search
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19.04.2024 12:46
MENU CLOSE

Ευρωπαϊκή Ένωση και ασφαλιστικό

12.03.2010 11:37

1Η Ευρωπαϊκή Ένωση(τέως ΕΟΚ) ιδρύθηκε μέσα από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως οι­κονομική συνεργασία δύο βασικών προϊόντων που κινούσαν το βιομη­χανικό μοντέλο ανάπτυξης, αλλά και ήσαν και η πρώτη ύλη της ενδοευρωπαϊκής πολεμικής μηχανής (Ένω­ση Άνθρακα και Χάλυβα). Η Ένωση αυτή των πρώτων ιδρυτικών κρατών εξέφρασε την έμπρακτη θέληση τους για την οικοδόμηση του κοινού μέλλοντος, της ενιαίας κοινωνικής και οικονομικής πορείας, με εμφανή και δηλωμένη την προοπτική μιας στενότερης πολιτικής-θεσμικής συ­γκρότησης.

1Η Ευρωπαϊκή Ένωση(τέως ΕΟΚ) ιδρύθηκε μέσα από τις στάχτες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως οι­κονομική συνεργασία δύο βασικών προϊόντων που κινούσαν το βιομη­χανικό μοντέλο ανάπτυξης, αλλά και ήσαν και η πρώτη ύλη της ενδοευρωπαϊκής πολεμικής μηχανής (Ένω­ση Άνθρακα και Χάλυβα). Η Ένωση αυτή των πρώτων ιδρυτικών κρατών εξέφρασε την έμπρακτη θέληση τους για την οικοδόμηση του κοινού μέλλοντος, της ενιαίας κοινωνικής και οικονομικής πορείας, με εμφανή και δηλωμένη την προοπτική μιας στενότερης πολιτικής-θεσμικής συ­γκρότησης.

Κατά την πορεία προς την πρώτη και δεύτερη διεύρυνση, τέθηκαν εντονότερα τα πολιτικά – οργανω­τικά στοιχεία και διατυπώθηκαν σε θεμελιώδη Κείμενα και Συνθήκες οι βασικές αρχές λειτουργίας της και οι σκοποί της, μεταξύ των οποίων προέχουσα θέση είχαν η άνευ επιφυ­λάξεων κοινοτική αλληλεγγύη προς τις χώρες της δεύτερης ή τρίτης τα­χύτητας και η στήριξη τους, ώστενα επιτευχθεί στο ορατό μέλλον η ουσι­αστική σύγκλιση προς τον κοινοτικό μέσο όρο. Αυτό θα κατορθωνόταν, όχι μόνο με τις κοινές ευρωπαϊκές επενδύσεις, δίκτυα και προγράμ­ματα (κατά τις προωθημένες, αλλά ουτοπικές – όπως αποδείχτηκε – προτάσεις Ντελόρ), αλλά πρωτί­στως και κυρίως θα υλοποιούνταν με την εναρμόνιση στο ανώτερο δυνατό επίπεδο των μισθών, των συντάξεων, των παροχών του Κοινωνικού Κράτους, μέσα από τη διαρκή βελ­τίωση και επέκταση των πολιτικών κοινωνικής συνοχής, που η διαρκώς αυξανόμενη παραγωγικότητα της οικονομίας θα επέτρεπε. Στη χώρα μας τα πολιτικά επιχειρή­ματα για την ένταξη μας, που κατα­φανώς υπερίσχυσαν των κοινωνικο­οικονομικών, ήσαν περισσότερο συ­γκεκριμένα και πειστικά, μολονότι, πολλά εξ αυτών (κυρίως αυτά που συνηθίζουμενα αποκαλούμε «εθνι­κά») είναι ακόμη σε εκκρεμότητα. Ως προς τα άλλα, η ωφέλεια προσμετράται κυρίως με τα εμφανή μεγέθη των εισοδηματικών ενισχύσεων, προπάντων στον αγροτικό τομέα (που – προϊόντος του ευρωπαϊκού χρόνου-απόπαραγωγικοποιήθηκε και έγινε ελλειμματικός), και της συγχρηματοδότησης των μεγάλων έργων των συμβάσεων παραχώρη­σης.

Στο ισοζύγιο των ωφελειών -επιδεινώσεων δεν αναφέρεται με συγκεκριμένα στοιχεία η σταδιακή αποσυγκρότηση του ατελούς και στρεβλού παραγωγικού ιστού, όπως αποτυπώνεται στο δραματικά αρνη­τικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλα­γών. Αυτή είναι η μόνιμη πλέον-και προς το παρόν ανεπούλωτη – πληγή, που τροφοδοτεί το μεγάλο χρέος και το υψηλό κόστος δανεισμού. Κατά τη διάρκεια της πιστωτικής επέκτασης και της μετατροπής τής χώρας μας σε οικονομία υπηρεσι­ών, ενόψει της προσαρμογής των δημοσιονομικών μεγεθών προς την ευταξία του Συμφώνου Σταθερό­τητας, προβλήθηκε κατά κόρον η νομισματική ασφάλεια και σταθε­ρότητα του υπερτιμημένου κοινού νομίσματος. Το ευρώ, ενώ σε καλούς καιρούς έχει θετική λειτουργία μετά σταθερά επιτόκια και την πιστωτική επέκταση, σε «δίσεκτους» χρόνους, όπως η σημερινή συγκυρία, λειτουρ­γεί ως ασφυκτικός κλοιός. Είναι ένα sui generis κοινό νόμισμα, χωρίς τις ευεργετικές λειτουργίες του ενιαίου νομίσματος, αφού δεν παριστά το σύνολο της οικονομίας των νομισμα­τικών εταίρων, που έχουν μεγάλες δομικές και διαρθρωτικές διαφορές μεταξύ τους. Όταν, σε περιόδους κρίσεων, ελλεί­πει το μέσο της μείωσης των επιτοκί­ων, ώστε να προκληθεί στοχευμένη ανάπτυξη ή η ευχέρεια της υποτίμη­σης του νομίσματος (συνήθως και τα δυο μαζί), για να αποκτηθεί γενικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, κατά την αδιάψευστη σκέψη και πρακτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας, μία διέξοδος ανάγκης υπάρχει: αυτή του απευθείας φτηνού – εγγυημένου δανεισμού από την κοινή τράπεζα – διαχειρίστρια της κυκλοφορίας του ενιαίου νομίσματος. Σήμερα όλα αυτά είναι αδύνατα, σε σημείο τέτοιο που οι εκτός ευρώ οικονομίες της Ε. Ε. αντιμετωπίζουν την κρίση με καλύτερους όρους από τις ομοειδείς περίπου οικονομίες της ευρωζώνης. Οι ευρωπαϊστές αντιλαμβάνονται με θλίψη τις δυσκολίες και τις αντιανα­πτυξιακές αυτές μονοδρομήσεις που επιβάλλει η άκαμπτη και χωρίς εναλ­λακτικές διεξόδους νομισματική πολιτική. Οι «Βρυξέλληνες», όμως, αρκούνται στο στερεότυπο και πα­ρωχημένο τρομολα γ νικό επιχείρημα: «…αναλογιστείτε πόσο θα είχαμε υποτιμή­σει τη δραχμή υπ’αυτές τις συνθήκες..», ωσάν αυτό να ήταν το λυτρωτικό επιχείρημα εξόδου από τη σημερινή κρίση και όχι ένα τετριμμένο «μοιρο­λόι» πάνω στο πτώμα της παραγωγι­κής απαξίωσης των συγκριτικών μας πλεονεκτημάτων.

2 Αυτά τα δεδομένα προκύπτουν ι κυρίως από το 1992 και μετά, όταν με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ υπερίσχυσαν τα οικονομικά, δημοσι­ονομικά και μονεταριστικά κριτήρια ανάπτυξης. Οι πληρέστερα νοηματοδοτημένες έννοιες της Ενότητας και της Κοινότητας αντικαταστάθη­καν με τις ευφημιστικές διακηρύξεις περί της Σύγκλισης και Κοινωνικής Συνοχής, τη στιγμή που οι αγοραίες αρχές που υιοθετήθηκαν επέφεραν τις πρώτες ρωγμές στο οικοδόμημα της αλληλεγγύης και κάθε άλλο πα­ρά προοιωνίζονταν την ουσιαστική σύγκλιση των διαφορετικού επιπέ­δου ανάπτυξης οικονομιών. Αυτός ο στόχος θεωρήθηκε, από πολλούς διορατικούς πολιτικούς τότε, ότι είναι μια ελκυστική χίμαιρα που δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποι­ηθεί χωρίς την κοινοτική ρυθμιστική επενέργεια επί των Αγορών, πολιτική που έκτοτε εξοστρακίστηκε, ακόμη και α πότο λεξιλόγιο της Ε.Ε. Η νεοσύστατη «Ένωση για την Υπεράσπιση της Εργασίας και του Κοινωνικού Κράτους» κα­λεί όποιον συμμερίζεται τις διαπιστώσεις, τις ανησυχίες και τις προγραμματικές της θέσεις να ενώσει μαζί της τη φωνή του και τη δράση του.

3Από τότε το ισχυρό Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Κράτος υπόκειται σε διαρκή συρρίκνωση. Το Μάαστριχτ σηματοδότησε τη μεγάλη στροφή της Ε.Ε. προς τον νεοφιλελευθερισμό και τα προτάγματά του. Αυτό συντελέστηκε μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης συκοφάντησης κάθε συλλογικού σχεδιασμού και ρυθμι­στικού ελέγχου επί της οικονομικής λειτουργίας. Ο χρηματοοικονομικός τομέας, με τη ν απρόσκοπτη πλέον κυκλοφορία των κεφαλαίων, αναδεί­χθηκε ως ο νέος ρυθμιστικός παρά­γοντας, ως ο νέος μεγάλος «παίκτης» της παγκοσμιοποίησης. Η ακαριαία πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού περιέβαλε με αναξιοπιστία κάθε αντίθετη του νεοφιλελευθερισμού πρόταση. Η ήττα τής σχεδιασμένης οικονομίας της κομμάτικοκρατικής τοξικότητας δεν επέτρεπε την άρ­θρωση εναλλακτικού μετριοπαθούς λόγου.

Σε αυτό το κλίμα, και ως απόρροια του Μάαστριχτ, γεννήθηκε το Σύμ­φωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που ο αρμοδιότερος από πολλούς άλλους ευρωπαϊστής Ζακ Ντελόρ επονόμασε «ζουρλομανδύα» και ο νομπελίστας Πωλ Κρούγκμαν «Σύμ­φωνο βλακείας». Με το Σύμφωνο αυτό εγκαταλείφθηκαν οριστικά οι αρχές ενός διαφαινόμενου κρατικού -υπερκρατικού κεϋνσιανισμού, που είχε επανέλθει ως αντανάκλαση του Μάη του 1968 και των νεανικών εξεγέρσεων της δεκαετίας του ’70. Η λογική των τραπέζι των έγινε η κυρίαρχη πολιτική της ΕΟΚ. Η ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναδείχθηκε ως άγρυπνος φρουρός των κριτηρίων του, από τα οποία απουσίαζε κάθε μετρήσιμος δείκτης ανθρώπινης και κοινωνικής ανάπτυξης. Όταν στο θεμελιώδες έγγραφο απουσιάζει κάθε αναφορά, κάθε αρχή και κάθε προοπτική για το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, που διακρίνει τις χώρες της Ευρώπης ένα­ντι άλλων οικονομιών, τότε ο προσα­νατολισμός προς τα νεοφιλελεύθερα προτάγματα γίνεται περισσότερο από εμφανής.

 

Ο τρόπος προώθησης της Συνθήκης του Μάαστριχτ από την ήδη δια­μορφωμένη ευρωπαϊκή τεχνοδομή δημιούργησε ορισμένες πάγιες συ­μπεριφορές. Η κατά το δυνατόν απο­φυγή των δημοψηφισμάτων και των εκτεταμένων προ-δημοψηφισματικών συζητήσεων έγινε άτυπη, αλλά πρωτεύουσα κοινοτική ντιρεκτίβα. Το δημοκρατικό έλλειμμα κατέστη μόνιμος σύμμαχος της ευρωπαϊκής ελίτ, απαραίτητη προϋπόθεση για να εργάζεται απερίσπαστη υπέρ των συμφερόντων των ευρωπαϊ­κών λαών! Και όπου δεν μπορεί να αποφευχθεί η έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας, οι Συνθήκες προσφέρο­νται ως ενιαίο όλο για απόρριψη ή αποδοχή, ώστε να είναι δύσκολη η καταψήφιση τους, αφού, μαζί με τα εστιαζόμενα «κακά», πρέπει να απορ­ριφθούν και άλλες στοιχειώδεις ρυθ­μίσεις. Αυτή η περίεργη πρόσληψη του δημοκρατικού νοήματος είναι απολύτως συμβατή με ελιτίστικες και ολιγαρχικές αντιλήψεις.

Η ελληνική περίπτωση είναι ενδεικτική. Ενώ όλες οι δημοσκο­πήσεις παρουσιάζουν τους Έλληνες ως τους πλέον ευρωπαϊστές, ουδείς ποτέ ιθύνων κόμματος εξουσίας αποτόλμησε να θέσει σε ευρεία συζήτηση και σε δημοψήφισμα ένα κρίσιμο ευρωπαϊκό κείμενο! Σε άλλες χώρες, που τα ολοκληρωμένα δημοκρατικά θέσμια δεν επιτρέπουν διαρκείς υπεκφυγές (όπου βεβαίως επιχειρήθηκε ειλικρινής συζήτηση), τα βασικά κείμενα καταψηφίστηκαν (Γαλλία, Ολλανδία, Ιρλανδία κ.λπ.), για να κυρωθούν μετά, είτε διά της ελεγχόμενης κοινοβουλευτικής οδού (παρά τις υποσχέσεις για δημο­ψηφίσματα των αρμοδίων ηγετών), είτε με νέα δημοψηφίσματα, μέσα σε ένα κλίμα τρομολαγνικής υστερίας, παραπλάνησης, αθέμιτων υποσχέ­σεων και «εξαγορών» – ικανοποίησης αιτημάτων διαφόρων κοινωνικών ή εθνικών ομάδων. Η περιπέτεια της Συνταγματικής Συνθήκης είναι γνωστή. Με τη μετονομασία της σε «Συνθήκη για τη λειτουργία της Ευ­ρωπαϊκής Ένωσης» και με την«…αλλαγή της θέσης των εργαλείων στην ερ­γαλειοθήκη» (κατά την εξομολογητική φράση του επικεφαλής των σοφών κ. Ζισκάρ Ντ’ Εστέν), άρχισε να ισχύει από1-12-2009.

Η Συνθήκη της Λισσαβώνας συνέπεσε με την υποχώρηση του εργατικού και νεολαιίστικου κινήματος, την ενσωμάτωση ενός μεγάλου τμήματος της Σοσιαλ­δημοκρατίας στο σύστημα του νεοφιλελεύθερου μονόδρομου και την κυριαρχία των Τραπεζών και των Χρηματοοικονομικών Οργανισμών επί της πραγματικής οικονομίας. Έτσι τα κείμενα, τα όργανα και η Διοίκηση της Ε. Ε. πέρασαν στα χέρια ακραίων νεοφιλελεύθερων κύκλων, στους οποίους το ασθενές βεληνεκές των πολιτικών ηγετών και των Συμβουλί­ων άφησε μεγάλα περιθώρια αυτε­νέργειας. Τα λόμπι των Βρυξελλών πολλαπλασιάστηκαν κατά τα αμε­ρικανικά πρότυπα. Η δογματική τού δημοσιονομικού συντηρητισμού κυριάρχησε απολύτως. Η «ηθική» της επιτρέπεται να σχετικοποιείται μόνον όταν πρόκειται να διακρίνει μεταξύ μεγάλων και μικρών-περι­φερειακών χωρών, μεταξύ μεγάλων και μικρών συμφερόντων. Ουδείς, π.χ., έψεξετη Γερμανία για την καθή­λωση των μισθών στο προ 2οετίας επίπεδο, δηλαδή κάτω ακόμη και του επιτρεπομένου από το Σύμφωνο Σταθερότητας. Η Ευρώπη των πολ­λών ταχυτήτων δημιουργείται με την εφαρμογή του Συμφώνου, που υποτίθεται ότι θεσπίστηκε για να επιφέ­ρει την ουσιαστική σύγκλιση όλων.

Αυτή η κυρίαρχη ροπή βλάπτει ‘τα συμφέροντα όλων των λα­ών και κυρίως των λαϊκών τάξεων (πλουσίων και φτωχών χωρών). Είναι μια πολιτική με εμφανή ταξική από­χρωση. Εξαυτής προκύπτει και «η δυσανεξία της τεχνοδομής» προς κάθε εκδήλωση λαϊκής κινητικότη­τας. Η νεοφιλελεύθερη νοοτροπία περνά σε μιαν άλλη – περισσότερο επικίνδυνη-φάση, αυτήν της συστημικής εσωστρέφειας, όπου η δε­δηλωμένη με πράξεις διάσωση της αρτιότητας της κεφαλαιακής συ­γκρότησης των Τραπεζικών Ομίλων (ανεξαρτήτως της επιβάρυνσης των ελλειμμάτων των χωρών) κατισχύει της ανάγκης επιβίωσης των ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. Η τρύπα που διογκώνεται από την ενί­σχυση των Τραπεζών δεν συνυπολο­γίζεται ως μέγεθος δημοσιονομικής επιδείνωσης, αλλά ως ελιξίριο οικο­νομικής ανόρθωσης. Η διεύρυνση των ελλειμμάτων προέρχεται μόνον από το «ένοχο» χρήμα των μισθών και των συντάξεων. Ήδη, η αντίληψη αυτή έχει κατα­κτήσει την πλειονότητα των μελών του πολιτικού προσωπικού και των ΜΜΕ. Ουδείς συνδέει τη διόγκωση του ελλείμματος και του δημόσιου χρέους με τα πακέτα διάσωσης των Τραπεζών. Το ενδιαφέρον πλέον στην Ε.Ε., αλλά και στη χώρα μας, στρέφεται προς τη δημοσιοποίηση των υπαρκτών εσωτερικών στρεβλώ­σεων και ανορθολογικών ρυθμίσεων του κοινωνικο-ασφαλιστικού συ­στήματος, ώστε το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης να αποσπαστεί από τα μείζονα και καθοριστικά και να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα τις ανα­γκαίες ενδοσυστημικές περικοπές και επιδεινώσεις. Ακόμη και τα καθα­ρώς νεοφιλελεύθερα μέτρα επιχει­ρηματικής αναδιάρθρωσης ενόψει ιδιωτικοποίησης των ΔΕΚΟ, όπως αυτά των προγραμμάτων εθελουσίας εξόδου που επιβάρυναν το ασφαλι­στικό σύστημα, δεν τα προσμετρούν ως μειονεξίες τής νέας οικονομικής λογικής, αλλά ως εύνοιες του κοινω­νικο-ασφαλιστικού συστήματος. Η συνειδητή επιλογή της αποψίλωσης της εργασίας από τα θεσμικά και κοι­νωνικά της χαρακτηριστικά, καθιστά τα υποσυστήματα του Κοινωνικού Κράτους ελλειμματικά. Εάν επιχειρή­σει κάποιος να συνδέσει τις γενικευμένες ευέλικτες μορφές εργασίας με την καχεξία του ασφαλιστικού, τότε τίθεται εκτός συστημικής λογικής. Το σύστημα επιθυμεί και η σχέση εργασίας να αποδιαρθρώνεται και λιγότερες εισφορές να εισρέουν στον ασφαλιστικό τομέα Η μερική -προς το παρόν-απόσυρση του Κρά­τους από την υποχρέωση στήριξης των Ασφαλιστικών Ταμείων και του Κοινωνικού Κράτους, διαχέει προς τους πολίτες (μεταξύ των άλλων) και την αίσθηση της ματαιότητας του. Ο νεοφιλελευθερισμός περνά την άπο­ψη ότι το Κοινωνικό Κράτος ήταν μια επινόηση της πρώτης βιομηχανικής νεωτερικότητας, η οποία δεν έχει θέση στον σύγχρονο μετανεωτερικό κόσμο της παγκοσμιοποίησης, των Αγορών, της κινητικότητας και της διακινδύνευσης.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 19.04.2024 12:45