search
ΤΡΙΤΗ 16.04.2024 13:18
MENU CLOSE

Όταν η Αθήνα έγινε πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους

27.09.2016 03:00
1478.jpg

 

 

«Διαμένω στη μονή των Καπουτσίνων. Ο Υμηττός βρίσκεται απέναντί μου, η Ακρόπολις πίσω μου, ο ναός του Ολυμπίου Διός δεξιά μου, το στάδιο μπροστά μου και η πόλις αριστερά. Αυτό είναι γραφικότης, σερ! Δεν υπάρχει τίποτα παρόμοιο στο Λονδίνο, σερ, ούτε καν το Δημαρχείο…».

Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η μονή των Καπουτσίνων ήταν χτισμένη στο σημείο που σήμερα βρίσκεται το μνημείο του Λυσικράτη, στην Πλάκα, που τότε το περιείχε η μονή, θα διαπιστώσει την ορθότητα της περιγραφής του λόρδου Βύρωνα στις αρχές του 19ου αιώνα.

Με τις ίδιες περίπου εικόνες περιγράφει τις εντυπώσεις του και ο Αυστριακός γιατρός Λουδοβίκος Φρανκλ, επισκέπτης της Αθήνας το 1856, λίγες δεκαετίες αργότερα: «Μπροστά μου ορθώνονταν ξαφνικά οι αιώνιες κολώνες του ναού του Ολυμπίου Διός και πίσω από αυτές, ανάμεσα από πράσινες βουνοσειρές, έλαμπε η γαλάζια θάλασσα, και δεξιά τα ερείπια της επιβλητικής Ακρόπολης. Αυτή και μόνη η στιγμή αξίζει για να εγκαταλείψεις μιαν ασάλευτη πατρίδα, να περάσεις ταξιδεύοντας πάνω από χώρες και μέσα από μια θάλασσα γεμάτη θύελλες».

Στο ενδιάμεσο αυτών των περιγραφών, στις 12 Σεπτεμβρίου 1834, η Αθήνα ανακηρύσσεται πρωτεύουσα του κράτους. Επιλέγεται ανάμεσα από τις πόλεις της Κορίνθου, των Μεγάρων, του Πειραιά, του Άργους και της μέχρι εκείνη την εποχή πρωτεύουσας της χώρας, του Ναυπλίου.

Τον θαυμασμό των ανωτέρω δεν φαίνεται να συμμεριζόταν ο πρώτος κυβερνήτης της χώρας, Ιωάννης Καποδίστριας. Η περιφρόνηση του Καποδίστρια για την αρχαιότητα διασώζεται από αρκετές πηγές.

Ο Γερμανός καθηγητής Τιρς γράφει σχετικά: «Την άλλη μέρα ο κυβερνήτης πήγε ινκόγκνιτο να ιδεί τα μνημεία της Ακροπόλεως. Γυρίζοντας από την επίσκεψη αυτή δήλωσε ότι ήταν ένας σωρός από πέτρες και ότι δεν είχε τη φαντασία των άλλων έξαλλων ανθρώπων που μπορούσαν να αποδώσουν σημασία σε αυτά τα πράγματα!».

Στο ίδιο μήκος κύματος και η μαρτυρία του Βαυαρού αρχαιολόγου Λουδοβίκου Ρος, που μας μεταφέρει τα λεχθέντα του κυβερνήτη προς τον Έλληνα αρχαιολόγο Πιττακή, όταν αυτός του ζήτησε θέση στη διοίκηση: «Περαιτέρω, ακούω ότι γνωρίζετε τα αρχαιοελληνικά, ότι αγαπάτε την αρχαιότητα και ασχολείσθε με αυτήν. Αυταί είναι πεπλανημέναι ιδέαι τας οποίας πρέπει να εγκαταλείψετε…».

Μια ακόμη μαρτυρία έχει το ενδιαφέρον της, σχετική με τη συζήτηση ανάμεσα στον αρχιτέκτονα της κυβέρνησης Σταμάτη Κλεάνθη, ο οποίος λίγο μετά κλήθηκε από τους Βαυαρούς να σχεδιάσει την πρωτεύουσα των Αθηνών, και τον Κερκυραίο Αντρέα Μουστοξύδη, φίλο και έμπιστο του κυβερνήτη. Ο Κλεάνθης είχε παραπονεθεί για την εγκατάλειψη των αρχαιοτήτων και τους κινδύνους που αυτές διέτρεχαν να καταστραφούν, για να εισπράξει την οργίλη απάντησή του: «Κατάρα στους Τούρκους που άφησαν έστω και μια πέτρα απ’ αυτά τα μνημεία. Έπρεπε να τα καταστρέψουν όλα, για να μη συζητιέται πλέον το θέμα αυτό στην Ευρώπη και να ξεμπερδεύουμε μια για πάντα με τέτοια πράγματα που γεμίζουν τη φαντασία διεστραμμένων εγκεφάλων μέσα σε αυτόν τον λαό και ευνοούν ψευδείς προσανατολισμούς των πνευμάτων».

Κλείνοντας αυτές τις παραπομπές, να σημειώσουμε εδώ ότι ο Καποδίστριας ήταν εκείνος που πρότεινε στις ξένες κυβερνήσεις την ανταλλαγή αρχαίων αγαλμάτων και κλασικών έργων τέχνης με διδακτικά βιβλία και σχολικά όργανα.

Είναι περιττό να ειπωθεί ότι ο ανυπόκριτος και βαθύς θαυμασμός των Ευρωπαίων – προσωπικοτήτων των γραμμάτων, των τεχνών και της πολιτικής – ανέδειξε, διαφύλαξε και διέδωσε τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, την κληρονομιά του οποίου σήμερα ισχυριζόμαστε ότι υπερασπιζόμαστε επιδεικνύοντας απύθμενη και αχαρακτήριστη υποκριτική αχαριστία – αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα…

 

Μια νέα πρωτεύουσα γεννιέται

Γράφει ο Αντώνης Β. Καπετάνιος στο βιβλίο του «Αθήνα, ζεις;», εκδόσεις Φιλιππότη, σελίδες 34-35:

«Η μεγάλη απόφαση είχε ληφθεί… θα γινόταν πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους η Αθήνα. Με το διάταγμα της 29ης Ιουνίου 1833 οριζόταν ως “καθέδραν του Κράτους η πόλις των Αθηνών”». Η απόφαση αυτή ελήφθη μέσα από επίπονες διαδικασίες στις οποίες έλαβαν μέρος μια σειρά προσωπικοτήτων της εποχής – από αρχιτέκτονες και πολεοδόμους μέχρι πολιτικούς και ακαδημαϊκούς.

Η πόλη ήταν τότε ένας ερημότοπος, μια μάλλον θλιβερή επαρχιακή δομή που στην ευρύτερη περιοχή της υπήρχαν περί τις 10.000 κάτοικοι ενώ διάσπαρτοι γύρω απ’ την Ακρόπολη διέμεναν σε χαμόσπιτα, πνιγμένοι στη λάσπη και στη σκόνη, άλλοι 1.500. Η δόμησή της ήθελε πολλή δουλειά, μια και επί της ουσίας ήταν εγκαταλελειμμένη επί αιώνες. Ο εκ των αντιβασιλέων του Όθωνος, Μάουερ, σημείωνε: «…στην Αθήνα αντιμετωπίσαμε τεράστιες δυσκολίες για να μεταφέρουμε όλον εκείνον τον όγκο της λάσπης που, σωρευμένος από αιώνες, είχε σκεπάσει την παλιά πόλη».

Στην επιλογή της Αθήνας ως πρωτεύουσας του κράτους καθοριστικό ρόλο έπαιξε ο πατέρας του Όθωνα, Λουδοβίκος, γνωστός για τον ενθουσιώδη φιλελληνισμό του. Η λατρεία του για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό τον ώθησε να δώσει περισσότερο μια ρομαντική παρά πολιτική λύση με τα δεδομένα της εποχής. Στην απόφαση αυτή διατυπώθηκαν πολλές ενστάσεις και η κουβέντα κράτησε δεκαετίες μετά την ανάδειξη της Αθήνας ως πρωτεύουσας. Ένας από τους υποστηρικτές αυτής της επιλογής υπήρξε πολύ αργότερα και ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου, που γράφει σχετικά με την επιλογή της Αθήνας: «…γιατί, αντί να πάνε (οι Βαυαροί) προς την ευκολία και τη σκοπιμότητα, δηλαδή προς την κοντινή θάλασσα, έφεραν την πόλη προς τις περιπέτειες των βουνών και έτσι κτίστηκε πάνω σε λόφους και χείμαρρους. Προτίμησαν δηλαδή να μπουν σε ένα χωριό γεμάτο κουκουβάγιες, που ήταν τότε η Αθήνα. Την ευθύνη για την τοποθεσία την πήρε ευχαρίστως ο μοναδικός μας αρχιτέκτονας Κλεάνθης που έκανε το σχέδιο της Αθήνας και οι Βαυαροί το δέχτηκαν. Οδηγήθηκαν σε αυτό το ευσυνείδητο λάθος από μια ηθική και αισθητική ιδέα. Ήθελαν να δώσουν στους Αθηναίους τα ερείπια και τα βουνά. Εννοούσαν την πρωτεύουσα ένα αδιάκοπο ανατένισμα, μια πόλη που δεν βλέπει και δεν ακούει εμπορικό λιμάνι, πόλη ικανή ν’ απομονωθεί μέσα στην αρχαία τέχνη και στα μακάρια βουνά, στα γλυπτά που έστησε η φύσις»…

 

Ένα μεγαλόπνοο σχέδιο για μικρόνοους πολίτες

«Το πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της πόλης των Αθηνών συντάχθηκε από τους αρχιτέκτονες Κλεάνθη και Σάουμπερτ και εγκρίθηκε με το βασιλικό διάταγμα της 29ης Ιουνίου / 11ης Ιουλίου του 1833. Ήταν ένα εμπνευσμένο σχέδιο που προέβλεπε την ανάπτυξη της πόλης προς βορρά, την ύπαρξη φαρδιών δρόμων – λεωφόρων, την καθιέρωση μικρών υψών κτιρίων καθώς και τη διαμόρφωση πολλών και μεγάλων ζωνών πρασίνου. Βορινά των ανακτόρων θα δημιουργείτο το μεγάλο λαϊκό πάρκο το οποίο θα διεχωρίζετο από τον Βασιλικό Κήπο με διπλοδενδροφυτεμένο βουλεβάριο. Τα τέσσερα βουλεβάρια (μεγάλες λεωφόροι) που θα όριζαν την πόλη, θα είχαν πλάτος 38 μέτρα!!! Η δε παλιά πόλη θα αποτελούσε αρχαιολογικό πάρκο, θα αφιερωνόταν δηλαδή στην ιστορία της. Η νέα πόλη υπό μορφή πετάλου θα περιέβαλλε την παλιά, χωρίς να τη θίγει. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι Κλεάνθης και Σάουμπερτ σχεδίασαν μια μεσογειακού τύπου κηπούπολη […]. Το σχέδιο αυτό έτυχε κακής υποδοχής, διότι φθαρμένα μυαλά μικρονοϊκών Ελλήνων και αλλοδαπών εποίκων το πολέμησαν και πέτυχαν την τροποποίησή του» (από το βιβλίο του Αντώνη Β. Καπετάνιου).

Μια απ’ τις πολλές και σοβαρές κακοδαιμονίες του νεοσύστατου κρατιδίου έκανε την πρώτη της εμφάνιση – με ολέθρια αποτελέσματα, τα οποία βιώνουμε μέχρι σήμερα…

 

 

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΤΡΙΤΗ 16.04.2024 11:18