search
ΤΡΙΤΗ 23.04.2024 23:59
MENU CLOSE

Έκθεση: Παράτολμη συνύπαρξη

05.10.2009 09:45

Τα ποπ έργα του εκκεντρικού Άντι Γουόρχολ συνομιλούν με τις μόνιμες συλλογές του Βυζαντινού Μουσείου σε μια μεγάλη έκθεση που θα μας γνωρίσει και τα λιγότερο δημοφιλή έργα του

 

Τα ποπ έργα του εκκεντρικού Άντι Γουόρχολ συνομιλούν με τις μόνιμες συλλογές του Βυζαντινού Μουσείου σε μια μεγάλη έκθεση που θα μας γνωρίσει και τα λιγότερο δημοφιλή έργα του

Ο Άντι Γουόρχολ (1928-1987) υπήρξε μια από τις πλέον αμφισβητούμενες προσωπικότητες της σύγχρονης τέχνης. Τόσο καλλιτεχνικά όσο και προσωπικά. Και η ποπ αρτ, το καλλιτεχνικό ρεύμα στο οποίο τον κατέταξε η Ιστορία, δίχασε και εξακολουθεί να διχάζει κοινό και κριτικούς για τις προθέσεις της, το αισθητικό της αποτέλεσμα, την καλλιτεχνική της υπόσταση, τις συνέπειές της και τις υπηρεσίες που προσέφερε στην επέλαση του μεταμοντέρνου οδοστρωτήρα στα τέλη του 20ού αιώνα. Το σίγουρο είναι ότι ο σλοβακικής καταγωγής καλλιτέχνης, γεννημένος στο Πίτσμπουργκ ως Αντρέι Βαρχόλα, δεν πέρασε απαρατήρητος. Άφησε την ανεξίτηλη σφραγίδα του σε όλες τις σύγχρονες τάσεις και κατευθύνσεις της τέχνης και προκάλεσε με τα έργα, τις δηλώσεις και την εκκεντρική ζωή του έντονες αντιπαραθέσεις. Αν και η επινόηση του όρου ποπ αρτ δεν ανήκει στον ίδιο αλλά σε κριτικούς που αξιοποίησαν την επιγραφή της ρακέτας ενός μπόντι μπίλντερ από τον περιβόητο και άκρως ειρωνικό πίνακα «Just What Is It That MakesToday’s Home So Different, So Appealing?» (1956) του Βρετανού Ρίτσαρντ Χάμιλτον, ο Άντι Γουόρχολ και ο Ρόι Λίχτενσταϊν υπήρξαν αναμφίβολα οι πιο διάσημοι εκπρόσωποι του ρεύματος. Ενός ρεύματος που διαδέχθηκε τον αφηρημένο εξπρεσιονισμό του Πόλοκ, τοποθετώντας κατά πολλούς την ταφόπλακα στις πρωτοπορίες του μοντερνισμού και σηματοδοτώντας την αποκάθαρση και την απενοχοποίηση της μαζικής κουλτούρας και των καταναλωτικών προϊόντων ως πρώτη ύλη για μια τέχνη ανενδοίαστα παραστατική, εικονολατρική, αποστασιοποιημένη από κάθε ιδεολογία, από κάθε ταξική και κοινωνική αναφορά, αυθεντικά βορειοαμερικανική, λαμπερή, φανταχτερά χρωματισμένη, ενταγμένη πλήρως στο καπιταλιστικό σύστημα, τροφοδοτούμενη από το νεοπαγές κύκλωμα των γκαλερί, των μουσείων και του αναπτυσσόμενου καλλιτεχνικού «χρηματιστηρίου», πιο αυτοαναφορική από ποτέ, συναρτημένη με τον κόσμο της μόδας, του χρηστικού ντιζάιν, της φωτογραφίας, της διαφήμισης, των σελέμπριτις. Στον κόσμο του Γουόρχολ, δίχως εκλεκτικότητες και βασανιστικές θεωρητικές αναζητήσεις, άνθρωποι και αντικείμενα, ο Μάο Τσε Τουνγκ και κουτιά από κόκα κόλα, κονσέρβες σούπας και η Μέριλιν Μονρόε, το αμερικανικό δολάριο και τα χαρτόκουτα του απορρυπαντικού Brillo, πρόσωπα-θρύλοι και ευτελή προϊόντα του σούπερ μάρκετ, συμφύρονται εις καμβά έναν, πολλαπλασιάζονται, αναπαράγονται, επιχρωματίζονται και σερβίρονται στο ίδιο μενού. Κριτικοί, θεωρητικοί της τέχνης και αισθητικοί φιλόσοφοι ασχολήθηκαν εκτενώς με τις μεθόδους του και την παράδοξη αυτή στροφή της τέχνης. Όπως περιγράφει και η Σίνθια Φρίλαντ στο βιβλίο της «Μα είναι αυτό τέχνη;», o Άρθουρ Ντάντο στην «ανοικτή» και πλουραλιστική θεωρία του περί του τι είναι τέχνη κατέληξε στο συμπέρασμα ότι «στην πραγματικότητα τα κουτιά του Γουόρχολ είναι πολύ καλά δείγματα ξυλουργικής». Πιο επιεικής, όμως, αργότερα ερμήνευσε τα έργα του Γουόρχολ μέσα στο συγκείμενο της εποχής τους, αποδεχόμενος ουσιαστικά ότι τέχνη είναι ό,τι μπορεί να γίνει αντιληπτό ως τέχνη στις δεδομένες συνθήκες κάθε ιστορικής περιόδου, ακόμα και αν δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως τέτοια σε άλλες συνθήκες και σε άλλες περιόδους. Αντίστοιχα, ο φιλόσοφος Τζορτζ Ντίκι με αφορμή τα έργα του Γουόρχολ ολοκλήρωσε και μορφοποίησε τη θεωρία του για τη «θεσμικά καθιερωμένη τέχνη», επισημαίνοντας ότι «τέχνη μπορεί να είναι κάθε χειροτέχνημα στο οποίο έχει απονεμηθεί το status του υποψήφιου προς αξιολόγηση από κάποιο πρόσωπο ή πρόσωπα που δρουν εκ μέρους ενός συγκεκριμένου κοινωνικού θεσμού – του κόσμου της τέχνης». Ωστόσο, ακόμα και αν ο Γουόρχολ και οι υπόλοιποι ποπ καλλιτέχνες αντιμετωπίστηκαν στην καλύτερη περίπτωση με επιφύλαξη και στη χειρότερη με δυσμενή και απαξιωτικά σχόλια από τους θεωρητικούς της τέχνης, κυρίως αυτούς με αριστερές καταβολές, το έργο τους έγινε ευρύτερα γνωστό και κατόρθωσαν να το προβάλουν και να το προωθήσουν σε κάθε θεσμικό και εξωθεσμικό κέντρο τέχνης. Ιδιαίτερα ο Γουόρχολ με την κοσμική ζωή του, με τις διαρκείς φωτογραφήσεις, με τις ρηξικέλευθες και κυνικές δηλώσεις του, με τη γνωριμία του με αρκετές διασημότητες της εποχής και με τη δραστηριοποίησή του στο στούντιο Factory, πέτυχε να μείνει στην ιστορία ως ένας παραγωγικότατος και ευφυής δημιουργός και μέντορας νεότερων καλλιτεχνών, όπως ο πρόωρα χαμένος Ζαν-Μισέλ Μπασκιά. Και είναι βέβαιο ότι στο ογκώδες corpus του συγκαταλέγονται και έργα, ίσως τα λιγότερα προβεβλημένα, που χρήζουν περισσότερης προσοχής, όπως η σειρά με τον «Μυστικό Δείπνο», το «Αόρατο γλυπτό», η «Ηλεκτρική καρέκλα», τα πολυάριθμα πορτρέτα και τα μικρού μήκους βίντεο. Αυτά τα τελευταία θα έχουμε την ευκαιρία να δούμε από κοντά σε δυο πολύ σπουδαίες εκθέσεις που συνδιοργανώνει το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο της Αθήνας με τις αίθουσες σύγχρονης τέχνης Πότνια Θηρών – Bank of Attention και Haunch of Venison. Στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο (Έκθεση «Warhol/Icon: Η δημιουργία της εικόνας», Β. Σοφίας 22, 6 Οκτωβρίου – 10 Ιανουαρίου), που διαθέτει τη μεγαλύτερη παγκοσμίως συλλογή βυζαντινών αγιογραφιών. Τα πορτρέτα που φιλοτεχνούσε ο Γουόρχολ επί σειρά ετών θα «αντιπαρατίθενται» με τα «πορτρέτα» ιερών προσώπων από την ιστορία της Ορθοδοξίας σε μια παράτολμη συνύπαρξη. Σε επιμέλεια του Πολ Μουρχάουζ, μελετητή του Γουόρχολ, από τη μια θα σταθούν πρόσωπα ασκητικά, φιγούρες αποστεωμένες, ισχνές και ωχρές από τη βυζαντινή, δυσδιάστατη και θρησκευτικά προσηλωμένη αλλά και παρεξηγημένη, παραγνωρισμένη, λατρευτική αισθητική μανιέρα και από την άλλη πρόσωπα λαμπερά, πολύχρωμα, αντικείμενα λατρείας της σύγχρονης εκκοσμικευμένης εποχής, διασημότητες της πολιτικής, του τραγουδιού, του κινηματογράφου, όπως η Μέριλιν Μονρόε, η Τζάκι Κένεντι, ο Μάο Τσε Τουνγκ. Παράλληλα, στους τρεις ορόφους της γκαλερί Πότνια Θηρών (Έκθεση «Warhol – Screen Tests», Ζαΐμη 7, Εξάρχεια) θα προβάλλονται 100 από τις τρίλεπτες ταινίες που γύρισε ο Γουόρχολ το διάστημα 1964-1966, στο στούντιό του στο Μανχάταν. Χωρίς να υπάρχει ήχος, δράση, αφήγηση ή σενάριο, οι επισκέπτες του Factory κάθονται ακίνητοι μπροστά στην κάμερα του καλλιτέχνη και αντιμετωπίζουν τον φακό χωρίς καμιά διαμεσολάβηση. Ανάμεσα στους «πρωταγωνιστές» αυτών των ιδιότυπων ταινιών μικρού μήκους συγκαταλέγονται προσωπικότητες όπως ο τραγουδιστής Λου Ριντ, ο ζωγράφος Σαλβαντόρ Νταλί, ο ποιητής Άλεν Γκίνσμπεργκ, ο ηθοποιός Ντένις Χόπερ, η συγγραφέας Σούζαν Σόνταγκ, οι οποίοι δοκιμάζονται σε τρία λεπτά αμήχανης απραξίας και σκληρής αντικειμενικής καταγραφής. Με τις δύο αυτές εκθέσεις το έργο του Άντι Γουόρχολ γίνεται αναμφίβολα περισσότερο οικείο. Είτε το θεωρήσουμε κενό περιεχομένου είτε μεγαλοφυές.

Γιάννης Κουκουλάς

 

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΤΡΙΤΗ 23.04.2024 23:53