Με την απουσία μιας σοβαρής ρωσικής ναυτικής παρουσίας στη Μαύρη Θάλασσα, η Μεγάλη Βρετανία έχανε το ενδιαφέρον της για το παλιό εκείνο θέμα του ελέγχου των Στενών. Η Γερμανία, από την άλλη, είχε ξεκινήσει να αποκτά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα στην Τουρκία, τα οποία αφορούσαν τη μελλοντική σιδηροδρομική γραμμή Βερολίνου – Βαγδάτης.
28 Ιουνίου – 4 Αυγούστου 1914
Με την απουσία μιας σοβαρής ρωσικής ναυτικής παρουσίας στη Μαύρη Θάλασσα, η Μεγάλη Βρετανία έχανε το ενδιαφέρον της για το παλιό εκείνο θέμα του ελέγχου των Στενών. Η Γερμανία, από την άλλη, είχε ξεκινήσει να αποκτά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα στην Τουρκία, τα οποία αφορούσαν τη μελλοντική σιδηροδρομική γραμμή Βερολίνου – Βαγδάτης.
Για τον ιστορικό της διπλωματίας το 1914 ήταν η πιο εκρηκτική απ’ όλες τις απαντήσεις στο αγαπημένο δύσκολο πρόβλημα τόσο των πολιτικών όσο και των μελετητών: Το «Ανατολικό Ζήτημα», εκείνον τον παρατεταμένο αγώνα που ενέπλεκε την αντιπαλότητα των Μεγάλων Δυνάμεων και τον βαλκανικό εθνικισμό, για να οδηγηθεί η Οθωμανική Αυτοκρατορία έξω από την Ευρώπη. Το ερώτημα ήταν: «Μετά τον Τούρκο, ποιος;». Ήταν ένας αγώνας κατά τον οποίο, για το μεγαλύτερο μέρος του 19ου αιώνα, η πιο επιθετική δύναμη ήταν η Ρωσία, ενώ η Αυστρία, ο χρόνιος αλλά και πιο ασταθής αντίπαλός της, με τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία έτειναν να ταχθούν εναντίον της Ρωσίας. Η «Εγγύς Ανατολή» (σε αντίθεση με τις παραλλαγές «Μέση» και «Άπω Ανατολή», η ορολογία αυτή υπέπεσε σε αχρηστία) ήταν επίσης ένα μέρος που προσφερόταν για να γίνει ένα ναυτικός πόλεμος – τίποτα δεν ήταν πιο εύκολο για τον Βρετανικό Στόλο από το να πλεύσει από το Γιβραλτάρ στα Δαρδανέλια –, αν και ήταν ένα ανθυγιεινό μέρος για τους στρατιώτες, όπως ανακάλυψαν στη Σεβαστούπολη το 1854-55 όλοι οι εμπλεκόμενοι και ύστερα πάλι στην Καλλίπολη 60 χρόνια αργότερα. Οι Ρώσοι επίσης έζησαν το πρόβλημα το 1977, όταν η προέλασή τους προς την Κωνσταντινούπολη αναχαιτίστηκε στην Πλέβνα, μειώνοντας έτσι (ενν. για τις Δυτικές Δυνάμεις) τον κίνδυνο ενός δεύτερου Κριμαϊκού Πολέμου.
Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η Πρωσία και μετά η Γερμανία δεν έπαιξαν σχεδόν κανέναν ρόλο σε αυτό το δράμα. Ο Μπίσμαρκ προφύλαξε σοφά τους Πομερανούς γρεναδιέρους του, για να τους χρησιμοποιήσει σε πιο βόρεια κλίματα. Στα τέλη του αιώνα, ωστόσο, υπήρξε μια νέα ευθυγράμμιση. Με την απουσία μιας σοβαρής ρωσικής ναυτικής παρουσίας στη Μαύρη Θάλασσα, η Μεγάλη Βρετανία έχανε το ενδιαφέρον της για το παλιό εκείνο θέμα του ελέγχου των Στενών. Η Γερμανία, από την άλλη, είχε ξεκινήσει να αποκτά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα στην Τουρκία, τα οποία αφορούσαν τη μελλοντική σιδηροδρομική γραμμή Βερολίνου – Βαγδάτης. Αυτό που είναι ίσως πιο σημαντικό είναι πως τα βαλκανικά κράτη, που είχαν αποκτήσει (ή τους είχε δοθεί) ανεξαρτησία από την οθωμανική κυριαρχία τον 19ο αιώνα, ξεκίνησαν να ακολουθούν πολιτικές οι οποίες ήταν πιο επιθετικές και πιο αυτόνομες. Το 1886 η Ρωσία μπόρεσε να απαγάγει τον Βούλγαρο βασιλιά, όταν αυτός έδειξε σημάδια ότι θα ακολουθούσε μια δική του πολιτική (ακόμα και αν αυτή η πολιτική δεν διέφερε και πολύ από εκείνη της Ρωσίας για τη δημιουργία μιας «μεγάλης Βουλγαρίας»). Η κυβέρνηση της Σερβίας, ωστόσο, ποτέ δεν ήταν τόσο υποταγμένη στην Αγία Πετρούπολη και η πολιτική της ήταν επιθετικά εθνικιστική και επεκτατική. Αυτό που είχε κάνει η Ελλάδα στην Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα τη δεκαετία του 1820, το Βέλγιο στη Φλάνδρα τη δεκαετία του 1830, το Πεδεμόντιο στην Ιταλία τη δεκαετία του 1850 και η Πρωσία στη Γερμανία τη δεκαετία του 1860, αυτό ήταν εκείνο που οι Σέρβοι ήθελαν να κάνουν στα Βαλκάνια την πρώτη δεκαετία του 1900: Να επεκτείνουν την επικράτειά τους στο όνομα του «νοτιοσλαβικού» εθνικισμού.
Ωστόσο, η επιτυχία ή αποτυχία των μικρών κρατών να αποκτήσουν ανεξαρτησία ή να διευρυνθούν πάντα εξαρτιόταν από το στερέωμα της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων. Εκείνο που είχε σημασία ήταν η ισορροπία ή η έλλειψη ισορροπίας μεταξύ της «πενταρχίας» των Μεγάλων Δυνάμεων του Λέοπολντ φον Ράνκε. Έτσι, οι Έλληνες και οι Σέρβοι σημείωσαν (μερική) επιτυχία εναντίον των Τούρκων τη δεκαετία του 1820, μόνο μέχρι το σημείο που τους επέτρεψαν οι Μεγάλες Δυνάμεις. Χαρακτηριστικό του τρόπου με τον οποίο δημιουργούνταν νέα κράτη ήταν η διεθνής συμφωνία του 1830, η οποία μετέτρεψε την Ελλάδα σε μια πειθήνια μοναρχία με έναν Γερμανό βασιλιά. Το ίδιο συνέβη και στη δεκαετία του 1830, όταν οι Βέλγοι αποσκίρτησαν από την Ολλανδία: Μόνο το 1839, τα αντικρουόμενα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων εναρμονίστηκαν στη μοιραία συμφωνία, ουδετεροποιώντας το νέο κράτος. Η δημιουργία της Ρουμανίας από τις επαρχίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας το 1856 – η μόνη παρατεταμένη συνέπεια του κριμαϊκού χάους – ήταν άλλη μια τεράστια περίπτωση.
Το Πεδεμόντιο και η Πρωσία, αντιθέτως, απολάμβαναν τις διαφωνίες και την αδιαφορία της παγκόσμιας κοινότητας. Ο Καβούρ έφτιαξε τη βορειοϊταλική συνομοσπονδία με την υποστήριξη του Ναπολέοντα Γ’. Η επακόλουθη απόκτηση του Παπικού Κράτους, της Νάπολης και της Σικελίας ήταν μια από τις σπάνιες περιπτώσεις που οι λίγοι πραγματικοί εθνικιστές – με τη μορφή των «Χιλίων» του Γκαριμπάλντι – επικράτησαν. Η Πρωσία δημιούργησε το γερμανικό Ράιχ εν μέρει κατατροπώνοντας τη Δανία, την Αυστρία και τη Γαλλία, κυρίως όμως επειδή η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία δεν είχαν καμία ένσταση. Η ανεξαρτησία της Βουλγαρίας ήταν ένα ρωσικό σχέδιο, που περιορίστηκε κλιμακωτά από τις βρετανικές απειλές για παρέμβαση: Έτσι προέκυψε το βραχύβιο κρατίδιο (του τύπου της μυθιστορηματικής «Ρουριτανίας») της Ανατολικής Ρωμυλίας και η συνέχιση της οθωμανικής κυριαρχίας στη Μακεδονία. Αργότερα, η Νορβηγία κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Σουηδία χωρίς να νοιάζεται κάποια άλλη χώρα. Σημάδι για το πόσο ανεκμετάλλευτο έμεινε το επαναστατικό δυναμικό ήταν πως τα περισσότερα κράτη ήταν μοναρχίες και στους περισσότερους νέους θρόνους είχαν τοποθετηθεί γόνοι των εδραιωμένων βασιλικών οίκων. Μόνο δύο νέες Δημοκρατίες εδραιώθηκαν στην Ευρώπη. Η Γαλλική το 1870 και η Πορτογαλική το 1910 – και οι δύο σε μακρά εδραιωμένα έθνη – κράτη.
Το κείμενο είναι από το βιβλίο του Nial Ferguson «Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος – Στρατιωτική, διπλωματική, οικονομική και κοινωνική ιστορία, 1914-1918»
Μετάφραση: Καρολίνα Χάγερ, εκδόσεις: Ιωλκός, σελ.: 873
Xenofonb@gmail.com