Η ελληνική εργοδοσία ήταν διαχρονικώς επιφυλακτική στα ζητήματα Κοινωνικής Ασφάλισης. Είτε με τη μορφή τής πολύ μικρής, μικρής ή μεσαίας επιχείρησης (που αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα του λυμφατικού και απο-συγκροτημένου παραγωγικού μας ιστού) είτε με το σπανίζον μέγεθος της μεγάλης μονάδας, ακόμη δε και με τη διακλαδικότητα των ελάχιστων μεγάλων ομίλων, δεν την είδε ως το μείζον ζήτημα της κοινωνικής συνοχής, ως το επίκεντρο του Κοινωνικού Κράτους. Η δημόσια και καθολική Κοινωνική Ασφάλιση, όταν λειτουργεί με ευκρινείς, πασίδηλες, μόνιμες και παγιωμένες διαδικασίες, ως συνάρτηση του εργασιακού συστήματος, όχι μόνο συμβάλλει στη συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, ως κομβικού παράγοντα της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας και των κατ’ ιδίαν παραγομένων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά-και κυρίως-συγκροτεί και ενοποιεί το λεγόμενο «Κοινωνικό Κεφάλαιο».
Έτσι, η αμφισβήτηση ορισμένων πτυχών της Κοινωνικής Ασφάλισης (π.χ. ύψος εισφορών, ημερών ασφάλισης, παροχών) ή η μόνιμη επιδίωξη συγκεκριμένων εκπτώσεων ή εξαιρέσεων (απαλλαγές από τις εισφορές ή επαναλαμβανόμενες και χωρίς στοχευμένη διακριτότητα ρυθμίσεις), ως μέθοδος επιχειρηματικής αυτοσυντήρησης, συνέβαλε στην υποβάθμιση της και στην ουσιαστική ανυπαρξία ασφαλιστικής κουλτούρας και συνείδησης.
Στην υποτίμηση αυτού του σπουδαίου θεσμού έπαιξε μεγάλο ρόλο η πανσπερμία, το μέγεθος, η περιστασιακή και άνευ μελέτης και έρευνας ίδρυση και λειτουργία μεγάλου αριθμού μικρών επιχειρήσεων, στις οποίες η αυτοαπασχόληση και η οικογενειακή εργασία έχουν κεντρική θέση.
Η προσδοκία της γρήγορης και εύκολης επιτυχίας τού συνήθως αισιόδοξου Έλληνα, η έλλειψη έρευνας αγοράς, σχεδίου και κατάλληλης προετοιμασίας, η προφανής προτεραιότητα και εμμονή στην ευτυχία του παρόντος χρόνου, η παροχέτευση των πόρων των «καλών ημερών» στις εκδηλώσεις της εφήμερης ευωχίας και επίδειξης, η οιονεί γενετική ροπή στα ακίνητα (νόμιμα ή αυθαίρετα), είναι μερικές από τις κύριες αιτίες (πλην αυτών που αναφέρονται στις ελεγκτικές αρμοδιότητες του κράτους και στον βαθμό εγρήγορσης – ετοιμότητας των συνδικαλιστικών φορέων) που έφεραν την ασφαλιστική συνείδηση σε δεύτερη μοίρα. Οι μικρομεσαίοι δεν θα είχαν σοβαρούς λόγους να μην πειθαρχήσουν στη θεμελιώδη Ασφαλιστική Νομοθεσία, αν το όλο σύστημα λειτουργούσε στοιχειωδώς ορθολογικά. Το ότι, π.χ., οι σχέσεις εργασίας, ως ένα κοινωνικο-οικονομικό σύνολο κανόνων αναγκαστικού δικαίου και ιδιωτικής βούλησης, λειτούργησαν αισθητά καλύτερα από τις ασφαλιστικές σχέσεις, είναι θέμα που αφορά και τις δύο πλευρές.
Οι μικρομεσαίοι (και με τη συναίνεση πολλές φορές των μισθωτών) αρτίωναν τις απτές απολαβές, αλλά περιέκοπταν τις έμμεσες, ωσάν αυτές να μην πήγαιναν σε σπουδαίο σκοπό. Ήταν ζητήματα του απώτερου και άγνωστου μέλλοντος και «ποιος ζει και ποιος πεθαίνει», για να απολαύσει εν καιρώ τις κρίσιμες, αλλά διαρκώς μετατιθέμενες στον αόριστο χρόνο, παροχές του απόμαχου βίου, που κυρίως βασίζονται στις εισφορές! Έτσι και η δική τους ασφάλιση (πρώηνΤΕΒΕ, ΤΣΑ, ΤΑΕ κ.λπ. και τώρα ΟΑΕΕ) είναι εξόχως ελλειμματική. Η ατελής ασφαλιστική κουλτούρα γίνεται μπούμερανγκ για πολλούς. Πάνω από το 1/3 των αυτοαπασχολούμενων, ακόμη και σήμερα, είναι απρόθυμο ή αδυνατεί να καταβάλλει τις ίδιες εισφορές.
2 Αλλά σ’ αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, προστέθηκε εσχάτως, από ένα τμήμα των εργοδοτών της μεσαίας και μεγάλης επιχειρηματικότητας, και μια νέα, πολύ συγκεκριμένη αμφισβήτηση. Με την ενθάρρυνση της νεοφιλελεύθερης μονομέρειας και αυθάδειας, άρχισαν να προβάλουν μιαν απορρυθμιστική πρόταση, που αμφισβητεί τον πάγιο προσανατολισμό και τις βασικές αρχές της κοινωνικο-ασφαλιστικής πολιτικής και νομοθεσίας.
Ζητούν, π.χ., να καταργηθεί και να μη ληφθεί υπ’ όψιν για τη σύνταξη ο 13ος και ο 14ος μισθός· ο τελικός υπολογισμός της σύνταξης να γίνεται βάσει του μέσου όρου των απολαβών ολόκληρου του εργασιακού βίου· να εξισωθούν απολύτως τα όρια εξόδου ως προς όλους τους ασφαλισμένους προς τα πάνω, ανεξαρτήτως άλλων ατομικών, οικογενειακών, κοινωνικών παραμέτρων και στοχεύσεων να καθιερωθεί το κεφαλοποιητικό σύστημα κ.λπ.
3 Παρά την τελευταία ενεργοποίηση τους, για λόγους αυτοσυντήρησης ή ταξικής επιβολής, η μικροαστική και η μεγαλοαστική τάξη (η μεσοαστική είναι περισσότερο μετανεωτερικό νεφέλωμα παρά διακριτή-ένσαρκη τάξη στην-ευμετάβολη πάντως-ελληνική κοινωνική διαστρωμάτωση) δεν είχαν ποτέ συγκεκριμένο σχέδιο για το Κοινωνικό Κράτος, το οποίο έβλεπαν συνήθως με καχυποψία. Και ενώ, όπως ειπώθηκε, για πολλές χιλιάδες μελών της μικροαστικής τάξης ήταν, και τώρα περισσότερο καθίσταται, το μοναδικό προσδοκώμενο έσοδο βιοπορισμού, δεν το είχαν ποτέ ως προτεραιότητα της συλλογικής τους δράσης.
Η επιφύλαξη και η απροθυμία σύμπραξης στα ζητήματα εν γένει του Κοινωνικού Κράτους ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του συνδικαλισμού τους. Ήταν η δυσάρεστη έκπληξη της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης, το αδόκητο (για τους περισσότερους) υπαρκτικό«ταρακούνημα»της πιθανής οικονομικής και κοινωνικής κατάρρευσης (ή έστω υποβάθμισης), που οδήγησε χιλιάδες μικρομεσαίους σε περίσκεψη και σφαιρικό προβληματισμό. Γι αυτό άρχισαν, κυρίως οι Ενώσεις των εμπόρων, των βιοτεχνών και των επιτηδευματιών, να ευαισθητοποιούνται και να επεξεργάζονται προτάσεις βιωσιμότητας και διάσωσης του Ασφαλιστικού Συστήματος. Σε μιαν οικονομία φθίνουσας πρωτογενούς και μεταποιητικής παραγωγής, όπου οι εναπομένουσες κύριες δραστηριότητες συγκεντρώνονται στους λίγους εγχώριους Ομίλους ή σε επενδύσεις «αυτοκρατορικού τύπου» (κατάληψη καίριων παγκόσμιων γεωστρατηγικών θέσεων), το μέλλον για τους πολλούς και μικρούς είναι προδιαγεγραμμένο. Άρα και η θέαση του Δημόσιου Ασφαλιστικού Συστήματος, ως ύστατου και σχετικώς σίγουρου -ακόμη-καταφυγίου, κερδίζει κοινωνικό έδαφος και συγκινεί όλο και περισσότερες (και μέχρι πρότινος μάλλον αδιάφορες) συνειδήσεις.
Γι αυτήν την εξέλιξη συνέβαλαν και οι ενημερωτικές εκπομπές, κυρίως της πρωινής ζώνης, που με την επιμονή τους να παρουσιάζουν τα καθημερινά προσωπικά, αλλά και τα γενικότερα, ζητήματα των Εργασιακών Σχέσεων και του Κοινωνικού Κράτους, τα τοποθέτησαν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης. Η ενεργοποίηση των μικρομεσαίων αυτοαπασχολούμενων για την ανάπτυξη ενός σύγχρονου και επαρκούς Κοινωνικού Κράτους, τώρα που η κρίση χτυπά όλο και με μεγαλύτερη ένταση – αλλά και σε μεγαλύτερη έκταση – την τάξη τους, θα οδηγήσει σε μιαν υπολογίσιμη (και –γιατί όχι; -απροσπέλαστη)συμμαχία με την Εργατική Τάξη, υπό τη στενή έννοια, με δεδομένο ότι, πάνω από το μισό του πληθυσμού της μισθωτής εργασίας της χώρας παρέχεται σ’αυτούς. Μάλιστα δε, κατά την ελληνική και μεσογειακή ιδιαιτερότητα, οι δύο αυτές διαστρωματώσεις έχουν αναπτύξει μεταξύ τους πολύμορφους δεσμούς, ώστε σ’αυτό ακριβώς το εργασιακό και κοινωνικό πεδίο να παρατηρείται η μεγαλύτερη κινητικότητα, η οποία καθιστά την εναλλαγή των ρόλων σύνηθες φαινόμενο και τη διαδοχική ασφάλιση το συχνότερα απαντώμενο ζήτημα του Ασφαλιστικού. Αυτή η συνύφανση των συμφερόντων και της κοινής μοίρας θα απελευθερώσει πολλές δυνάμεις, αν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των οικείων χώρων κατανοήσουν τα νέα κοινά εισοδηματικά, οικονομικά, θεσμικά και πολιτικά συμφέροντα τους και συγκροτήσουν τις θεωρητικές τους πλατφόρμες, αλλά και το διεκδικητικό τους πλαίσιο, με βάση τα επίκοινα και ομοειδή χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα. Οι μεγάλες ρωγμές, που το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα προκαλεί στο κοινωνικό σώμα, η υπερσυσσώρευση παραγωγικών μέσων και πλούτου από την εσωτερική και υπερεθνική μεγαλοαστική τάξη, η αναπόδραστη προλεταριοποίηση της κάποτε ανερχόμενης μεσαίας τάξης, η κοινή πικρή τους διαπίστωση ως «γενιάς χρεωστών» και ο εγκλωβισμός τους στο τραπεζικό σύστημα, έχουν ξεθωριάσει τα παλιά και ευδιάκριτα κριτήρια των τάξεων και έχουν οδηγήσει σε ευρύτερες κατηγοριοποιήσεις και ανακατατάξεις.
Προ της κοινωνικής επιδείνωσης που επέρχεται (αφού η κρίση αντιμετωπίζεται με την ίδια περίπου συστημική λογική και οι συσχετισμοί στην Ε.Ε. δεν επιτρέπουν εναλλακτικές προσεγγίσεις και προγράμματα), πρέπει οι Κοινωνικές Συμμαχίες να σφυρηλατηθούν με ρεαλιστικές και πρόσφορες στοχεύσεις. Η κυριότερη μπορεί, και πρέπει να είναι, η αποτροπή της απορρύθμισης του Κοινωνικού Κράτους και του Ασφαλιστικού Συστήματος.
Η λογική της αναδιανομής της φτώχειας, που αναρριπίζει τις ενδοστρωματικές διαφορές, πρέπει να αποβληθεί ως επιζήμια και διαλυτική. Γιατί, αν η πολιτική των όλο και λιγότερων εισροών πόρων προς το Κοινωνικό Κράτος θεωρηθεί μια αυτονόητη και νομιμοποιημένη επιλογή -ενόψει των προτεραιοτήτων του νεοφιλελευθερισμού και της νεοσυντηρητικής δημοσιονομικής διαχείρισης-, τότε το επόμενο αυτόθροο βήμα είναι η αναδιανομή των απομειούμενων εσόδων και η εξίσωση όλων προς τα κάτω.
Σ’αυτή την απευκταία περίπτωση, το μεν Κοινωνικό Κράτος θαγίνει για τους πολλούς ένα άθροισμα ευεργεσιών συλλογικής ελεημοσύνης, ανεπαρκών να εξασφαλίσουν μια μετρημένη και αξιοπρεπή ζωή, το δε Ασφαλιστικό Σύστημα ένα φιλόπτωχο Ταμείο βικτωριανής εποχής, από το οποίο μόνον οι λίγοι και κατέχοντες θα έχουν τη δυνατότητα να αποδράσουν, είτε προς τα Επαγγελματικά Ταμεία είτε προς την ιδιωτική ασφάλιση.
Επιβάλλεται, λοιπόν, η σύναψη ενός νέου Κοινωνικού Συμβολαίου. Απαιτείται επειγόντως ένας ρωμαλέος ανασχεδιασμός των υποσυστημάτων του Κοινωνικού Κράτους, πρωτίστως του Ασφαλιστικού. Για πρώτη φορά, έπειτα από πολλές δεκαετίες, τα μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα συμφέροντα των μικρομεσαίων συμπίπτουν, ή είναι πολύ κοντά, με αυτά των μισθωτών. Για πρώτη φορά αναδύεται με τόση ευκρίνεια η στοιχειακή υπαρκτική τους ταξική συγγένεια.
Αλλά η αξιοποίηση αυτού του νέου, κοινού, ταξικού – ή έστω διαστρωματικού – αποθέματος προϋποθέτει και καθίδρυση νέων οργανωτικών δομών, επί τη βάσει των σύγχρονων ενοποιητικών στοιχείων, που είναι περισσότερα των αποκλινόντων. Και αυτή τη νέα οργάνωση πρέπει να την τολμήσουν όλοι όσοι έχουν την ευθύνη της εκπροσώπησης των επαγγελματικών τους τάξεων ή των Εργατικών Ενώσεων.