search
ΠΕΜΠΤΗ 28.03.2024 11:47
MENU CLOSE

Πάντρεψε τον ρεαλισμό με το όνειρο, τη φρίκη, την παραίσθηση

08.05.2013 21:00
Πάντρεψε τον ρεαλισμό με το όνειρο, τη φρίκη, την παραίσθηση - Media

Έσπασε και η στάμνα του Λευτέρη Βογιατζή και θα χρειαστεί καιρός να βρεθούν τα κομμάτια της, όσα βρεθούν, να αρμολογηθούν κάπως και να επιστρέψουν κάτι από τον θάνατό του στην «τρέχουσα ζωή και ηχοληψία».

Έσπασε και η στάμνα του Λευτέρη Βογιατζή και θα χρειαστεί καιρός να βρεθούν τα κομμάτια της, όσα βρεθούν, να αρμολογηθούν κάπως και να επιστρέψουν κάτι από τον θάνατό του στην «τρέχουσα ζωή και ηχοληψία». Η πληρότητα στη συναρμολόγηση είναι βέβαια ανέ­φικτη και το αποτέλεσμα πάντα λειψό, θα μείνουν όμως τα θραύσματα και οι ρωγμές ανάμεσά τους – κυρίως οι ρωγμές. Πράγμα καθόλου άσχημο για έναν καλλιτέχνη που δεν έδρασε ποτέ με προκαθορισμένο σχέδιο βίου, βάδιζε με τις οδηγίες μιας αυτοσχέδιας πυξίδας και εμπιστευ­όταν, με κάποια παιγνιώδη επιφυλακτικότητα, το απρόοπτο.
 
Πράγματι από τη νεότητά του ήδη, ενώ άλλοι περισσότερο σώφρονες συνάδελφοί του μοχθούσαν να αποκτήσουν βεβαιότητες, εκείνος ονειρευόταν να αποκτήσει μετοχές στο καράβι της αβεβαιότητας. Τις απέκτησε τελικά προβιβάζοντας τον δισταγμό σε επιστήμη, την αμφιβολία σε ηθικό πρόταγμα και τον ελιγμό σε στρατήγημα. Και μ’ αυτό το καράβι, μεγαλομέτοχος πια, τράβηξε πολύ μακριά χωρίς να κουνη­θεί από το θεατράκι της Κυψέλης.
 
Όταν η πρόβα έγινε ακαδημία
 
Παρόλο που ο Βογιατζής συχνά παραπονιόταν για τη στενότητα του χώρου, εκεί έβρισκε ό,τι του χρειαζόταν για να ζήσει και μάλιστα με τους δικούς του όρους, δηλαδή πολυτελώς. Την τελετουργία της ατέλειωτης και εξουθενωτικής πρόβας, ένα πραγματικό ναρκοπέδιο από συνεχείς αμφιθυμίες, σπαράγματα ακρωτηριασμένων εντυπώσεων και μετέωρες χειρονομίες. Εκεί έβρισκε την άσκηση στο ημιτελές που όταν κατερχόταν επιτέλους οπλισμένο στη σκηνή θάμπωνε τον νου και τα μάτια των θεατών με την αρτιότητά του. Εκεί και τον ακριβή έλεγχο της κάθε λέξης του κειμένου και της κάθε κίνησης των ηθοποιών, τους επαναληπτικούς συνδυα­σμούς του λόγου με τη χειρονομία της θεατρικής του επίδοσης, τον σχολαστικό επανέλεγχο του όλου αποτελέσματος. Ένα αποτέλεσμα που όσο επαρκές κι αν ήταν, στο βλέμμα του το αυτοειρωνικό βρισκόταν σε εκκρεμοδικία λες και περίμενε την τελική κρίση κάποιου αισθητι­κού δικαστηρίου της αιωνιότητας. Για τον Βογιατζή επομένως η πρόβα ήταν ελεγχόμενη πα­ραφροσύνη, είχε μέγεθος αυτεξούσιο και συχνά διεκδικούσε τα πρωτεία από την παράσταση. Ο Βογιατζής άλλαξε στην Ελλάδα την έννοια της πρόβας και από σχολείο προετοιμασίας τής φόρεσε διάδημα και την έκανε ακαδημία.
 
Αυτή η μανία πήγε πίσω πολλά από τα σχέδια του Βογιατζή και η ίδια εκτόξευσε πολύ μπροστά όσα πραγματοποιήθηκαν. Κάθε μανία όμως έχει ως ανεξάντλητο καύσιμο την εμμονή και οι εμμονές του Βογιατζή φανερώθηκαν νωρίς, όταν μετά τα πρώτα του φτερουγίσματα ίδρυσε με μια πλειάδα εκλεκτών συναδέλφων την Εταιρεία Θεάτρου «Η Σκηνή». Εκεί τον πρωτοείδα, το 1983, στη «Σπασμένη Στάμνα» του Κλάιστ και από τότε φάνηκε η βαθιά, σε σημείο παροξυ­σμού, σχέση του με τον λόγο τον θεατρικό, η τρέλα για το βάφτισμα της κάθε ξεχωριστής λέξης στην ουσιώδη της σημασία. Από τότε φάνηκε μια προσήλωση ιατρικού τύπου στον σφυγμό της φράσης, στον παλμό, στη γυμνή έκθεση του νευρικού της συστήματος. Ο αγώνας για τη μεταστοιχείωση του θεατρικού κειμένου σε ζωντανή σκηνική πράξη. Γι’ αυτό και ο Βογιατζής αντιμετώπιζε με σαρκαστικό ύφος τις κοινοτοπίες για το «σωματικό θέατρο» και την προτε­ραιότητα του σώματος έναντι του λόγου. «Το να μιλάμε για υποκριτική του σώματος», έλεγε, «είναι πλέον απολύτως ξεπερασμένο και αφορά μόνο τους άσχετους». Για τον ίδιο η γλώσσα του σώματος ήταν απλώς αυτονόητη, το μεγάλο πρόβλημα είναι η μετάφραση του κειμένου σ’ αυτή τη γλώσσα. Μια μετάφραση που για να είναι της προκοπής απαιτεί μια καινούργια σε κάθε παράσταση θεατρική γραμματική.
 
Πάντρεψε τον ρεαλισμό με το όνειρο
 
Με την ίδια φλεγματική απάθεια στεκόταν ο Βογιατζής μπροστά στις αερολογίες του μεταμο-ντερνισμού που σάρωσαν τις δυο τελευταίες δεκαετίες το ελληνικό θέατρο. Τις άθλιες απόπειρες μίμησης ξένων σκηνοθετών που ανακήρυξαν την αγραμματοσύνη και την αμηχανία τους σε καινοτομία και γέμισαν τις σκηνές μας με άχρηστα και παράταιρα αντικείμενα, βλακώδεις κραυγές και προσποιητούς σπασμούς, παράτονες απαγγελίες και πανικό στο ίσωμα. Έβρισκε με δυο λόγια πως η περίφημη «αποδόμηση» μετά τον Τζόις και τον Μπέκετ μοιάζει με κακοποιημέ­νο ανέκδοτο, μια ανέξοδη μασκοφορεμένη κουταμάρα που πάει με το έτσι θέλω, εκβιαστικά, να περάσει για πρωτοπορία. Ο ίδιος επέμενε να καλλιεργεί την ένταση γύρω από τη σφιχτή φόρμα, την ακριβολογία και τον ρεαλισμό – και επιμένοντας διέστειλε κατά τρόπο υποδειγματικό τα όρια του ρεαλισμού, τον προίκισε με νέες αξιώσεις και τον πάντρεψε με το όνειρο, τη φρίκη και την παραίσθηση.
 
Αυτό το πέτυχε με ενστικτώδη μπούσουλα γιατί είχε ο Βογιατζής κάποιαν απέχθεια στην ιδέα της πάγιας και αποκλειστικής μεθόδου διδασκαλίας τόσο για το έργο όσο και για τους ηθοποιούς. Η μέθοδος, έλεγε, «είναι δημιουργική στον βαθμό που ξεπερνιέται και κατα­στρέφεται. Αλλιώς βγάζει ημιμαθείς κλώνους». Κατά τούτο τουλάχιστον μου θύμιζε έναν αστέρα της επιστημολογίας, τον Φεγιεράμπεντ, που ξεκινά το βιβλίο του «Ενάντια στη Μέ­θοδο» με τη μνημειώδη φράση: «Η μόνη μέθοδος που έχει αξία είναι εκείνη που συντηρείται στη θερμοκρασία αυτοκαταστροφής της». Με μια παρόμοια μέθοδο λοιπόν προχώρησε και ο Βογιατζής στο όργωμα των εμμονών του. Ανέβασε δυο φορές την «Αντιγόνη», τη μία το 1992 με τους αποφοίτους του Εργαστηρίου Αρχαίου Δράματος και την άλλη το 2006. Έδωσε τρία έργα του Μολιέρου, τον «Μισάνθρωπο», το «Σχολείο Γυναικών» και τον πρόσφατο «Αμφιτρύωνα», λαμπρές κι αξέχαστες οι πρώτες δύο παραστάσεις, με κάποια προβλήματα η τελευταία. Μεγαλούργησε με τον Γιώργο Διαλεγμένο στο σπαραξικάρδιο «Σε φιλώ στη μούρη», στην έξοχη «Νύχτα της κουκουβάγιας» και στην όντως πρωτοποριακή «Bella Vene-zia». Οδήγησε δεξιοτεχνικά το όχημα του Δημήτρη Κεχαΐδη «Με δύναμη από την Κηφισιά». Έστειλε στο μεγάλο θεατρικό ακροατήριο το μήνυμα της Λούλας Αναγνωστάκη «Σ’ εσάς που με ακούτε». Έβαλε απειλητικό χρονοδιακόπτη στις βόμβες της Σάρα Κέιν: το «Καθαροί πια» και το «Λαχταρώ».
 
Είσαι όλος μου ο θάνατος
 
Ήταν πολλά αυτά που λαχταρούσε ο Λευτέρης Βογιατζής και δεν τα πρόκαμε όλα. Όπως θα θέλαμε τον Φάλσταφ σε περισσότερα έργα του Σαίξπηρ, έτσι θα θέλαμε και τον Βογιατζή, ως ηθοποιό τουλάχιστον, σε περισσότερους κωμικούς ρόλους. Όμως η ζωή ίσως να μη συνεχίζεται μετά τον θάνατο, αλλά τον διασχίζει. Στη «Νύχτα της κουκουβάγιας» ο Διαλεγμένος παρωδεί σπαρακτικά μια φράση που συνηθίζουν οι ερωτευμένοι: Είσαι όλη μου η ζωή. Ο ήρωας ωστόσο που υποδύθηκε ο Βογιατζής έχει πεθάνει πια, όπως και η αγαπημένη του, γι’ αυτό της λέει ερωτικά: Είσαι όλος μου ο θάνατος! Αυτή τη φράση φαντάζομαι θα απευθύνει και τώρα ο Βογιατζής από το Επέκεινα στην αγαπημένη του θεατρική τέχνη.
 
Ο Λευτέρης Βογιατζής μας είχε πει
 
 
Είτε συνεργάζεσαι με κρατικούς φορείς είτε όχι, έχεις καταφέρει να σε αποδέχονται και οι μεταμοντέρνοι και οι λάτρεις του κλασικού. Πώς έγινε αυτό;
 
Μέσα μου δεν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζητούμενο. Απλώς κάνω αυτό που πιστεύω ότι πρέπει να κάνω για να ζωντανέψω ένα έργο. Και πάντα με άξονα τους ηθοποιούς, παρ’ όλη τη δυσκολία που υπάρχει και παρόλο που όλα τείνουν να μινιμαλιστούν, όλα μπορεί να συμβούν, ακόμα και να ανεβάσεις Τσέχωφ με δύο ηθοποιούς…
 
Είσαι εναντίον αυτής της ανεξέλεγκτης τάσης;
 
Προς Θεού, όχι. Είναι σαν να λέμε ότι θα έπρεπε να υπάρχει έλεγχος στην τέχνη. Μες στην πορεία των πραγμάτων είναι κι αυτό, το οποίο δεν είναι απίθανο να αναδείξει κάτι, όταν συμπέσει βέβαια με ένα ζητούμενο. Το οποίο βεβαίως η ίδια η χώρα θα φροντίσει να καταστρέψει.
 
Εσένα όμως δεν σε κατέστρεψε. Γιατί πιστεύεις ότι ξέφυγες;
 
Ίσως επειδή μένω πάντα σ’ αυτά που μ’ ενδιαφέρουν και δεν μπλέκομαι στα πόδια των άλλων. Δεν προσπάθησα ποτέ να κάνω κάποια κίνηση επιφανειακής ανοδικής πορείας, δεν πήγα στο εξωτε­ρικό, δεν είχα ποτέ στον νου μου θέσεις και πόστα – μου προτάθηκαν πολύ νωρίς και αρνήθηκα. Άρα δεν ήμουν επικίνδυνος κι αυτό φαίνεται ότι με βοήθησε. Με άφησαν ήσυχο, αν και στοχοποι-ήθηκα συχνά από ανθρώπους του πνεύματος, και μάλιστα άδικα.
 
Σε πείραξε πολύ αυτό;
 
Όχι, όταν κατάλαβα ότι οι ίδιοι έχουν υμνήσει πράγματα πολύ χαμηλά.
 
Τώρα όμως σε παραδέχονται.
 
Μην το λες. Υπάρχουν νεότεροι σκηνοθέτες που δεν ξέρουν ποιος είμαι – ένας μου είπε κάποτε, με κάποιο είδος υπερηφάνειας, ότι δεν έχει δει ποτέ παράστασή μου. Υπάρχουν και οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη τον εγωισμό τους, οι οποίοι με πολεμούν με νύχια και με δόντια. Αλλά γιατί όχι; Αφού όλα έτσι είναι στη φύση. Όμως τώρα πια έχω καταλάβει κάτι που δεν είχα καταλάβει παλιό­τερα. Ότι το να κάνεις ένα έργο που ξεκινάει ως κανονικό και απτό – ασχέτως στο πού καταλήγει – είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνει κατανοητό. Σήμερα όλοι καταλαβαίνουν μια αποδομητική παράσταση. Εμένα για να με καταλάβουν απαιτείται μια προσπάθεια που είναι ξεχασμένη. Αυτά που κάνω θυμίζουν παλιά πράγματα, χωρίς να είναι βέβαια καθόλου παλιά.
 
 
Συνδέεις αυτό που γίνεται πάνω στη σκηνή με αυτό που συμβαίνει στη ζωή μας;
 
Δεν υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στους κανόνες του θεάτρου και στους κανόνες της ζωής. Όπως η έκθεση του ηθοποιού είναι θεωρητική και κανένας δεν την τολμάει στ’ αλήθεια, έτσι και κανένας δεν εκτίθεται σ’ αυτή τη χώρα. Φοβόμαστε να έχουμε προβλήματα. Στην Ελλάδα δεν έχει προτε­ραιότητα η δουλειά μας, αλλά το πώς θα την προωθήσουμε, δηλαδή πώς θα την υπηρετήσουμε ώστε να μας υπηρετήσει. Όλοι κρατάμε «πισινές», δεν μαθαίνουμε να προηγείται μέσα μας η ανάγκη να έρθουμε σε επικοινωνία με τον εαυτό μας, να κάνουμε το παν για να μάθουμε κάτι για μας. Νομίζουμε ότι τα ξέρουμε όλα, ενώ ξέρουμε μόνο «μαθημένα» πράγματα, δηλαδή τίποτα. Έξω υπάρχει περισσότερο θάρρος, οι άνθρωποι θέλουν να απολαμβάνουν αυτό που κάνουν, πράγμα που έχει σχέση και με το ερωτικό στοιχείο που στην Ελλάδα είναι επίσης άλλο ένα μεγάλο εμπόδιο εξαιτίας της ντροπής.
 
Πες μου στ’ αλήθεια γιατί δεν έκανες διεθνή καριέρα; Ευκαιρίες είχες πολλές.
 
Διότι δεν είμαι ένας πολύ θαρραλέος άνθρωπος. Μικρότερος ήμουν πολύ δειλός, μαλθακό παιδί. Ίσως επειδή είχα έναν αδελφό πολύ θαρραλέο. Επίσης φοβάμαι τα αεροπλάνα. Και έχω τρομα­κτική ευπάθεια στο πώς θα αντιμετωπίσω ηθοποιούς μεγάλου βεληνεκούς ή στο πώς θα με αντι­μετωπίσουν εκείνοι. Είναι ψεύτικος φόβος, αλλά εγώ τον ένιωθα. Πάντα έβρισκα δικαιολογίες να μην πηγαίνω έξω, γιατί στην πραγματικότητα δεν μου λείπει. Από την ώρα που έχω προβλήματα εκφραστικά, δεν με απασχολεί αν θα τα λύσω εδώ ή αλλού. Το ταξίδι είναι μέσα μου, δικό μου, και χρειάζομαι χρόνο και ησυχία.
 
Μια τελευταία ερώτηση: Γιατί δεν άφησες ποτέ τη μητέρα σου να σε δει στο θέατρο;
 
Πώς, ήρθε σε μια παράσταση που δεν έπαιζα! Ποιος ξέρει τι κρύβεται πίσω απ’ αυτό; Μερικά πράγματα τα υποπτεύεσαι χωρίς να δίνεις εξήγηση και είναι καλύτερα νομίζω. Δεν ξέρω γιατί δεν την άφηνα. Με άγχωνε μάλλον το να με δει ξαφνικά να βγαίνω στο κοινό και να κάνω μια πράξη πιο θαρραλέα απ’ αυτές που έκανα στη ζωή μου. Με σόκαρε το πώς θα την έκανα να νιώσει.
 
(6.9.2012 Συνέντευξη στην Κατερίνα Αγγελιδάκη)

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΕΜΠΤΗ 28.03.2024 11:47