ΤΡΙΤΗ 30.04.2024 05:53
MENU CLOSE

Αλλαγή πολιτικής στο μεταναστευτικό

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 1898
06-01-2015
09.01.2016 04:00

Ο πρώτος χρόνος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛΛ κύλησε υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και, αν μη τι άλλο, με προβλήματα των οποίων τις συνέπειες θα ζήσουμε έντονα και τα επόμενα χρόνια. 

Ο πρώτος χρόνος διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛΛ κύλησε υπό εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες και, αν μη τι άλλο, με προβλήματα των οποίων τις συνέπειες θα ζήσουμε έντονα και τα επόμενα χρόνια. 
 
Ένα εξ αυτών – ίσως το κορυφαίο – ήταν το μεταναστευτικό. Ας δούμε πρώτα τι έγινε το 2015: 
 
◆ Από τον Ιανουάριο έως τον Ιούλιο με την περιπέτεια της επτάμηνης διαπραγμάτευσης, του δημοψηφίσματος, του κλεισίματος των τραπεζών, των capital controls, της διάσπασης του κόμματος και των εκλογών. 
◆ Από τον Σεπτέμβριο και ύστερα με την «εμπροσθοβαρή» εφαρμογή ενός ολόκληρου μνημονίου και τη σχεδόν αποκλειστική νομοθέτηση μνημονιακών «μεταρρυθμίσεων» σε έκταση πρωτόγνωρη την τελευταία πενταετία.
 
Στη διάρκεια αυτής της χρονιάς όχι μόνο δεν είδαμε μέτρα και μεταρρυθμίσεις εκτός μνημονίου – πλην ελαχίστων περιπτώσεων, όπως το σύμφωνο συμβίωσης για τα ομόφυλα ζευγάρια –, αλλά, αντιθέτως, κατ’ επανάληψη η κυβέρνηση, υπό την πίεση των δανειστών, αναγκάστηκε να πάρει πίσω ή να αφυδατώσει τα περισσότερα από όσα σχετίζονταν με αυτό που η ίδια και ο ΣΥΡΙΖΑ ονόμασαν «παράλληλο πρόγραμμα», «πρόγραμμα ανακούφισης» κ.λπ.
 
Υπό τις συνθήκες αυτές, ούτε οι υπουργοί προχώρησαν σε ευρείες μεταρρυθμίσεις εκτός μνημονιακής ατζέντας ούτε μεγάλα ζητήματα, όπως το προσφυγικό, αντιμετωπίστηκαν με έναν ορθολογικό, σχεδιασμένο και αποτελεσματικό τρόπο. Κορυφαίο σε αυτήν την κατηγορία το τεράστιας έντασης και έκτασης προσφυγικό και μεταναστευτικό κύμα, το οποίο ενδέχεται τα επόμενα χρόνια να αποδειχθεί βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής κοινωνίας.
 
Άγνοια κινδύνου
 
Το τεράστιο αυτό ζήτημα πέρασε από πολλές αναταράξεις, με κυρίαρχη όμως την τάση της κυβέρνησης να «διαβάζει» το πρόβλημα αποκλειστικά ως προσφυγικό και ανθρωπιστικό. Οι αιτίες γι’ αυτό ήταν κάμποσες:
 
1. Η Ελλάδα – παρά τις επί τριετία προειδοποιήσεις των υπηρεσιών του ΟΗΕ – βρέθηκε αθωράκιστη μπροστά σε ένα κύμα που ξεπερνούσε τις υποδομές και τις επιχειρησιακές δυνατότητές της. Η πρώτη επαφή του ΣΥΡΙΖΑ με το πρόβλημα δεν θα μπορούσε παρά να χαρακτηριστεί από ιδεολογικές προσεγγίσεις με αποτέλεσμα ένα απίστευτο επιχειρησιακό αλαλούμ, το οποίο εντοπίστηκε τόσο στο πολιτικό – κυβερνητικό όσο και στο επιχειρησιακό πεδίο.
 
2. Η πρώτη πολιτική επιδίωξη της κυβέρνησης ακολούθησε την πεπατημένη οδό μίας δεκαετίας και πλέον, η οποία δημιουργήθηκε επί κυβερνήσεων Σημίτη και συμπυκνώθηκε στο ελληνικό αίτημα η Ευρώπη να δημιουργήσει μια ενιαία πολιτική υποδοχής και να μοιραστεί τα βάρη των μεταναστευτικών ροών. 
 
Η αρχική στάση και διάθεση της Γερμανίας ενθάρρυνε και την ελληνική κυβέρνηση να προβάλλει επί μήνες αποκλειστικά την προσφυγική και ανθρωπιστική διάσταση και να επενδύει στην «ευρωπαϊκή αλληλεγγύη». Οι πολιτικές εμπλοκές στην Ευρώπη όμως πέταξαν στα σκουπίδια κάθε τέτοια προοπτική και η Ελλάδα έχασε πολύτιμο χρόνο. 
 
Μετά την αρχική εικόνα σύμπνοιας, η Ευρώπη – και ιδιαιτέρως η Γερμανία –, πανικόβλητη από τις πολιτικές συνέπειες στο εσωτερικό της, αποφάσισε εν τέλει, προ του κινδύνου να εμφανιστεί πρακτικά διασπασμένη, με τεράστιο κόστος για τη διατήρηση της στοιχειώδους εικόνας ενότητας, να πέσει στα πόδια της Τουρκίας, να ικανοποιήσει σχεδόν κάθε απαίτησή της και ταυτοχρόνως να μετατρέψει την Ελλάδα σε αποθήκη μεταναστών με αποκλειστικό στόχο να καθυστερήσει ή και να αποτρέψει το κύμα μαζικής εισόδου προσφύγων και μεταναστών στο εσωτερικό της.
 
Από την πλευρά της η Τουρκία, χωρίς να υπόσχεται κάτι συγκεκριμένο και σαφές στους Ευρωπαίους, ενεργοποίησε την παραδοσιακά καλή σχέση της με τη Γερμανία, έθεσε στο τραπέζι τον κοινό έλεγχο των θαλάσσιων ελληνοτουρκικών συνόρων, ζήτησε μια γενναία οικονομική ενίσχυση και διεκδίκησε το άνοιγμα κεφαλαίων τής θαμμένης στον βάλτο διαδικασίας ένταξής της στην Ε.Ε. Ωστόσο ακόμη και σήμερα συνεχίζει να «ξεφορτώνει» χιλιάδες μετανάστες και πρόσφυγες στα ελληνικά νησιά.
 
3. Ο ΣΥΡΙΖΑ – ασκημένος επί χρόνια αποκλειστικά στον ιδεολογικό λόγο περί «ανθρωπιστικού προβλήματος» – άργησε να δει το πολιτικό μέρος του προβλήματος και σπατάλησε πολύτιμο χρόνο στην προσπάθειά του να ανιχνεύσει το τοπίο και να βρει πολιτική, αλλά και να αντιμετωπίσει τις ιδεολογικές παραδοξολογίες απειράριθμων στελεχών του, τα οποία εξακολουθούσαν να αγνοούν ότι πλέον κυβερνούν και διαχειρίζονται τη μοίρα της χώρας και όχι τα ιδεολογικά χωράφια τους στο κόμμα.
 
Η δε ρητορική περί (αποκλειστικά) προσφυγικού ζητήματος και η άρνηση της πραγματικότητας περί μεταναστευτικού κύματος, μέρος του οποίου αποτελούσαν οι πρόσφυγες, έχει τις ρίζες της σε όλους τους παραπάνω παράγοντες. 
 
Ένα βασικό αποτέλεσμα της συνέργειας όλων αυτών των παραγόντων – ο καθένας από τον οποίο έχει δικό του ιδιαίτερο βάρος στο έως σήμερα αποτέλεσμα – είναι, μέχρι στιγμής, ότι η Ελλάδα απειλείται να μεταβληθεί όντως σε «αποθήκη ψυχών», την ίδια ώρα που η Τουρκία, με τη δυνατότητά της να ανοιγοκλείνει κατά βούληση την «κάννουλα» της ροής ανθρώπων, όχι μόνο αναβαθμίζει τη δική της θέση, αλλά και ασκεί τη μέγιστη δυνατή πίεση προς τη χώρα μας.
 
Ένα δεύτερο αποτέλεσμα είναι ότι η κυβέρνηση, από εκεί που η Ελλάδα είχε να αντιμετωπίσει «μόνο» το μεταναστευτικό – προσφυγικό, βρέθηκε μπροστά στην ανάγκη να διαχειρίζεται ταυτοχρόνως και εθνικά θέματα, ενώ αναγκάζεται να διαπιστώσει ότι η εξάρτησή της από τους δανειστές είναι δυνατόν να τη φέρει σε πολύ δύσκολη θέση καθώς οι πιέσεις τους μπορούν να επεκταθούν σε πολύ περισσότερα θέματα από το ασφαλιστικό, τα εργασιακά, τις τράπεζες, τις ιδιωτικοποιήσεις.
 
Με απλά λόγια, χώρα και κυβέρνηση πρέπει να διαπιστώσουν, ύστερα από πέντε χρόνια μνημονίων, ότι η Ελλάδα οφείλει να χαράσσει δική της πολιτική αντί να εξαρτάται από τα κέφια των δανειστών και ελεγκτών της, οι οποίοι αποδεικνύουν σε κάθε κρίσιμο θέμα ότι λειτουργούν με εθνικά κριτήρια και όχι με κάποιο φαντασιακό ενιαίο «ευρωπαϊκό» σκεπτικό. Ακόμη περισσότερο, οι συνεχείς παραχωρήσεις εθνικής κυριαρχίας υπό το βάρος αυτής της εξάρτησης δεν μπορεί να αφήσουν ανέγγιχτες τις μεγάλες εθνικές υποθέσεις. Όποιος το πιστεύει, είναι κάτι χειρότερο από αφελής.
 
Επείγουσα στροφή
 
Μπροστά σε αυτό το αδιέξοδο η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται υποχρεωμένη να αναθεωρήσει όχι μόνο τη ρητορική, αλλά και την πρακτική της. Αυτό έγινε απολύτως φανερό στις πρόσφατες ευρωπαϊκές Συνόδους Κορυφής, όπου η Ελλάδα βρέθηκε στο στόχαστρο για την «αδυναμία» της να ελέγξει τα σύνορά της. Ήδη άλλωστε βρισκόταν σε εξέλιξη το ευρωπαϊκό σχέδιο – με μπροστάρη την Κομισιόν του Γιούνκερ – για συνεργασία Ευρώπης και Τουρκίας.
 
Οι αποφάσεις για την άμεση ενίσχυση της Frontex, τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη ευρωπαϊκής συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής περισσότερο αποκαλύπτουν την αδυναμία της Ευρώπης να διαχειριστεί το πρόβλημα και το πιθανότερο είναι να αποδειχθούν εντελώς προσχηματικές και αμυντικές, με στόχο οι Ευρωπαίοι να κερδίσουν πολιτικό χρόνο.
 
Όμως για την Ελλάδα η κατάσταση είναι πλέον επείγουσα, καθώς το, κατ’ ουσίαν, σφράγισμα των εξόδων της χώρας μας προς την Ε.Ε. περιορίζει το προσφυγικό και μεταναστευτικό πρόβλημα σε ελληνικό, ακυρώνει την προσπάθεια να μετατραπεί σε ευρωπαϊκό και υποχρεώνει την κυβέρνηση να προσγειωθεί ανώμαλα σε αντιλήψεις, μέτρα και πρακτικές τα οποία μέχρι πριν από λίγο καιρό ξόρκιζε με σωρεία χαρακτηρισμών.
 
Κοινώς, έφτασε η ώρα ο σκληρός πραγματισμός να αντικαταστήσει την ιδεολογική προσέγγιση. Τη στροφή αυτή σηματοδοτεί με τον πιο καθαρό τρόπο ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας με τη συνέντευξή του στην «Αυγή» της περασμένης Κυριακής.
 
«Δεν αντέχουμε»
 
Κατ’ αρχάς ο υπουργός παραδέχεται, ορθώς, ότι η χώρα μας πάσχει από ανεπάρκειες «ως κυβέρνηση και κράτος στη διαχρονικότητά του, τις οποίες προσπαθούμε να βελτιώσουμε». Παραδέχεται ακόμη ότι «το 2016, αν δεν ληφθούν συνολικά μέτρα, θα έχουμε μεγαλύτερες δυσκολίες». Όμως η σημαντικότερη παραδοχή είναι άλλη, ίσως η βαρύτερη και πιο ρεαλιστική:
 
«Πρέπει να τεθεί το ερώτημα: Πόσους μπορούμε να δεχθούμε στην Ελλάδα; Εγώ απαντώ ότι η Ελλάδα δεν μπορεί να δεχθεί την προσφυγιά και τη φτώχεια όλου του κόσμου. Η Ελλάδα της κρίσης και της ανεργίας δεν μπορεί να δεχθεί ανεξέλεγκτο αριθμό μεταναστών χωρίς χαρτιά. Το λέω με καθαρή τη συνείδησή μου, όσο και αν η κράτηση ενός ανθρώπου είναι κάτι πάρα πολύ πικρό. Εμείς προσέχουμε να είναι ανθρώπινες οι συνθήκες κράτησης, οι κρατούμενοι μετανάστες να διατηρούν τα δικαιώματά τους».
 
Και λίγο παρακάτω: «Δεν έχουν νόημα τα μισόλογα: δεν μπορούμε να δεχθούμε μετανάστες ανεξέλεγκτα, ανεξάρτητα από αριθμό και από λόγους. Κάνουμε έναν ανθρώπινο διαχωρισμό, όσον αφορά οικογένειες, ευάλωτους και σε όσους θα μπορούσαν να έχουν προφίλ πρόσφυγα, δίνουμε σε όλους τα νόμιμα δικαιώματά τους: αίτηση ασύλου ή οικειοθελή για επαναπατρισμό. Αν δεν κάνουν τίποτε από τα δύο, η διέξοδος είναι ο επαναπατρισμός τους».
 
Για τον λόγο αυτόν άλλωστε επανέρχεται η κράτηση, ειδικά για τους προερχόμενους από το Μαγκρέμπ, η οποία «δεν είχε σταματήσει, είχε ανασταλεί. Τα προαναχωρησιακά κέντρα δεν έπαψαν να λειτουργούν. Όσο η ροή των προσφύγων και των μεταναστών δεν έβρισκε κλειστά σύνορα, υπολειτουργούσαν. Από τη στιγμή που έκλεισαν τα σύνορα, όσο και αν αυτό ακούγεται πικρό, δεν μπορεί παρά να υπάρξουν μέτρα περιορισμού της κατάστασης». 
 
Ένας από τους βασικούς λόγους για τους οποίους η Ελλάδα υποχρεώνεται να ξαναδεί εξ αρχής τα πλάνα της είναι ότι η μετεγκατάσταση προσφύγων δεν «τραβάει» και το κάρο μένει κολλημένο στη λάσπη. Χαρακτηριστική η περιγραφή του Μουζάλα:
 
«Κακή η εικόνα. Έχουμε 560 πρόσφυγες έτοιμους για μετεγκατάσταση και οι χώρες της Ε.Ε. μας έχουν δώσει μόνο 530 θέσεις. Έχουν γίνει αποδεκτά μονάχα 200 αιτήματά μας και τα άλλα καθυστερούν με διάφορους λόγους, με εθνικές απαιτήσεις. Μάλιστα σε ένα συμβούλιο είπε ο Αντζελίνο, ο Ιταλός ομόλογός μου, ότι με τους ρυθμούς αυτούς θα έχουμε κάνει μετεγκατάσταση το 3320. Οι απαιτήσεις έχουν σχέση με το ότι θα ήθελαν οι Σύροι να είναι ψηλοί, ξανθοί με γαλανά μάτια και πέντε μεταπτυχιακά, και οι Ερυθραίοι το ίδιο. Αυτά η Ευρώπη τα έχει απορρίψει ως ρατσιστικά».
 
Όσο για τη Frontex, την ευρωπαϊκή συνοριοφυλακή – ακτοφυλακή και την εθνική κυριαρχία, είναι έντονη η κυβερνητική αγωνία:
 
«Η Frontex λειτουργεί με ιδρυτικό καταστατικό, όπου η εθνική κυριαρχία είναι αδιαμφισβήτητη. Το να χρησιμοποιηθεί το προσφυγικό για να αλλάξει το ιδρυτικό καταστατικό της και η Frontex να υπερβαίνει την εθνική κυριαρχία είναι λάθος και εμείς επιμένουμε σε αυτό. Προφανώς δεν εξαρτάται μόνο από εμάς, αλλά η άποψή μας είναι ότι η Frontex είναι καλοδεχούμενη, ότι θέλουμε να μας βοηθήσει, αλλά στο πλαίσιο της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό μπορεί να αφορά σήμερα τη χώρα μας, αλλά αύριο θα αφορά άλλες χώρες».
Το βέβαιο είναι ότι το μοντέλο διαχείρισης του μεταναστευτικού – προσφυγικού διαφοροποιείται. Σίγουρα όχι προς το επιεικέστερο, αλλά προφανώς δεν υπάρχει άλλος δρόμος…
ΤΡΙΤΗ 30.04.2024 03:34
Exit mobile version