search
ΠΕΜΠΤΗ 28.03.2024 23:27
MENU CLOSE

Ένα κίνημα δημοκρατικό – ελευθεριακό

17.05.2014 21:00
oldphotosistoria1400233143.jpg

Η κατανόηση όσων συνέβησαν τότε αλλά και στη μετα-Μάη εποχή και η ανάγνωσή τους στα σημερινά πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα γεννούν καίρια ερωτήματα για τον ρόλο του, τις μορφές δράσης και την αποτελεσματικότητα των κινημάτων στον μετασχηματισμό της κοινωνίας και της πολιτικής.

Μάης του 1968

Η κατανόηση όσων συνέβησαν τότε αλλά και στη μετα-Μάη εποχή και η ανάγνωσή τους στα σημερινά πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα γεννούν καίρια ερωτήματα για τον ρόλο του, τις μορφές δράσης και την αποτελεσματικότητα των κινημάτων στον μετασχηματισμό της κοινωνίας και της πολιτικής.

Η θεωρία του Αλέν Τουρέν εν συνόλω, που υποστήριζε ότι το κίνημα του Μάη του ’68 αποτελούσε την πρώτη σημαντική σύγκρουση ανάμεσα στους τεχνοκράτες και τους νέους προλετάριους της γνώσης οι οποίοι ήταν «κάτοχοι των επιστημονικών και τεχνικών δεξιοτήτων», δεν άντεξε στον χρόνο. Η «νέα υποτελής τάξη» – οι επαγγελματίες – ήταν απούσα, ενώ η εμφάνιση της νέας κυρίαρχης τάξης – των τεχνοκρατών – παρέπεμπε περισσότερο σε μια κλασική αλλαγή σκυτάλης στους κόλπους της ανώτατης τάξης παρά σε αντικατάσταση μιας ανώτατης τάξης από μια άλλη.

Ωστόσο, ακόμα κι αν αφήσουμε κατά μέρος τη θεωρία του κοινωνιολόγου Αλέν Τουρέν για το νέο ταξικό σύστημα, είμαστε αναγκασμένοι να αναγνωρίσουμε την ορθότητα πολλών αναλύσεών του σχετικά με το κίνημα του Μάη. Σύμφωνα με τον Τουρέν, το κίνημα αυτό είναι ασφαλώς μια δημοκρατική αντίδραση κατά των αρχαϊκών, παραδοσιακών, ξεπερασμένων μορφών άσκησης της εξουσίας, αλλά, ταυτόχρονα, και κατά των πιο σύγχρονων μορφών της, αυτών του τεχνοκρατισμού, που υποτίθεται ότι στερείται ιδεολογίας και κομματικής απόχρωσης, ως ενσάρκωσης της καθαρής λογικής στην υπηρεσία της κοινωνικής προόδου.

Η ένταση και οι μορφές αυτής της δημοκρατικής αντίδρασης ποικίλλουν ανάλογα με τον βαθμό ακαμψίας και αυταρχισμού των κοινωνιών στις οποίες εκδηλώνεται κάθε φορά. Είναι ασθενέστερη στις αγγλοσαξονικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των Ηνωμένων Πολιτειών, παρά την ύπαρξη του «στρατιωτικο-βιομηχανικού συμπλέγματος» και των φυλετικών διακρίσεων, απ’ ό,τι στις λατινογενείς χώρες της Νότιας Ευρώπης. Στη Γαλλία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και αργότερα – μετά την Επανάσταση των Γαρυφάλλων – στην Πορτογαλία, θα πάρει τη μορφή ενός αναρχίζοντος υπερδημοκρατισμού: σποντανεϊσμός, δυσπιστία προς τα συνδικάτα και τα γκρουπούσκουλα, περιφρόνηση για την οργάνωση, φετιχιστική προσήλωση στη δημοκρατία των συνελεύσεων στο πλαίσιο του κινήματος. «Είμαστε όλοι εκπρόσωποι» φωνάζουν ρυθμικά οι φοιτητές. Αναρχισμός, συμβουλιακός κομμουνισμός, αυτοδιαχείριση, ουτοπία της «άμεσης δημοκρατίας», στο πλαίσιο των αριστερίστικων οργανώσεων.

Υπό τα κοροϊδευτικά, χαιρέκακα βλέμματα των μαοϊκών – σταλινικών του Μαρξιστικού – Λενινιστικού Κομμουνιστικού Κόμματος της Γαλλίας (PCMLF), τα μαοϊκά γκρουπούσκουλα που προήλθαν από τον φοιτητικό κόσμο στράφηκαν στον αναρχο-μαοϊσμό (Προλεταριακή Αριστερά) ή στον μαοϊκό σποντανεϊσμό (ομάδα Viva la revolution). Βλέπουν στη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση ένα παλιρροϊκό εξισωτικό και αντιγραφειοκρατικό κύμα, μια επανάσταση που επιδίωκε να ανοικοδομήσει στην Κίνα ένα «κράτος που φθίνει, ακολουθώντας το πρότυπο της Παρισινής Κομμούνας».

Οι τροτσκιστικές ομάδες, επαγγελματίες αντισταλινικοί, μολονότι – σύμφωνα με ορισμένους – είχαν αποδυναμωθεί σοβαρά εξαιτίας της ατέρμονης διαμάχης με τον εχθρό, ορκίζονταν στο δικαίωμα της τάσης και στην παγκόσμια Δημοκρατία των εργατικών συμβουλίων και μόνο. Βέβαια, τόσο οι μεν όσο και οι δε, παρά τον υπερδημοκρατισμό τους, δεν δίσταζαν να προσφύγουν σε αυταρχικές μεθόδους χειραγώγησης. Οι τροτσκισμός, εξάλλου, δεν αποτελεί την πεφωτισμένη πρωτοπορία – εφοδιασμένη με τη μαρξιστική επιστήμη – που έχει ως αποστολή να υπερασπιστεί τις μάζες, ακόμα και ενάντια στον ίδιο τον εαυτό τους; Αυτός ο επαναστατικός υπερδημοκρατισμός αποτελεί ένα είδος αντι-ουτοπίας, απότοκο του μακροχρόνιου και εντεινόμενου «γαλλικού τύπου αυταρχισμού».

Ομοίως, είναι αδύνατον να κατανοήσει κανείς την επέκταση του κινήματος στους μισθωτούς, το 1968-1969, στη Γαλλία και στην Ιταλία και, μετά το 1975, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία, αν δεν λάβει υπόψη του, αφενός, τη σφοδρότητα του αυταρχικού πατερναλισμού και τεχνοκρατισμού στις δυο πρώτες χώρες και, αφετέρου, την ακραία τους μορφή, τον παλαιο-κορπορατισμό στις δυο τελευταίες. Ο Πολ Ιβελέν (Paul Huvelin), πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Γάλλων Εργοδοτών (CNPF) στη διάρκεια των «γεγονότων», προκειμένου να δικαιολογήσει τη γενική απεργία, επικαλείται συνήθως τη στασιμότητα της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου εγγυημένου διεπαγγελματικού ημερομισθίου (SMIG), στο διάστημα 1955-1968. Οι αμειβόμενοι με το SMIG, ως επί το πλείστον νεαροί εργαζόμενοι, όπως εξηγεί ο πρώην πρόεδρος – γενικός διευθυντής της εταιρείας Kleber, στην Κολόμπ, ενθουσιάστηκαν με τις διεκδικήσεις της φοιτητικής νεολαίας και «μετέδωσαν τον ιό» στους εργαζομένους στις επιχειρήσεις όπου δούλευαν οι ίδιοι. Αλλά το επιχείρημά του δεν ευσταθεί, αν και είναι αλήθεια ότι, το 1968, το SMIG υπολείπεται περισσότερο από 40% της μέσης αύξησης των μισθών που είχε σημειωθεί από το 1955 και μετά, γιατί στην πραγματικότητα, το 1968, έχουν απομείνει μόλις 250.000 μισθωτοί (το 1,4% του ενεργού πληθυσμού) που αμείβονται με βάση το SMIG.

Επικαλέστηκαν, επίσης, τον υποθετικό φόβο της ανεργίας, ως απόρροια του προγράμματος σταθεροποίησης του 1963-1966. Όλες αυτές οι οικονομικές αιτιάσεις δείχνουν ελαφρώς γελοίες έπειτα από κάποιο διάστημα: οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 είναι, όπως ξέρουμε, εποχές κατά τις οποίες υπήρχε πλήρης απασχόληση – ακόμα και έλλειψη χρόνου εξαιτίας της προσφοράς εργασίας – και σημειώθηκε μεγάλη αύξηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης των μισθωτών. Αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα βασικά αίτια της έκρηξης των εργατικών διεκδικήσεων, παρ’ ότι η συνεχής αύξηση των ανισοτήτων έπαιξε ασφαλώς κάποιον ρόλο. Και δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι πρέπει να τα αναζητήσει κανείς στη συνειδητοποίηση εκ μέρους των παραγωγών της αλλοτρίωσής τους, όπως υποστηρίζει ο Αλέν Τουρέν. Αντιθέτως, η επιβίωση ενός αυταρχικού πατερναλισμού στο εσωτερικό των επιχειρήσεων και η εμφάνιση μιας τεχνοκρατικής – γραφειοκρατικής διοίκησης των «ανθρώπινων πόρων» μου φαίνονται πολύ πιο καθοριστικοί παράγοντες. Στις δεκαετίες του ’50 και του ’60, οι Γάλλοι εργοδότες διδάχθηκαν το management αμερικανικού τύπου. Με ολόκληρα τσάρτερ κουβαλιόντουσαν στην Αμερική σε «αποστολές παραγωγικότητας», για να μυηθούν στα μυστήρια της ανταγωνιστικότητας. Μολονότι, όμως, καταδέχονταν να εμπνευστούν από την τεχνολογία και τις μεθόδους διοίκησης των γιάνκηδων, δεν έκαναν το ίδιο με το σύστημα των «εργασιακών σχέσεών» τους. Στον τομέα αυτόν, η πλειονότητα των Γάλλων εργοδοτών (και κυρίως οι εργοδότες των μικρομεσαίων επιχειρήσεων) παρέμεναν πατερναλιστές: θεωρούσαν την επιχείρηση «μια μεγάλη οικογένεια», το αφεντικό (patron) – από το pater (πατέρας) και το patronus (προστάτης άγιος) – της οποίας ήταν ο φυσικός ηγέτης. Ο διευθυντής μιας επιχείρησης υποτίθεται ότι είχε λάβει τον ρόλο αυτόν από τη θεία πρόνοια, η οποία με την άπειρη σοφία της είχε φροντίσει να του δώσει – μαζί με τις ευθύνες – τις γνώσεις και την ενέργεια που του ήταν απαραίτητες για να φέρει σε πέρας το έργο του. Τα δικαιώματά του – η αποκλειστική άσκηση της εξουσίας στην επιχείρηση – συνοδεύονταν, όπως πάντα, από καθήκοντα: τον σεβασμό των παραδόσεων της «Εταιρείας», την επιδίωξη του κοινού καλού των μελών της και, κυρίως, των πιο αδύναμων και στερημένων.

Οι μισθωτοί θεωρούνταν μεγάλα παιδιά, που δεν έβλεπαν πιο πέρα από τη μύτη τους, έτοιμοι μονίμως να καταναλώσουν περισσότερα και να δουλέψουν λιγότερο, ανίκανοι να κατανοήσουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της επιχείρησης και, συνεπώς, και το δικό τους, πάντα πρόθυμοι αντιθέτως να ακούσουν τους δημαγωγούς και τους κακούς ποιμένες.

Αυτή η αντίληψη για τις εργασιακές σχέσεις και το σύστημα των ρόλων στην επιχείρηση δεν άφηνε καθόλου χώρο για εργατικές διεκδικήσεις και, ακόμα λιγότερο, για τη μόνιμη και οργανωμένη μορφή τους, τον συνδικαλισμό. Τα συνδικάτα, όποια κι αν ήταν αυτά (με εξαίρεση το συνδικάτο της εταιρείας, το οποίο ενδεχομένως είχε δημιουργηθεί για να αντιπαραταχθεί στα άλλα), τα αντιλαμβάνονταν ως ξένα διασπαστικά σώματα που έπρεπε να τα αφήσουν έξω από τα τείχη της επιχείρησης. Οι ελευθερίες έπρεπε να παρέχονται από τον εργοδότη στο προσωπικό πάντα κατά τρόπο ηγεμονικό και μονομερώς και να μην αποτελούν, σε καμία περίπτωση, αντικείμενο διαπραγμάτευσης, γιατί κάτι τέτοιο θα οδηγούσε στην αναγνώριση της ύπαρξης ορίων στην εξουσία του διευθυντή της επιχείρησης. Η απεργία ή η κατάληψη του εργοστασίου αντιμετωπίζονταν ως εγκλήματα καθοσιώσεως, για τα οποία έπρεπε να επιβληθεί τιμωρία προκειμένου να αναμορφωθεί το κοινωνικό σώμα της επιχείρησης. Για την εργοδοτική εξουσία, η σημασία τους ήταν αντίστοιχη με τη σημασία της αυθάδειας, της ανυπακοής, της σύμπραξης με τους εχθρούς της οικογένειας σύμφωνα με την πατρική εξουσία: αποτελούσαν προσβολές, για τις οποίες η εξιλέωση προέβλεπε ένα διαβαθμισμένο σύστημα ποινών…

Οι μισθωτοί, ενώ αναγνωρίζονταν ως πολίτες με πλήρη δικαιώματα στη γαλλική Δημοκρατία και κολακεύονταν από τους παράγοντες της αγοράς ως καταναλωτές, στις επιχειρήσεις εξακολουθούσαν να υφίστανται μια αντιμετώπιση ανάλογη αυτής που επιφυλάσσει κανείς σε ανήλικα παιδιά. Ακόμα κι όταν ο εργοδότης ήταν ικανός και γενναιόδωρος, διατηρούνταν μια σχέση υποταγής και ανισότητας, η οποία θύμιζε την προεπαναστατική εποχή και τελικά καταντούσε ανυπόφορη για τον σύγχρονο εργαζόμενο.

Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Henri Weber «Πρέπει να απαλλαγούμε από την κληρονομιά του Μάη του ’68» Εκδόσεις: Ηλίβατον

 

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΕΜΠΤΗ 28.03.2024 23:26