατός πλέον με το συνταγματικό δικαστήριο. Αυτοί που πίεζαν ήταν κυρίως η ΓΣΕΕ της Γερμανίας το 2002, οι Σοσιαλδημοκράτες όταν ήταν στην αντιπολίτευση, οι Πράσινοι το 2003 και τα κόμματα της Αριστεράς το 2005. 
Από το 1996 έως σήμερα, μάλιστα, ακόμα και τα κόμματα που μπήκαν με μικρότερα ποσοστά στις συγκυβερνήσεις που έγιναν κατά καιρούς δεν επέμειναν και πολύ. 
 
Στη Γερμανία το περιουσιολόγιο αφορούσε την «παγκόσμια περιουσία» του κάθε φορολογούμενου, ο οποίος ήταν υποχρεωμένος να δηλώσει με λεπτομέρεια όλα όσα έχει στην κατοχή του. Κι αυτό επειδή, αν ο νομοθέτης έκανε λόγο μόνο για την κινητή κι ακίνητη περιουσία εντός Γερμανίας, τότε οι εύποροι φορολογούμενοι θα άρχιζαν αμέσως να διοχετεύουν όσα μπορούσαν εκτός χώρας.
 
Μέσα στο γερμανικό περιουσιολόγιο περιλαμβάνονταν… τα πάντα. Κινητές και ακίνητες αξίες στη Γερμανία και σε όλο τον κόσμο. Σπίτια, γη, ρευστό, χρυσά αντικείμενα, θυρίδες, μετοχές, μερίσματα οπουδήποτε στον πλανήτη κ.ά. Φυσικά οι έλεγχοι του κράτους για επιβεβαίωση και ανακάλυψη «κρυφών» περιουσιακών στοιχείων ήταν σχολαστικοί. 
 
Φόροι, βέβαια, επί της περιουσίας υπάρχουν, όπως για μερίσματα, επί των τόκων καταθέσεων, στα ακίνητα κ.λπ. Αλλά όχι ενοποιημένα με τη μορφή περιουσιολογίου για εσωτερικό κι εξωτερικό. Σήμερα, για παράδειγμα, στη Γερμανία το πιο κοντινό με το περιουσιολόγιο έχει να κάνει μόνο με τον φόρο κληρονομιάς. Με ό,τι, δηλαδή, κληρονομεί κάποιος εντός ή εκτός χώρας. Μάλιστα, Γερμανοί που έχουν λαμβάνειν πολλά από κληρονομιές μετακομίζουν πλέον εκτός συνόρων ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο. Για να γλιτώσουν την υψηλή φορολόγηση. 
google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΕΜΠΤΗ 25.04.2024 11:32