Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Ύστερα από διάφορα «μπρος – πίσω», ελέω της αμηχανίας που ακολούθησε το Εurogroup της 22ας Μαΐου, η κυβέρνηση ενσωματώνει τα νέα δεδομένα που υπάρχουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και αναπροσαρμόζει καταλλήλως τη ρητορική της. Πλέον το σκέλος του χρέους δείχνει να υποχωρεί ή να συντηρείται για την τιμή των όπλων, και σιγά-σιγά στο κάδρο μπαίνει η προοπτική της ανάπτυξης ως όρος ομαλοποίησης της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Η αναπτυξιακή προοπτική με άλλα λόγια – που βρίσκεται στη βάση και των γερμανικών σεναρίων και αναλύσεων – προβάλλει ως όρος για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και των επενδυτών.
Τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση αυξομειώνοντας την ένταση γύρω από τους μέχρι πρότινος διακηρυγμένους στόχους της (προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ) έδειξε να ταλαντεύεται ως προς τη γραμμή που θα έπρεπε να ακολουθήσει και τα μηνύματα που πρέπει να εκπέμψει, δεδομένου ότι τελικά τα νέα δεν ήταν καλά και ούτε θα «ανάγκαζαν» τον πρωθυπουργό να φορέσει… γραβάτα.
Για παράδειγμα, στην ομιλία του πρωθυπουργού στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ στο μέσον της περασμένης εβδομάδας, απουσίαζε η αναφορά στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ενώ φάνηκε να ξεθωριάζει ο στόχος της μεσοπρόθεσμης ρύθμισης του χρέους, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τη ρητορική της «καθαρής λύσης» που θα οδηγεί στη βιώσιμη έξοδο στις αγορές.
Πιο πριν, δυο μέρες μετά το απογοητευτικό για την κυβέρνηση Εurogroup της 22ας Μαΐου, ο Αλέξης Τσίπρας από το υπουργείο Περιβάλλοντος σημείωνε ότι η έξοδος στις α γορές «μπορεί να επιτευχθεί είτε πάρουμε μια συμφωνία για το χρέος σαν αυτήν που μας παρουσίασε ο Γερμανός υπουργός Οικονομι κών είτε με μια ακόμα καλύτερη που παλεύ ουμε να πάρουμε». Η δήλωση αυτή, με την οποία ο πρωθυπουργός φάνηκε να στέλνει καταρχάς μήνυμα μη ρήξης με τους δανειστές και προσαρμογής στα ρεαλιστικά δεδομένα, μαζεύτηκε άρον-άρον εντός της ίδιας μέρας.
Σε επόμενη παρέμβασή του ο πρωθυπουργός έστειλε και πάλι σήμα ότι η κυβέρνηση χαμηλώνει τον πήχη των προσδοκιών, όταν σε ερώτηση που δέχτηκε σε συνέντευξη Τύπου στο υπουργείο Εσωτερικών για το ενδεχόμενο πριν ή μετά τη Σύνοδο Κορυφής να φορέσει τελικά γραβάτα, απάντησε πως το «θέμα είναι να μη φορέσω φέσι».
Το τρίπτυχο της λύσης
Χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέφερε στο τραπέζι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος αναπροσαρμόζοντας το μείγμα της ατζέντας στο τρίπτυχο μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος – θετική μελέτη βιωσιμότητας από τον κάθε θεσμό ξεχωριστά (και ειδικά την ΕΚΤ) – ανάπτυξη.
Ειδικότερα, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών, χθες, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση εξακολουθεί να εργάζεται για καθαρή λύση, την οποία κωδικοποίησε σε τρεις βασικές αρχές:
1. Θα πρέπει να προσδιορίζει με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα ληφθούν για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μας να μην υπερβαίνουν μεσοπρόθεσμα του 15% του Α- ΕΠ.
2. Θα πρέπει τα μέτρα αυτά να δίνουν τη δυνατότητα σε όλους τους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, να προχωρήσουν σε θετικές μελέτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.
3. Θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκεκριμένες παρεμβάσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη, πράγμα που το σύνολο των θεσμών αλλά και των κρατών-μελών της ευρωζώνης αναγνωρίζουν ως αναγκαίο.
Μάλιστα, ανέδειξε ιδιαιτέρως το τελευταίο σημείο υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για παράμετρο εξαιρετικά σημαντική «διότι αποτελεί το κλειδί για να συγκλίνουν οι προβλέψεις όλων των θεσμών και να γεφυρωθούν οι διαφορές που προέκυψαν στο Eurogroup της 22ας Μαΐου», αποτελεί δε ένα από τα κεντρικά σημεία της τρέχουσας συζήτησης.
Τυπικά η κυβέρνηση εμμένει στη διαπραγματευτική γραμμή περί της ανάγκης του προσδιορισμού των μεσοπρόθεσμων μέτρων στην επικείμενη συνεδρίαση των ΥΠΟΙΚ της ευρωζώνης, στις 15 Ιουνίου. Από τις δημόσιες τοποθετήσεις και τις διαρροές των βασικών παικτών της διαπραγμάτευσης δεν προκύπτει ωστόσο ότι θα υπάρξει καταλυτική συζήτηση για το χρέος, με τον τρόπο που την αντιλαμβανόταν μέχρι πρόσφατα η κυβέρνηση.
Η Κριστίν Λαγκάρντ, με συνέντευξή της στη γερμανική εφημερίδα «Ηandelsblatt», διέλυσε οριστικά τις κυβερνητικές προσδοκίες, καθώς επισήμως αποδέχτηκε την πρόταση Σόιμπλε για «stand by arrangement», δηλαδή άμεση δέσμευση για πλήρη συμμετοχή στο πρόγραμμα και εκταμίευση όταν θα ικανοποιούνται οι όροι βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους, κάτι που οδηγεί προς το τέλος του προγράμματος. Αυτό σημαίνει μετάθεση της συζήτησης για το χρέος στο μέλλον και δη μετά τις γερμανικές εκλογές, κάτι που μπορεί να μην ικανοποιεί την κυβέρνηση και να ματαιώνει το αφήγημα της άμεσης δοκιμαστικής εξόδου στις αγορές, ικανοποιεί όμως τον Σόιμπλε, ο οποίος στο πρόσφατο Εurogroup εξανέστη για το γεγονός ότι υπήρξαν αισιόδοξες δηλώσεις από την πλευρά της Κομισιόν όλο το προηγούμενο διάστημα κάνοντας την Αθήνα να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο.
Η κυβέρνηση αντέδρασε σε αυτήν την εξέλιξη με την επισήμανση ότι όταν πρόκειται για μέτρα λιτότητας το Ταμείο είναι «πιεστικό», αλλά όταν πρόκειται για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους (που, όπως και οι περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, είναι επίσης μέρος της επίσημης ατζέντας του) υπαναχωρεί και μεταθέτει τη συζήτηση για το μέλλον. Οι «δηλώσεις Λαγκάρντ» κατά την κυβέρνηση δεν αποτελούν θετική συνεισφορά στην εξεύρεση μιας έντιμης και κοινά αποδεκτής λύσης. Καθιστούν δε το Ταμείο αναξιόπιστο.
Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση επιχειρεί να μετριάσει τις εντυπώσεις από αυτήν την εξέλιξη που καθιστά ως βάση συζήτησης την πρόταση Σόιμπλε, και αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχει περιθώριο να ανατραπεί αυτό το δεδομένο και να υπάρξει εποικοδομητική στάση όλων των πλευρών σε μια κοινά αποδεκτή λύση.
Η «απειλή» της Συνόδου
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση επιμένει και στο ενδεχόμενο, αν δεν υπάρξει αυτή η επιδιωκόμενη κοινά αποδεκτή λύση στο επίπεδο των ΥΠΟΙΚ της ευρωζώνης, το θέμα να πάει στη Σύνοδο Κορυφής (με δική της πρωτοβουλία προφανώς). Χωρίς να διευκρινίζεται αν κάτι τέτοιο έχει διερευνηθεί και είναι εφικτό, αν δηλαδή έχουν δοθεί οι κατάλληλες διαβεβαιώσεις, από την κυβέρνηση υποστηρίζεται ότι η επιδίωξη της «πολιτικής λύσης» σε επίπεδο κορυφής είναι πάντα στο τραπέζι αφενός για πρακτικούς λόγους, καθώς μπορεί να χρειάζεται «περισσότερος χρόνος, έτσι ώστε να γεφυρωθούν οι διαφορές»,
αφετέρου διότι η στιγμή απαιτεί «να κατανοήσουν όλοι ότι οι αποφάσεις για το ελληνικό πρόγραμμα αφορούν το σύνολο της Ευρώπης, αφορούν τους όρους με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί να εξασφαλίσει μια δυναμική ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια και παίρνει έναν ξεκάθαρα πολιτικό χαρακτήρα, που θα πρέπει να απασχολήσει την ευρωζώνη στο υψηλότερο δυνατό επίπεδο».
Αδυνατεί πάντως η κυβέρνηση να απαντήσει στο αν οι ηγέτες ολόκληρης της Ε.Ε. και όχι μόνο της ευρωζώνης είναι διατεθειμένοι να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα στη Σύνοδο, και αν πράγματι εκεί θα βρει ευήκοα ώτα ή αν διαγράφεται ο κίνδυνος αναδίπλωσης ακόμη και θετικά διακείμενων προς την Ελλάδα ηγετών.
Σε κάθε περίπτωση από το κυβερνητικό επιτελείο επιχειρείται και μια διαχείριση των ευθυνών για το πώς φτάσαμε εώς εδώ, καθώς δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η κυβέρνηση «σύρθηκε» στην ψήφιση μέτρων 4 δισ. για μετά τη λήξη του προγράμματος το 2019 – 2020, θεωρώντας και προβάλλοντας ως περίπου τετελεσμένο γεγονός τη λύση στο χρέος.
Όπως προκύπτει και από την ανακοίνωση που εκδόθηκε από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συνεδρίαση της Τρίτης υπό τον Τσίπρα, ευθύνες επιρρίπτονται σε έντονο ύφος στην πλευρά των δανειστών, κατά κύριο λόγο το ΔΝΤ που, όπως είπαμε, «υπαναχώρησε» και το Βερολίνο που «κλιμακώνει την αντιπαράθεση» με δηλώσεις και διαρροές «αντί να συμβάλλει εποικοδομητικά στην εξεύρεση λύσης».
Ουσιαστικά πίσω από τις γραμμές της ανακοίνωσης του κομματικού οργάνου η κυβέρνηση κατηγορεί τις δύο πλευρές ότι ναρκοθετούν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εμποδίζοντας την αξιοποίηση του θετικού μομέντουμ της ελληνικής οικονομίας – για «χρυσή ευκαιρία» έκανε λόγο χθες ο Αλέξης Τσίπρας που καθιστά αναγκαία αλλά και εφικτή μια απόφαση που επιλύει οριστικά το ελληνικό πρόβλημα.
Στην ίδια ανακοίνωση επαναλαμβάνεται η προειδοποίηση ότι αν δεν υπάρξει λύση στο χρέος η κυβέρνηση δεν θα εφαρμόσει τα μέτρα για το 2019 – 2020, αλλά όλο και περισσότεροι στο κόμμα ανησυχούν ότι αυτή η πολιτική δέσμευση είναι εσωτερικής κατανάλωσης που επανέρχεται εξαιτίας της κομματικής πίεσης.
Το διά ταύτα πάντως είναι ότι η κυβέρνηση δεν φέρει ευθύνες για το ότι πόνταρε σε διαβεβαιώσεις που ανατράπηκαν και δεν εκτίμησε σωστά όλα τα δεδομένα και τις πιθανότητες, αλλά ευθύνονται οι δανειστές που «αθέτησαν» τις δεσμεύσεις τους.
Το αναπτυξιακό στόρι
Σε ό,τι αφορά το αναπροσαρμοζόμενο αφήγημα που σηκώνει πλέον την παράμετρο της ανάπτυξης:
Η κυβέρνηση φαίνεται να καλλιεργεί την προσδοκία εναλλακτικών οδών πρόσβασης στο QΕ, με τον παράγοντα «ανάπτυξη» να είναι εξίσου καταλυτικός αλλά και συναρτώμενος με τη βιωσιμότητα του χρέους. Λέει δηλαδή ότι μια σύγκλιση Γερμανίας – ΔΝΤ στις προβλέψεις για την ανάπτυξη είναι δυνατό να επιφέρει μια θετική δήλωση για την προοπτική της βιωσιμότητας του χρέους, ξεκλειδώνοντας τη δυνατότητα της ΕΚΤ για μια δική της θετική μελέτη βιωσιμότητας που θα επιτρέψει την «επιλεξιμότητα» των ελληνικών ομολόγων από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Όπως ανέφερε χθες χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, «η βασική διαφορά που προέκυψε στο Εurogroup της 22ας Μαΐου και οδήγησε τελικά στη μη ύπαρξη συμφωνίας ήταν ότι από τη μια μεριά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κάνουν προβλέψεις για μεσοσταθμική ανάπτυξη μέχρι το 2060 περίπου στο 1,3%, ενώ από τη μεριά του το ΔΝΤ κάνει προβλέψεις για ανάπτυξη που βρίσκεται περίπου στο 1%, μέχρι το 2060». Επομένως, συνέχισε, «αν υπάρξουν από τη μεριά του Εurogroup εγγυήσεις, δεσμεύσεις ότι θα γίνουν παρεμβάσεις για την τόνωση της ανάπτυξης, υπάρχει δυνατότητα να μειωθούν οι διαφορές και να βρουν ένα κοινό πεδίο πάνω στο οποίο θα μπορέσει να οικοδομηθεί η οριστική λύση την οποία όλοι ψάχνουν».
Τόνισε εξάλλου ότι όσο καλύτερες οι προβλέψεις για την ανάπτυξη τόσο λιγότερα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα χρειαστούν.
Κοινώς, αν το ΔΝΤ βελτιώσει κάπως τις προβλέψεις για την ανάπτυξη και άρα μειώσει τις απαιτήσεις του για το ύψος της ελάφρυνσης χρέους που απαιτείται (οδηγώντας κατά συνέπεια σε μείωση του κόστους της ελάφρυνσης για τα ευρωπαϊκά κράτη και ειδικά για τη Γερμανία), τότε μπορεί να υπάρξει λύση.
Την ίδια ώρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος παρέπεμψε σε μια ευρύτερη συζήτηση στρατηγικού χαρακτήρα για τον προσανατολισμό της Ευρώπης που διεξάγεται στην Ε.Ε. Η Ευρώπη, είπε, «έπειτα από τη δεκαετή περίπου πια χρηματοπιστωτική κρίση, αρχίζει να γυρίζει το βλέμμα της από τους σκληρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, σε πολιτικές οι οποίες είναι πιο φιλικές για την ανάπτυξη.
Τόσο η καγκελάριος Μέρκελ όσο και ο νέος πρόεδρος της Γαλλίας έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι θέλουν να δουλέψουν για μια Ευρώπη της ανάπτυξης. Επομένως, αυτού του τύπου οι παρεμβάσεις για την τόνωση της ανάπτυξης εντάσσονται σε ένα νέο στρατηγικό σχέδιο για την Ευρώπη, που αυτήν την περίοδο έχει αρχίσει να παίρνει σάρκα και οστά».
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.