Το ζήτημα της εκπαίδευσης στο νεοσύστατο κρατίδιο άργησε να απασχολήσει την Αντιβασιλεία· σε μιαν υπό σύσταση χώρα, όπου επικρατούσε το χάος, είναι λογικό η εκπαίδευση να μην αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.
Το ζήτημα της εκπαίδευσης στο νεοσύστατο κρατίδιο άργησε να απασχολήσει την Αντιβασιλεία· σε μιαν υπό σύσταση χώρα, όπου επικρατούσε το χάος, είναι λογικό η εκπαίδευση να μην αποτελεί πρώτη προτεραιότητα.
Ένα από τα δυσκολότερα ζητήματα που αντιμετώπισε η Αντιβασιλεία, ήταν το ζήτημα της εκπαίδευσης, το οποίο γινόταν ακόμα πιο πολύπλοκο απ’ ότι ήταν, γιατί το νεοσύστατο κρατίδιο βρέθηκε αιφνιδίως κληρονόμος της πιο πολύτιμης πνευματικής κληρονομιάς που διέθετε η ανθρωπότητα… Αίφνης, οι άρτι απελευθερωθέντες πληθυσμοί της χώρας κρατούσαν στα χέρια τους τον πιο λεπτεπίλεπτο πολιτισμό που ανέδειξε η Ιστορία. Πριν από όλα, λοιπόν, όφειλαν να μάθουν γραφή κι ανάγνωση, προκειμένου να υπερασπιστούν την πιο ουσιαστική και αδιαμφισβήτητη κληρονομιά τους: τη γλώσσα τους.
Το πρώτο εκπαιδευτικό βήμα
Οι Βαυαροί, με το διάταγμα της 6ης Φεβρουαρίου 1834, δημιουργούν το πλαίσιο λειτουργίας των δημοτικών σχολείων. Αυτό το διάταγμα θα αποτελέσει και την απαρχή της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στη χώρα. Η αλήθεια είναι ότι η πρωτοβάθμια εκπαίδευση απασχόλησε τους Βαυαρούς ελάχιστα και αυτό γιατί δεν έβλεπαν σε αυτό κάτι που θα τους ωφελούσε άμεσα και αποτελεσματικά. Ταυτόχρονα, είναι αλήθεια ότι, για να λειτουργήσει ακόμα και το πιο στοιχειώδες εκπαιδευτικό σύστημα, πρέπει να υπάρχουν κάποιες υποτυπώδεις προϋποθέσεις, τις οποίες δεν διέθετε το υπό σύσταση ελληνικό κράτος. Με έμπνευση του Μάουερ αποφασίστηκε ως πρώτο βήμα η ίδρυση δημοτικών σχολείων σε όλους τους δήμους της χώρας. Η εκπαίδευση ορίστηκε να είναι επταετής και υποχρεωτική για όλα τα παιδιά της χώρας ενώ ταυτόχρονα οι δήμοι αναλάμβαναν τη διατήρηση των σχολείων. Οι ευθύνες που αναλάμβαναν οι δήμοι ήταν μεγάλες ενώ ταυτόχρονα οι δυνατότητές τους ελάχιστες, πράγμα που ήταν εις γνώσιν της Αντιβασιλείας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η παιδεία ώς τότε ήταν οργανωμένη γύρω από τον ιερέα της κοινότητας, με τρόπο μάλιστα ώστε να αποκτούν οι ιερείς ένα συμπληρωματικό εισόδημα. Έτσι, η διάδοση του θεσμού των δασκάλων, πέρα από τις αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπιζε εκ των πραγμάτων, ερχόταν και σε αντίθεση με τα μικροσυμφέροντα των ιερέων. Και είναι γνωστό ακόμα και στις μέρες μας το πόσο μεγάλο κακό μπορούν να προξενήσουν τα μικρά συμφέροντα. Έτσι, ως λύση υιοθετήθηκε η αλληλοδιδακτική μέθοδος, που ελαχιστοποιούσε τον αριθμό των δασκάλων μειώνοντας αναλόγως και το κόστος της εκπαίδευσης. Ωστόσο, το διάταγμα του ’34 προέβλεψε την ίδρυση διδασκαλείου για την εκπαίδευση των δασκάλων που θα αναλάμβαναν το ασήκωτο βάρος της εκπαίδευσης ενός απαίδευτου λαού. Μνημονεύουμε, αποδίδοντας τιμές, τον Ι. Κοκκώνη ως πρώτο διευθυντή και σημαντικό παιδαγωγό του ελληνικού κράτους. Οι αδυναμίες της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης ήταν μεγάλες όπως και οι δυσκολίες εφαρμογής ενός σχεδίου που έπρεπε να εφαρμοστεί πάνω σε μια σχεδόν πρωτόγονη αγροτική κοινωνία που δεν μπορούσε εξ αντικείμενου να κατανοήσει τα πλεονεκτήματα της μόρφωσης και την αναγκαιότητά της, μια η εκπαίδευση δεν έλυνε κανένα από τα βασικά πρακτικά της προβλήματα. Οι αγρότες προτιμούσαν να κρατούν τα παιδιά στις δουλειές των αγρών παρά να τα στέλνουν να «χάνουν τον χρόνο τους» στα σχολεία. Επίσης, το δίχως άλλο προτιμούσαν το εκπαιδευτικό σύστημα που βασιζόταν στον ιερέα παρά το καινοφανές με τον δάσκαλο. Έτσι, σύμφωνα με στοιχεία, το 1855-56 περίπου τριακόσια γραμματοδιδασκαλεία εκπαίδευαν 10.000 μαθητές, ταυτόχρονα με πεντακόσια περίπου αλληλοδιδακτικά σχολεία με 41.597 μαθητές. Ο αριθμός των μαθητών με τη συνθήκη της εκπαίδευσης εκείνη την εποχή θα πρέπει να ληφθεί υπό όψη με ιδιαίτερη επιφύλαξη. Η αναποτελεσματικότητα και τα προβλήματα της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αποδεικνύονται και από το ιδιαίτερα μεγάλο ποσοστό αναλφαβητισμού της χώρας στα τέλη του 19ου αιώνα. Βασικοί παράγοντες αυτής της αποτυχίας ήταν η αδυναμία αλλά συχνά και η απροθυμία των δήμων να επωμιστούν την εκπαιδευτική δαπάνη, όπως και η ελάχιστα ελκυστική επαγγελματική αποκατάσταση των δασκάλων. Το 1855 έγινε μια προσπάθεια από το ελληνικό κράτος να προσελκύσει δασκάλους προκαταβάλλοντας τους μισθούς τους. Στις μεγαλουπόλεις, πάλι, οι χαμηλές αμοιβές των δασκάλων και των καθηγητών ώθησαν τους περισσότερους από αυτούς να βρουν βιοποριστική διέξοδο στα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, υποσκάπτοντας σοβαρά με τον τρόπο αυτόν τη φυσιολογική λειτουργία της δημόσιας εκπαίδευσης.
Το δεύτερο εκπαιδευτικό βήμα
Η συνέχιση της προσπάθειας των Βαυαρών για τη συγκρότηση ενός εκπαιδευτικού συστήματος στη χώρα μας, έγινε με το διάταγμα της 31ης Δεκεμβρίου 1836. Έτσι, τέθηκε σε λειτουργία η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, την οποία αποτελούσαν το «Ελληνικό σχολείο» με τρεις τάξεις και το «Γυμνάσιο» με τέσσερις. Κάθε επαρχία όφειλε να διαθέτει ένα Ελληνικό σχολείο και κάθε νομός ένα Γυμνάσιο. Οι ρυθμίσεις αυτές αφορούσαν μοιραία τα παιδιά των μεγάλων πόλεων, μια και τότε ήταν ακόμα απίθανο κάποιος από αγροτική περιοχή να τελειώσει το δημοτικό και να συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποια αστική περιοχή. Την εκπαιδευτική περίοδο 1855-56 το σύνολο των μαθητών στα δημοτικά ανερχόταν, όπως είδαμε, σε 41.597 ενώ στα Ελληνικά σχολεία περιοριζόταν δραματικά τους 4.224, από τους οποίους έλαβαν απολυτήριο μόλις οι 441. Στα δε Γυμνάσια, οι μαθητές ανέρχονταν στους 1.188 – κι αυτοί που πήραν απολυτήριο ήταν μόνο 102. Όπως μας βεβαιώνουν οι αριθμοί, τα παιδιά που συνέχιζαν τις σπουδές τους ήταν ελάχιστα. Παράλληλα, ήταν ασαφείς οι όροι με τους οποίους περνούσε ο μαθητής από την πρωτοβάθμια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αντίθετα, στη δευτεροβάθμια τα πράγματα ήταν πιο ξεκάθαρα, μια και βασίζονταν σε μια σειρά εξετάσεων. Ωστόσο, ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις (όπως για παράδειγμα να δοθεί μια πρακτικότερη μορφή στην εκπαίδευση) τα προβλήματα ήταν αξεπέραστα μπροστά στην έλλειψη του ανθρώπινου δυναμικού που θα υλοποιούσε τα φιλόδοξα σχέδια.
Το τρίτο εκπαιδευτικό βήμα
Το 1837 είναι η χρονιά που δημιουργείται το Πανεπιστήμιο Αθηνών, το οποίο απαρτίζουν τέσσερις σχολές: Η Θεολογική, η Ιατρική, η Νομική και η Φιλοσοφική. Οι φιλοδοξίες του Πανεπιστημίου και των καθηγητών του σίγουρα ξεπερνούσαν τις υπάρχουσες δυνατότητες του κράτους… Το Πανεπιστήμιο καθυστέρησε πολύ να παίξει ουσιαστικά τον ρόλο για τον οποίο ιδρύθηκε. Πέρασαν πολλά χρόνια από την ίδρυσή του για να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι πτυχιούχοι. Μαζί με όλες τις δυσκολίες καταγράφεται και η αδιαφορία των καθηγητών, οι οποίοι προσέβλεπαν σε άλλες κρατικές θέσεις μέσω του Πανεπιστημίου. Επίσης, ένας ανασταλτικός παράγων στην καλή λειτουργία του ήταν το υψηλό κόστος φοίτησης – που καθιστούσε άθλο την αντιμετώπισή του από μικρά ή μεσαία εισοδήματα.
Συμπερασματικά, η δημοτική εκπαίδευση αναπτύχτηκε στις πλέον εύπορες και εμπορικά ανεπτυγμένες περιοχές της χώρας. Ακόμα, η μέση εκπαίδευση απευθυνόταν σχεδόν μοιραία σε περιορισμένους πληθυσμούς καθορίζοντας αρνητικά τις εξελίξεις του εκπαιδευτικού συστήματος. Η εκπαίδευση των χωρικών εκείνη τη χρονική συγκυρία δεν έπαιζε σπουδαίο ρόλο. Η μόρφωση προοριζόταν να επιτελέσει συγκεκριμένα έργα, όπως την κατανόηση της πειθαρχίας στους νόμους του κράτους ευρύτερα. Από την άλλη, πρέπει να δεχτούμε ότι το εκπαιδευτικό σύστημα που εφάρμοσαν οι Βαυαροί στο ελληνικό κράτος και λειτουργούσε ώς τα τέλη του 19ου αιώνα ήταν ένα ανοικτό σε όλους σύστημα, που δεν απέκλειε εκ προοιμίου κανέναν, πράγμα που λειτούργησε ευεργετικά για την εξέλιξη του συστήματος της εκπαίδευσης στην Ελλάδα.