search
ΣΑΒΒΑΤΟ 18.05.2024 15:51
MENU CLOSE

Τα ντοκουμέντα της αντιπαράθεσης Νικόλα Παπαδόπουλου – Νίκου Αναστασιάδη

26.02.2014 22:00
Τα ντοκουμέντα της αντιπαράθεσης Νικόλα Παπαδόπουλου – Νίκου Αναστασιάδη - Media

Στον νέο «Φάκελο της Κύπρου» που έχει αρχίσει να δημιουργείται, με επίκεντρο την νέα Συμφωνία «λύσης» που προωθούν με απίστευτη ταχύτητα ΗΠΑ και Ε.Ε., περίοπτη θέση θα κατέχουν οι τρεις (μέχρι στιγμής) επιστολές που έχουν ανταλλάξει ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον πρόεδρο του ΔΗΚΟ Νικόλα Παπαδόπουλο.   

 
Στον νέο «Φάκελο της Κύπρου» που έχει αρχίσει να δημιουργείται, με επίκεντρο την νέα Συμφωνία «λύσης» που προωθούν με απίστευτη ταχύτητα ΗΠΑ και Ε.Ε., περίοπτη θέση θα κατέχουν οι τρεις (μέχρι στιγμής) επιστολές που έχουν ανταλλάξει ο Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας με τον πρόεδρο του ΔΗΚΟ Νικόλα Παπαδόπουλο.   
 
Η πρώτη επιστολή γράφτηκε από τον Νικόλα Παπαδόπουλο στις 6 Φεβρουαρίου, απευθυνόμενη στον πρόεδρο της Κύπρου Ν. Αναστασιάδη, μόλις οι πολιτικοί αρχηγοί έλαβαν γνώση του περιεχομένου του Κοινού Ανακοινωθέντος Αναστασιάδη – Έρογλου της 11ης Φεβρουαρίου.
 
Στον πρόεδρο του ΔΗΚΟ απάντησε με επιστολή του ο πρόεδρος της Κύπρου  στις 10 Φεβρουαρίου.
 
Και σε αυτή την επιστολή απάντησε εκ νέου ο Νικόλας Παπαδόπουλος στις 18 Φεβρουαρίου.

Η πρώτη επιστολή του Νικόλα Παπαδόπουλου
 
Λευκωσία, 6 Φεβρουαρίου 2014 
 
Α.Ε. Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Κύριο Νίκο Αναστασιάδη
Προεδρικό Μέγαρο
Λευκωσία 
 
Κύριε Πρόεδρε,
 
Η υιοθέτηση Κοινής Δήλωσης των ηγετών των δύο Κοινοτήτων με το περιεχόμενο που μας έχει γνωστοποιηθεί συνιστά, κατά την άποψή μας, μια πολύ δυσμενή εξέλιξη και πλήττει σοβαρά τα συμφέροντα της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Ελληνισμού.
 
Πιστεύουμε επίσης ότι η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση θα δυσκολέψει τις διαπραγματεύσεις αντί να τις διευκολύνει και είτε θα απομακρύνει την επίτευξη συμφωνίας για συνολική διευθέτηση του Κυπριακού, είτε θα οδηγήσει σε μια κακή λύση.
 
Σε προηγούμενες συναντήσεις μας και ιδιαίτερα στην τελευταία, που έγινε χθες, 5 Φεβρουαρίου 2014, σας εξήγησα τους λόγους για τους οποίους θεωρούμε προβληματική και ζημιογόνα για τα συμφέροντα και τα δίκαιά μας αυτή την Κοινή Δήλωση, η οποία θα ενσωματωθεί στον κατάλογο των συμφωνιών Υψηλού Επιπέδου και, ως η τελευταία χρονικά, θα κατισχύει των παλαιοτέρων.
 
Θα συνοψίσω πιο κάτω τους κύριους λόγους για τους οποίους το Δημοκρατικό Κόμμα θεωρεί κακό και ασύμφορό το περιεχόμενό της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης:
 
Κατ’ αρχήν, η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση καταπιάνεται ουσιαστικά με μόνο μια πτυχή της επιδιωκόμενης λύσης και συγκεκριμένα με το «Κεφάλαιο της Διακυβέρνησης».  Οι άλλες πτυχές αγνοούνται ως να μην υπάρχουν. Η αναφορά ότι «όλα τα άλυτα θέματα του πυρήνα [του Κυπριακού] είναι στο τραπέζι…» δίνει στην άλλη πλευρά το δικαίωμα της ερμηνείας ως προς το κατά πόσο ένα θέμα είναι όντως προς συζήτηση, ή αν όντως καταλέγεται στα «άλυτα» θέματα ή, ακόμη, αν όντως είναι ένα θέμα το οποίο αφορά τον πυρήνα του Κυπριακού. Έτσι, για παράδειγμα, η άλλη πλευρά θα μπορεί απλώς να αναφέρεται στο Σχέδιο Αννάν ή στο γνωστό «Έγγραφο Ντάουνερ» με τις συγκλίσεις και αποκλίσεις στις διαπραγματεύσεις της προηγούμενης πενταετίας και να αρνείται να συζητήσει ένα θέμα που μας ενδιαφέρει, αναφέροντας απλώς ότι το θέμα δεν είναι άλυτο, επικαλούμενο έτσι την πρόνοια της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης ότι μόνο τα «άλυτα θέματα» θα συζητηθούν. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αυτής της τουρκικής τακτικής είναι η στάση της στο μείζων για την πλευρά μας θέμα των εποίκων.
 
Υπενθυμίζουμε ότι το Κεφάλαιο της Διακυβέρνησης είναι εκείνο στο οποίο η Τουρκική πλευρά προσδοκά να λάβει από εμάς χωρίς να έχει να δώσει κάτι καθώς θεωρεί ότι τα έχει όλα, αλλά της λείπει το κράτος.  Γνωρίζει πολύ καλά ότι η αποσχιστική οντότητα την οποία ανακήρυξε και οργάνωσε στα κατεχόμενα θα παραμείνει αποσχιστική και διεθνώς παράνομη, αφού έτσι τη θεωρούν και έτσι τη χαρακτηρίζουν τα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Γνωρίζει επίσης ότι ο δήθεν τουρκοκυπριακός «λαός» δεν είναι παρά μια κοινότητα η οποία δεν έχει δικαίωμα χωριστής αυτοδιάθεσης και ότι, κατά συνέπεια, δεν έχει δικαίωμα να έχει δικό του κράτος. Η Τουρκική πλευρά επιζητεί από τη δική μας πλευρά την αναγνώριση των «Τουρκοκυπρίων» σαν λαού και της αποσχιστικής οντότητας την οποία συντηρεί η Τουρκία σαν «κράτους». Η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση, δίνει στους Τουρκοκύπριους τη δυνατότητα, από τώρα και ανεξαρτήτως της έκβασης των διαπραγματεύσεων, να ισχυρίζονται ότι η Ελληνοκυπριακή και Ελληνική πλευρά έχουν αποδεχθεί ότι οι Τουρκοκύπριοι έχουν όλα τα δικαιώματα ενός λαού περιλαμβανομένου και του δικαιώματος να έχουν κράτος. Αυτό το επιτυγχάνουν με μια σειρά αλληλο-ενισχυομένων προνοιών:
 Η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση αποδέχεται ότι η κυριαρχία «εκπηγάζει εξ ίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους»
Αναφέρει ότι η λύση θα εγκριθεί σε δημοψηφίσματα στα οποία θα ψηφίσουν χωριστά οι «Τουρκοκύπριοι» και οι «Ελληνοκύπριοι».
Αναφέρει επίσης ότι οι «Τουρκοκύπριοι» και οι «Ελληνοκύπριοι» θα έχουν το δικό τους «συνιστών κράτος» και θα έχουν τη δική τους ιθαγένεια, έστω κι αν χαρακτηρίζεται «εσωτερική».
Επιπλέον, συμφωνείται με τη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση ότι το κατάλοιπο εξουσίας θα ανήκει στα «συνιστώντα κράτη» (χωρίς να έχει συμφωνηθεί τι απομένει για τη δήθεν Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση.
 
Όλα τα πιο πάνω και πολλά άλλα που περιλαμβάνονται στη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση συνιστούν ένα ποιοτικό άλμα της τουρκικής πλευράς προς ικανοποίηση των διαχρονικών χωριστικών και επικυριαρχικών απαιτήσεών της σε βάρος της Ελληνοκυπριακής πλευράς, σε βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και σε βάρος των προσπαθειών για την αποκατάσταση της ενότητας του Κυπριακού κράτους.
 
Είναι αντιληπτό ότι όλες οι υποχωρήσεις της πλευράς μας στη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση έγιναν για να κερδηθούν τα τρία «ενιαία», δηλαδή η ενιαία διεθνής προσωπικότητα, η ενιαία κυριαρχία και η ενιαία ιθαγένεια. Οι υποχωρήσεις όμως που έγιναν για να υπάρχει ονομαστική αναφορά στις τρεις πιο πάνω αρχές εξουδετερώνουν τις ίδιες τις αρχές. Πιο συγκεκριμένα
 Η «ενιαία διεθνής προσωπικότητα», που ούτως ή άλλως είναι χαρακτηριστικό και της συνομοσπονδίας, υπονομεύεται από το καθεστώς που αναγνωρίζεται και τις εξουσίες που δίνονται στα «συνιστώντα κράτη».
Η «ενιαία κυριαρχία» περιγράφεται ως η κυριαρχία εκείνη «την οποία απολαμβάνουν όλα τα Κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον Χάρτη».  Αυτή η κυριαρχία δεν είναι παρά η λεγόμενη «εξωτερική κυριαρχία» που είναι το άλλο όνομα της «ανεξαρτησίας» των κρατών που απολαμβάνουν, το ένα έναντι του άλλου, την «κυρίαρχη ισότητα» του Χάρτη. Δεν πρόκειται για την «ενιαία κυριαρχία» την οποία επιζητούμε στην Κύπρο και η οποία αναφέρεται στην εσωτερική αδιάσπαστη ενότητα και κυριαρχία του Κυπριακού κράτους, η οποία προέρχεται από το λαό του και ασκείται για το λαό. Εξάλλου, για να μην δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την πραγματική έννοια του όρου «ενιαία κυριαρχία» στη συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση, το κείμενο αναφέρει ότι «εκπηγάζει εξ ίσου από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους». Όμως, η κυριαρχία, ως νομική έννοια, είναι εξ ορισμού ενιαία και επομένως δεν νοείται διαίρεση της χωρίς να καταργείται το ενιαίο της. Μέσω της συγκεκριμένης «Κοινής Δήλωσης» η πλευρά μας συμφωνεί ότι διαιρείται, αφού στο κείμενο αναφέρεται ότι αυτή προέρχεται, και μάλιστα εξ ίσου, από δυο οντότητες, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίες αποκτούν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Άρα, οι Τουρκοκύπριοι θα ισχυριστούν ότι αποκτούν το δικαίωμα να αποσκιρτήσουν στο μέλλον ή ακόμη και να χρησιμοποιήσουν την παρούσα Κοινή Δήλωση στις αποσχιστικές επιδιώξεις τους, ακόμα και άμεσα, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αποδώσουν τη λύση που επιδιώκουν.
Ούτε η «ενιαία ιθαγένεια» διασφαλίζεται στο κείμενο της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης αφού, αμέσως μετά την αναγνώριση της αρχής, αναγνωρίζεται ότι και τα «συνιστώντα κράτη» θα έχουν για τους πολίτες τους ξεχωριστή από την «ομοσπονδιακή» ιθαγένεια, έστω και αν θα θεωρείται ότι αυτή η ιθαγένεια θα έχει «εσωτερικό καθεστώς». Ας σημειωθεί ότι, αν αυτό συνδυαστεί με την πρόνοια για το σεβασμό της «διακριτής ταυτότητας και ακεραιότητας»  των Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ως οντοτήτων, μπορεί κανείς εύκολα να προβλέψει ότι η Τουρκική πλευρά θα εμμείνει, επικαλούμενη αυτές τις διατάξεις, σε εθνοτική ομοιογένεια των δυο «συνιστώντων κρατών». Δηλαδή, σε νομιμοποίηση της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκε με την εισβολή και την κατοχή.
Σημειώνω επίσης πως ούτε η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας βγαίνει αλώβητη από την υιοθέτηση της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης. Όπως προκύπτει από τα συμφραζόμενα, αυτή που μένει αλώβητη είναι η Τουρκική θέση πως η «ενωμένη Κύπρος» θα είναι το αποτέλεσμα της ένωσης δυο προϋπαρχόντων κρατών υπό μια στέγη, κάτι που παραπέμπει σαφώς σε «παρθενογένεση» και όχι σε μετεξέλιξη.
 
Κύριε Πρόεδρε,
 
Υποστήριξα τις προσπάθειες σας να προσέλθουμε στις διαπραγματεύσεις μόνο εφόσον ξεκαθαρίσει η βάση. Θεωρούσα και θεωρώ αυτονόητο όμως, ότι όλοι εννοούσαμε η βάση αυτή να είναι μια καλή βάση. Η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση δεν διαθέτει αυτό το ποιοτικό χαρακτηριστικό. Αντίθετα, συρράβοντας σκόρπιες διατάξεις του Σχεδίου Αννάν, διέπεται από τη φιλοσοφία του και αναπαράγει τις βασικές παραμέτρους του, στον τομέα κυρίως της Διακυβέρνησης.  Ο κυπριακός Ελληνισμός, όμως, έχει αποφανθεί οριστικά και τελεσίδικα επί του Σχεδίου Αννάν και ουδείς νομιμοποιείται να αγνοήσει αυτό το γεγονός. Αυτό άλλωστε περιλαμβάνεται ρητά στην Προγραμματική Συμφωνία σας με το Δημοκρατικό Κόμμα πριν από τις τελευταίες Προεδρικές Εκλογές.
 
Πιστεύω επίσης πως η υιοθέτηση και ανακοίνωση αυτής της Κοινής Δήλωσης, σε αυτή την χρονική συγκυρία, θα δημιουργήσει μια εν πολλοίς τεχνητή ευφορία ότι περίπου το Κυπριακό βρίσκεται στην τελική ευθεία λύσης του. Αυτό ενδέχεται να οδηγήσει το ελάχιστον σε επιβράδυνση και το χειρότερο σε αναστολή, αν όχι ανατροπή, των σχεδιασμών για την ανάπτυξη των υδρογονανθράκων μας, αφού οι ήδη επενδυτές και οι επίδοξοι επενδυτές θα αισθάνονται πλέον ανασφάλεια να συνεχίσουν τις επενδυτικές, ερευνητικές και αναπτυξιακές δραστηριότητες και σχεδιασμούς τους καθώς δεν θα γνωρίζουν από ποιους και που θα λαμβάνονται οι αποφάσεις που θα τους αφορούν.
 
Εν κατακλείδι, και χωρίς να έχουμε απαριθμήσει παρά μόνο αυτά που θεωρούμε τα πλέον αρνητικά στοιχεία της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης, το Δημοκρατικό Κόμμα εισηγείται και προτείνει να μην την αποδεχθείτε.
 
Όχι τόσο γιατί μια τέτοια αποδοχή ακυρώνει την Προγραμματική Συμφωνία σας με το Δημοκρατικό Κόμμα, αλλά γιατί με το συγκεκριμένο κείμενο η Τουρκική πλευρά πετυχαίνει τις περισσότερες από τις διαχρονικές επιδιώξεις της και μάλιστα πριν καν αρχίσουν διαπραγματεύσεις.
 
Αυτή δε η αποδοχή, ακυρώνει και τη δική σας πρόταση την οποία υποβάλατε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, με την επιστολή σας ημερομηνίας 2 Ιανουαρίου 2014 για «υιοθέτηση μιας ουσιαστικής, απλής και σημαντικά μικρότερης κοινής δήλωσης», χωρίς μάλιστα να έχει μεσολαβήσει κάτι από τότε και χωρίς να έχουμε οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Θα συμφωνείτε και εσείς ότι η μόνη νεότερη εξέλιξη είναι η εντατικοποίηση των τουρκικών προκλήσεων και ενεργειών στην ΑΟΖ της χώρας μας
 
Κύριε Πρόεδρε,
 
Υπάρχει ακόμα χρόνος και περιθώριο αποτροπής μιας εξαιρετικά αρνητικής εξέλιξης.
 
Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν μπορεί να συμφωνήσει με την αποδοχή της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης.
 
Η εγκατάλειψη της συγκεκριμένης Κοινής Δήλωσης θα είναι αμελητέα μπροστά στα ανεξίτηλα σημάδια που θα αφήσει ενδεχόμενη αποδοχή της στο παρόν και το μέλλον της Κυπριακής Δημοκρατίας και του Κυπριακού Ελληνισμού
 
Με εκτίμηση
 
Νικόλας Παπαδόπουλος
 
Πρόεδρος Δημοκρατικού Κόμματος

Η απάντηση του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη
 
 ΛΕΥΚΩΣΙΑ  10 ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2014  
 
 Κύριο Νικόλα Παπαδόπουλο
 Πρόεδρο Δημοκρατικού Κόμματος
 Λευκωσία
 
 Φίλε κ. Πρόεδρε,
 
 Διάβασα με ιδιαίτερη προσοχή το περιεχόμενο της επιστολής σας με ημερομηνία 6 Φεβρουαρίου 2014, και εις απάντηση θα ήθελα να επισημάνω τα ακόλουθα:
 
 Σέβομαι απόλυτα το δικαίωμα σας να διαφωνείτε με πολιτικές επιλογές, ακόμα και αν η διάσταση απόψεων οφείλεται σε ερμηνείες υπαρκτών ή και κατ’ επιλογή αποσπασματικών αναφορών σε ένα έγγραφο.
 
 Εκείνο που με λυπεί είναι η καθολική παρερμηνεία σαφέστατων διατυπώσεων, με αποτέλεσμα να οδηγήστε σε εσφαλμένα συμπεράσματα, αλλά και σε ανεπιθύμητες για την πατρίδα, την κυβέρνηση και το λαό μας αποφάσεις.
 
 Θα ήμουν όμως άδικος τόσον προς εσάς όσον και προς τον κυπριακό λαό αν παρέμενα σε γενικόλογες αναφορές, χωρίς να παραθέσω τεκμηριωμένες απαντήσεις, στα όσα προβάλλετε.
 
 Απαντήσεις που δεν απηχούν μόνο τις δικές μου απόψεις αλλά εκφράζουν στη συντριπτική τους πλειοψηφία και τις θέσεις των έγκριτων νομικών που, καθ’ υπόδειξη των κοινοβουλευτικών κομμάτων, αποτελούν το συμβουλευτικό, προς εμέ και το διαπραγματευτή, σώμα.
 
 Θέσεις ακόμα που υιοθετούν δύο των εγκυροτέρων νομικών οίκων, τις υπηρεσίες των οποίων επιστράτευσαν και οι προηγούμενοι Πρόεδροι της Κυπριακής Δημοκρατίας.
  
 Πιο συγκεκριμένα θα ήθελα να παρατηρήσω τα ακόλουθα εις όσα δημοσίως αλλά και στην επιστολή σας προτάσσετε.
 
 1. Διασφάλιση ισχυρού πλαισίου διαπραγμάτευσης
 
 Το πρώτο που επικαλείστε ως «κακό και ασύμφορο» όσον αφορά την Κοινή Δήλωση είναι πως η «Δήλωση καταπιάνεται ουσιαστικά με μόνο μια πτυχή … και συγκεκριμένα με το Κεφάλαιο της Διακυβέρνησης».
 
 Σας διαφεύγουν δυστυχώς τα ακόλουθα, ορισμένα των οποίων για πρώτη φορά περιέχονται σε Κοινό Ανακοινωθέν:
 
 (α) Πως η υπάρχουσα κατάσταση (status quo) είναι απαράδεκτη, δηλαδή μεταξύ άλλων, η παρουσία κατοχικών στρατευμάτων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, ο συνεχιζόμενος εποικισμός, η καταστροφή της θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομίας, το ξεπούλημα των Ε/Κ περιουσιών, η αναβάθμιση του ψευδοκράτους, η παγίωση εν τη ουσία των τετελεσμένων της εισβολής (Παράγραφος 1).
 
 (β)Ότι η λύση θα βασίζεται και θα σέβεται τις δημοκρατικές αρχές, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες και θα διασφαλίζει το κοινό μέλλον σε μια Ενωμένη Κύπρο μέσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Παράγραφο 1).
 
 (γ)Πως οι αρχές και αξίες επί των οποίων εδράζεται η Ε.Ε. θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές εις όλη την επικράτεια της Δημοκρατίας (Παράγραφος 4).
 
 (δ)Το εξ’ ίσου σημαντικό, για να μην πω το σημαντικότερο, πως η Ενωμένη Κύπρος, ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της  Ευρωπαϊκής Ένωσης, θα έχει μια και μόνη διεθνή νομική  προσωπικότητα, μια και μόνη κυριαρχία, μια και μόνη υπηκοότητα, (Παράγραφος 3).
 
 Λεπτομερέστερες όμως αναφορές για τις όποιες επιφυλάξεις έχετε επί τούτων θα κάμω στη συνέχεια.
 
 (ε)Σας διαφεύγει ακόμα πως δεν γίνονται αποδεκτά τα όποια ασφυκτικά ή άλλως πως χρονοδιαγράμματα (Παράγραφος 2).
 
 (στ)Πως υιοθετείται η αρχή πως τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο αν δεν συμφωνηθούν τα πάντα (Παράγραφος 5).
 
 (ζ)Πως αποκλείεται η όποια μορφή επιδιαιτησίας και πως μόνο μια συμφωνία που θα βασίζεται στην ελεύθερη βούληση των μερών θα παραπεμφθεί σε δημοψηφίσματα (Παράγραφος 6).
 
 (η)Πως η ένωση του όλου ή του μέρους με την όποια χώρα ή η όποια μορφή διαίρεσης ή απόσχισης ή η οποιαδήποτε άλλη μονομερής  ενέργεια αλλαγής του καθεστώτος ρητά απαγορεύεται.  (Παράγραφος 4).
 
 (θ)Πως ο υπέρτατος νόμος του Κράτους είναι το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα που θα δεσμεύει το σύνολο των οργάνων της Ομοσπονδίας αλλά και των συνιστωσών πολιτειών.  (Παράγραφος 4).
 
 (ι)Σας διαφεύγει ακόμα πως οι όποιες εξουσίες θα εκχωρηθούν στην κεντρική κυβέρνηση και όσες απομείνουν (residual powers) στις συνιστώσες πολιτείες, δυνάμει του συντάγματος και μόνον, και αφού προηγουμένως συμφωνηθούν εκείνες της Ομοσπόνδου Κυβερνήσεως. (Παράγραφος 3).
 
 (κ)Πως οι Συνιστώσες Πολιτείες δεν είναι προϋπάρχον δικαίωμα υφισταμένων ή αναγνωριζομένων «κυριάρχων» κρατών αλλά πρόνοια   εκχωρουμένη εκ του Συντάγματος για τα συστατικά μέρη της Ομοσπονδίας (Παράγραφος 4).
 
 (λ)Πως οι όποιες διαφορές μεταξύ Ομόσπονδου κράτους και Πολιτειών ή Πολιτειών μεταξύ τους θα επιλύονται από το Ομόσπονδο Συνταγματικό Δικαστήριο, η σύνθεση του οποίου θα αποφασισθεί κατά τη διάρκεια του διαλόγου.  (Παράγραφος 3).
 
 (μ)Σας διαφεύγει ακόμα πως ο αλληλοσεβασμός στη διαφύλαξη της εθνικής ταυτότητας και οντότητας των κατοίκων της Κύπρου προστατεύει και την πλειοψηφία των κυπρίων πολιτών που είναι κατά βάση οι Ελληνοκύπριοι.  (Παράγραφος 1).
 
 (ν)Σας διαφεύγει ακόμη πως η συζήτηση των διαφόρων ουσιωδών πτυχών θα γίνεται αλληλένδετα και συνεπώς δεν θα περιορίζεται στη συζήτηση ενός και μόνο κεφαλαίου και μάλιστα εκείνου που θα επιλέγει, τάχα, η Τ/Κ πλευρά.
 
 (ξ)Τέλος, και το πιο σημαντικό, παραγνωρίζετε ότι το Κοινό Ανακοινωθέν δεν αποτελεί τη λύση του Κυπριακού Προβλήματος αλλά τις βασικές αρχές και παραμέτρους μέσα στις οποίες θα αναζητηθεί η τελική λύση η οποία και θα τεθεί ενώπιον του κυριάρχου λαού ο οποίος και θα αποφανθεί τελεσίδικα δια δημοψηφισμάτων.
 
 2. Ούτε Σχέδιο ΑΝΑΝ, ούτε «Έγγραφο Ντάουνερ»
 
 Επικαλείσθε πως η αναφορά στο Κοινό Ανακοινωθέν ότι «όλα τα άλυτα θέματα που άπτονται ουσιωδών πτυχών του κυπριακού θα τεθούν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων…» δίδει το δικαίωμα στην άλλη πλευρά να επικαλείται  το σχέδιο Ανάν ή το «Έγγραφο Ντάουνερ», και     να αρνείται τον διάλογο σε θέματα που ενδιαφέρουν την Ε/Κ πλευρά.
 
 Με εκπλήττει ειλικρινά η από εσάς αναγνώριση του αποκλειστικού δικαιώματος στην Τουρκική πλευρά να παραπέμπει σε πρόνοιες ενός σχεδίου  που έχει απορριφθεί από το 76% του κυπριακού ελληνισμού ή σε ένα έγγραφο αναφοράς για τα πεπραγμένα μεταξύ του 2008 – 2012 το οποίο δεν αποδέχεται ούτε ο ίδιος ο κ. Έρογλου πολύ δε περισσότερο η δική μας πλευρά.
 
 Παραλείπετε δυστυχώς να αναγνωρίσετε πως η εν λόγω πρόνοια δίδει πρώτιστα το δικαίωμα σε εμάς να εγείρουμε θέματα που θεωρούνται απαράδεκτα για την Ε/Κ κοινότητα ή να αποκλείσουμε την συζήτηση άλλων θεμάτων που θεωρούμε πως έχουν συμφωνηθεί, όπως για παράδειγμα τα τρία singles.
 
 3. Καμία εκχώρηση δικαιωμάτων πριν την τελική λύση
 
 Εκείνο όμως που με εκπλήττει είναι η εν συνεχεία αναφορά σας πως «η συγκεκριμένη Κοινή Δήλωση, δίδει στους Τ/Κ την δυνατότητα από τώρα και ανεξαρτήτως της έκβασης των διαπραγματεύσεων, να ισχυρίζονται ότι οι Ε/Κ και Ελληνική πλευρά έχουν αποδεχθεί ότι οι Τ/Κ έχουν όλα τα δικαιώματα ενός λαού περιλαμβανομένου και του δικαιώματος να έχουν κράτος!»
 
 Προς ενίσχυση του ισχυρισμού σας επικαλείστε:
 
 (i)Ότι η κυριαρχία «εκπηγάζει εξίσου από Ε/Κ και Τ/Κ».
 
 (ii)«… η λύση θα εγκριθεί σε δημοψηφίσματα στα οποία θα ψηφίζουν χωριστά οι «Τ/Κ» και «Ε/Κ».
 
 (iii)«… ότι οι «Ε/Κ» και «Τ/Κ» θα έχουν το δικό τους «συνιστών κράτος» και θα έχουν τη δική τους ιθαγένεια, έστω κι αν χαρακτηρίζεται  εσωτερική» και
 
 (iν)Επιπλέον, όπως αναφέρετε, «συμφωνείται… ότι το κατάλοιπο της εξουσίας θα ανήκει στα «συνιστώντα κράτη» (χωρίς να έχει  συμφωνηθεί τι απομένει για την δήθεν Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση».
 
 Προς ανασκευή των όσων προβάλλετε θα ήθελα να σας επισημάνω τα ακόλουθα:
 
 (α)Το ότι η κυριαρχία εκπηγάζει εξίσου από τους Ε/Κ και Τ/Κ και όχι από τις δύο κοινότητες, όπως είχαμε αποδεχτεί στο παρελθόν, θα πρέπει να θεωρείται επίτευγμα αφού παραπέμπει στα συστατικά στοιχεία που αποτελούν τον κυπριακό λαό και όχι στις κοινότητες όπως αυτές αναγνωρίζονται και από το Σύνταγμα του 1960.
 
 Ως εκ τούτου καμία κυριαρχία δεν εκχωρείται χωριστά σε πολίτες που αποτελούν το λαό ενός κράτους.
 
 (β)Προς ενίσχυση όμως του επιχειρήματος σας προβάλλετε και το γεγονός πως η λύση θα εγκριθεί σε δημοψηφίσματα που θα ψηφίσουν χωριστά οι Τ/Κ και Ε/Κ.
 
 Το πρώτον που θα ήθελα να επισημάνω είναι πως και μόνο η αναφορά σας πως η λύση θα εγκριθεί με δημοψηφίσματα αναιρεί τα όσα περί των δικαιωμάτων που αποκτούν οι Τ/Κ ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών.
 
 Δεύτερον, όπως καλά γνωρίζετε, το Σύνταγμα του 1960 όχι μόνον αναγνώριζε την Τ/Κ κοινότητα ως οντότητα άλλα προέβλεπε και τους ξεχωριστούς εκλογικούς καταλόγους, τις ξεχωριστές ψηφοφορίες αλλά    και σωρείαν άλλων δικαιωμάτων, όπως η αναλογική συμμετοχή σε όλα τα θεσμικά όργανα του κράτους μη εξαιρουμένου του δικαιώματος veto σε ορισμένα των θεμάτων.
 
 Τρίτον δεν είναι η υπό έγκριση Κοινή Δήλωση που προβλέπει για πρώτη φορά τα ξεχωριστά δημοψηφίσματα. Τούτο όπως, καλά ενθυμείστε επεσυνέβη το 2004 για το Σχέδιο ΑΝΑΝ, όταν Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν ο αείμνηστος Τάσσος        Παπαδόπουλος.
 
 Συνεπώς, αν τότε δεν είχαν ή δεν απέκτησαν κυριαρχικά δικαιώματα όταν μάλιστα οι πρόνοιες του Σχεδίου προέβλεπαν ότι η κυριαρχία εκπηγάζει από τις δύο κοινότητες πολύ περισσότερο σήμερα που η κυριαρχία εκπηγάζει από τα συστατικά στοιχεία ενός λαού.
 
 (γ)Στη συνέχεια αναφέρετε σαν ένα πρόσθετο στοιχείο πως Ε/Κ και Τ/Κ θα έχουν το δικό τους «συνιστών κράτος» και θα έχουν την δική τους ιθαγένεια.
 
 Σε απάντηση θέλω να παρατηρήσω πως τα «συνιστώντα κρατίδια» δεν είναι εύρημα της παρούσας Κοινής Δήλωσης, αλλά όρος που έγινε αποδεκτός στο απώτερο παρελθόν και έτυχε χρήσεως και από τον αείμνηστο Τάσσο Παπαδόπουλο στις άτυπες προτάσεις στις 16/5/05 που υπέβαλε στον τότε Βοηθό Γ.Γ. του ΟΗΕ κ. Πρέντερκαστ.  (Αντίγραφο του εγγράφου σας έχει δοθεί).
 
 Εκείνο που αποτελεί μια σημαντική βελτίωση στα όσα μέχρι πρόσφατα ίσχυαν είναι ότι στην Κοινή Δήλωση γίνεται σαφέστατη αναφορά πως οι συνιστώσες πολιτείες δεν προϋπάρχουν, ώστε να θεωρούνται ιδρυτικά του Ομοσπόνδου Κράτους, αλλά έλκουν την προέλευση τους από τις πρόνοιες του Ομοσπονδιακού Συντάγματος που προβλέπει πως «η Ενωμένη Κυπριακή Ομοσπονδία θα αποτελείται από δύο συνιστώσες πολιτείες ίσου καθεστώτος».
 
 Όσον αφορά τα περί «εσωτερικής ιθαγένειας» και τους εξ’ αυτής κινδύνους κάνω εκτενή αναφορά στα όσα ακολουθούν.
 
 (δ)Ένα άλλο των επιχειρημάτων σας είναι πως δια της Κοινής Δήλωσης παραχωρείται το κατάλοιπο της εξουσίας στα «συνιστώντα κρατίδια» χωρίς μάλιστα, όπως τονίζεται, να έχει συμφωνηθεί τι απομένει για την δήθεν Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση.
 
 Με όλο τον σεβασμό θα ήθελα να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
 
 Η στην καθομιλουμένη μετάφραση της λέξεως «κατάλοιπο» δεν υπονοεί παρά αυτό «που απομένει».
 
 Με βάση την Κοινή Δήλωση, οι εξουσίες της Ομοσπονδιακής Κυβέρνησης εκχωρούνται εκ του Συντάγματος και αφού συμφωνηθούν, το ότι απομένει, «το κατάλοιπο» δηλαδή, προβλέπεται ότι θα ασκείται από τις συνιστώσες πολιτείες σύμφωνα με πρόνοια και πάλι του Ομοσπονδιακού Συντάγματος.
 
 Συνεπώς εκείνο που προηγείται είναι η συμφωνία στο ποιες και πόσες εξουσίες θα ασκεί η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση με βάση όχι μόνο τα δικαιώματά της που προκύπτουν από τη μια και μόνη διεθνή προσωπικότητα τη μια και μόνη κυριαρχία, τη μια και μόνη ιθαγένεια, αλλά και όσα άλλα αφορούν την ενότητα του κράτους, την οικονομία κ.λ.π.
 
 Το «κατάλοιπο», που κατά κανόνα στα ομοσπονδιακά κράτη ανήκει στις ομόσπονδες πολιτείες, αφορά θέματα εσωτερικών αρμοδιοτήτων και συνεπώς θεωρώ ως υπερβολική ή αδικαιολόγητη την ανησυχία που εκφράζετε.
 
 (ε)Καταληκτικά, το επιχείρημα σας πως οι Τ/Κ έχουν τη  δυνατότητα να ισχυριστούν, ανεξαρτήτως μάλιστα της έκβασης των συνομιλιών, πως έχουν τα δικαιώματα ενός λαού περιλαμβανομένου και του δικαιώματος να έχουν κράτος έρχεται σε πλήρη και κάθετη αντίθεση με την ρητή πρόνοια της Κοινής Δήλωσης η οποία σαφέστατα απαγορεύει την ένωση του όλου ή του μέρους με όποιο άλλο κράτος ή την όποια μορφή διαίρεσης ή απόσχισης ή την όποια άλλη μονομερή ενέργεια προς αλλαγή του καθεστώτος.
 
 Πέραν όμως των ρητών αναφορών, αν ίσχυαν ποτέ τα όσα προβάλλετε, τότε το παράνομο «κράτος» των Τ/Κ θα αναγνωρίζετο το 2004 με το σχέδιο ΑΝΑΝ έστω και αν απερρίφθη από τους Ε/Κ ή ακόμα και αργότερα με την Συμφωνία της 8ης Ιουλίου του 2006 όπου ρητά αναφέρεται σε δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα.
 
 4. Ξεκάθαρα τα τρία singles
 
 Στην ίδια επιστολή και για να ενισχύσετε την άποψη σας πως έγιναν απαράδεκτες υποχωρήσεις ακόμα και στις τρεις βασικές αρχές που πρέπει να διακρίνουν ένα κράτος, δηλαδή Διεθνής Προσωπικότητα, Κυριαρχία και Ιθαγένεια αναφέρετε και τα ακόλουθα:
 
 A. Μία και μόνη η διεθνής νομική Προσωπικότητα
 
 «Οι υποχωρήσεις όμως που έγιναν για να υπάρχει ονομαστική αναφορά στις τρεις πιο πάνω αρχές εξουδετερώνουν τις ίδιες τις αρχές».
 
 Πιο συγκεκριμένα, συνεχίζετε:
 
 Η «ενιαία διεθνής προσωπικότητα» που ούτως ή άλλως είναι χαρακτηριστικό και της συνομοσπονδίας υπονομεύεται από το καθεστώς που αναγνωρίζεται και τις εξουσίες που δίδονται στα «συνιστώντα κράτη».
 
 Στα ως άνω σας επισημαίνω τα ακόλουθα:
 
 (α) Η ακριβής διατύπωση στο κείμενο της Κοινής Δήλωσης αναφέρει πως: «Η Ενωμένη Κύπρος ως μέλος του Ο.Η.Ε. και της Ε.Ε. θα έχει μια και μόνη διεθνή νομική προσωπικότητα…….».  (Παράγραφος 3).
 
 Συνεπώς ο ισχυρισμός σας πως και οι Συνομοσπονδίες απολαμβάνουν του ιδίου καθεστώτος δεν ευσταθεί γιατί τα ιδρυτικά, διεθνώς αναγνωρισμένα κράτη, που συναποτελούν την Συνομοσπονδία δεν παύουν να έχουν το δικαίωμα διεθνούς εκπροσώπησης.
 
 Το παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης το οποίο παρουσιάζει  χαρακτηριστικά Συνομοσπονδίας – δεν γνωρίζω να υπάρχει σήμερα ή να έχει διαπιστευθεί πρόσφατα στον Ο.Η.Ε. το όποιο καθεστώς Συνομοσπονδίας- είναι αρκούντως διαφωτιστικό ώστε να μην επιτρέπει να διατηρείτε τις εκφραζόμενες ανησυχίες σας.
 
 (β) Θεωρείτε ότι η αρχή «της μιας και μόνης διεθνούς νομικής προσωπικότητας» υπονομεύεται από το «καθεστώς» και τις «εξουσίες» που δίδονται στα συνιστώντα κρατίδια.
 
 Κατ’ αρχήν θα ήθελα να σας επαναλάβω πως στην Κοινή Δήλωση πουθενά δεν αναφέρεται ούτε βεβαίως και αναγνωρίζεται πως στις συνομιλίες προσέρχονται δυο κυρίαρχα κράτη τα οποία θα αποτελούν και τα ιδρυτικά μέρη της Ομοσπόνδου Κυπριακής Δημοκρατίας.          Αντίθετα στο Κοινό Ανακοινωθέν αναφέρεται πως οι συνομιλίες διεξάγονται μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
 
Όπως έχω αναφέρει ανωτέρω οι συνιστώσες πολιτείες δεν προϋπάρχουν αλλά εκπηγάζουν εκ του  Ομοσπονδιακού Συντάγματος όπως ρητά αναφέρεται στην Κοινή Δήλωση που ρητά προβλέπει πως:
 
 «Το Ομόσπονδο σύνταγμα θα προβλέπει ότι η Ενωμένη Ομοσπονδιακή Κύπρος θα αποτελείται από δυο συνιστώσες πολιτείες…».
 
 Συνεπώς το καθεστώς που το Σύνταγμα εκχωρεί στις συνιστώντες πολιτείες ανταποκρίνεται πλήρως στη συμφωνία πως η λύση θα είναι η  μετεξέλιξη της ενιαίας Κυπριακής Πολιτείας σε ένα δικοινοτικό, διζωνικό Ομόσπονδο κράτος.  (Ίδε Συμφωνία 8/7/06).
 
 (γ) Ορθώς στην επιστολή σας αναφέρεστε στον όρο «σε εξουσίες» που έχουν εκχωρηθεί στις συνιστώσες πολιτείες».
 
 Και τούτο γιατί άλλο εξουσίες ή αρμοδιότητες και άλλο κυριαρχία.
 
 Σε ποια ομοσπονδιακά συστήματα οι συνιστώσες πολιτείες στερούνται εξουσιών ή αρμοδιοτήτων;
 
Εξάλλου και στην Κοινή Δήλωση αυτό που αναφέρεται είναι πως οι εξουσίες της Ομοσπόνδου Κυβερνήσεως εκπηγάζουν και καθορίζονται στο Σύνταγμα ενώ το κατάλοιπο θα προβλέπεται από το Σύνταγμα ως ανήκον στις συνιστώσες πολιτείες.
 
 Αυτό που εξουδετερώνει τις ανησυχίες σας είναι πως το Ομόσπονδο    κράτος πέραν της μιας και μόνης διεθνούς νομικής προσωπικότητας θα      έχει και μια και μόνη κυριαρχία και συνεπώς η προς τα έξω  εκπροσώπηση του, διεθνείς οργανισμούς, Ευρωπαϊκή Ένωση, διεθνείς συμβάσεις κ.λ.π. θα ασκούνται αποκλειστικά από την Ομόσπονδο  κυβέρνηση και όχι από τις περιφερειακές κυβερνήσεις των συνιστωσών  πολιτειών.
 
 Συνεπώς η μια και μόνη διεθνής νομική προσωπικότητα αποδίδεται μόνο στο Ομόσπονδο κράτος και όχι στις συνιστώσες πολιτείες.
 
 Β. Μια και μόνη Κυριαρχία
 
 Προκειμένου να καταδείξετε το «απαράδεκτον» της Κοινής Δήλωσης επικαλείσθε πως η πρόνοια για μια και μόνη κυριαρχία αναφέρεται  στην εξωτερική κυριαρχία του κράτους και πως η αναφορά ότι αυτή «εκπηγάζει εξίσου από Ε/Κ και Τ/Κ» την διαιρεί δίδοντας δικαίωμα «αυτοδιάθεσης στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα».
 
 Πέραν των όσων έχω προαναφέρει για την πρόνοια πως η μια και μόνη κυριαρχία του Κράτους και όχι των συνιστώντων κρατιδίων, εκπηγάζει εξίσου από τους Ε/Κ και Τ/Κ, θα πρόσθετα και τα ακόλουθα:
 
 (α) Με βάση τις παραγράφους 2 και 4 του Κοινού Ανακοινωθέντος, η  όποια συμφωνία θα τεθεί προς έγκριση ταυτόχρονα σε ξεχωριστά  δημοψηφίσματα.
 
 Τούτο είναι απόρροια της αποδοχής πως η μορφή λύσης «θα είναι η δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία κ.λ.π.» και έτυχε εφαρμογής και κατά το δημοψήφισμα του 2004.
 
 Συνεπώς οι πρόνοιες για ξεχωριστά δημοψηφίσματα θα μπορούσαν να εκληφθούν, με βάση το συλλογισμό σας, ότι εκχωρούν κυριαρχικά ή αυτονομιστικά δικαιώματα στην κάθε κοινότητα γεγονός βεβαίως που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα αφού τα εκχωρούμενα δικαιώματα δεν είναι ιδρυτικά αλλά συντακτικά.
 
 Το κράτος υπάρχει δεν θα ιδρυθεί. Εκείνο που θα συμβεί είναι η μετεξέλιξη του σε Ομόσπονδο και ως εκ τούτου το δικαίωμα που δίδεται στις δυο κοινότητες δεν είναι κυριαρχικό ή ιδρυτικό αλλά όπως προαναφέρω συντακτικό.
 
 (β) Η αναφορά σας, αλλά και άλλων, πως με τον ορισμό «πως η κυριαρχία εκπηγάζει εξίσου από Ε/Κ και Τ/Κ» τη διαιρεί ή τη διαχωρίζει σε εξωτερική και εσωτερική δεν αποτελεί παρά την αθέλητη σύγχυση μεταξύ κυριαρχίας και εξουσιών ή αρμοδιοτήτων που υποχρεωτικά εκ  του Συντάγματος κατανέμονται στο Ομόσπονδο κράτος και τις συνιστώσες πολιτείες.
 
 Προς άρση της συγχύσης αλλά και για να αποτραπούν οι όποιοι ισχυρισμοί περί εσωτερικής κυριαρχίας, στο Κοινό Ανακοινωθέν  αναφέρονται ρητά τα ακόλουθα: «Οι συνιστώσες πολιτείες θα  ενασκούν πλήρως και ανεκλήτως όλες τις εξουσίες, χωρίς παρεμβάσεις από την Ομόσπονδη Κυβέρνηση.  Οι ομοσπονδιακοί νόμοι δεν θα  καταπατούν τις νομοθεσίες των ομοσπόνδων πολιτειών που  εμπίπτουν στις αρμοδιότητες (competences) των συνιστώντων     κρατιδίων και οι νομοθεσίες των εν λόγω πολιτειών δεν θα καταπατούν             ομοσπονδιακούς νόμους που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες (competences) της ομοσπονδιακής κυβέρνησης. Οποιεσδήποτε διαφορές σε σχέση με τα ως άνω θα λύονται από το ομοσπονδιακό Ανώτατο Δικαστήριο.  (Παράγραφος 3).
 
 Να σημειώσω ότι στις διατάξεις του σχεδίου ΑΝΑΝ προβλέπετο πως οι πολιτείες θα ασκούσαν τις εν λόγω αρμοδιότητες κυριαρχικά (sovereignly), ενώ η αξίωση των Τ/Κ να συμπεριληφθεί στο Κοινό  Ανακοινωθέν ότι ουδεμία των συνιστωσών πολιτειών θα ενασκεί              κυριαρχικά δικαιώματα επί της άλλης διεγράφη ακριβώς για να αποφευχθούν οι όποιοι συνειρμοί περί εσωτερικής κυριαρχίας.
 
 (γ) Να σημειώσω ακόμα πως τα τρία singles θα περιλαμβάνονται στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα, το οποίο σύμφωνα με τις πρόνοιες του    Κοινού Ανακοινωθέντος:  «…θα αποτελεί τον υπέρτατο νόμο  της χώρας και θα δεσμεύει όλες τις Αρχές της Ομοσπονδίας και   των συνιστώσων πολιτειών».
 
 (δ) Τέλος, και προς άρση των ανησυχιών σας περί δήθεν αποκτήσεως του  δικαιώματος αυτοδιάθεσης σας παραπέμπω στα όσα έχω προαναφέρει αλλά και στις διατάξεις του Κοινού Ανακοινωθέντος  (Παράγραφος 4) όπου ρητά απαγορεύεται η ένωση, απόσχιση, διχοτόμηση ή οποιαδήποτε άλλη μονομερής ενέργεια προς αλλαγή στη  δομή του κράτους.
 
 Γ. Μία και μόνη η Ιθαγένεια του Κράτους
 
 Οι ανησυχίες όμως εστιάζονται και στα θέματα της μιας και  μόνης ιθαγένειας και στους κινδύνους που προκύπτουν, όπως προβάλλετε, από την πρόνοια για σεβασμό της «διακριτής ταυτότητας και ακεραιότητας» Ε/Κ και Τ/Κ, με την πρόθεση «νομιμοποίησης της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκε με την εισβολή και κατοχή».
 
 Σε απάντηση θα ήθελα να παρατηρήσω τα ακόλουθα:
 
 (α) Σύμφωνα με το λεκτικό του Κοινού Ανακοινωθέντος «θα υπάρχει μια και μόνη κυπριακή ιθαγένεια, που θα ρυθμίζεται από την ομοσπονδιακή νομοθεσία.  Όλοι οι πολίτες της Ενωμένης Κύπρου θα είναι και πολίτες, είτε της Ε/Κ συνιστώσας πολιτείας είτε της Τ/Κ          συνιστώσας πολιτείας. Αυτή η ιδιότητα (status), που είναι βασικό χαρακτηριστικό των ομοσπονδιακών συστημάτων θα είναι συμπληρωματική και δεν θα υποκαθιστά με οποιονδήποτε τρόπο τη μια και μόνη ιθαγένεια της Ενωμένης Κύπρου».
 
 Εκ των ως άνω είναι σαφές πως ουδείς μπορεί να αποκτήσει «εσωτερική ιθαγένεια» είτε της μίας είτε της άλλης συνιστώσας πολίτειας, εκτός αν είναι πρώτιστα πολίτης της Ενωμένης Κύπρου σύμφωνα με ομοσπονδιακό νόμο.
 
 Η εν λόγω πρόνοια παραπέμπει στο ισχύον Σύνταγμα της Κυπριακής    Δημοκρατίας σύμφωνα με το οποίο ουδείς μπορεί να γίνει μέλος της Ελληνικής είτε της Τουρκικής, κατά το Σύνταγμα, κοινότητας, εκτός αν  είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
 
 Είναι πασιφανές πως η αναφορά σε «εσωτερική ιθαγένεια» γίνεται για  να προστατευθεί το δικαίωμα πολιτικής ισότητας των δύο συνιστωσών  πολιτειών αφού η συμφωνία για λύση προβλέπει πως η μετεξέλιξη του  σημερινού ενιαίου κράτους θα οδηγήσει σε μια              δικοινοτική, διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα των δύο συνιστώσων πολιτειών.
 
 (β) Η άποψη σας για τους κινδύνους νομιμοποίησης της εθνοκάθαρσης δεν με βρίσκει σύμφωνο, αντιθέτως, κατά την άποψή μου, συνηγορεί και ενισχύει τον αγώνα μας για διασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής και ελεύθερης εγκατάστασης των προσφύγων μας αφού η  επανεγκατάσταση τους δεν θα προκαλεί κινδύνους για αλλοίωση του δικαιώματος πολιτικής ισότητας των δύο συνιστώσων πολιτειών.
 
 Είναι προφανές, έστω και οδυνηρό, πως το δικαίωμα ψήφου για την    Άνω Βουλή ή τη Γερουσία, όπου διασφαλίζεται η πολιτική ισότητα, θα ενασκείται όχι με βάση τον τόπο κατοικίας αλλά την ιδιότητα του πολίτη της καθεμιάς των συνιστωσών πολιτειών.
 
 Κατ’ αυτόν τον τρόπο Ε/Κ ή Τ/Κ ανεξάρτητα του τόπου διαμονής δεν θα παρεμβαίνουν δια της ψήφου τους προς αλλοίωση της πολιτικής ισότητας όπως έχει συμφωνηθεί στις κατά καιρούς συνόδους κορυφής των ηγετών των δύο κοινοτήτων.
 
 Θέλω να πιστεύω πως με τα όσα παρατίθενται, ικανοποιούνται ή κάμπτονται οι ανησυχίες σας ώστε να μας επιτραπεί να έχουμε ένα νηφάλιο διάλογο, μακριά από προκαταλήψεις.
 
 Ε. Μετεξέλιξη Κυπριακής Δημοκρατίας
 
 Στα μεταξύ των άλλων επιχειρημάτων σας για τα απαράδεκτα του Κοινού Ανακοινωθέντος κάμνετε αρνητική μνεία και για τη μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας, υιοθετώντας, χωρίς να υπάρχουν τα όποια ερείσματα, την Τουρκική θέση πως η «ενωμένη Κύπρος θα είναι το αποτέλεσμα της ένωσης δύο προϋπαρχόντων κρατών υπό μία στέγη, κάτι που παραπέμπει σαφώς, όπως ισχυρίζεστε, σε «παρθενογένεση» και όχι σε μετεξέλιξη.
 
 Δεν θα επαναλάβω τα όσα σε έκταση ανέπτυξα σε προηγούμενες αναφορές και στις ρητές πρόνοιες του Κοινού Ανακοινωθέντος που πουθενά δεν κάμνουν έστω και την παραμικρή μνεία για προϋπάρχοντα ή ιδρυτικά ή συνιδρυτικά κράτη. Αντίθετα η μόνη αναφορά είναι η παραπομπή στο ομόσπονδο Σύνταγμα με ρητή πρόνοια που προβλέπει ότι το κράτος θα αποτελείται από δύο συνιστώσες     πολιτείες.  (Παράγραφο 4).
 
 Επί πλέον των ως άνω θα πρόσθετα και τα ακόλουθα:
 
 (α) Όπως καλά γνωρίζετε η Συνθήκη Προσχώρησης στην Ε.Ε. προβλέπει πως η ένταξη καλύπτει το σύνολο του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας με αναστολή εφαρμογής του κεκτημένου, στη μη ελεγχόμενη από την Κυβέρνηση περιοχή, αναγνωρίζοντας σαφέστατα το παράνομο του κατοχικού καθεστώτος.
 
 (β) Στο Κοινό Ανακοινωθέν αναφέρεται επί λέξει πως: «Η Ενωμένη  Κύπρος ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα…».  (Παράγραφος 3) ενώ στην πρώτη παράγραφο προνοεί πως: «…διασφαλίζοντας το κοινό τους μέλλον σε μια Ενωμένη Κύπρο εντός της Ε.Ε.».
 
 Στην παράγραφο 4, εξάλλου, καταγράφεται πως: «Η δικοινοτική, διζωνική φύση της Ομοσπονδίας και οι αρχές πάνω στις οποίες εδράζεται η Ε.Ε. θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές σε ολόκληρη την χώρα».
 
 Εκ των ως άνω γίνεται σαφές πως όχι μόνον δεν γίνεται δεκτή η παρθενογένεση αλλ’ αντιθέτως διασφαλίζεται η συνέχεια της Κυπριακής Δημοκρατίας στην μετεξελιγμένη μορφή της νέας κατάστασης πραγμάτων δηλαδή της Ομοσπονδιακής δομής.
 
 Αν το αντίθετο συνέβαινε θα απαιτείτο νέα αίτηση για να καταστεί η χώρα μέλος του Ο.Η.Ε. αλλά και νέα αίτηση και επίπονες διαπραγματεύσεις για να ενταχθεί στην Ε.Ε. κάτι ανάλογο ούτε προβλέπεται ούτε απαιτείται, αντίθετα με την φράση «η Ενωμένη Κύπρος ως μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης» αποτρέπονται οι όποιες ανησυχίες.
 
 Φίλε κ. Πρόεδρε, όπως ανέφερα και στην αρχή της επιστολής μου η επίπονη προετοιμασία του Κοινού Ανακοινωθέντος και η αποφυγή απαράδεκτων αξιώσεων της άλλης πλευράς έγινε κατορθωτή και με τη βοήθεια των εγκρίτων νομικών που μου εισηγήθηκαν τα κοινοβουλευτικά κόμματα.
 
 Προς επαλήθευση του άψογου έργου που επιτέλεσαν σας εσωκλείω δύο γνωματεύσεις των κ.κ. James Crawford AC, SC και των κ. Vaughan Lowe QC και Amy Sawden ημερομηνίας 7/2/14.
 
 Αγαπητέ μου Νικόλα,
 
 Θεωρώ πως οι αναφορές σας σε πρόνοιες του Σχεδίου ΑΝΑΝ είναι ατυχείς και ουδόλως ανταποκρίνονται στο περιεχόμενο του Κοινού Ανακοινωθέντος.
 
 Όπως κατ’ επανάληψη έχω τονίσει τόσο δημόσια όσο και προς εσάς είμαι κάθετα αντίθετος, με την όποια μορφή διχοτόμησης της πατρίδας μας και τους κινδύνους που θα διατρέξει ο κυπριακός ελληνισμός από μια ανάλογη εξέλιξη.  Για τούτο και ουδέποτε θα αποδεχόμουν την επαναφορά του σχεδίου ΑΝΑΝ ή του ιδίου με διακοσμητικές αλλαγές, και τούτο γιατί το σχέδιο ΑΝΑΝ, έστω και αν ο ίδιος το υποστήριξα, απερρίφθη από το 76% του κυπριακού Ελληνισμού και τυχόν επαναφορά του θα αποτελούσε ασέβεια προς τον λαό και θα οδηγούσε σε μια δεύτερη απόρριψη με άμεση συνέπεια τη διχοτόμηση.
 
 Ούτε και αποδέχομαι, ως διαφαίνεται και εκ των ως άνω, ότι έχω παραβιάσει τα όσα έχουν συμφωνηθεί, με το Δημοκρατικό Κόμμα, στην Προγραμματική Συμφωνία.
 
 Είμαι βέβαιος πως μετά τις διευκρινίσεις που δίδονται, έστω και αν συνεχίσετε να διαφωνείτε, η κατά την γνώμη μου πορεία που θα πρέπει να ακολουθήσουμε είναι η συνένωση δυνάμεων ώστε να αντιμετωπίσουμε τις όσες δυσκολίες μας αναμένουν σε μια επίπονη διαδικασία.
 
 Παραμένω πάντα στη διάθεσή σας όσο και στη διάθεση των συλλογικών οργάνων του Κόμματός σας, αν κρίνετε πως ένας ανάλογος διάλογος θα βοηθούσε στην αλληλοκατανόηση.
 Με φιλικούς χαιρετισμούς,
 Νίκος Αναστασιάδης

 
Η ανταπάντηση του Νικόλα Παπαδόπουλου 
 
Λευκωσία, 18 Φεβρουαρίου 2014 
 
Α.Ε. Πρόεδρο της Δημοκρατίας
Κύριο Νίκο Αναστασιάδη
Προεδρικό Μέγαρο
Λευκωσία 
 
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
 
Έχω λάβει την επιστολή σας, ημερομηνίας 10 Φεβρουαρίου 2014 και σας ευχαριστώ.
 
Παρακάμπτω αναφορές της επιστολής, οι οποίες εκφεύγουν των πλαισίων της πολιτικής αντιπαράθεσης, επιθυμώντας ο μεταξύ μας διάλογος να επικεντρωθεί σε επιχειρήματα και όχι σε στείρες αντιπαραθέσεις.
 
Πριν προχωρήσω στην παράθεση επιχειρημάτων, σημειώνω ότι στην επιστολή σας, όπως και στην εισαγωγική δήλωση της πρόσφατης διάσκεψης τύπου που παραχωρήσατε, ακολουθήσατε την τακτική της αποσπασματικής επίκλησης διατάξεων της Συμφωνίας σας με τον κ. Έρογλου, κάτι που παραπέμπει περισσότερο σε επικοινωνιακή διαχείριση και λιγότερο σε συζήτηση επί της ουσίας.
Παραθέτω λοιπόν ζητήματα που θεωρώ απολύτως ουσιαστικά.
1.      Πλαίσιο διαπραγμάτευσης
·         Στο σημείο (α) του μέρους (1) της επιστολής σας, προβαίνετε σε μια παραπλανητική και αυθαίρετη τοποθέτηση επί της πρώτης πρότασης της Συμφωνίας. Ενώ η Συμφωνία αναφέρει ΜΟΝΟ ότι το «status quo είναι απαράδεκτο και η συνέχισή του θα έχει αρνητικές συνέπειες για τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους» (παρ. 1, γραμμή 1), εσείς προσθέτετε από μόνος σας «δηλαδή μεταξύ άλλων η παρουσία κατοχικών στρατευμάτων, η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και βασικών ελευθεριών, ο συνεχιζόμενος εποικισμός, η καταστροφή της θρησκευτικής και πολιτισμικής μας κληρονομιάς, το ξεπούλημα των Ε/Κ περιουσιών, η αναβάθμιση του ψευδοκράτους, η παγίωση εν τη ουσία των τετελεσμένων της εισβολής». Όλα αυτά όμως, δυστυχώς, ΔΕΝ αναφέρονται στη Συμφωνία. Είναι εύλογο συνεπώς να αναρωτηθεί κανείς «γιατί;», «γιατί όλα αυτά αυτά δεν αναφέρονται στη Συμφωνία;». Σημειώνω επίσης ότι η ίδια η γνωμάτευση Crawford την οποία επικαλείστε, στην παρ. 4 δίνει μια διαφορετική ερμηνεία της πρότασης αυτής. Ο Crawford υποστηρίζει ότι το απαράδεκτο του status quo συνίσταται στο γεγονός ότι οι δύο κοινότητες ενώ δικαιούνται να εκπροσωπούνται στην κυβέρνηση της Κύπρου αυτό δεν γίνεται. Η κοινότητα που δεν εκπροσωπείται στην κυβέρνηση της Κύπρου είναι η τουρκοκυπριακή κοινότητα και άρα, σύμφωνα με τη γνωμάτευση Crawford, η άρση του status quo θα οδηγήσει και στην εκπροσώπηση της κοινότητας αυτής στην κυβέρνηση. Επομένως, η ερμηνεία Crawford δεν υποστηρίζει την ερμηνεία σας. Είμαστε βέβαιοι ότι η τουρκική πλευρά συμφωνεί με την ερμηνεία Crawford και οπωσδήποτε όχι με τη δική σας προσθήκη/ερμηνεία. Άρα επί του απαράδεκτου του status quo υπήρξε συμφωνία μόνο λεκτική και όχι ουσιαστική.
·         Μια σαφώς ελλιπής και αυθαίρετη ερμηνεία της Συμφωνίας γίνεται και στο σημείο (γ) του μέρους (1) της επιστολής σας. Υποστηρίζετε πως στην παρ. 4 της Συμφωνίας αναφέρεται ότι «οι αρχές και αξίες επί των οποίων εδράζεται η ΕΕ θα διασφαλίζονται και θα γίνονται σεβαστές εις όλη την επικράτεια της Δημοκρατίας». Η σχετική πρόνοια όμως της Συμφωνίας στην παρ. 4 δεν είναι αυτή. Στη Συμφωνία αναφέρεται επί λέξη: «The bi-zonal, bi-communal nature of the federation and the principles upon which the EU is founded will be safeguarded and respected throughout the island». Η σύζευξη των δύο, δηλαδή της δικοινοτικής, διζωνικής «φύσης» της ομοσπονδίας και των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δημιουργεί – όπως και στο Σχέδιο Ανάν – μια δυναμική επικράτησης της διζωνικότητας-δικοινοτικότητας σε βάρος των θεμελιωδών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό το γνωρίζουμε άλλωστε από προηγούμενες διαπραγματεύσεις όπως επίσης γνωρίζουμε ότι είναι πάγια η τουρκική θέση, η συμφωνία για τη συνολική διευθέτηση του Κυπριακού να καταστεί Πρωτογενές Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να υπερισχύει των αρχών και του Δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης
·         Σε ότι αφορά το σημείο (ε) του μέρους (1) της επιστολής σας, οφείλω να σημειώσω ότι δεν μου διέφυγε η απουσία χρονοδιαγραμμάτων την οποία θεωρώ θετική παράμετρο της Συμφωνίας. Η απουσία όμως χρονοδιαγραμμάτων δεν τα απαγορεύει γι’ αυτό και η Τουρκική πλευρά ήδη εγείρει θέμα καθορισμού χρονοδιαγράμματος. Τόσο ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών Α. Νταβούτογλου όσο και ο κ. Έρογλου αναφέρονται σε 3 – 5 μήνες.
·         Δεν αμφισβητώ πως στη Συμφωνία περιλαμβάνεται η αρχή  ότι «τίποτα δεν θεωρείται συμφωνημένο εάν δεν συμφωνηθούν τα πάντα». Αυτή όμως η αυτονόητη γενική αρχή, η οποία διέπει όλες τις διαπραγματευτικές διαδικασίες, πρέπει να εφαρμόζεται στην πράξη, κάτι που δεν ίσχυσε τα τελευταία χρόνια. Επιπλέον, φαίνεται να συγκρούεται με την πρόνοια της παρ. 2 της Συμφωνίας η οποία αναφέρει ότι «όλα τα άλυτα θέματα θα βρίσκονται στο τραπέζι» που σημαίνει ότι η Συμφωνία θεωρεί ότι υπάρχουν ήδη συμφωνημένα/λυμένα θέματα. Οι σχετικές με το θέμα δηλώσεις του Τουρκοκύπριου διαπραγματευτή ήλθαν για να επιβεβαιώσουν ότι δεν υπάρχει σύμπτωση των απόψεων των δυο πλευρών ως προς το τι συμφωνήθηκε.
·         Στο σημείο (ζ) του μέρους (1) της επιστολής σας, κάνετε λόγο για τον αποκλεισμό της επιδιαιτησίας. Ο αποκλεισμός αυτός είναι θετικός. Οφείλω όμως να επισημάνω, σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, ότι εσείς και οι συνεργάτες σας δώσατε στο λαό την εντύπωση ότι η Συμφωνία υπήρξε προϊόν ενός είδους αμερικανικής επιδιαιτησίας, λόγω και της παρέμβασης της κυρίας Νούλαν. Αυτό όμως δεν το θεωρώ ουσιώδες και δεν επιθυμώ να επεκταθώ. Θα ήθελα όμως να σημειώσω ότι η επιδιαιτησία δεν θα μπορούσε να υιοθετηθεί παρά μόνο με νέα συμφωνία των διαπραγματευομένων πλευρών. Στην απουσία τέτοιας συμφωνίας ισχύουν (όπως τώρα) οι πρόνοιες των ψηφισμάτων των ΗΕ για την παροχή καλών υπηρεσιών από τον Γενικό Γραμματέα. Με άλλα λόγια, και χωρίς αυτή την πρόνοια δεν θα μπορούσε να επιβληθεί επιδιαιτησία.
·         Αναφορικά με το σημείο (η) του μέρους (1) της επιστολής σας, σε σχέση με την απαγόρευση της ένωσης, διχοτόμησης ή απόσχισης, ή οποιασδήποτε άλλης μονομερούς αλλαγής της κατάστασης πραγμάτων Union in whole or part with any other party or any form of partition or secession or any unilateral  change to the state of affairs is prohibited») σημειώνω τα εξής: Δεν πρέπει να θεωρείται τυχαία η χρήση ενεστώτα χρόνου («is prohibited»/«απαγορεύεται» ),  ιδιαίτερα όταν  πιο πάνω, στην ίδια παράγραφο,  αναφέρεται μερικές μάλιστα φορές, μελλοντικός χρόνος («shall», «will»).  Είναι φανερό, τόσο από τον χρησιμοποιούμενο χρόνο όσο και από το λεκτικό ότι με την εν λόγω πρόνοια, οι δυο πλευρές παραπέμπουν στην Συνθήκη Εγγυήσεως την οποία θεωρούν ότι βρίσκεται σε ισχύ και ότι μέσω της Συνθήκης αυτής θα παραμείνει σε ισχύ η απαγόρευση. Υπενθυμίζουμε ότι η θέση της Ελληνοκυπριακής πλευράς είναι ότι απορρίπτει και δεν δέχεται τη συνέχιση της Συνθήκης Εγγυήσεως η οποία χρησιμοποιήθηκε από την Τουρκία για να πράξει ακριβώς αυτό που η Συνθήκη απαγόρευε. Είναι επίσης γνωστή πρόσφατη δήλωση του κ. Έρογλου ότι οι τουρκικές εγγυήσεις αποτελούν κόκκινη γραμμή για την τουρκική πλευρά.
·         Αναφορικά με το σημείο (θ) του μέρους (1), όπου γράφετε ότι «ο υπέρτατος νόμος του Κράτους είναι το Ομοσπονδιακό Σύνταγμα…», οφείλω να σημειώσω ότι στη Συμφωνία δεν αναφέρεται ακριβώς αυτό. Στη Συμφωνία αναφέρεται ότι «το Ομοσπονδιακό σύνταγμα θα είναι ο υπέρτατος νόμος της χώρας («of the land»)…», όχι του «Κράτους», όπως αναφέρετε στην επιστολή σας.
·         Το σημείο (ι) του μέρους (1) της επιστολής σας αναφέρεται στο κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη», κάτι που όπως γνωρίζετε συνιστά κατά την άποψη του Δημοκρατικού Κόμματος μέγιστη υποχώρηση της πλευράς μας, και μάλιστα πριν  επιτευχθεί συμφωνία επί των εξουσιών της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και προτού καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και ανεξαρτήτως της έκβασής τους [βλ. επίσης την παράγραφο 3(δ) πιο κάτω].
·         Η αναφορά στο σημείο (κ) του μέρους (1) της επιστολής σας αφορά την ερμηνεία σας σχετικά με τη σύσταση των συνιστώντων κρατών. Υποστηρίζετε ότι αυτά θα προκύψουν από το σύνταγμα και θα είναι τα συστατικά μέρη της Ομοσπονδίας. Η παρ. 4 όμως την οποία επικαλείστε, προκειμένου να τεκμηριώσετε τη θέση αυτή, δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά με τον τρόπο αυτό. Η παράγραφος αυτή αναφέρει επί λέξει: «The united Cyprus federation shall result from the settlement following the settlement’s approval by separate simultaneous referenda. The federal constitution shall prescribe that the united Cyprus federation shall be composed of two constituent states of equal status.» Η ερμηνεία που κάνετε θα ήταν ακριβής εάν στη Συμφωνία γινόταν αναφορά σε διεξαγωγή δημοψηφίσματος από τις δύο κοινότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η αόριστη αναφορά σε έγκριση της συμφωνίας σε χωριστά ταυτόχρονα δημοψηφίσματα παρέχει τη δυνατότητα διάφορων ερμηνειών για τον τρόπο με τον οποίο θα συσταθεί η Ομοσπονδία και τα «συνιστώντα κράτη».
·         Η αναφορά στο σημείο (λ) του μέρους (1) της επιστολής σας, αποκαλύπτει την απουσία συμφωνίας επί της σύνθεσης του Ομόσπονδου Συνταγματικού Δικαστηρίου, το οποίο, σύμφωνα με τη Συμφωνία, θα επιλαμβάνεται των διαφορών ανάμεσα στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση και τα συνιστώντα κράτη. Προκύπτει ουσιώδες ζήτημα για το γεγονός ότι συμφωνήσατε στην εκχώρηση του κατάλοιπου εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη» χωρίς τη διευθέτηση σχετικών ζητημάτων, αποδυναμώνοντας τη διαπραγματευτική μας θέση στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
·         Η αναφορά στο σημείο (μ) του μέρους (1) της επιστολής σας είναι ένα ακόμα παράδειγμα αυθαίρετης ερμηνείας πρόνοιας της Συμφωνίας. Η παρ. 1 αναφέρει ότι η διευθέτηση θα σέβεται τη διαφορετική ταυτότητα και ακεραιότητα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων και θα διασφαλίζει το κοινό τους μέλλον σε μια ενωμένη Κύπρο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στη Συμφωνία δεν γίνεται αναφορά σε «εθνική ταυτότητα» ούτε σε «κατοίκους της Κύπρου», ούτε σε «προστασία της πλειοψηφίας των Κυπρίων πολιτών που είναι κατά βάση οι Ελληνοκύπριοι», όπως αναφέρετε. Δεν γίνεται καν αναφορά σε Κύπριους ή σε μειοψηφία και πλειοψηφία, παρά μόνο σε «Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους», ενώ, σημειώνω ότι δεν γίνεται αναφορά ούτε στο σεβασμό του δημογραφικού χαρακτήρα της Κύπρου ή στο έγκλημα του εποικισμού. 
Αντίθετα προστίθεται στο κείμενο μια καινοφανής φράση, η οποία για πρώτη φορά χρησιμοποιείται σε συμφωνία υψηλού επιπέδου και η οποία δυνατόν να ερμηνευτεί από την τουρκοκυπριακή πλευρά ως επιφύλαξη ή και εξαίρεση στην αναφορά για «το σεβασμό στις δημοκρατικές αρχές τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις θεμελιώδεις ελευθερίες» καθώς με βάση το κείμενο, όλες οι προαναφερόμενες αρχές πρέπει να λαμβάνουν υπόψη «…τη διακριτική ταυτότητα («distinct identity») και ακεραιότητα («integrity»)…», μία παράμετρος που παραπέμπει στη διχαστική και διχοτομική πολιτική της εθνοκάθαρσης που προωθεί η Τουρκία στο νησί τα τελευταία 40 χρόνια.
·         Η αναφορά στο σημείο (ν) του μέρους (1) της επιστολής σας υποστηρίζει ότι «η συζήτηση των διαφόρων ουσιωδών ζητημάτων θα γίνεται αλληλένδετα και συνεπώς δεν περιορίζεται στη συζήτηση ενός και μόνο κεφαλαίου και μάλιστα εκείνου που επιλέγει, τάχα, η Τ/κ πλευρά». Έστω και αν αυτή η ερμηνεία σας γίνει αποδεκτή για χάρη συζήτησης, εγείρεται το ερώτημα «ποια είναι τα ουσιώδη ζητήματα;». Ουσιαστικά, η Συμφωνία δεν μας επιτρέπει να δεχθούμε την ερμηνεία σας. Αντίθετα, η Συμφωνία προνοεί ότι «όλα τα άλυτα ουσιώδη ζητήματα θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα». Οι μόνες κοινές λέξεις δηλαδή μεταξύ της επιστολής σας και της Συμφωνίας είναι η λέξη «ουσιώδη» και η λέξη «αλληλένδετα». Το βασικό ζητούμενο απουσιάζει: Ποια είναι τα λυμένα και ποια τα άλυτα ζητήματα; Κατά την άποψή μας, με αυτή την αναφορά η Συμφωνία επικυρώνει ουσιαστικά το γνωστό «έγγραφο Ντάουνερ» και αποδέχεται τις «γενναιόδωρες προσφορές» του κ. Χριστόφια, παρά την προεκλογική δέσμευσή σας έναντι του Δημοκρατικού Κόμματος για απόσυρσή τους. Κρίνοντας από το γεγονός ότι η Συμφωνία βρίθει αναφορών οι οποίες είναι παρμένες από το Σχέδιο Αννάν, αναμένουμε ότι η περί «άλυτων ουσιωδών θεμάτων» αναφορά της Συμφωνίας θα τύχει επίκλησης από την άλλη πλευρά για να επαναφέρει τις παραμέτρους και τη φιλοσοφία του Σχεδίου Αννάν, η οποία άλλωστε διέπει ήδη τη Συμφωνία.
·         Τέλος, η αναφορά στο σημείο (ξ) του μέρους (1) της επιστολής σας υποστηρίζει ότι η Συμφωνία δεν αποτελεί λύση του Κυπριακού. Αυτό ουδείς το αμφισβητεί. Η συμφωνία σας δεν αποτελεί την τελική λύση του Κυπριακού, όμως θα αποτελέσει την ενδιάμεση λύση του κεφαλαίου της Διακυβέρνησης που είναι και το μοναδικό κεφάλαιο του Κυπριακού που η Τουρκική πλευρά «έχει να παίρνει».  Γι’ αυτό και θεωρούμε ως σφάλμα της πλευράς μας το γεγονός ότι έχετε προχωρήσει σε τόσες πολλές και τόσο ουσιαστικές υποχωρήσεις μόνο και μόνο για να ξαναφέρετε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την άλλη πλευρά, η οποία και φέρει την αποκλειστική ευθύνη για τη διακοπή τους το 2012, πριν από την έναρξη της Κυπριακής Προεδρίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
 
2.      Σχέδιο Ανάν και «Έγγραφο Ντάουνερ»
Στο σημείο (2) της επιστολής σας γίνεται προσπάθεια να αντιμετωπιστεί η πρόνοια της Παραγράφου 2, η οποία αναφέρει πως «όλα τα άλυτα θέματα του πυρήνα (του Κυπριακού) θα είναι στο τραπέζι και θα συζητηθούν αλληλένδετα».  Υποστηρίζετε ότι η πρόνοια αυτή δίνει το δικαίωμα στην ελληνοκυπριακή κοινότητα να εγείρει θέματα που θεωρεί απαράδεκτα ή να αποκλείσει τη συζήτηση θεμάτων τα οποία έχουν συμφωνηθεί, όπως για παράδειγμα τα τρία singles.
Όμως, εάν η πρόνοια αυτή δίνει τέτοιο δικαίωμα στην πλευρά μας, τότε ανάλογο δικαίωμα δίνει και στην τουρκική πλευρά. Οι συνεχείς επικλήσεις, τόσο από τον κ. Ταλάτ όσο και από τον κ.  Έρογλου του Σχεδίου Ανάν στο τραπέζι των συνομιλιών από το 2008 μέχρι το 2012, οδηγούν στο βέβαιο συμπέρασμα ότι το «Έγγραφο Ντάουνερ» και το Σχέδιο Ανάν, το οποίο έχει απορριφθεί από τον Κυπριακό Ελληνισμό, θα επανέλθουν στη συζήτηση, μέσω της Συμφωνίας σας με τον κ. Ερογλου.  
3.      Εκχώρηση δικαιωμάτων πριν την τελική λύση
Στο σημείο (3) της επιστολής σας, επιχειρείτε να απαντήσετε στη θέση μας ότι η Συμφωνία δίνει από τώρα στην τουρκική πλευρά, ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών, τη δυνατότητα να ισχυρίζεται ότι οι ελληνοκυπριακή κοινότητα έχει αποδεχθεί τα δικαιώματα ενός λαού για τους Τουρκοκύπριους και το δικαίωμα να έχουν κράτος.
Φοβούμαι ότι τα επιχειρήματα αυτά (σημεία (α) έως (ε), σελ. 4-6) πάσχουν από υπεραπλουστεύσεις, υπερβολές και ωραιοποιήσεις. Πιο συγκριμένα:
(α) Στη Συμφωνία δεν γίνεται αναφορά «σε συστατικά στοιχεία που αποτελούν τον κυπριακό λαό» αλλά ούτε και υπάρχει κάποια πρόνοια, σύμφωνα με την οποία να γίνεται υπέρβαση των κοινοτήτων «όπως αυτές αναγνωρίζονται από το Σύνταγμα του 1960». Τα μόνα συστατικά στοιχεία που αναφέρονται στη Συμφωνία είναι τα «συνιστώντα κράτη», καθώς επίσης γίνεται αναφορά σε «Ελληνοκύπριους» και «Τουρκοκύπριους», χωρίς αυτοί να συνδέονται με την έννοια «κυπριακός λαός».
Ως εκ τούτου, η αναφορά στη Συμφωνία ότι η κυριαρχία προέρχεται ισομερώς από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάποια έννοια κυπριακού λαού, αλλά – σε συνδυασμό με άλλες πρόνοιες της –  παραπέμπει σε ξεχωριστή κυριαρχία και συντακτική εξουσία από την κάθε «οντότητα» (Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους) ξεχωριστά.
(β) Τα επιχειρήματά σας αγνοούν ότι η Συμφωνία κατοχυρώνει στην τουρκοκυπριακή κοινότητα δικαιώματα και προνόμια για πρώτη φορά, τα οποία αποκτούν ανεξαρτήτως της έκβασης των συνομιλιών. Το Σύνταγμα του 1960 δεν αναγνώριζε κυριαρχία στους τουρκοκύπριους.  Αυτό έγινε, για πρώτη φορά από το 1960, στη Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου.
(γ) Θα ήθελα να επισημάνω ότι στα επιχειρήματα σας συγχέονται προτάσεις, που κατατέθηκαν από καιρού εις καιρόν στο τραπέζι των συνομιλιών, με μια συμφωνία, όπως η Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου. Άλλο προτάσεις και άλλο συμφωνία. Το αν στο παρελθόν υπήρξαν προτάσεις στις οποίες γινόταν αναφορά σε «συνιστώντα κράτη» δεν μπορεί να ταυτιστεί με το περιεχόμενο μιας Συμφωνίας. Οι προτάσεις γίνονται στο πλαίσιο μιας διαπραγμάτευσης με στόχο κάποια ανταλλάγματα. Στην περίπτωση της Συμφωνίας σας όμως έγιναν παραχωρήσεις στην τουρκική πλευρά, που είναι κεκτημένο της διαδικασίας χωρίς κάποιο ανάλογο αντάλλαγμα.
(δ) Η διαφωνία και ανησυχία που διατύπωσα στην επιστολή μου, ημερομηνίας 6 Φεβρουαρίου 2014, σε σχέση με το κατάλοιπο εξουσίας κρίνω πως είναι ορθή και δικαιολογημένη. Αυτό προκύπτει και από τη δική σας επιβεβαίωση ότι όντως έχετε εκχωρήσει το κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη», αλλά και από τη γενική και αόριστη – κατά την άποψη μου – ερμηνεία για τον τρόπο που το ζήτημα αυτό θα αντιμετωπιστεί στο τραπέζι των συνομιλιών. Όχι μόνο αναγνωρίζετε ότι το κατάλοιπο εξουσίας παραχωρήθηκε χωρίς επαρκή ρύθμιση του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται, αλλά προχωρείτε και στη λανθασμένη άποψη ότι αυτό ήταν φυσιολογικό να γίνει διότι, όπως αναφέρετε, το κατάλοιπο εξουσίας στα ομοσπονδιακά κράτη «ανήκει κατά κανόνα» στις ομόσπονδες πολιτείες. Επιτρέψετε μου να πω ότι η παραδοχή αυτή δεν εμπνέει εμπιστοσύνη. Δεν είναι δυνατόν να εκχωρούνται στην άλλη πλευρά τόσο σοβαρά θέματα χωρίς σαφή ρύθμιση, χωρίς ανταλλάγματα με το επιχείρημα ότι «αυτό ισχύει κατά κανόνα στις ομόσπονδες πολιτείες».  Επισημάνω πως σήμερα λειτουργούν στον κόσμο επιτυχημένα ομοσπονδιακά πολιτεύματα τα οποία διατηρούν το κατάλοιπο εξουσίας στην ομοσπονδιακή τους Κυβέρνηση. Η Ινδία και ο Καναδάς είναι μόνο δυο τέτοια παραδείγματα.  Επομένως, το ότι στην προκειμένη περίπτωση εσείς επιλέξατε να εκχωρήσετε το κατάλοιπο εξουσίας στα «συνιστώντα κράτη» αυτό αποτελεί εκ των πραγμάτων μια σημαντική υποχώρηση και δωρεά της πλευράς μας και μάλιστα χωρίς να έχει κερδηθεί οποιοδήποτε αντάλλαγμα.
(ε) Πρέπει να υπενθυμίσω ότι τα ζητήματα στο Κυπριακό εξελίσσονται κυρίως σε ένα πολιτικό πλαίσιο. Παρόλο που η ένωση και η απόσχιση απαγορεύονται ρητά από το Σύνταγμα και τις σχετικές Συνθήκες του 1960, η Τουρκία έχει εισβάλει και διχοτομήσει το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας με τη συνεχιζόμενη κατοχή, συντηρεί μια αποσχιστική οντότητα και προωθεί δια του τουρκικού στρατού κατοχής την «ομαλοποίηση» των δεδομένων που έχει δημιουργήσει επί του εδάφους. Με το να γίνονται τόσο σημαντικές παραχωρήσεις προς την τουρκική πλευρά, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι να ενθαρρύνονται τα διχοτομικά και αποσχιστικά σχέδια της Τουρκίας στην Κύπρο.
Εξακολουθώ να έχω την άποψη πως με τη Συμφωνία εκχωρείται στους Τουρκοκύπριους κυριαρχία και εξουσίες, οι οποίες ούτε απορρέουν από το Σύνταγμα του 1960 ούτε και προϋπήρξαν σε οποιοδήποτε κείμενο συμφωνίας στο παρελθόν.
 
4.      Νοθευμένα τα τρία singles
Υποστηρίζετε στην επιστολή σας ότι οι τρείς βασικές αρχές που πρέπει να διακρίνουν ένα κράτος, δηλαδή Διεθνής Προσωπικότητα, Κυριαρχία και Ιθαγένεια, είναι  ξεκάθαρα στη Συμφωνία. Δυστυχώς όμως, το κείμενο της Συμφωνίας δεν μπορεί να υποστηρίξει τη θέση αυτή.
Α. Διεθνής προσωπικότητα
Παρουσιάζετε το ζήτημα της διεθνούς προσωπικότητας ως τελεσίδικα λυμένο στη Συμφωνία. Παραγνωρίζει όμως ότι οι εξουσίες που δίνονται (ή και άλλες που ενδεχομένως να δοθούν στα «συνιστώντα κράτη») σε συνδυασμό με το ότι αυτά θα έχουν το κατάλοιπο εξουσίας, δημιουργεί μια προοπτική νόθευσης της «μίας και μόνης διεθνούς προσωπικότητας». Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει κατά πόσο τα συνιστώντα κράτη θα έχουν τη δυνατότητα διακριτής διεθνούς εκπροσώπησης, της συμμετοχής σε διεθνείς οργανισμούς, να συνάπτουν συμφωνίες, να έχουν εμπορικές πολιτισμικές ή άλλες σχέσεις με κράτη και οργανισμούς. Μόνο εάν αυτό ξεκαθαριζόταν στη Συμφωνία, θα μπορούσαμε να μιλούμε για μια καθαρή και μόνη διεθνή προσωπικότητα. Από τη στιγμή που αυτό δεν γίνεται, η Συμφωνία είναι ασαφής και επί της μίας διεθνούς προσωπικότητας.
Υπενθυμίζω πως, όπως ανέφερα και στην προηγούμενη επιστολή μου, και οι συνομοσπονδίες έχουν μια διεθνή προσωπικότητα. Το κατά πόσο τα συντακτικά τους  μέρη συνεχίζουν να έχουν το δικαίωμα διεθνούς εκπροσώπησης είναι άσχετο και διαφορετικό θέμα συζήτησης.
Β. Κυριαρχία
Επαναλαμβάνω την άποψη μου ότι στη Συμφωνία η «ενιαία κυριαρχία» περιγράφεται ως η κυριαρχία εκείνη «την οποία απολαμβάνουν όλα τα Κράτη μέλη των Ηνωμένων Εθνών σύμφωνα με τον Χάρτη».  Αυτή η κυριαρχία δεν είναι παρά η λεγόμενη «εξωτερική κυριαρχία» που είναι το άλλο όνομα της «ανεξαρτησίας» των κρατών που απολαμβάνουν, το ένα έναντι του άλλου, την «κυρίαρχη ισότητα» του Χάρτη. Δεν πρόκειται για την «ενιαία κυριαρχία» την οποία επιζητούμε στην Κύπρο και η οποία αναφέρεται στην εσωτερική αδιάσπαστη ενότητα και κυριαρχία του Κυπριακού κράτους, η οποία προέρχεται από το λαό του και ασκείται για το λαό. Εξάλλου, για να μην δημιουργείται οποιαδήποτε αμφιβολία για την πραγματική έννοια του όρου «ενιαία κυριαρχία» στη συγκεκριμένη Συμφωνία, το κείμενο αναφέρει ότι «εκπηγάζει ισομερώς από Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους». Όμως, η κυριαρχία, ως νομική έννοια, είναι εξ ορισμού ενιαία και επομένως δεν νοείται διαίρεση της χωρίς να καταργείται το ενιαίο της. Μέσω της συγκεκριμένης Συμφωνίας η πλευρά μας συμφωνεί ότι διαιρείται, αφού στο κείμενο αναφέρεται ότι αυτή προέρχεται, και μάλιστα εξ ίσου, από δυο οντότητες, τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους, οι οποίες αποκτούν δικαίωμα αυτοδιάθεσης. Άρα, οι Τουρκοκύπριοι θα ισχυριστούν ότι αποκτούν το δικαίωμα να αποσκιρτήσουν στο μέλλον ή ακόμη και να χρησιμοποιήσουν την παρούσα Κοινή Δήλωση στις αποσχιστικές επιδιώξεις τους, ακόμα και άμεσα, αν οι διαπραγματεύσεις δεν αποδώσουν τη λύση που επιδιώκουν.
 
Η προσπάθεια που γίνεται στην επιστολή σας να αντικρουστούν αυτά τα επιχειρήματα δεν είναι πειστική:
(α) Η Συμφωνία δεν ξεκαθαρίζει τη φύση του δικαιώματος που δίδεται για χωριστά δημοψηφίσματα. Η θέση σας ότι δίνεται μόνο συντακτικό δικαίωμα είναι απλώς μια ερμηνεία που δίνεται μετά τη Συμφωνία. Εν πάση περιπτώσει, από πού αντλούν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι χωριστή συντακτική εξουσία; Το Σύνταγμα του 1960 δεν τους δίνει τέτοια εξουσία.
(β) Θεωρώ ότι επιχειρείτε να ωραιοποιήσετε τη διαίρεση της κυριαρχίας, όπως αυτή προνοείται στη Συμφωνία, με αναφορές σχετικά με τις αρμοδιότητες ή εξουσίες που θα εκχωρηθούν στην ομόσπονδη κυβέρνηση και στα «συνιστώντα κράτη». Σημειώνω ακόμα ότι αναφέρεστε σε «ομόσπονδο κράτος», αναφορά που δεν γίνεται στη Συμφωνία. Η δική σας ερμηνεία δεν αναιρεί το γεγονός ότι η αναφορά που γίνεται στη Συμφωνία για την κυριαρχία είναι αβέβαιη, ασαφής και επικίνδυνη για τα συμφέροντα του Κυπριακού Ελληνισμού.
(γ) Ούτε το επιχείρημα ότι τα τρία singles θα περιλαμβάνονται στο Ομοσπονδιακό Σύνταγμα μπορεί να αναιρέσει τον προβληματικό χαρακτήρα της πρόνοιας για την κυριαρχία στη Συμφωνία. Κατ’ αρχήν, τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει στη Συμφωνία και, δεύτερο και σημαντικότερο, αν η πρόνοια για την κυριαρχία στο Σύνταγμα θα είναι η ίδια με αυτή της Συμφωνίας, τότε το πρόβλημα θα παραμείνει το ίδιο.
(δ) Τέλος, για τέταρτη φορά παραβλέπεται το γεγονός ότι η διατύπωση που γίνεται στη Συμφωνία περί απαγόρευσης της ένωσης, της απόσχισης και της διχοτόμησης δεν μπορεί να άρει τις ανησυχίες περί της αποκτήσεως του δικαιώματος αυτοδιάθεσης από τους Τουρκοκύπριους, διότι αυτό το επιδιώκουν ούτως ή άλλως από το 1963, με τη υποστήριξη της Τουρκίας.
Γ. Ιθαγένεια
Η επιχειρηματολογία σας δεν κατορθώνει να αντιμετωπίσει με επιτυχία ούτε τα προβλήματα που προκύπτουν από τη Συμφωνία στο θέμα της μιας και μόνης ιθαγένειας. Η αναγνώριση «διακριτής ταυτότητας και ακεραιότητας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων», όπως και οι σχετικές αναφορές που γίνονται για το ζήτημα της ιθαγένειας δημιουργούν εύλογες ανησυχίες και προβληματισμούς. Η νομιμοποίηση της εθνοκάθαρσης που συντελέστηκε με την εισβολή το 1974, καθώς και η νομιμοποίηση των αποτελεσμάτων της συνεχιζόμενης κατοχής, όχι μόνο δεν αντιμετωπίζονται από τη Συμφωνία, αλλά, αντίθετα, οι πρόνοιές της Συμφωνίας τείνουν να δικαιώσουν και την εθνοκάθαρση και τα αποτελέσματα της κατοχής.
(α) Από τη στιγμή που η Συμφωνία δεν αντιμετωπίζει καθόλου το ζήτημα του εποικισμού, τότε παραμένει ασαφές το ποιοι θα είναι πολίτες της «ενωμένης Κύπρου» (όπως αναφέρεται στη Συμφωνία) και κατ’ επέκταση ποιοι θα είναι δικαιούχοι της ιθαγένειας του κράτους και της ιθαγένειας των συνιστώντων κρατών.
Καμία πρόνοια στη Συμφωνία δεν κάνει αναφορά ή παραπομπή στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως υποστηρίζετε, σχετικά με το ποιος μπορεί να είναι πολίτης της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Δεν συμφωνώ με την ερμηνεία σας σύμφωνα με την οποία η αποδοχή της πρόνοιας για εσωτερική ιθαγένεια απορρέει φυσιολογικά από την αποδοχή της πολιτικής ισότητας των δύο συνιστώντων κρατών. Τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ που αναφέρονται στην πολιτική ισότητα δεν κάνουν καμία αναφορά σε ζητήματα ξεχωριστής εσωτερικής ιθαγένειας. Αυτή είναι απλά μια νέα παραχώρηση στους «Τουρκοκυπρίους» (όρος που κατά την τουρκική πλευρά περιλαμβάνει όλους τους «πολίτες» του ψευδοκράτους), πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις.
(β) Δεν κατανοώ πως η παντελής απουσία αναφοράς στο πρόβλημα της εθνοκάθαρσης, των εποίκων, το προσφυγικό, το εδαφικό, την ασφάλεια και άλλα συναφή ζητήματα, «ενισχύει τον αγώνα μας για διασφάλιση του δικαιώματος επιστροφής και ελεύθερης εγκατάστασης των προσφύγων μας…».
Στην επιστολή σας αποκαλύπτετε μια ακόμα παραχώρηση. Αναφέρετε ότι «το δικαίωμα ψήφου για την Άνω Βουλή ή τη Γερουσία, όπου διασφαλίζεται η πολιτική ισότητα, θα ενασκείται όχι με βάση τον τόπο κατοικίας, αλλά την ιδιότητα του πολίτη της καθεμιάς των συνιστώσων πολιτειών». Γίνεται λοιπόν μια ακόμα ερμηνεία του όρου «πολιτική ισότητα» με τρόπο που πλήττει τα πολιτικά δικαιώματα των Κυπρίων και εμβαθύνει τα διχαστικά στοιχεία της όποιας λύσης.
 
5.      Μετέωρη η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας
Δυστυχώς, οι διατυπώσεις που γίνονται στη Συμφωνία αφήνουν τη δυνατότητα στην άλλη πλευρά, αλλά και σε τρίτους, να προβούν σε πολιτικές ερμηνείες, οι οποίες θα είναι επιζήμιες για την Κυπριακή Δημοκρατία. Ήδη η τουρκική ερμηνεία της Συμφωνίας, η οποία έγινε τόσο στο πλαίσιο της συνάντησης της 11ης Φεβρουαρίου όσο και σε άλλες περιπτώσεις, δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το τι πρόκειται να ακολουθήσει.
Οι πάγιες νομικές θέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και οι πολλές γνωματεύσεις που έχουν δοθεί κατά καιρούς έχουν μια ισχυρή νομική αξία για την υπόθεσή μας.
Το Κυπριακό και η αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού στο σύστημα διεθνών σχέσεων, όμως, δεν γίνεται στο πλαίσιο μιας δικαστικής διαμάχης. Αν τη λύση θα την έδινε το Διεθνές Δικαστήριο, τότε η προετοιμασία και τα επιχειρήματα θα έπρεπε να ήταν απόλυτα νομικά. Ο αγώνας όμως είναι πολιτικός και τα νομικά επιχειρήματα είναι ενισχυτικά σε κάποιο βαθμό. Δεν πρέπει όμως να υποκαθιστούν την ουσία ούτε να μας παρασύρουν σε απαράδεκτες υποχωρήσεις, όπως αυτές που έγιναν με τη Συμφωνία αυτή.
Για να είναι σαφές, το ζήτημα της μετεξέλιξης της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν μπορεί να υπονοείται απλώς ή να εξάγεται μέσα από τις γραμμές ή ερμηνείες διάφορων προνοιών. Πρέπει να είναι σαφώς καταγραμμένο. Μόνο τότε θα είναι διασφαλισμένη η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ασάφεια δεν ήταν ούτε πρόκειται να είναι ποτέ σύμμαχός της ελληνοκυπριακής κοινότητας.
            Στη Συμφωνία σας με τον κ. Έρογλου πουθενά δεν αναφέρεται η Κυπριακή Δημοκρατία και ούτε φυσικά και η μετεξέλιξη της.  Όμως οι  τεράστιοι κίνδυνοι που ελλοχεύουν από την κατάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας επιβάλλουν να είμαστε ξεκάθαροι σε αυτό το ζήτημα.  Εδώ δεν χωρούν «εποικοδομητικές» ασάφειες. Σκεφτείτε απλά τι θα συμβεί αν προχωρήσουμε στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και στην αντικατάσταση της με τη νέα «ενωμένη Κύπρο» όπως υπονοεί ή και εμμέσως προνοεί η Συμφωνία σας. Αν σε κάποιο κατοπινό στάδιο οι Τουρκοκύπριοι επιλέξουν να προχωρήσουν σε μια πράξη απόσχισης και να ανακηρύξουν το δικό τους κράτος, θα επανέλθει η Κυπριακή Δημοκρατία;  Αν όχι, ποιο κράτος θα είναι τότε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών; Πως θα εκπροσωπούμαστε στους διεθνείς θεσμούς και στα διεθνή φόρα όταν εμείς θα έχουμε υποβιβαστεί από κράτος σε κοινότητα και θα έχουμε χάσει το μοναδικό μας πλεονέκτημα, το διεθνώς αναγνωρισμένο κράτος – την Κυπριακή Δημοκρατία – ενώ οι τουρκοκύπριοι θα έχουν πίσω τους την πλήρη στήριξη της Τουρκίας; 
 
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
           
Από την 1η Δεκεμβρίου 2013, όταν είχα την τιμή να αναλάβω τα καθήκοντα του Προέδρου του Δημοκρατικού Κόμματος και να λάβω γνώση των διαφόρων προσχεδίων για συμφωνία η οποία να αποτελέσει τη βάση των διαπραγματεύσεων, είχα την ευκαιρία να εξηγήσω τεκμηριωμένα, τόσο στις κατ’ ιδίαν συναντήσεις μας όσο και στις συσκέψεις των Αρχηγών των Κομμάτων αλλά και ενώπιον του Εθνικού Συμβουλίου, τους λόγους για τους οποίους το Δημοκρατικό Κόμμα διαφωνεί με το περιεχόμενο της συγκεκριμένης Συμφωνίας.
           
Συνειδητά δεν δημοσιοποίησα τις έντονες διαφωνίες του Κόμματος, σε μια προσπάθεια διευκόλυνσης των χειρισμών σας αλλά και διατήρησης του κλίματος επικοινωνίας που είχαμε. Σκοπός μου δεν ήταν η όποια επικοινωνιακή διαχείριση του θέματος αλλά η ουσιαστική συν-διαμόρφωση πολιτικής στα πλαίσια της συνεργασίας μας.
 
Δυστυχώς, αποφασίσατε να αγνοήσετε τις θέσεις, τις διαφωνίες και τις ανησυχίες του Δημοκρατικού Κόμματος, να εγκαταλείψετε την πρόταση που ο ίδιος υποβάλατε στον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών στις 2 Ιανουαρίου 2014 και να προχωρήσετε στη συγκεκριμένη κακή – κατά την άποψή μας – συμφωνία. Αυτή δε η πρακτική που ακολουθήσατε, καθιστά αδόκιμη και αντιπαραγωγική μια εκ των υστέρων παροχή εξηγήσεων οι οποίες δεν πρόκειται να αλλάξουν την ουσία και το περιεχόμενο της Συμφωνίας.
 
Το Δημοκρατικό Κόμμα επιθυμούσε να μην προχωρήσετε σε αυτή τη Συμφωνία, όχι απλώς γιατί η Συμφωνία αυτή είναι αντίθετη με όσα συμφωνήθηκαν προεκλογικώς αλλά, κυρίως, γιατί με τη Συμφωνία αυτή η τουρκική πλευρά επιτυγχάνει τους περισσότερους διαχρονικούς στόχους της, πριν καν αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις και ανεξαρτήτως της έκβασής τους.
 
Αγαπητέ κύριε Πρόεδρε,
 
Το Δημοκρατικό Κόμμα θα αξιολογήσει την όλη κατάσταση και θα λάβει τις αποφάσεις του με γνώμονα τις διαχρονικές θέσεις του Κόμματος και με στόχο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κυπριακού ελληνισμού. 
 
Με εκτίμηση
 
Νικόλας Παπαδόπουλος
Πρόεδρος Δημοκρατικού Κόμματος
 

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΣΑΒΒΑΤΟ 18.05.2024 15:42