Στην ουσία η Σύγκλητος προειδοποιεί με αναστολή λειτουργίας εάν δεν λυθεί άμεσα από την πολιτεία το φλέγον ζήτημα της ανεξέλεγκτης παρουσίας τοξικοεξαρτημένων ατόμων στους χώρους μέσα και γύρω από το Πανεπιστήμιο.
«Το πρόβλημα παραμένει, μεταλλάσσεται, αλλά δεν επιλύεται και πιθανόν η μη επίλυσή του να οφείλεται στη μονόπλευρη αντιμετώπισή του ως πρόβλημα ανεπαρκούς αστυνόμευσης, ενώ αφορά και σε άλλους τομείς πολιτικής όπως εκείνων της υγείας, της παιδείας, των κοινωνικών δομών υποστήριξης, της υγιεινής και της αισθητικής της πόλης και εν γένει της εφαρμογής του νόμου», τονίζεται στη συνέχεια.
Η Σύγκλητος διαπίστωσε ότι οι συνθήκες αυτές:
α) δημιουργούν μεγάλους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγιεινή των φοιτητών και των εργαζομένων στο Ίδρυμα
β) προκαλούν φόβο και έντονη ανησυχία στους εργαζομένους και στους φοιτητές με επακόλουθο οι τελευταίοι να αποθαρρύνονται να προσέρχονται στα μαθήματα και εν γένει να διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία του Ιδρύματος, και
γ) ζημιώνουν τη φήμη και το κύρος του Ιδρύματος.
«Η Σύγκλητος, αναμένοντας τις άμεσες ενέργειες της Πολιτείας, παραμένει σε διαρκή συνεδρίαση προκειμένου να εξετάσει αν είναι εφικτή η συνέχιση της λειτουργίας του Ιδρύματος με όρους που εξασφαλίζουν την προστασία της ζωής, της ασφάλειας και της υγιεινής των φοιτητών και των εργαζομένων», επισημαίνεται κλείνοντας.