search
ΣΑΒΒΑΤΟ 20.04.2024 10:20
MENU CLOSE

Η Νύχτα των Κρυστάλλων: Όταν οι Ναζί δολοφονούσαν Εβραίους και έκαιγαν τις περιουσίες τους

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 1947
15-12-2016
11.11.2020 04:00
Σαν σήμερα η Νύχτα των Κρυστάλλων: Το πρώτο μαζικό πογκρόμ των Ναζί κατά των Εβραίων - Media

 

To βράδυ της 9ης Νοεμβρίου που οι Γερμανοί σε πανεθνική κλίμακα ξεχύθηκαν κατά των Εβραίων

Βερολίνο, Οκτώβριος 1938
Οι δυο βλοσυροί φρουροί στάθηκαν προσοχή. Αμίλητοι κοίταξαν το κενό μπροστά, χτύπησαν τις μπότες τους και ο ένας από αυτούς άνοιξε τη βαριά επενδυμένη πόρτα του γραφείου. Ο Ράινχαρντ Όιγκεν Τρίσταν Χάιντριχ, λεπτός, σχεδόν ξερακιανός, με τη χωρίστρα του άψογα φτιαγμένη προς τα αριστερά, σήκωσε το χέρι του, είπε ένα σιγανό «Χάιλ», ζήτησε να μην τον ενοχλήσει κανείς και πέρασε σαν σίφουνας μέσα στο δωμάτιο. Η πόρτα έκλεισε πίσω του και βαριά σιωπή επικράτησε.
Το γραφείο του τρίτου ανθρώπου στην ιεραρχία του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, μετά τον Χάινριχ Χίμλερ και φυσικά τον Αδόλφο Χίτλερ, ήταν τεράστιο. Ένα παχύ μοβ χαλί κάλυπτε το πάτωμα. Ένα σαλόνι με ρουστίκ καναπέδες βρισκόταν κάτω από έναν πολυέλαιο και στο βάθος ένα βαρύ γραφείο από μαόνι, με ένα τηλέφωνο, μπόλικες στοίβες φακέλων, η μια δίπλα στην άλλη, και μια αναπαυτική καρέκλα. Πίσω του, η φωτογραφία του ηγέτη τους, με το μικρό του μουστάκι, να χαιρετά με το χέρι υψωμένο και τη σβάστικα περιβραχιόνιο στο μπράτσο του. 
 
 
Ο Ράινχαρντ έβαλε σε ένα κρυστάλλινο ποτήρι σκέτο ουίσκι από το μπαρ και αγχωμένος κάθισε βαριά στον καναπέ. Ακούμπησε τα πόδια του με τις άψογα γυαλισμένες μπότες του στο χαμηλό τραπεζάκι και άναψε ένα τσιγάρο. Έπρεπε να βρει μια λύση για τον φύρερ του. Έπρεπε να δικαιώσει το παρατσούκλι που του είχαν κολλήσει τα ίδια τα SS. «Το ξανθό κτήνος» κάτι έπρεπε να κάνει με τους υπανθρώπους Εβραίους που κατέτρωγαν μαζί με τους κομμουνιστές τα θεμέλια της τρίτης μεγάλης Γερμανικής Αυτοκρατορίας. 
 
Την «τελική λύση» την είχε σχεδιάσει άψογα, με κάθε λεπτομέρεια, αλλά δεν είχε φτάσει ακόμη η στιγμή της. Αρχικά έπρεπε να δώσει μια πρώτη γεύση στους Εβραίους για το τι επρόκειτο να πάθουν. Ο Ράινχαρντ έσπαγε το κεφάλι του να βρει απλώς μια αφορμή για να ξεκινήσει τις διώξεις των υπανθρώπων που έπιναν το αίμα του ανώτερου γερμανικού λαού. Μια αφορμή…
Η βαριά πόρτα άνοιξε διάπλατα. Ο Ράινχαρντ γούρλωσε τα μάτια του και ετοιμάστηκε να ουρλιάξει στους φρουρούς του. Η εντολή του ήταν σαφέστατη. Δεν πρόλαβε.
 
 
Ο Χάινριχ Χίμλερ, με το βαρύ μαύρο δερμάτινο παλτό του, εισέβαλε στο δωμάτιο. Ο πάλαι ποτέ ορνιθοτρόφος με το μικρό μουστάκι και τα στρογγυλά γυαλιά, που το πρόσωπό του θύμιζε νυφίτσα, ο ίδιος ο ράιχσφυρερ των SS, είπε ειρωνικά: «Μη σηκώνεσαι, αγαπητέ Ράινχαρντ. Απλώς περνούσα και σκέφτηκα να πω μια καλησπέρα. Αλήθεια, γνωρίζεις πως τον φύρερ μας δεν είναι συνετό να τον κάνει κάποιος να περιμένει. Και περιμένει πολύ για μια λύση στο θέμα των Εβραίων. Το θέμα που έχεις αναλάβει εσύ, αγαπητέ».
Εκείνο το παγωμένο βράδυ στα τέλη Οκτωβρίου, το «ξανθό κτήνος» δεν πήγε στο σπίτι του. Έμεινε μέχρι το πρωί στο γραφείο του. Προσπαθούσε να βρει μια λύση. Το βροχερό ξημέρωμα που διαδέχτηκε το παγωμένο βράδυ, ο Ράινχαρντ έβαλε την υπογραφή του σε μια διαταγή που είχε συντάξει ο ίδιος. Μια διαταγή εκτοπισμού των Γερμανών Εβραίων πολωνικής καταγωγής, από τη Γερμανία προς την Πολωνία. Πριν ακόμη βγει καλά-καλά ο ήλιος, η Γκεστάπο είχε πάρει τη διαταγή και σε λιγότερες από 24 ώρες οι Ostjuden («Ανατολικοί Εβραίοι») της Γερμανίας θα συγκεντρώνονταν με προορισμό την Πολωνία. 
 
Παρίσι, Νοέμβριος 1938 
Ο 17χρονος Εβραίος Χέρσελ Γκρίνσπαν σήκωσε τον γιακά από το σακάκι του και κατέβασε χαμηλότερα την τραγιάσκα του. Έκανε κρύο στην Πόλη του Φωτός. Ο Χέρσελ περιφερόταν στη Rue de Lille, αλλά τα μάτια του ήταν καρφωμένα στο κτήριο, στο νούμερο 78 του δρόμου. Ένα επιβλητικό οίκημα, με τη σβάστικα σε κόκκινο φόντο να καλύπτει την πρόσοψη, από την ταράτσα μέχρι τα σκαλιά του ισογείου. Ήταν η γερμανική πρεσβεία.
Προηγουμένως είχε περάσει από τη Rue du Faubourg St Martin, όπου αγόρασε από ένα κατάστημα με όπλα ένα περίστροφο των 6,35 χιλιοστών και ένα κουτί με 25 σφαίρες για 235 φράγκα.
Ο Χέρσελ έβαλε το χέρι του στην εξωτερική τσέπη του σακακιού του και χάιδεψε το παγωμένο μέταλλο. Ήταν αποφασισμένος να δολοφονήσει τον Γερμανό πρέσβη στη Γαλλία Johannes von Welczeck. 
Οι διωγμοί της οικογένειάς του λίγες ημέρες πριν και η βίαιη μεταφορά της από το Ανόβερο με τα πόδια προς την Πολωνία ήταν πέρα για πέρα άδικη, σκεφτόταν μέρες τώρα. «Οι ναζί θέλουν τον αφανισμό μας και κανείς δεν κάνει τίποτε» είχε πει στον θείο του Αβραάμ, το πρωί πριν φύγει από το σπίτι. 
 
 
Με σταθερά βήματα πλησίασε το κτήριο, ανέβηκε τα σκαλοπάτια και ζήτησε να μιλήσει στον πρέσβη. Έδειξε την ταυτότητά του. Ήταν Γερμανός πολίτης. Ο φρουρός τον πληροφόρησε πως ο πρέσβης απουσίαζε και, εάν ήθελε να περιμένει, θα μπορούσε να τον δεχτεί ο δεύτερος γραμματέας της πρεσβείας Ερνστ Φομ Ρατ. 
Η συνομιλία του Χέρσελ με τον Ρατ ήταν σύντομη. Ξεκίνησε ήρεμα, αλλά ο Ρατ, όταν διαπίστωσε πως ο Χέρσελ ήταν Εβραίος, σαν γνήσιο τέκνο του εθνικοσοσιαλισμού, άρχισε να τον ειρωνεύεται και να τον λοιδορεί. Τόσο εκείνον και την οικογένειά του όσο και όλους τους Εβραίους της Γερμανίας που έπιναν σαν ποντικοί το αίμα της Άριας Φυλής. «Καταλαβαίνετε ότι χιλιάδες άνθρωποι συνωστίζονται και κοιμούνται στον δρόμο και σε χοιροστάσια μέχρι να φτάσουν στην Πολωνία; Με ποιο δικαίωμα τους διώχνετε;» προσπάθησε να του απαντήσει ο Χέρσελ. 
 
Ο Ρατ δεν είχε καμία διάθεση να ασχοληθεί περισσότερο με εκείνον τον Εβραίο. Του είπε ξερά ότι η κουβέντα είχε τελειώσει. 
Το προσωπικό της πρεσβείας, στις 9.45 το πρωί, άκουσε καθαρά ένα ουρλιαχτό από το γραφείο του β’ γραμματέα και μια φωνή να του λέει σε άψογα γερμανικά: «Είσαι ένα βρόμικο γερμανικό καθίκι». Στη συνέχεια πυροβολισμοί έσκισαν την πρωινή ησυχία του κτηρίου. Η κοιλιά και ο θώρακας του Ερνστ Φομ Ρατ είχε πέντε τρύπες όταν μετέφεραν το πτώμα του να ταφεί πίσω στη Γερμανία. 
 
Βερολίνο, 9 Νοέμβριου 1938
Ο Ράινχαρντ Χάιντριχ έδινε παντού διαταγές. Στο γραφείο του είχε στηθεί ένα κανονικό στρατηγείο. Κόσμος πήγαινε και ερχόταν. Με το ένα του χέρι σημείωνε κάτι στον χάρτη του Βερολίνου και με το άλλο του βαστούσε το τηλέφωνο και μιλούσε με τον Χάινριχ Χίμλερ. Τον ενημέρωνε για το σχέδιο που είχε εκπονήσει. 
«Τυχερό κάθαρμα» σκέφτηκε για τον άσπονδο φίλο του ο πρώην ορνιθοτρόφος με τα στρογγυλά γυαλιά και το πρόσωπο που έμοιαζε με νυφίτσα «σου δόθηκε η ευκαιρία που έψαχνες. Τυχερέ μπάσταρδε, ένας Εβραίος δολοφόνησε έναν ομοφυλόφιλο, έναν πούστη» σκέφτηκε και ξέσπασε μόνος του σε γέλια. «Τίποτε, μη δίνεις σημασία, Ράινχαρντ, κάτι δικά μου. Για συνέχισε» είπε ο Χίμλερ.
«Δεν θα μείνει τίποτε όρθιο. Κανένα μαγαζί, κανενός Εβραίου. Αγανακτισμένοι δικοί μας πολίτες, Χάινριχ, θα βγουν στους δρόμους και όπου υπάρχει Εβραίος καλά θα κάνει να προσευχηθεί στον Γιεχβά του. Ήδη έχουν δοθεί σαφείς εντολές σε αποσπάσματα από πρώην SA να κάνουν αυτό που πρέπει».
 
Η Νύχτα του Πογκρόμ
Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου θα μείνει στην Ιστορία με τρία ονόματα. Kristallnacht («Νύχτα των Κρυστάλλων»), Reichskristallnacht («Αυτοκρατορική Νύχτα των Κρυστάλλων»), και Pogromnacht («Η Νύχτα του Πογκρόμ). 
Σε κατάσταση ενορχηστρωμένης υστερίας, Γερμανοί σε κάθε πόλη προέβησαν σε ένα πανεθνικό πογκρόμ, γεμάτο βία, ενάντια στους Εβραίους της χώρας. 
Οργισμένοι ναζί, κάθε ηλικίας, βγήκαν στους δρόμους με λοστάρια, αλυσίδες, κλομπ, ακόμη και με όπλα και «εκδικήθηκαν» για τον θάνατο του Φομ Ρατ. 
 
 
Επτά χιλιάδες καταστήματα Εβραίων καταστράφηκαν από τον όχλο. Κάποια έγιναν παρανάλωμα του πυρός, τόνοι εμπορεύματα ρίχτηκαν στον δρόμο και οι εθνικοσοσιαλιστές σαν ύαινες έκαναν ένα πλιάτσικο που όμοιο του δεν έχει υπάρξει. Από τον όχλο δεν γλίτωσαν ούτε οι συναγωγές. Στη Γερμανία 1.574 συναγωγές πυρπολήθηκαν και δεν άνοιξαν ποτέ ξανά. Εκείνο το βράδυ 91 άνθρωποι λιντσαρίστηκαν από τους ναζί.
Και όμως, η Νύχτα των Κρυστάλλων δεν τελείωσε εκείνο το βράδυ. Οι ναζί δεν έσβησαν την παρανοϊκή δίψα τους για εβραϊκό αίμα. Περισσότεροι από 30.000 άνδρες Εβραίοι συνελήφθησαν και στάλθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στο Νταχάου, στο Μπούχενβαλντ και στο Ζάξενχαουζεν.
 
Εκεί πήραν μια πρώτη, πικρή γεύση για το τι επρόκειτο να ακολουθήσει λίγους μήνες αργότερα. Η μεταχείριση στα στρατόπεδα ήταν κτηνώδης, αλλά οι περισσότεροι Εβραίοι μέσα σε τρεις μήνες από τον Νοέμβριο του 1938 αφέθηκαν ελεύθεροι. Έπρεπε πρώτα όμως να υπογράψουν μια δήλωση ότι θα εγκατέλειπαν τη Γερμανία.
Η Γερμανία είναι μια χώρα η οποία δεν αφήνει το παραμικρό στην τύχη του. Έτσι, οι ναζί σκέφτηκαν πως, μετά την καταστροφή των περιουσιών των Εβραίων και την ηθική τους καταρράκωση, θα έπρεπε να μην ξανασηκώσουν κεφάλι οικονομικά. Με διάταγμα που εξέδωσαν, οι Εβραίοι κλήθηκαν να πληρώσουν συλλογικό πρόστιμο 1.000.000.000 μάρκων προς τη ναζιστική κυβέρνηση για τον θάνατο του Φομ Ρατ και να καταβληθούν στο Δημόσιο τα 6.000.000 μάρκα των ασφαλιστικών πληρωμών που θα έπαιρνε η εβραϊκή κοινότητα εξαιτίας των καταστροφών στις περιουσίες τους, που οι ίδιοι οι ναζί είχαν προκαλέσει. 
 
Βερολίνο, ξημερώματα  10ης Νοεμβρίου 1938
Ο 7χρονος Ζεβ είχε ένα όνειρο. Όταν θα μεγάλωνε, θα ταξίδευε στον κόσμο, και μετά θα έγραφε ένα βιβλίο. Θα το είχε συνέχεια στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου του πατέρα του. Το μαγαζί της οικογένειας βρισκόταν ακριβώς κάτω από το σπίτι τους, στην οδό Friedrichstrasse Νο 28, δίπλα από τις γραμμές του τραμ. «Γκράιφενμπεργκ και υιός» έγραφε η ταμπέλα. Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου, ο Ζεβ άκουσε τον πατέρα του να φωνάζει σε όλους να σβήσουν τα φώτα στο σπίτι και να κλειδώσουν την πόρτα. Εκείνος έριξε ένα πανωφόρι και κατέβηκε κάτω στο βιβλιοπωλείο. 
Από το βάθος του δρόμου, ο καστανομάλλης μικρούλης είδε από το παράθυρό του να πλησιάζει κόσμος. Φώναζαν και βαστούσαν αναμμένες δάδες. «Juden raus. Raus nach Palästina». Ο όχλος ερχόταν προς το μαγαζί του. Ό,τι έβρισκε στο διάβα του το έσπαγε.
 
 
«Ο μπαμπάς!» σκέφτηκε ο Ζεβ και, πριν προλάβει η μητέρα του να τον σταματήσει, ξεκλείδωσε την πόρτα και πετάχτηκε έξω. Φορούσε μόνο τις πιτζάμες και τις παντόφλες του. 
Μόλις κατέβηκε, πρόλαβε να δει κάποιους κοντοκουρεμένους άνδρες να ξηλώνουν τα ρολά του καταστήματος, να σπάνε τη βιτρίνα και να ορμούν μέσα. Όλα τα βιβλία του πατέρα του τα πέταγαν στο πλακόστρωτο. Κάποιος τους έριξε βενζίνη και έφερε κοντά έναν πυρσό. Μια τεράστια φλόγα ξεπετάχτηκε και φώτισε όλο τον δρόμο. Ο μικρούλης έκλαιγε. Δεν ένιωθε το κρύο που έφτανε μέχρι το κόκαλο.
Τρεις άνδρες με τη σβάστικα στο μπράτσο έσυραν τον πατέρα του μέχρι έξω. Το πρόσωπό του ήταν γεμάτο αίματα. Οι δυο τον βαστούσαν από τις μασχάλες και ο τρίτος συνέχιζε να τον χτυπά από πίσω. Τον πέταξαν στο παγωμένο λιθόστρωτο. Ένας μαυρομάλλης με την στολή των SA πήγε από πάνω του, του είπε «Juden» και τον έφτυσε στο πρόσωπο. Ένας άλλος τον πλησίασε και με τις βαριές αρβύλες που είχε περάσει μέσα το παντελόνι του, τον κλότσησε με μίσος στο κεφάλι. 
 
Τα μάτια του πατέρα του Ζεβ γύρισαν και φάνηκε το ασπράδι. Ένα ξέπνοο βογγητό και ένας ρόγχος ακούστηκε από το στήθος του και το κορμί του συσπάστηκε με βία.
Ο μικρούλης έτρεξε και αγκάλιασε τον νεκρό πατέρα του. Με δάκρυα στα μάτια τον ικέτευε να μην πεθάνει. Να ξυπνήσει, να πάνε επάνω στο σπίτι για να ζεσταθούν. «Δεν θα σε απογοητεύσω ποτέ πια, σήκω πατέρα, δεν θα είμαι άτακτος στο σχολείο, σ’ το υπόσχομαι, σήκω μπαμπά μου…».
 
 
Ένα χέρι άρπαξε τον Ζεβ από τα μαλλιά και τον έσυρε στον δρόμο. Το χαστούκι «έκαψε» το μάγουλό του και έκανε το αριστερό του αυτί να βουίξει. Ο Ζεβ σήκωσε τα μάτια και είδε τον Μάρκους, τον 18χρονο Γερμανό υπάλληλο που είχε ο πατέρας του στο βιβλιοπωλείο, μέχρι και πριν από λίγους μήνες. Τον είχε σαν παιδί του. Ακόμη και η μητέρα του, η Ρουθ, έστελνε στους γονείς του Μάρκους κάποιες από τις λιχουδιές που ετοίμαζε για να φάνε και εκείνοι. 
«Τι πίστευες, αρουραίε, θα σας αφήναμε έτσι;» σφύριξε μέσα από τα δόντια ο Μάρκους. Το χέρι του προσγειώθηκε πάλι στο πρόσωπο του Ζεβ και όλα σκοτείνιασαν…
 
Πολωνία, 28 Ιανουαρίου 1945, στρατόπεδο Άουσβιτς ΙΙ Μπίρκεναου
Οι Σοβιετικοί στρατιώτες της 60ής στρατιάς που μόλις είχαν εισβάλει στο άδειο στρατόπεδο, με δυσκολία συγκρατούσαν τα δάκρυά τους. Κάποιοι μάλιστα άδειαζαν τα στομάχια τους με τα όσα είχαν δει στο στρατόπεδο του θανάτου. Σε μια τεράστια αίθουσα, μια ομάδα Σοβιετικών ξεχώριζε βαλίτσες και άλλα προσωπικά είδη των αιχμαλώτων.
 
 
«Γιούρι, βοήθησέ με. Τι γράφει εδώ; Δεν μπορώ να καταλάβω» ρώτησε ο λοχίας του Κόκκινου Στρατού τον Γιούρι Ισμαΐλοβ που γνώριζε γερμανικά. Ο Γιούρι πέρασε το δάχτυλό του πάνω από την ετικέτα της παιδικής βαλίτσας και διάβασε αργά: «Ζεβ Γκράιφενμπεργκ, ετών 10, Βερολίνο».
google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΣΑΒΒΑΤΟ 20.04.2024 10:17