search
ΠΕΜΠΤΗ 28.03.2024 18:18
MENU CLOSE

Το αφήγημα της ανάπτυξης

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 1972
8-6-2017
08.06.2017 03:00
xydaki_copy.jpg

 

Ύστερα από διάφορα «μπρος – πίσω», ελέω της αμηχανίας που ακολούθησε το Εurogroup της 22ας Μαΐου, η κυβέρνηση ενσωματώνει τα νέα δεδομένα που υπάρχουν στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και αναπρο­σαρμόζει καταλλήλως τη ρητορική της. Πλέον το σκέλος του χρέους δείχνει να υποχωρεί ή να συντηρείται για την τιμή των όπλων, και σιγά-σιγά στο κάδρο μπαίνει η προοπτική της ανάπτυξης ως όρος ομαλοποίησης της πορείας της ελληνικής οικονομίας. Η αναπτυξιακή προοπτική με άλλα λόγια – που βρίσκεται στη βάση και των γερμανικών σεναρίων και αναλύσεων – προβάλλει ως όρος για την ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών και των επενδυτών.

Τις τελευταίες μέρες η κυβέρνηση αυξομειώνοντας την ένταση γύρω από τους μέχρι πρότινος διακηρυγμένους στόχους της (προσδι­ορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος, ένταξη στο πρόγραμμα ποσοτικής χα­λάρωσης της ΕΚΤ) έδειξε να ταλαντεύεται ως προς τη γραμμή που θα έπρεπε να ακολουθή­σει και τα μηνύματα που πρέπει να εκπέμψει, δεδομένου ότι τελικά τα νέα δεν ήταν καλά και ούτε θα «ανάγκαζαν» τον πρωθυπουργό να φορέσει… γραβάτα.

Για παράδειγμα, στην ομιλία του πρωθυ­πουργού στη Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ στο μέσον της περασμένης εβδομάδας, απουσίαζε η αναφορά στο πρόγραμμα ποσοτικής χα­λάρωσης ενώ φάνηκε να ξεθωριάζει ο στόχος της μεσοπρόθεσμης ρύθμισης του χρέους, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τη ρητορική της «καθαρής λύσης» που θα οδηγεί στη βιώ­σιμη έξοδο στις αγορές.

Πιο πριν, δυο μέρες μετά το απογοητευτικό για την κυβέρνηση Εurogroup της 22ας Μαΐου, ο Αλέξης Τσίπρας από το υπουργείο Περιβάλλοντος σημείωνε ότι η έξοδος στις α γορές «μπορεί να επιτευχθεί είτε πάρουμε μια συμφωνία για το χρέος σαν αυτήν που μας παρουσίασε ο Γερμανός υπουργός Οικονομι κών είτε με μια ακόμα καλύτερη που παλεύ ουμε να πάρουμε». Η δήλωση αυτή, με την οποία ο πρωθυπουργός φάνηκε να στέλνει καταρχάς μήνυμα μη ρή­ξης με τους δανειστές και προσαρ­μογής στα ρεαλιστικά δεδομένα, μαζεύτηκε άρον-άρον εντός της ίδιας μέρας.

Σε επόμενη παρέμβασή του ο πρωθυπουργός έστειλε και πάλι σήμα ότι η κυβέρνηση χαμηλώνει τον πήχη των προσδοκιών, όταν σε ερώτηση που δέχτηκε σε συνέντευξη Τύπου στο υπουργείο Εσωτερικών για το ενδεχόμενο πριν ή μετά τη Σύνοδο Κορυφής να φορέσει τελικά γραβάτα, απάντησε πως το «θέμα είναι να μη φορέσω φέσι».

Το τρίπτυχο της λύσης

Χθες ο κυβερνητικός εκπρόσωπος επανέ­φερε στο τραπέζι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος αναπροσαρμόζοντας το μείγμα της ατζέντας στο τρίπτυχο μεσοπρόθεσμα μέτρα για το χρέος – θετική μελέτη βιωσιμό­τητας από τον κάθε θεσμό ξεχωριστά (και ει­δικά την ΕΚΤ) – ανάπτυξη.

Ειδικότερα, κατά την ενημέρωση των πολι­τικών συντακτών, χθες, ο Δημήτρης Τζανακόπουλος σημείωσε ότι η κυβέρνηση εξακολου­θεί να εργάζεται για καθαρή λύση, την οποία κωδικοποίησε σε τρεις βασικές αρχές:

1. Θα πρέπει να προσδιορίζει με τη μεγα­λύτερη δυνατή σαφήνεια τα μεσοπρόθε­σμα μέτρα που θα ληφθούν για την ελάφρυν­ση του ελληνικού χρέους μετά το τέλος του προγράμματος, ώστε οι ακαθάριστες χρημα­τοδοτικές ανάγκες της χώρας μας να μην υ­περβαίνουν μεσοπρόθεσμα του 15% του Α- ΕΠ.

2. Θα πρέπει τα μέτρα αυτά να δίνουν τη δυνατότητα σε όλους τους θεσμούς, συμπεριλαμβανομένης της ΕΚΤ, να προχωρή­σουν σε θετικές μελέτες βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

3. Θα πρέπει να προσδιορίζονται συγκε­κριμένες παρεμβάσεις που θα ενισχύουν την ανάπτυξη, πράγμα που το σύνολο των θεσμών αλλά και των κρατών-μελών της ευρωζώνης αναγνωρίζουν ως αναγκαίο.

Μάλιστα, ανέδειξε ιδιαιτέρως το τελευταίο σημείο υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται για παράμετρο εξαιρετικά σημαντική «διότι αποτελεί το κλειδί για να συγκλίνουν οι προβλέ­ψεις όλων των θεσμών και να γεφυρωθούν οι διαφορές που προέκυψαν στο Eurogroup της 22ας Μαΐου», αποτελεί δε ένα από τα κεντρι­κά σημεία της τρέχουσας συζήτησης.

Τυπικά η κυβέρνηση εμμένει στη διαπραγ­ματευτική γραμμή περί της ανάγκης του προσδιορισμού των μεσοπρόθεσμων μέτρων στην επικείμενη συνεδρίαση των ΥΠΟΙΚ της ευρωζώνης, στις 15 Ιουνίου. Από τις δημόσι­ες τοποθετήσεις και τις διαρροές των βασικών παικτών της διαπραγμάτευσης δεν προκύπτει ωστόσο ότι θα υπάρξει καταλυτική συζήτηση για το χρέος, με τον τρόπο που την αντιλαμ­βανόταν μέχρι πρόσφατα η κυβέρνηση.

Η Κριστίν Λαγκάρντ, με συνέντευξή της στη γερμανική εφημερίδα «Ηandelsblatt», διέλυσε οριστικά τις κυβερνητικές προσδο­κίες, καθώς επισήμως αποδέχτηκε την πρόταση Σόιμπλε για «stand by arrangement», δηλαδή άμεση δέσμευση για πλήρη συμμε­τοχή στο πρόγραμμα και εκταμίευση όταν θα ικανοποιούνται οι όροι βιωσιμότητας του ελ­ληνικού χρέους, κάτι που οδηγεί προς το τέ­λος του προγράμματος. Αυτό σημαίνει μετά­θεση της συζήτησης για το χρέος στο μέλλον και δη μετά τις γερμανικές εκλογές, κάτι που μπορεί να μην ικανοποιεί την κυβέρνηση και να ματαιώνει το αφήγημα της άμεσης δοκι­μαστικής εξόδου στις αγορές, ικανοποιεί όμως τον Σόιμπλε, ο οποίος στο πρόσφα­το Εurogroup εξανέστη για το γεγονός ότι υπήρξαν αισιόδοξες δηλώσεις α­πό την πλευρά της Κομισιόν όλο το προηγούμενο διάστημα κά­νοντας την Αθήνα να βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο.

Η κυβέρνηση αντέδρασε σε αυτήν την εξέλιξη με την επι­σήμανση ότι όταν πρόκειται για μέτρα λιτότητας το Ταμείο είναι «πιεστικό», αλλά όταν πρόκειται για την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους (που, όπως και οι περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, είναι επίσης μέρος της επίση­μης ατζέντας του) υπαναχωρεί και μεταθέτει τη συζήτηση για το μέλλον. Οι «δηλώσεις Λα­γκάρντ» κατά την κυβέρνηση δεν αποτελούν θετική συνεισφορά στην εξεύρεση μιας έντιμης και κοινά αποδεκτής λύσης. Καθιστούν δε το Ταμείο αναξιόπιστο.

Σε κάθε περίπτωση η κυβέρνηση επιχειρεί να μετριάσει τις εντυπώσεις από αυτήν την εξέλι­ξη που καθιστά ως βάση συζήτησης την πρό­ταση Σόιμπλε, και αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρ­χει περιθώριο να ανατραπεί αυτό το δεδομένο και να υπάρξει εποικοδομητική στάση όλων των πλευρών σε μια κοινά αποδεκτή λύση.

Η «απειλή» της Συνόδου

Ταυτόχρονα η κυβέρνηση επιμένει και στο ενδεχόμενο, αν δεν υπάρξει αυτή η επιδιωκόμενη κοινά αποδεκτή λύση στο επίπεδο των ΥΠΟΙΚ της ευρωζώνης, το θέμα να πάει στη Σύνοδο Κορυφής (με δική της πρωτοβουλία προφανώς). Χωρίς να διευκρινίζεται αν κάτι τέτοιο έχει διερευνηθεί και είναι εφικτό, αν δηλαδή έχουν δοθεί οι κατάλληλες διαβεβαι­ώσεις, από την κυβέρνηση υποστηρίζεται ότι η επιδίωξη της «πολιτικής λύσης» σε επίπεδο κορυφής είναι πάντα στο τραπέζι αφενός για πρακτικούς λόγους, καθώς μπορεί να χρειάζεται «περισσότερος χρόνος, έτσι ώστε να γεφυρωθούν οι διαφορές»,

αφετέρου διότι η στιγμή απαιτεί «να κατα­νοήσουν όλοι ότι οι αποφάσεις για το ελληνι­κό πρόγραμμα αφορούν το σύνολο της Ευρώ­πης, αφορούν τους όρους με τους οποίους η Ελλάδα μπορεί να εξασφαλίσει μια δυναμική ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια και παίρνει έναν ξεκάθαρα πολιτικό χαρακτήρα, που θα πρέπει να απασχολήσει την ευρωζώνη στο υ­ψηλότερο δυνατό επίπεδο».

Αδυνατεί πάντως η κυβέρνηση να απαντήσει στο αν οι ηγέτες ολόκληρης της Ε.Ε. και όχι μό­νο της ευρωζώνης είναι διατεθειμένοι να συζη­τήσουν το ελληνικό πρόβλημα στη Σύνοδο, και αν πράγματι εκεί θα βρει ευήκοα ώτα ή αν δια­γράφεται ο κίνδυνος αναδίπλωσης ακόμη και θετικά διακείμενων προς την Ελλάδα ηγετών.

Σε κάθε περίπτωση από το κυβερνητικό επι­τελείο επιχειρείται και μια διαχείριση των ευ­θυνών για το πώς φτάσαμε εώς εδώ, καθώς δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η κυβέρ­νηση «σύρθηκε» στην ψήφιση μέτρων 4 δισ. για μετά τη λήξη του προγράμματος το 2019 – 2020, θεωρώντας και προβάλλοντας ως περί­που τετελεσμένο γεγονός τη λύση στο χρέος.

Όπως προκύπτει και από την ανακοίνωση που εκδόθηκε από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ μετά τη συνεδρίαση της Τρίτης υπό τον Τσίπρα, ευθύνες επιρρίπτονται σε έ­ντονο ύφος στην πλευρά των δανειστών, κα­τά κύριο λόγο το ΔΝΤ που, όπως είπαμε, «υ­παναχώρησε» και το Βερολίνο που «κλιμακώ­νει την αντιπαράθεση» με δηλώσεις και δι­αρροές «αντί να συμβάλλει εποικοδομητικά στην εξεύρεση λύσης».

Ουσιαστικά πίσω από τις γραμμές της ανα­κοίνωσης του κομματικού οργάνου η κυβέρ­νηση κατηγορεί τις δύο πλευρές ότι ναρκο­θετούν την αναπτυξιακή πορεία της χώρας, εμποδίζοντας την αξιοποίηση του θετικού μομέντουμ της ελληνικής οικονομίας – για «χρυσή ευκαιρία» έκανε λόγο χθες ο Αλέξης Τσίπρας που καθιστά αναγκαία αλλά και εφι­κτή μια απόφαση που επιλύει οριστικά το ελ­ληνικό πρόβλημα.

Στην ίδια ανακοίνωση επαναλαμβάνεται η προειδοποίηση ότι αν δεν υπάρξει λύση στο χρέος η κυβέρνηση δεν θα εφαρμόσει τα μέ­τρα για το 2019 – 2020, αλλά όλο και περισ­σότεροι στο κόμμα ανησυχούν ότι αυτή η πολιτική δέσμευση είναι εσωτερικής κατανά­λωσης που επανέρχεται εξαιτίας της κομμα­τικής πίεσης.

Το διά ταύτα πάντως είναι ότι η κυβέρνηση δεν φέρει ευθύνες για το ότι πόνταρε σε δια­βεβαιώσεις που ανατράπηκαν και δεν εκτίμη­σε σωστά όλα τα δεδομένα και τις πιθανότη­τες, αλλά ευθύνονται οι δανειστές που «αθέ­τησαν» τις δεσμεύσεις τους.

Το αναπτυξιακό στόρι

Σε ό,τι αφορά το αναπροσαρμοζόμενο α­φήγημα που σηκώνει πλέον την παράμετρο της ανάπτυξης:

Η κυβέρνηση φαίνεται να καλλιεργεί την προσδοκία εναλλακτικών οδών πρόσβα­σης στο QΕ, με τον παράγοντα «ανάπτυξη» να είναι εξίσου καταλυτικός αλλά και συναρτώμενος με τη βιωσιμότητα του χρέους. Λέ­ει δηλαδή ότι μια σύγκλιση Γερμανίας – ΔΝΤ στις προβλέψεις για την ανάπτυξη είναι δυ­νατό να επιφέρει μια θετική δήλωση για την προοπτική της βιωσιμότητας του χρέους, ξε­κλειδώνοντας τη δυνατότητα της ΕΚΤ για μια δική της θετική μελέτη βιωσιμότητας που θα επιτρέψει την «επιλεξιμότητα» των ελληνικών ομολόγων από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.

Όπως ανέφερε χθες χαρακτηριστικά ο Δημήτρης Τζανακόπουλος, «η βασική διαφορά που προέκυψε στο Εurogroup της 22ας Μαΐου και οδήγησε τελικά στη μη ύπαρξη συμφωνίας ή­ταν ότι από τη μια μεριά οι ευρωπαϊκοί θεσμοί κάνουν προβλέψεις για μεσοσταθμική ανάπτυ­ξη μέχρι το 2060 περίπου στο 1,3%, ενώ από τη μεριά του το ΔΝΤ κάνει προβλέψεις για ανά­πτυξη που βρίσκεται περίπου στο 1%, μέχρι το 2060». Επομένως, συνέχισε, «αν υπάρξουν από τη μεριά του Εurogroup εγγυήσεις, δεσμεύσεις ότι θα γίνουν παρεμβάσεις για την τόνωση της ανάπτυξης, υπάρχει δυνατότητα να μειωθούν οι διαφορές και να βρουν ένα κοινό πεδίο πάνω στο οποίο θα μπορέσει να οικοδομηθεί η ορι­στική λύση την οποία όλοι ψάχνουν».

Τόνισε εξάλλου ότι όσο καλύτερες οι προ­βλέψεις για την ανάπτυξη τόσο λιγότερα τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα χρειαστούν.

Κοινώς, αν το ΔΝΤ βελτιώσει κάπως τις προβλέψεις για την ανάπτυξη και άρα μειώσει τις απαιτήσεις του για το ύψος της ελά­φρυνσης χρέους που απαιτείται (οδηγώντας κατά συνέπεια σε μείωση του κόστους της ε­λάφρυνσης για τα ευρωπαϊκά κράτη και ειδι­κά για τη Γερμανία), τότε μπορεί να υπάρξει λύση.

Την ίδια ώρα ο κυβερνητικός εκπρόσω­πος παρέπεμψε σε μια ευρύτερη συζήτηση στρατηγικού χαρακτήρα για τον προσανα­τολισμό της Ευρώπης που διεξάγεται στην Ε.Ε. Η Ευρώπη, είπε, «έπειτα από τη δεκαετή περίπου πια χρηματοπιστωτική κρίση, αρχί­ζει να γυρίζει το βλέμμα της από τους σκλη­ρούς δημοσιονομικούς περιορισμούς, σε πολιτικές οι οποίες είναι πιο φιλικές για την ανάπτυξη.

Τόσο η καγκελάριος Μέρκελ όσο και ο νέ­ος πρόεδρος της Γαλλίας έχουν επανειλημμένα δηλώσει ότι θέλουν να δουλέψουν για μια Ευρώπη της ανάπτυξης. Επομένως, αυ­τού του τύπου οι παρεμβάσεις για την τόνω­ση της ανάπτυξης εντάσσονται σε ένα νέο στρατηγικό σχέδιο για την Ευρώπη, που αυ­τήν την περίοδο έχει αρχίσει να παίρνει σάρ­κα και οστά».

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΕΜΠΤΗ 28.03.2024 18:17