Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Στο «Ποντίκι» αρχίζει από την επόμενη Πέμπτη, 9 Μαΐου, μια νέα προσφορά με βιβλία 4 μεγάλων Ελλήνων στοχαστών, των οποίων το έργο έχει επηρεάσει σημαντικά την παγκόσμια πολιτική σκέψη.
Στο «Ποντίκι» αρχίζει από την επόμενη Πέμπτη, 9 Μαΐου, μια νέα προσφορά με βιβλία 4 μεγάλων Ελλήνων στοχαστών, των οποίων το έργο έχει επηρεάσει σημαντικά την παγκόσμια πολιτική σκέψη. Πρόκειται για τη «Σειρά “Το Ποντίκι” /΄Ελληνες Στοχαστές» και 4 βιβλία, του Νίκου Πουλαντζά, του Παναγιώτη Κονδύλη, του Κωστή Παπαϊωάννου και του Μιχάλη Ράπτη, του γνωστού Πάμπλο. Έτσι, λοιπόν, από την επόμενη Πέμπτη αρχίζουμε με το βιβλίο του μεγάλου Έλληνα διανοητή Νίκου Πουλαντζά «Η κρίση των δικτατοριών – Πορτογαλία – Ελλάδα – Ισπανία». Ένα σημαντικό βιβλίο, εξαιρετικά χρήσιμο για την ιστορική μας αυτογνωσία, όπως έγραψε ο Άγγελος Ελεφάντης στον «Πολίτη» το 2006, στο οποίο όμως «το ρωμαίικο δεν έδωσε τη σημασία που του άξιζε». Δημοσιεύουμε σήμερα, λοιπόν, ολόκληρη τη συγκεκριμένη παρουσίαση του Άγγ. Ελεφάντη, για να μπορέσει «το ρωμαίικο να δώσει στο βιβλίο του Πουλαντζά τη σημασία που του αξίζει».
«Ήταν φθινόπωρο του 1975, έναν χρόνο περίπου µετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-1974), όταν ο Νίκος Πουλαντζάς µου έδωσε να διαβάσω ένα δοκίµιό του, στα γαλλικά γραµµένο, που εκείνο τον καιρό το είχε στο τελευταίο στάδιο επεξεργασίας. Ήταν κάπου εκατό δακτυλόγραφες σελίδες και θα εκδιδόταν από γαλλικό εκδοτικό οίκο στο τέλος του χρόνου. Το δακτυλόγραφο εκείνο είναι το ανά χείρας βιβλίο, που κυκλοφόρησε το πρώτον στη Γαλλία (εκδόσεις Maspéro, 1975), στη συνέχεια και στα ελληνικά (εκδόσεις Παπαζήση, 1976) σε µετάφραση της Χριστίνας Αγριαντώνη και του Απόστολου Αποστολόπουλου. Η θεώρηση και επιµέλεια της µετάφρασης ήταν δική µου.
Η ελληνική έκδοση της «Κρίσης των δικτατοριών» εξαντλήθηκε γρήγορα και, δυστυχώς, έκτοτε δεν επανεκδόθηκε. Τώρα, το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς» το ξαναφέρνει στο φως, τριάντα χρόνια µετά! Τόσος λόγος έγινε αυτά τα χρόνια για τη δικτατορία, τη χούντα, τους βασανιστές και τα βασανιστήρια, τον αντιδικτατορικό αγώνα και την αντίσταση, τόσα και τόσα αφιερώµατα εφηµερίδων, περιοδικών και ραδιοτηλεοπτικών σταθµών επαναλαµβάνονταν στις επετείους σχεδόν τελετουργικά, τόσα άρθρα, βιβλία, χρονικά και κοµµατικά κείµενα κυκλοφόρησαν έκτοτε για το θέµα της δικτατορίας, και συνέδρια έγιναν επιστηµονικά, κι ωστόσο, στο µικρό αυτό βιβλιαράκι του Νίκου Πουλα-ντζά, µε τις διεισδυτικότατες αναλύσεις του, το ρωµαίικο δεν έδωσε τη σηµασία που του άξιζε.
Κι όµως άξιζε, και άξιζε πολύ. Διότι «Η κρίση των δικτατοριών» ήταν (και είναι) σηµαντικό έργο που, αν το προσέχαµε, θα συνέβαλλε στην ιστορική µας αυτογνωσία και την κατανόηση των διαδικασιών που έφεραν την «επάρατο» στην εξουσία, τον Απρίλη του 1967, µε τις καταστροφικές για τον τόπο συνέπειες. Θα ήµασταν, σίγουρα, πιο προσεκτικοί απέναντι στις πληβειακές και επιφανειακές αντιλήψεις, που ερµήνευαν ανεκδοτολογικά την πτώση της δικτατορίας µέσα σε ελάχιστες ηµέρες, τον Ιούλιο του 1974.
Δεν το προσέξαµε, δυστυχώς, ούτε η ανανεωτική Αριστερά, παρόλο που ο Πουλαντζάς, µέλος του ΚΚΕ Εσωτερικού, έγραφε από τη σκοπιά της ανανέωσης και ως µαρξιστής που ήταν. Κι ωστόσο, πάλι δυστυχώς,
Η «Κρίση των δικτατοριών» ήταν όχι µόνο σπουδαίο βιβλίο, όχι µόνο από τις πρώτες µελέτες για τη δικτατορία – γράφτηκε κυριολεκτικά εν θερµώ ενώ ακόµη το τοπίο της µεταπολίτευσης ήταν ακαταστάλαχτο και θολό -, αλλά και γιατί, κατά τη γνώµη µου, εξακολουθεί µέχρι σήµερα να είναι η οξυδερκέστερη µελέτη επί του θέµατος. Το γιατί αυτή η «απροσεξία», αυτή η αναπηρία είναι άλλο ζήτηµα. Δεν µπορώ να το συζητήσω σ’ αυτό το µικρό σηµείωµα.
Ο αναγνώστης µπορεί να διαβάσει το βιβλίο του Νίκου Πουλαντζά µε ωφέλεια και να αναγνωρίσει µόνος του την αξία του. Παρά ταύτα, λίγα λόγια είναι απαραίτητα.
Ο Νίκος Πουλαντζάς αντιµετωπίζει τη δικτατορία ως ειδική µορφή Κράτους Εκτάκτου Ανάγκης θεωρώντας την, τυπολογικά, ως µορφή στρατιωτικής δικτατορίας. Σε τούτη την κρίση τον βοήθησαν οι επεξεργασίες του για το σύγχρονο κράτος του µονοπωλιακού καπιταλισµού και το Κράτος Εκτάκτου Ανάγκης που είχε διατυπώσει στο έργο του «Φασισµός και δικτατορία», το 1970 (εκδόσεις
Maspéro).
Οδηγείται στο συµπέρασµα περί του στρατιωτικού χαρακτήρα της δικτατορίας (όπως και του καθεστώτος Σαλαζάρ στην Πορτογαλία και Φράνκο στην Ισπανία) καθ’ όσον η κύρια πολιτική της δύναμη ήταν στρατιωτικοί που χρησιμοποίησαν το σύνολο του Σώματος των Ελλήνων Αξιωματικών τόσο για την επιβολή της δικτατορίας όσο και για την άσκηση της εξουσίας επί επτά συναπτά έτη.
Βέβαια, οι στρατιωτικοί δεν έδρασαν μόνοι τους, αλλά δέχτηκαν σοβαρή επικουρία και από άλλες πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις, ο πυρήνας όμως της εξουσίας τους ήταν στρατιωτικός, κάτι που εντελώς θολά περιγράφει ο κοινόλεκτος όρος «Χούντα». Ο στρατός, λοιπόν, έδρασε ως πολιτική δύναμη εξουσίας της δικτατορίας, αυτός ήταν που τη διαχειρίστηκε χάρη σε προσίδιους μηχανισμούς, κατασταλτικούς, κυβερνητικούς και διαχειριστικούς.
Το καθεστώς αυτό ήταν προϊόν μιας βαθύτατης πολιτικής κρίσης, όπως κάθε μορφή Κράτους Εκτάκτου Ανάγκης, που προσέβαλε τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό και το πολιτικό του σύστημα, παρά την ήττα της Δεξιάς στις εκλογές του 1963 και 1964 (Ιουλιανά, αποστασίες, κυβερνητική αστάθεια, ακατασίγαστες λαϊκές κινητοποιήσεις, ματαίωση των εκλογών την άνοιξη του 1967).
Η κρίση αυτή έδειξε ότι το πολιτικό σύστημα δεν μπορούσε να αναπαραχθεί «φυσιολογικά» ως κοινοβουλευτική δημοκρατία, στην οποία άλλωστε η μόνιμη μετεμφυλιοπολεμική δικτατόρευση είχε φτάσει στα όριά της. Η επέμβαση των στρατιωτικών αποτέλεσε μια τομή με την οποία επιχειρήθηκε η αποκατάσταση της ηγεμονίας με νέους όρους και η διατήρηση του καθεστώτος της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης. Η τομή αυτή ήταν μια βίαιη, στρατιωτική επέμβαση και με τη στρατιωτική βία συντηρήθηκε ώς το τέλος, χωρίς να καταφέρει να εξομαλυνθεί.
Η στρατιωτική δικτατορία, κατά τον Πουλαντζά, ως ειδική μορφή Κράτους Εκτάκτου Ανάγκης, δεν ήταν φασισμός, όπως το σύνολο σχεδόν των αναλύσεων περί αυτής εδογμάτισε και τότε και εκ των υστέρων. Και τούτο διότι η Χούντα δεν ήταν κόμμα φασιστικό, όπως το ναζιστικό στη Γερμανία και το φασιστικό στην Ιταλία κατά τον μεσοπόλεμο. Δεν είχε οργανώσει μάζες σε προσίδιους, φασιστικού τύπου, μηχανισμούς, δεν είχε δράσει ιδεολογικά και πολιτικά πριν από την άνοδο των στρατιωτικών στην εξουσία, ούτε κατά τη διάρκεια της επταετίας. Έτσι, δεν είχε πετύχει τον εκφα-σισμό των κρατικών μηχανισμών, των συνδικάτων, των αντιπροσωπευτικών σωμάτων, μηδέ της αστικής μονοπωλιακής τάξεως εξαιρουμένης.
Όπως ο ίδιος δείχνει στο έργο του «Φασισμός και δικτατορία», που είχε προηγηθεί (1970), ο φασισμός είναι μια ιδιότυπη μορφή Κράτους Εκτάκτου Ανάγκης, που δεν πρέπει να συγχέεται ούτε με τις μορφές στρατιωτικών δικτατοριών ούτε με τις αυταρχικές μορφές του κράτους του μονοπωλιακού καπιταλισμού. Τα κατ’ εξοχήν χαρακτηριστικά του φασισμού – ναζισμού είναι ο πλήρης εκφασισμός της κοινωνίας χάρη στη δράση του φασιστικού κόμματος και η άσκηση της πολιτικής με μιλιταριστικά μέσα.
Δεν είναι όλες οι δικτατορίες φασισμός· ο «πανφασισμός» ήταν ιδέα ξένη στον Πουλαντζά. Οι πολιτικές συνέπειες της θέσης αυτής ήταν σημαντικές, μολονότι ούτε τα κόμματα της Αριστεράς είχαν υιοθετήσει τις απόψεις του και τα οποία παρέμειναν στην, τριτοδιεθνίστικης προέλευσης, άποψη περί του φασιστικού χαρακτήρα της δικτατορίας.
Ο Πουλαντζάς εστιάζει την προσοχή του όχι μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, αλλά ξανοίγεται στον ευρωπαϊκό χώρο περιλαμβάνοντας στην ίδια τυπολογία της στρατιωτικής δικτατορίας την περίπτωση της Πορτογαλίας και της Ισπανίας. Οι διαφορές ανάμεσα στις τρεις στρατιωτικές δικτατορίες ορατές αλλά και οι ομοιότητες διδακτικές.
Με τη μελέτη του αυτή ο Πουλαντζάς δείχνει το πλέγμα εξαρτήσεων μεταξύ Χούντας και Παλατιού, Χούντας και αμερικανικού ιμπεριαλισμού, Χούντας και των αστικών κομμάτων. Συνάμα επισημαίνει πως η αρχική ανοχή προς το δικτατορικό καθεστώς της ενδογενούς αστικής τάξης, όπως την ονομάζει, μεταστρέφεται σε ανοιχτή αντίθεση περί το 1972-73 καθώς αυτή και οι συναρτημένες σ’ αυτήν αστικές πολιτικές δυνάμεις προσανατολίζονται πλέον προς την ΕΟΚ.
Δείχνει επίσης τη σχέση του καθεστώτος με τις λαϊκές τάξεις και στρώματα που σε καμιά περίπτωση δεν κατάφερε να προσεταιρισθεί. Η δικτατορία ήρθε ως δικτατορία στρατιωτικών μηχανισμών, διατηρήθηκε ως δικτατορία, χωρίς ποτέ ν’ αποκτήσει λαϊκό έρεισμα. Ποτέ δεν πήγε πέρα από «στρατολογημένα» άτομα ή ομάδες, κορπορατιστικές, ατόμων. Γι’ αυτό και η αντιδικτατορική αντίθεση ήταν γενική, μολονότι η ενεργητική αντίσταση ήταν περιορισμένη, με κορυφαία περίπτωση το Πολυτεχνείο. Ωστόσο, τονίζει ο Πουλαντζάς, οι λαϊκοί αγώνες «έδρασαν εξ αποστάσεως», δεν έπληξαν άμεσα τη δικτατορία. Γι’ αυτό και η έξοδος από τη δικτατορία έγινε από τη δεξιά πόρτα.
Τέλος, λέγει ο Πουλαντζάς, ο συγκεκριμένος πολιτικός μηχανισμός που επέφερε την καταστροφή του πολιτικού πυρήνα του καθεστώτος, ήταν το κατά του Μακαρίου πραξικόπημα στην Κύπρο, με συνέπεια τη διάσπαση του Στρατού στην Κύπρο και την Ελλάδα και την απειλή ελληνοτουρκικού πολέμου. Παρόμοιες ήταν και οι διαδικασίες που οδήγησαν στην ανατροπή των δικτατοριών Πορτογαλίας και Ισπανίας.
Και άλλα σημεία είναι σημαντικά στο έργο του Πουλαντζά, που έχουν ιδιαίτερη σημασία σήμερα. Για παράδειγμα, η απόρριψη «του κόσμου χωρίς σύνορα», η απόρριψη της ιδεολογίας της «επιθυμίας», η απόρριψη της άποψης του «υπερκράτους των ΗΠΑ» όπως και της άποψης ότι τα εθνικά κράτη έχουν ξεπερασθεί.
Εξ άλλου ο Πουλαντζάς όχι μόνο δεν παραμελεί τις συγκεκριμένες μορφές του πολιτικού πεδίου – κόμματα, κράτος, κρατικοί μηχανισμοί – αλλά, αντίθετα, προβάλλει προσφυείς και πρωτότυπες αναλύσεις για το σύγχρονο κράτος. Είναι ο κατεξοχήν στοχαστής του σύγχρονου κράτους. Αλλά συνάμα, ως μαρξιστής, εστιάζει πάντα την προσοχή του σ’ αυτά που γίνονται στο κοινωνικό επίπεδο, στις συγκεκριμένες μορφές που προσλαμβάνει η ταξική πάλη, στους μετασχηματισμούς της εργατικής δύναμης σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο, στις νέες στρατηγικές διεθνοποίησης του κεφαλαίου, στις νέες μορφές ιδεολογικής επιβολής.
Στην αναλυτική και θεωρητική του πρακτική εστιάζει πάντοτε την προσοχή του στις συγκεκριμένες καταστάσεις και τις κοινωνικές συγκρούσεις που διεξάγονται στο πλαίσιο και των εθνικών κρατών και του διεθνούς μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που ο Νίκος Πουλαντζάς αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες μορφές θεωρητικών του «αριστερού ευρωκομμουνισμού», σε στενή σχέση με άλλους Ευρωπαίους μαρξιστές, στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, την Ισπανία.
Στον τόπο μας σήμερα λίγοι θυμούνται τον Πουλαντζά, δηλαδή το έργο του. Οι πολλοί, αν κάτι έχουν ακούσει γι’ αυτόν είναι ότι αυτοκτόνησε και, γενικώς, τον εκλαμβάνουν σαν κάποιον που λάμπρυνε το όνομα της Ελλάδας στο εξωτερικό. Δυστυχώς, ούτε το Ινστιτούτο «Νίκος Πουλαντζάς», που φέρει το όνομά του, έπραξε ακόμη όσα θα έπρεπε για να αναδειχθεί και να εκλαϊκευτεί το έργο του. Ελπίζουμε, ωστόσο, ότι η ανά χείρας έκδοση της «Κρίσης των δικτατοριών» που κυκλοφορεί μαζί με την επανέκδοση του «Φασισμός και δικτατορία» θα συμβάλουν στην επικαιροποίηση της προσωπικότητας και του έργου τού Νίκου Πουλαντζά».
Τι έχει πει ο Θάνος Μικρούτσικος για τον Νίκο Πουλαντζά
«Τον Πουλαντζά δεν τον γνώρισα, έφυγε πολύ νωρίς. Όμως, είχα διαβάσει τα βιβλία του και τον θαύμαζα. Τότε, εμείς ως νέοι άνθρωποι, και στη δεκαετία του’60 και στη δεκαετία του ’70, διαβάζαμε πάρα πολύ. Αρκετοί από εμάς είχαμε προσανατολιστεί στις πολιτικές επιστήμες και τη φιλοσοφία που προωθούσε τον μαρξισμό στη Γαλλία. Νομίζω ότι τα σημαντικότερα ρεύματα του Μαρξισμού από το ’60 και μετά μπορεί κάποιος να τα βρει στη Γαλλία, με πολλούς κοινωνικούς επιστήμονες όπως ο Αλτουσέρ. Οι απόψεις και τα γραπτά του Πουλαντζά, κυρίως πάνω στα θέματα του κράτους, ήταν ό,τι πιο σημαντικό και πιο πρωτοποριακό στη μαρξιστική σκέψη τη δεκαετία του ’70…».
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.