search
ΠΕΜΠΤΗ 25.04.2024 15:23
MENU CLOSE

Χαμηλές προσδοκίες για το χρέος

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 1912
14-04-2016
14.04.2016 03:00
sk1404aj.jpg

Στην Ουάσιγκτον χτυπάει από σήμερα η «καρδιά» της παγκόσμιας οι­κονομίας, καθώς οι ηγέτες από όλο τον κόσμο συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ για την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ. Εκεί μεταφέρεται και το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία περιμένει αφενός να «κόψει αντιδράσεις» μετά την απόφαση για επίσπευση της κατάθεσης του φορολογικού και του ασφαλιστικού, αφετέρου να καταγράψει τις διαθέσεις των δανειστών όσον αφορά στη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.

 

Στην Ουάσιγκτον χτυπάει από σήμερα η «καρδιά» της παγκόσμιας οι­κονομίας, καθώς οι ηγέτες από όλο τον κόσμο συγκεντρώνονται στην πρωτεύουσα των ΗΠΑ για την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ. Εκεί μεταφέρεται και το ενδιαφέρον της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία περιμένει αφενός να «κόψει αντιδράσεις» μετά την απόφαση για επίσπευση της κατάθεσης του φορολογικού και του ασφαλιστικού, αφετέρου να καταγράψει τις διαθέσεις των δανειστών όσον αφορά στη διευθέτηση του ελληνικού χρέους.

Κυβερνητικές πηγές, τουλάχιστον για το θέμα του χρέους, φροντί­ζουν να κρατούν τον πήχη πολύ χαμηλά. Οι «θεσμοί» – και κυρίως οι Γερμανοί – δεν φαίνονται διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν το δόγμα «κλείστε πρώτα την αξιολόγηση και μετά… βλέπουμε για το χρέ­ος», ενώ οι δηλώσεις Σόιμπλε – ουσιαστικά ξεκαθάρισε στην ελληνική πλευρά ότι δεν εί­ναι ώρα τώρα να υπάρξει συζήτηση για το ελ­ληνικό χρέος – δεν άφησαν καμία αμφιβολία για το ποια θα είναι η στάση της γερμανικής κυβέρνησης επί του θέματος.

Τι περιμένουν στην ελληνική κυβέρνη­ση – με δεδομένο μάλιστα ότι οι πληροφορί­ες από την Ουάσιγκτον, όπως μεταφέρονται από τους ξένους ανταποκριτές, αναφέρουν πως δεν υπάρχει καν «στρογγυλό τραπέζι» για το ελληνικό χρέος; Να καταγραφούν αντιδράσεις, ειδικά μετά τη δημοσιοποίηση της θέσης του Διεθνούς Νομισματικού Ταμεί­ου ότι το ελληνικό χρέος είναι «εξαιρετικά μη βιώσιμο».

Δεν είναι τυχαία η προχθεσινή δήλωση Τσακαλώτου: «Το ΔΝΤ δεν πιέζει μόνο εμάς για τη λήψη περισσότερων μέτρων, πιέζει και το Eurogroup για το θέμα του χρέους».

Πάντως, όλα συγκλίνουν στο ότι οι συζη­τήσεις για το ελληνικό χρέος θα τραβήξουν μακριά σε χρόνο. Προφανώς ουδείς μπορεί να προβλέψει με ασφάλεια αυτή τη στιγμή πότε θα ολοκληρωθεί η διαδικασία της πρώτης αξιολόγησης, παρότι οι Έλληνες υπουργοί έθεσαν ως καινούργια ημερομηνία ορόσημο την 25η ή την 26η Απριλίου (σ.σ ο Τσακαλώτος αναφέρθηκε στο ενδεχόμενο έκτακτης σύγκλησης του Eurogroup μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα). Γεγονός είναι πάντως ότι εκτός συνόρων πληθαίνουν οι φωνές που βλέπουν την τελική υπογραφή μέσα στον Μάιο στην καλύτερη περίπτωση.

Ουδείς μάλιστα μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο η απόφαση της κυβέρνη­σης για επίσπευση στην κατάθεση των νομο σχεδίων να λειτουργήσει αρνητικά όσον αφορά τα χρονοδιαγράμματα. Το «φάντασμα» της επανάληψης των περυσινών Ιουλιανών έχει επιστρέψει, αν και στην κυβέρνηση εμφανίζονται πολύ πιο αισιόδοξοι. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η αξιολόγηση και το χρέος λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία: το ένα επηρεάζεται από το άλλο.

Δεύτεροι στον πλανήτη

Η δημόσια συζήτηση για το χρέος περι­στρέφεται προς το παρόν γύρω από γενικές έννοιες. Θα γίνει «κούρεμα»; Θα υπάρχει πα­ρέμβαση σε επίπεδο τόκων ή στη διάρκεια αποπληρωμής; Γ ια να ξέρουμε τι πάμε να επι­τύχουμε μέσα από τη διαπραγμάτευση, ειδι­κά από τη στιγμή που η λέξη «κούρεμα» φαί­νεται να έχει εκλείψει από το λεξιλόγιο όχι μόνο των Ευρωπαίων – στο οποίο άλλωστε ουδέποτε μπήκε – αλλά εσχάτως και από αυ­τό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, χρει­άζεται προηγουμένως να έχουμε εικόνα της σημερινής κατάστασης.

Μια προσεκτική ματιά στους αριθμούς δεί­χνει ότι άμεσο όφελος για την ελληνική οικο­νομία από την όποια «διευθέτηση» του χρέους δύσκολα θα υπάρξει, εκτός αν γίνει γενναία μείωση του επιτοκίου δανεισμού ή μεγάλη επιμήκυνση στη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων (σ.σ.: στη μία περίπτωση μειώνονται οι τόκοι και στη δεύτερη τα χρεολύσια).

Με ημερομηνία 31.12.2015, το χρέος δι­αμορφώθηκε στα 321,332 δισ. ευρώ από 314,552 δισ. ευρώ στο τέλος Σεπτεμβρί­ου του 2015 (σ.σ.: η αύξηση οφείλεται στην εκταμίευση των δόσεων που έγιναν στο πλαί­σιο της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύ­σεων με τους θεσμούς για την πρώτη και τη δεύτερη λίστα με τα προαπαιτούμενα).

Προφανώς το νούμερο είναι πολύ μεγάλο, ειδικά αν αναλογιστεί κάποιος ότι το ΑΕΠ της χώρας έχει διαμορφωθεί πλέον στα 177 δισ. ευρώ. Σε όρους χρέους ως αναλογία προς το ΑΕΠ, η Ελλάδα φιγουράρει πλέον στη δεύτε­ρη θέση σε ολόκληρο τον πλανήτη, καθώς η Ιαπωνία είναι η μοναδική χώρα που βρίσκεται σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα, με δημό­σιο χρέος στο 243,2% του ΑΕΠ της, αφού τα όποια μέτρα λαμβάνει η ιαπωνική κυβέρνηση για να επιστρέψει η οικονομία στην ανάπτυξη δεν φέρνουν αποτέλεσμα.

Ποιες άλλες χώρες βρίσκονται στη σχετι­κή λίστα; Ο Λίβανος (με χρέος 139,7%) και η Τζαμάικα με 138,9%. Και αν αυτές οι δύο ελά­χιστα μας ενδιαφέρουν, η συνέχεια της λίστας μάλλον θα πρέπει να μας απασχολεί περισσό­τερο, λόγω του ότι περιλαμβάνει ονόματα χω­ρών – μελών της Ευρωζώνης: Ιταλία με χρέος 132,5% ως προς το ΑΕΠ, Πορτογαλία με χρέ­ος 128,8% και Ιρλανδία με χρέος 122,8%.

Η βόμβα και το… ελικόπτερο

Το 69,1% του ελληνικού χρέους – δηλαδή 221 δισ. ευρώ σε σύνολο 321,3 δισ. ευρώ – τοκίζεται με κυμαινόμενο επιτόκιο, ενώ μό­νο τα 100 δισ. ευρώ τοκίζονται με σταθερό. Μπορεί βραχυπρόθεσμα αυτό να συμφέρει τη χώρ…α, η οποία επιβαρύνεται με ετήσια δαπάνη για τόκους της τάξεως των 5-6 δισ. ευρώ, αλλά συνιστά μια «ωρολογιακή βόμ­βα» για τον κρατικό προϋπολογισμό.

Τι θα γίνει αν κάποια στιγμή το επόμενο χρο­νικό διάστημα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπε­ζα εγκαταλείψει την πολιτική των μηδενικών επιτοκίων; Όσο μακρινό και αν φαίνεται το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων, από τη στιγμή μάλιστα που η ΕΚΤ σχεδιάζει να ρί­ξει χρήμα στην αγορά ακόμη και με… ελι­κόπτερα (σ.σ.: έτσι λέγεται η πολιτική της ενίσχυσης με ρευστότητα απευθεί­ας των νοικοκυριών σε μια προσπάθεια να ανακοπεί το φαινόμενο του χαμηλού πληθωρισμού), τόσο επικίνδυνο είναι να αγνοεί κάποιος τον κίνδυνο.

Δεν είναι τυχαίο ότι η Γερμανία έχει ήδη αρχίσει να αμφισβητεί έντονα τις κινή­σεις Ντράγκι για ενίσχυση της ρευστότη­τας και εμμέσως πλην σαφώς να πιέζει για αύξηση των επιτοκίων. Να λοιπόν ένα πρώτο ερώτημα εν όψει της έναρξης της συζήτησης για το χρέος: Θα δεχτεί η απέναντι πλευρά να «κλειδώσει» το επιτόκιο ώστε να απομακρυν­θεί ο κίνδυνος εκτόξευσης της δαπάνης για την εξυπηρέτηση των τόκων;

Τα τοκοχρεολύσια

Το 2016 το συνολικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί για χρεολύσια εκτιμάται στα 32 δισ. ευρώ. Φαίνεται τεράστιο, αλλά, αν εξαιρεθούν τα 15 δισ. ευρώ που αφορούν πληρωμές εντόκων γραμματίων, το υπόλοιπο που μένει ανέρχεται στα 17 δισ. ευρώ, δηλα­δή περίπου στο 10% του ελληνικού ΑΕΠ.

Αυτό το ποσό είναι προγραμματισμένο να πληρωθεί με τα χρήματα που θα αντλήσουμε από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερό­τητας, τον ESM (κάτι βέβαια που προϋποθέ­τει την ολοκλήρωση όχι μόνο της πρώτης, αλλά και της δεύτερης αξιολόγησης). Αν στα 17 δισ. ευρώ προστεθούν και οι δαπάνες για τους τόκους, τότε τα φετινά τοκοχρεολύσια διαμορφώνονται στα 23 δισ. ευρώ, δηλαδή στο 13% του ΑΕΠ. Αυτά ισχύουν για φέτος. Τι γίνεται όμως τα επόμενα χρόνια;

Τα στοιχεία του Οργανισμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους (ΟΔΔΗΧ) δείχνουν ότι μέ­χρι και το τελευταίο έτος ωρίμανσης του χρέ­ους (αυτή τη στιγμή είναι το 2059) δεν υπάρ­χει χρονιά κατά την οποία τα χρεολύσια να ξεπερνούν τα 14 δισ. ευρώ. Για την ακρίβεια, δύσκολη χρονιά είναι το 2019 με τις λήξεις των ομολόγων να φτάνουν στα 10 δισ. ευρώ και τις υποχρεώσεις για την εξυπηρέτηση των δανείων να ανέρχονται στα 4 δισ. ευρώ.

Στο συνολικό ποσό δεν αναφέρονται τα έντοκα γραμμάτια. Ο λόγος είναι προ­φανής: τα έντοκα γραμμάτια «ανακυ­κλώνονται», δηλαδή το κράτος εκδίδει καινούργια έντοκα γραμμάτια για να αντικαταστήσει τα παλαιά και απλώς επιβαρύνεται με τους τόκους. Άλλες δύσκολες χρονι­ές είναι το μακρινό 2037, το 2038 και το 2039. Και τότε οι λήξεις ομολόγων και δανείων φτάνουν τα 13-14 δισ. ευρώ, ποσό το οποίο για να αποπληρωθεί προϋποθέτει ότι η χώρα θα έχει πολύ καλή «εικόνα» στις διεθνείς αγορές.

Τι γίνεται όμως στο άμεσο μέλλον; Αν υποθέσουμε ότι οι δα­νειακές ανάγκες μέχρι και το 2019 είναι καλυμμένες μέσω του τρίτου μνη­μονίου, το ενδιαφέρον εστιάζεται στην περίο­δο από το 2020 και μετά, οπότε – θεωρητικά τουλάχιστον – η χώρα θα πρέπει να εξυπηρε­τήσει τα χρέη της με τις δικές της δυνάμεις, δηλαδή αντλώντας κεφάλαια από τις αγορές μέσα από την έκδοση ομολόγων. Για το 2020, το 2021 και το 2022 τα χρεολύσια κινούνται στα επίπεδα των 4-6 δισ. ευρώ ετησίως. Πρό­κειται για ποσό που αντιστοιχεί στο 3% – 3,5% του σημερινού ΑΕΠ. Υπό φυσιολογικές συνθήκες (η Ελλάδα να έχει επιστρέψει στην ανά­πτυξη κ.λπ.) η κάλυψη δεν θα είναι δύσκολη.

Μικρό το όφελος

Πολύ συχνά στη διεθνή επικαιρότητα αναφέρεται ότι θα προωθηθεί μια διευθέτηση του ελληνικού χρέους με τρόπο τέτοιο, ώστε η ετήσια δαπάνη για τόκους και χρεολύσια να μην ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ.

Από τα ποσά που αναφέρθηκαν για χρεολύ­σια και τόκους προκύπτει ότι σχεδόν καμία χρονιά (με εξαίρεση ενδεχομένως το 2022) δεν υπάρχει υπέρβαση αυτού του ορίου. Αρα η θέσπιση ενός τέτοιου πλαφόν ελάχιστα θα βοηθήσει τις μελλοντικές κυβερνήσεις στο να εκτελέσουν τους μελλοντικούς προϋπολογι­σμούς ή στο να βελτιώσουν την εικόνα της χώρας στις διεθνείς αγορές ομο­λόγων.

Το ζήτημα των τόκων είναι από μόνο του πο­λύ σημαντικό. Ειδικά το 2022 γίνεται τεράστιο, καθώς μέσα σε μια χρονιά α πρέπει να καταβληθούν περί τα 18 δισ. ευρώ, πράγμα αδύνατον. Και μόνο από αυτό το στοιχείο είναι προφα­νές ότι μέχρι τότε θα έχει γίνει κάποια παρέμβαση.

Πώς όμως εξελίσσονται οι ανάγκες της χώρας για τόκους τα επόμενα χρόνια (και με δεδομένο ότι δεν θα αλ­λάξει κάτι στην πολιτική της ΕΚΤ); Το μέσο επίπεδο τόκων για όλη την πε­ρίοδο 2015-2059 του υφιστάμενου χρέους σε απόλυτους αριθμούς είναι 4,6 δισ. ευρώ, με μέγιστη τιμή τα 18,3 δισ. ευρώ (καταγράφεται το 2022) και ελάχιστη τιμή τα 394 εκατ. ευρώ.

Το μέσο επίπεδο τόκων, ως ποσοστό του εκτιμώμενου ΑΕΠ, είναι, με βάση τις πιο πρό­σφατες διαθέσιμες εκτιμήσεις του Οργανι­σμού Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους, 1,67% κατά μέσον όρο για όλη την περίοδο από το 2015 έως το 2059. Η μέγιστη τιμή, όμως, δι­αμορφώνεται το 2022 και φτάνει το 7,52%. Η ελάχιστη τιμή είναι το 0,12% και εντοπίζεται το 2059.

Ενόσω θα διανύουμε την περίοδο του τρί­του μνημονίου, η υποχρέωση της Ελλάδας για καταβολή τόκων θα γίνεται ολοένα και μικρό­τερη. Έτσι, από τα 5,75 δισ. ευρώ του 2015 θα πέσουμε στα 5,375 δισ. ευρώ το 2016, στα 5,158 δισ. ευρώ το 2017 και στα 4,857 δισ. ευρώ το 2018.

Με αυτά τα δεδομένα μπορεί να υπολογίσει κάποιος το όφελος που μπορεί να προκύψει για τον κρατικό προϋπολογισμό από μια πιθα­νή μείωση των τόκων: 10% ελάφρυνση εξα­σφαλίζει γύρω στα 500 εκατ. ευρώ κατά μέ­σον όρο. Σημαντικό ποσό, αλλά δεν θα κάνει τη διαφορά.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΕΜΠΤΗ 25.04.2024 15:22