Στη διάρκεια του 18ου αιώνα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής συνέβησαν διάφορες και ραγδαίες εξελίξεις, έτσι που η Αμερική έμοιαζε να παίρνει ταχύρρυθμα μαθήματα Ιστορίας.
Μια ελληνική λεπτομέρεια
Όπως είδαμε μόλις πιο πάνω, οι ΗΠΑ είχαν εχθροπραξίες με τους Άγγλους στη διάρκεια του ναυτικού αποκλεισμού. Τότε έπλευσε προς τη Μεσόγειο μια αμερικανική μοίρα υπό τον πλοίαρχο Stephen Decatur. Αυτή η ναυτική δύναμη παρέμεινε στη Μεσόγειο, όπου μάλιστα διευθέτησε επιτυχώς και μια διαφορά με τους Βερβερίνους πειρατές στο Αλγέρι, οι οποίοι είχαν θίξει εμπορικό πλοίο αμερικανικών συμφερόντων. Η αμερικανική αυτή μοίρα έπλεε στη Μεσόγειο όλα τα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης εναντίον του τουρκικού ζυγού. Τότε ο πλοίαρχος εκδήλωσε το έντονο ενδιαφέρον του να αγοράσει ένα ελληνικό νησί προκειμένου να το προσαρτήσει στις ΗΠΑ. Το νησί αυτό θα αποτελούσε ναυτική βάση των ΗΠΑ και σκεφτόταν να είναι ένα μεταξύ της Κέας, της Πάρου και της Μήλου. Άρα μάλλον θα πρέπει να θεωρήσουμε αφελή την άποψη εκείνη που θέλει τους Αμερικανούς να ενδιαφέρονται για τη ναυτική βάση της Σούδας την εποχή που η χώρα εντάχθηκε στο ΝΑΤΟ.
Αμερικανική εξωτερική πολιτική
Το 1823 η γνωστή μας Ιερή Συμμαχία σχεδίαζε να επέμβει προκειμένου να καταστείλει τις εξεγέρσεις στις ισπανικές αποικίες. Τότε ο πέμπτος μόλις πρόεδρος των ΗΠΑ Τζέιμς Μονρόε έμεινε στην ιστορία γιατί διετύπωσε το γνωστό δόγμα Μονρόε, βάσει του οποίου ήθελε να αποτρέψει περαιτέρω εμπλοκή των ευρωπαϊκών δυνάμεων στην αμερικανική ήπειρο. «Οι ΗΠΑ δεν ανέχονται και δεν επιτρέπουν επέμβαση από άλλη ήπειρο στην Αμερική». Ωστόσο αυτό το δόγμα ουδόλως βασιζόταν στην αρχή της αμοιβαιότητας, όπως θα προσέτρεχε να συμπεράνει ένας βιαστικός κριτής της Ιστορίας. Έτσι, προς αποφυγή παρεξηγήσεων, οι σεβαστές και ολοένα επεκτεινόμενες ΗΠΑ έσπευσαν να διευκρινίσουν λίγα χρόνια αργότερα διά στόματος επίσης του προέδρου τους Τζάκσον το 1830 ότι οι ΗΠΑ διατηρούν το αναφαίρετο δικαίωμα «να επεμβαίνουν όπου κρίνουν ότι πρέπει να προστατευθούν η Ελευθερία, η Δημοκρατία και τα συμφέροντά τους». Έτσι καταλύεται και τυπικά η περίφημη υποθήκη του Ουάσιγκτον περί ουδετερότητας.
Η αρχή του «αμερικανικού ονείρου»
Είμαστε στον 18ο αιώνα και ήδη οι ΗΠΑ αρχίζουν να δέχονται ένα πρωτοφανές μεταναστευτικό κύμα, όπου μέσα σε περίπου εξήντα χρόνια αποβιβάστηκαν στις ακτές της χώρας περί τα είκοσι εκατομμύρια Ευρωπαίων. Ο Ατλαντικός γέμισε, λόγω βιομηχανικής επανάστασης, με ατμοκίνητα πλέον πλεούμενα που αντικαθιστούσαν τα παρωχημένα πλέον ιστιοφόρα, φορτωμένα με μετανάστες από κάθε χώρα, που μαζί με τις φτωχές αποσκευές τους κουβαλούσαν πλούσια όνειρα για μια καλύτερη ζωή, δημιουργώντας έτσι τον αμερικανικό μύθο που θα κορυφωθεί και θα αντικατασταθεί αργότερα με το «αμερικανικό όνειρο». Οι περισσότεροι από τους μετανάστες κατάγονταν από τη «μητέρα πατρίδα», την Αγγλία, η οποία εκείνη την εποχή βρισκόταν σε πλήρη δημογραφική έκρηξη. Μαζί τους κατέφθαναν και οι άσπονδοι γείτονες Ιρλανδοί, οι οποίοι είχαν αποδυναμωθεί εξαιτίας της αγγλικής κατοχής και του λιμού. Ακολουθούσαν οι Γερμανοί, μάλιστα η γλώσσα της Μεσοδυτικής Αμερικής ήταν για πολλά χρόνια τα γερμανικά, και οι μετανάστες από τις σκανδιναβικές χώρες. Κατά κύματα συνέρεαν Ισπανοί, Πορτογάλοι και Ιταλοί, όπως και από ανατολικότερες περιοχές της Ευρώπης, τη Ρωσία, την Πολωνία και την Ελλάδα. Η Αμερική της ελευθερίας βρισκόταν στο απόγειό της όταν απέκτησε και το απόλυτο σύμβολό της, το άγαλμα της Ελευθερίας, που κατασκευάστηκε στη Γαλλία, μιας και υπήρξε δώρο της γαλλικής κυβέρνησης στον λαό του νέου κόσμου από τον γλύπτη Μπαρτολίνι. Το άγαλμα αυτό στήθηκε το 1886 μπροστά από το Μανχάταν και αποτελεί από τότε το ισχυρό σύμβολο του αμερικανικού ονείρου. Με τους μετανάστες η χώρα άλλαξε την πληθυσμιακή της σύνθεση, η οποία μέχρι εκείνη τη στιγμή αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από διαμαρτυρόμενους Άγγλους και μαύρους δούλους. Τότε η Καθολική Εκκλησία έθεσε γερά θεμέλια για να εξελιχτεί σε κυρίαρχη αμερικανική θρησκεία.
Βόρειοι και Νότιοι
Εκείνη την περίοδο ήταν που ξέσπασε η μεγαλύτερη κρίση στην ιστορία του νεοσύστατου ομόσπονδου κράτους των ΗΠΑ. Το μεγαλύτερο μεταναστευτικό κύμα το δέχτηκαν οι νότιες πολιτείες, οι οποίες βρίσκονταν στα χέρια των ιδιοκτητών τεραστίων φυτειών που τις καλλιεργούσαν με νέγρους δούλους δίχως κανένα ανθρώπινο δικαίωμα. Αντίθετα στις βόρειες πολιτείες ο πληθυσμός αποτελούνταν από ελεύθερους εργάτες και εμπόρους. Εκεί αναπτύσσονταν οι μεγάλες πόλεις, όπως η Νέα Υόρκη και η Βοστώνη. Τα συμφέροντα των μεν και των δε ήταν αλληλοσυγκρουόμενα. Οι καλλιεργητές του Νότου ήθελαν να εξάγουν στις αγορές απρόσκοπτα το βαμβάκι που καλλιεργούσαν, ενώ αντίθετα οι βιομήχανοι του Βορρά ήθελαν να προστατεύσουν τις δικές τους βιομηχανίες από τον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό. Τις διαφορές ωστόσο στα συμφέροντα επέτειναν εκρηκτικά και οι διαφορετικές νοοτροπίες που πρέσβευαν οι αριστοκράτες του Νότου με τους αστούς του Βορρά. Αφορμή για την αναπόφευκτη ρήξη έφερε η εκλογή στην αμερικανική προεδρία του Αβραάμ Λίνκολν, που υπήρξε δηλωμένος εχθρός της δουλείας. Έτσι το 1860 οι πολιτείες του Νότου αποσχίστηκαν και σχημάτισαν μια συνομοσπονδία δώδεκα πολιτειών του Νότου με πρόεδρο τον Τζέφερσον Ντέιβς. Αν και ως αιτία του πολέμου υπήρξε η κατάργηση της αισχρής δουλείας, το βασικό θέμα το οποίο έθεσαν οι ομόσπονδοι ήταν το δικαίωμα της απόσχισης που δεν προβλεπόταν από το αμερικανικό Σύνταγμα. Τότε η Αμερικανική Ένωση, διαβλέποντας, πολύ σωστά, ότι το αίτημα της απόσχισης δυναμίτιζε την ίδια την ύπαρξη των ΗΠΑ, αρνήθηκε να τους παραχωρήσει αυτό το δικαίωμα και έτσι ξεκίνησε ο αιματηρός ενδοαμερικανικός πόλεμος, ο οποίος διήρκεσε από τις 18 Απριλίου του 1861 έως τις 14 Απριλίου του 1865.