search
ΤΕΤΑΡΤΗ 24.04.2024 01:27
MENU CLOSE

Ο Ψυχρός Πόλεμος των προκαταλήψεων

30.11.2013 22:00
oldphotosbullard_churchill1385736625.jpg

Το πλαίσιο αυτού του πολέμου, που κράτησε αρκετές δεκαετίες και έληξε άδοξα σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, κινήθηκε μέσα σε ένα κλίμα ανταγωνισμού και αντιπαλότητας μεταξύ των δύο κύριων πρωταγωνιστών

1945 – 1989

Το πλαίσιο αυτού του πολέμου, που κράτησε αρκετές δεκαετίες και έληξε άδοξα σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, κινήθηκε μέσα σε ένα κλίμα ανταγωνισμού και αντιπαλότητας μεταξύ των δύο κύριων πρωταγωνιστών και χαρακτηριζόταν από την αμοιβαία καχυποψία, τις προκαταλήψεις, τους φόβους και τα ανόητα στερεότυπα

Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και πριν καλά – καλά κατακαθίσει ο κουρνιαχτός των μαχών, μέσα από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν ξεκίνησε ένας νέος ακήρυχτος πόλεμος, ένας πόλεμος που είχε στο επίκεντρό του, εκτός από τα συμφέροντα, την ιδεολογία – αυτή που προτεινόταν σαν κυρίαρχο μοντέλο ζωής.
Ο πόλεμος αυτός ονομάστηκε διακριτικά «Ψυχρός Πόλεμος» και απηχούσε ακριβώς τις ψυχρές σχέσεις που εδραιώθηκαν μετά τη λήξη του πολέμου. Εδώ έχουμε το παράδοξο μιας συμμαχίας στον πόλεμο και μιας μέχρις εσχάτων σύγκρουσης στην περίοδο της ειρήνης! Το πλαίσιο αυτού του πολέμου, που κράτησε αρκετές δεκαετίες και έληξε άδοξα σε βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, κινήθηκε μέσα σε ένα κλίμα ανταγωνισμού και αντιπαλότητας μεταξύ των δύο κύριων πρωταγωνιστών και χαρακτηριζόταν από την αμοιβαία καχυποψία, τις προκαταλήψεις, τους φόβους και τα ανόητα στερεότυπα.
Από τη μεριά των Αμερικάνων, ο πρόεδρος Ρούσβελτ πίστευε ή ακόμα και ήθελε να ελπίζει σε μια συμφωνία με τον Στάλιν. Μια συμφωνία στην οποία η Σοβιετική Ένωση δεν θα προχωρούσε σε μια σφαίρα ασφυκτικής επιρροής στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά σε μια στενή συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες για την από κοινού σύσταση ενός παγκόσμιου οικονομικού συστήματος. Θεμέλιος λίθος αυτού του συστήματος θα ήταν το ελεύθερο εμπόριο, μια λύση επωφελής για τις εμπλεκόμενες δυνάμεις, και φυσικά για την ίδια τη Σοβιετική Ένωση.
Μάλιστα σαν ένα πρώτο βήμα προσέγγισης οι Αμερικάνοι είχαν προβεί στη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στην επέκταση της συμφωνίας Δανεισμού και Εκμίσθωσης έτσι που να καλύπτεται η Σοβιετική Ένωση. Σε αυτή την κατεύθυνση κινούνταν και το μεταπολεμικό σχέδιο Μάρσαλ, σαν μια τελευταία προσπάθεια ορισμένων κύκλων στην Ουάσιγκτον, μετά τον θάνατο του προέδρου Ρούσβελτ, το 1945, οι οποίοι πίστευαν ότι έπρεπε να υιοθετηθεί μια πολιτική ενίσχυσης της Δυτικής Ευρώπης και αποφυγής μιας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τη Σοβιετική Ένωση.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι από την άλλη, η αμερικάνικη ηγεσία όσο και η πλειονότητα των Αμερικάνων πολιτών θεωρούσαν ότι το Κρεμλίνο είχε ως απώτερο στόχο την κατάκτηση της Ευρώπης και του υπόλοιπου κόσμου στο όνομα του διεθνισμού και της κομμουνιστικής ιδεολογίας. Ταυτόχρονα με αυτή την άποψη υπήρχε και ο φόβος ότι αυτές οι βλέψεις των Σοβιετικών θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω ενός ρεαλιστικού σχεδίου. Θεωρούσαν απολύτως βέβαιο ότι αν η Σοβιετική Ένωση κατάφερνε να έχει υπεροπλία, δεν θα δίσταζε στιγμή να επιβάλει την κυριαρχία της.
Έτσι, αναπτύχθηκε η θεωρία ότι η πιο ενδεδειγμένη απάντηση σε αυτά τα σχέδια ήταν να αποκτήσουν οι ΗΠΑ την… πολυπόθητη υπεροπλία. Η στρατιωτική αντιπαράθεση με τη βοήθεια των Ευρωπαίων μπήκε στην ημερήσια διάταξη ως υπόθεση εργασίας για τους Αμερικάνους. Κάτι που αναπτύχθηκε και στηρίχτηκε ακριβώς πάνω στην ίδια λογική και από την πλευρά των Σοβιετικών, οι οποίοι με τη σειρά τους φρονούσαν ότι ο δυτικός κόσμος, υποκινούμενος από τις ιδεολογικές διαφορές των δύο συστημάτων, επιβουλευόταν την ίδια την ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης.

Το μεταπολεμικό σκηνικό
Με τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η Σοβιετική Ένωση δεν είχε τη δυνατότητα να ασκήσει περαιτέρω στρατιωτική πίεση προκειμένου να ικανοποιήσει τις επεκτατικές της βλέψεις και να επιβάλει τους όρους της. Εκτός αυτού, ούτε τα κομμουνιστικά κόμματα, που ήταν εκτός της αμέσου επιρροής της, δεν μπορούσαν να τη συνδράμουν στην επίτευξη των απώτερων και δεδηλωμένων σκοπών της για παγκόσμια κυριαρχία. Από την άλλη μεριά, οι Δυτικοί ήταν ιδιαίτερα δύσπιστοι και δεν έβλεπαν με καλό μάτι τις κινήσεις των Σοβιετικών. Ταυτόχρονα, απέρριπταν το ιδεολογικό μοντέλο και το σύστημα αξιών τους.
Είναι βέβαιο ότι από τη μία δεν είχαν την πρόθεση να επιτεθούν στη Σοβιετική Ένωση για κανέναν λόγο και από την άλλη δεν ήταν ικανοί να αμφισβητήσουν την κυριαρχία της στις χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Κι έτσι συνέβη ένα ιστορικό παράδοξο που ήθελε τα δύο μεγάλα εμπλεκόμενα στρατόπεδα να εξοπλίζονται προκειμένου να αντιμετωπίσουν έναν πόλεμο τον οποίο ο ένας πίστευε ότι θα ξεκινούσε ο άλλος… Άρχισε ένας λυσσαλέος – και αδιέξοδος – ανταγωνισμός εξοπλισμών για το ενδεχόμενο ενός πολέμου που ποτέ κανείς από τους ενεχομένους δεν τόλμησε να ξεκινήσει, επιβεβαιώνοντας πανηγυρικά την παροιμία που θέλει τον «φόβο να φυλάει τα έρμα»…
 
Ένας ιδιότυπος πόλεμος
Στο επίκεντρο του Ψυχρού Πολέμου βρέθηκε η ηττημένη Γερμανία, και το Βερολίνο αποδείχτηκε το μήλον της Έριδος μεταξύ των δύο κόσμων και ιδεολογιών, πράγμα που λίγο έλειψε να οδηγήσει σε πολεμική σύγκρουση. Ωστόσο, η κρίση, που κορυφώθηκε το 1928-39, έληξε τελικά δίχως πολεμική σύγκρουση υπέρ των Δυτικών. Από τότε, ο ελεγχόμενος ανταγωνισμός κατέστησε την Ευρώπη την πιο σταθερή από πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής άποψης περιοχή του κόσμου. Αντίθετα, οι εντάσεις και οι αντιπαραθέσεις μετατέθηκαν στην Ασία, όπου έχουμε τη θριαμβευτική επικράτηση του κομμουνισμού στην Κίνα και τον πόλεμο της Κορέας.
Υπό το βάρος αυτών των εξελίξεων, η Δυτική πλέον Γερμανία ανεξαρτητοποιείται – και στη συνέχεια στρατιωτικοποιείται με την ένταξή της στο ΝΑΤΟ. Παρά τις διάφορες πολεμικές συγκρούσεις στην Ασία και τον πολύκροτο πόλεμο στο Βιετνάμ, οι δύο πρωταγωνιστές του Ψυχρού Πολέμου απέφυγαν με προσοχή την άμεση σύγκρουση. Τα έμμεσα πεδία αντιπαράθεσης, ακόμα και με πολεμική μορφή, υπήρξαν ωστόσο και πολλά και έντονα σε διάφορες υπό διεκδίκηση περιοχές του πλανήτη. Ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και την Αφρική εκδηλώθηκαν έντονες και μακροχρόνιες επεμβάσεις με στόχο την απόκτηση «σφαιρών επιρροής».
Στο πλαίσιο αυτή της ιδιότυπης σύγκρουσης που επέβαλε ο Ψυχρός Πόλεμος για ένα διάστημα μισού αιώνα, οι συγκρούσεις δεν ήταν αποφασιστικές, αλλά ελεγχόμενες, και το ζητούμενο δεν ήταν μόνο η εδαφική επέκταση, αλλά και η οργάνωση των μέσων που χρησιμοποιούσαν οι δυο συνασπισμοί για τον εκφοβισμό του αντιπάλου, με δυο λόγια ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών.
Η αποκλιμάκωση της έντασης που είχαν συντηρήσει τόσο οι Αμερικάνοι όσο και οι Σοβιετικοί από τη μεριά τους στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου και η εξομάλυνση των σχέσεών τους υπήρξε αποτέλεσμα ενός πολιτικού ρεαλισμού, στον οποίο συγκατατέθηκαν και τα δύο στρατόπεδα. Αυτός ο πολιτικός ρεαλισμός ήταν επίσης αποτέλεσμα της τεράστιας οικονομικής επιβάρυνσης των εμπλεκόμενων χωρών από το δυσβάσταχτο πλέον κόστος των εξοπλισμών, το οποίο εξελισσόταν σε τροχοπέδη των αναπτυξιακών στόχων τους και πυροδοτούσε μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές αναταραχές.
 
Η «έντιμη» μοιρασιά των Συμμάχων
Παρ’ όλα αυτά, μετά το τέλος του πολέμου είχε καθοριστεί με σαφήνεια και ακρίβεια μέσα από προσυμφωνημένες μοιρασιές το ποιες δυνάμεις της εποχής και σε ποιο βαθμό θα ελέγξουν το διεθνές πολιτικό σύστημα, κι έτσι μπορεί να πει κανείς ότι ο Ψυχρός Πόλεμος βασίστηκε περισσότερο σε μια εκατέρωθεν καχυποψία, δίχως νόημα. Τόσο οι Σοβιετικοί όσο και οι Βρετανοί – υπό την επιφυλακτική συγκατάθεση του προέδρου Ρούσβελτ (ο Αμερικάνος υπουργός Εξωτερικών Κόρντελ Χολ είχε εκφράσει τη διαφωνία του) – είχαν ήδη ζητήσει και επιλύσει την πρακτική πλευρά ενός άμεσου καταμερισμού υποχρεώσεων. Πράγμα που επικυρώθηκε επίσημα στη διάσκεψη της Μόσχας το 1944 (απουσία του Ρούσβελτ λόγω προεκλογικών του υποχρεώσεων), όπου οι προτάσεις αυτές έγιναν συγκεκριμένες και παρουσιάστηκαν με αριθμητικά δεδομένα.
Έτσι, για τη Δυτική Ευρώπη δεν προέκυψε καμία διαφωνία, μια και ο έλεγχός της από τη Δύση δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί. Αντίθετα, η Πολωνία εξαιρέθηκε από τις χώρες αυτές δεδομένου ότι είχε αρχίσει η σοβιετική διείσδυση στη χώρα και αναμενόταν να τεθεί υπό τον έλεγχο της ΕΣΣΔ. Σε περιπτώσεις ιδιαίτερες για την κατανομή των ζωνών επιρροής ο Τσόρτσιλ έφερε στο τραπέζι μια πρόταση με τη μορφή ποσοστώσεων.
Έτσι, ο βαθμός επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης στη Ρουμανία υπολογίστηκε στο 90%, στη Βουλγαρία και την Ουγγαρία στο 80%, στη Γιουγκοσλαβία στο 50% και στην Ελλάδα μόλις στο 10%. Αν και αυτές οι ποσοστώσεις αποτελούσαν προϊόν διαπραγμάτευσης, περιέγραφαν εύγλωττα την πραγματική εικόνα της κατάστασης που είχε διαμορφωθεί. Όπως γίνεται εύκολα κατανοητό, αλλά απεδείχθη και από τις εξελίξεις, οι ποσοστώσεις 90% και 10% δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο από έναν τυπικό διπλωματικό ελιγμό και στην ουσία σήμαιναν 100% ή αντίστοιχα 0%.
Αυτό έγινε και στις δυο ακραίες περιπτώσεις της Ρουμανίας και της Ελλάδας. Όταν οι Βρετανοί έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την Ελλάδα, δεν αντιμετώπισαν την παραμικρή αντίδραση από τους Σοβιετικούς, πράγμα που έγινε και στην περίπτωση της Ρουμανίας: όταν εγκαταστάθηκε εκεί ένα φιλοσοβιετικό κομμουνιστικό καθεστώς, η αντίδραση της Βρετανίας και της Αμερικής περιορίστηκε σε χλιαρές δηλώσεις.

 

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΤΕΤΑΡΤΗ 24.04.2024 01:21