search
ΤΕΤΑΡΤΗ 08.05.2024 08:13
MENU CLOSE

Κυοφορούμενος νόμος περί Παιδείας: Ανάγκη ανασχεδιασμού των Πανεπιστημίων και αλλαγής νοοτροπίας μας

16.05.2022 11:16
panepstimio

Αναμένουμε νέο «Νόμο-πλαίσιο» για τα Πανεπιστήμιά μας, από το σημερινό Υπουργείο Παιδείας (κατ’ έθιμο, κάθε νέα ηγεσία   εισαγάγει και   νέο νόμο….).  Θα επισημάνουμε τις κατά τη γνώμη μας κύριες ανάγκης αναδιοργάνωσης των Πανεπιστημίων μας, αλλά και της νοοτροπίας όλων μας, συμβαδίζοντας με τα διεθνώς τεκταινόμενα και εν πολλοίς θεσμοθετημένα. Άλλωστε, διακηρύττεται πως το ΔΟΑΤΑΠ (Δημόσιος Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων της Αλλοδαπής) θα προβαίνει σε «αυτόματη» αναγνώριση ακαδημαϊκών τίτλων της αλλοδαπής (σήμερα κάνει αρκετούς μήνες). Προφανώς δεν μπορεί να γίνει αυτό, αν  τα Ελληνικά Πανεπιστήμια δεν αντιστοιχούνται σε οργάνωση  με αυτά του εξωτερικού. Θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τα κύρια ζητήματα.

Α. Τα Πανεπιστήμια, από τότε που πρωτοεμφανίστηκαν στη μεσαιωνική Ευρώπη   μέχρι τις αρχές του ΧΧου αιώνα, δεν περιορίζονταν στην εκπαίδευση  των φοιτητών τους για χρηστικές πρακτικές ή για επιμόρφωση τεχνιτών. Κύριος στόχος τους υπήρξε η πρόσδοση μιας ευρύτερης παιδείας, επιπέδου φιλοσοφίας. Άλλωστε, όλες οι επιστήμες είχαν ως κύριο γνωσιολογικό συστατικό τους τη φιλοσοφία, γι’ αυτό ακόμα και σήμερα, σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες,   οι  ερευνητές     λαμβάνουν διδακτορικό με τίτλο  «Διδάκτωρ  στη Φιλοσοφία», με συμπληρωματική αναγραφή την εξειδίκευση της διατριβής τους.    Παρά την   ολοένα και περισσότερο επικέντρωση των Πανεπιστημίων σε  ωφέλιμες ικανότητες, υπό τη σημερινή έννοια του όρου ωφέλιμες,   αυτά δεν εγκατέλειψαν   τους αρχικούς μεγάλους στόχους τους, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές  του ΧΧου αιώνα.

Η ραγδαία έκτοτε  εξέλιξη των επιστημών και των απαιτήσεων της πρακτικής, συνεπικουρούσης της πλήρους επικρατήσεως της Νεωτερικότητος, οδήγησε τα Πανεπιστήμια   να εγκαταλείψουν τους αρχικούς τους στόχους και να επικεντρωθούν στις «ωφέλιμες» εκπαιδεύσεις και μόνο. Χαρακτηριστική στρέβλωση υπήρξε ο διαχωρισμός της Τέχνης και της Επιστήμης, με νέες νοηματοδοτήσεις των όρων αυτών. Εν πάση περιπτώσει, έτσι πορεύθηκε η λεγόμενη Δύση  και έτσι τα Πανεπιστήμια  οδήγησαν την   Ευρώπη να ξεπεράσει τις πληγές που της άφησαν οι δύο καταστρεπτικοί πόλεμοι του ΧΧου αιώνος. Παρόλα τα δημιουργηθέντα προβλήματα, ο τελικός απολογισμός υπήρξε καταδήλως θετικός.

Από τις τελευταίες δεκαετίες του ΧΧου αιώνα όμως,   απαιτήθηκε ανασχεδιασμός   των Πανεπιστημίων.  Πρώτ’ απ’ όλα,  έπρεπε να ανταποκριθούν  στα νέα δεδομένα του τρόπου εξέλιξης της Θεωρίας και της Πρακτικής. Παλαιότερα,     οι φοιτητές τους  αποκτούσαν γνώσεις που τους στήριζαν επιστημονικώς μέχρι σχεδόν το τέλος της επαγγελματικής τους πορείας. Σήμερα όμως,  τα πράγματα είναι  διαφορετικά.  Τα παλαιάς νοοτροπίας Πανεπιστήμια, εκπαιδεύουν τους φοιτητές τους σε πρακτικές που  ισχύουν για τα επόμενα λίγα χρόνια. Πολλά μάλιστα Πανεπιστήμια, δίνουν σήμερα γνώσεις διάρκειας ενός ή δύο ετών  και δεν αναφέρομαι μόνο στις τεχνολογίες αιχμής.  

Υπήρξε επιτακτική λοιπόν ανάγκη, τα Πανεπιστήμια να προσφέρουν αρχικώς ένα ισχυρό γνωσιολογικό υπόβαθρο, ανοικτό στις εξελίξεις, που δεν δεσμεύονται από τις πρακτικές της συγκυρίας. Τούτο όσον αφορά στον εκπαιδευτικό τους ρόλο, προς παρακολούθηση αλλά και πρόβλεψη των επιστημών και των απαιτήσεων της πρακτικής. Διεφάνη όμως επιτακτικώς και η ανάγκη Παιδείας, με την αρχική έννοια του όρου αυτού.  Οι κοινωνίες υπάρχουν ως τέτοιες, στηριζόμενες  στη φιλοσοφική τους θεμελίωση, απ’ όπου και προκύπτουν οι προτεραιότητες της ζωής. Αυτές οι προτεραιότητες κυμαίνονται από την συνειδητοποίηση της κοινωνικής συνύπαρξης και των οντολογικών διαστάσεων συλλογικών στόχων  και  αλληλεγγύης, μέχρι την επιθυμία  συντριβής του Άλλου, προς αποκόμιση ατομικών ωφελημάτων. Απαιτείται, με άλλα λόγια, συνύπαρξη Εκπαίδευσης και Παιδείας.

Μετά από αυτό το αρχικό γνωσιολογικό υπόβαθρο,   πρέπει να υπάρχουν   σπουδές εξειδίκευσης στις τρέχουσες εξελίξεις των επιστημών. Ιδού ο ρόλος των Masters και των λοιπών εξειδικεύσεων.   Τα ανωτέρω θα πρέπει    γνωσιολογικώς να ανανεώνονται διαρκώς, παρακολουθώντας, αλλά  προβλέποντας και δημιουργώντας, τις εξελίξεις των επιστημών.  Τα Πανεπιστήμια, των προηγμένων τουλάχιστον κρατών, ανασχεδιάστηκαν ήδη καλύπτοντας τις ανωτέρω ανάγκες. Δυστυχώς όμως τα Ελληνικά Πανεπιστήμια έμειναν προσκολλημένα στο παρελθόν, χρησιμοποιώντας μάλιστα και απολύτως αδόκιμους όρους. (π.χ. χρησιμοποιείται ο όρος «τεχνολογική εκπαίδευση», διαφοροποιημένη της «επιστημονικής εκπαιδεύσεως», «εφαρμοσμένες επιστήμες», συνδυασμός άνευ νοήματος,  κ.α.) .

Έτσι λοιπόν, τα σημερινά Πανεπιστήμια πρέπει να περιλαμβάνουν τρία διακριτά επίπεδα σπουδών και όχι αλληλο-επικαλυπτόμενα γνωσιολογικώς, αλλά και τυπικώς, όπως συμβαίνει σήμερα. Το πρώτο, σε αυτό που οδηγεί στη λήψη του Βασικού Πανεπιστημιακού Πτυχίου. Το δεύτερο σε αυτό  που οδηγεί στη λήψη Μεταπτυχιακού Τίτλου Εξειδίκευσης (Master) και το τρίτο, σε αυτό που οδηγεί στη λήψη Διδακτορικού Τίτλου.  Δίπλα σε αυτά, θα πρέπει να υπάρχουν ολιγοετείς επαγγελματικές σπουδές, αλλά και μεταδιδακτορικές έρευνες. Το Υπουργείο Παιδείας, η επίσημη Πολιτεία δηλαδή, θα πιστοποιεί αυτά τα επίπεδα σπουδών και θα   τα ελέγχει. Στο βαθμό που Ιδιωτικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα επιθυμούν να λαμβάνουν και αυτά ακαδημαϊκή αναγνώριση από την Πολιτεία, οφείλουν να ακολουθήσουν και αυτά τη δομή αυτήν και να ελέγχονται όπως και τα δημόσια. Επισημαίνουμε ιδιαιτέρως τη σημαντικότητα των μονοετών  και διετών  επαγγελματικών και τεχνικών προγραμμάτων εκπαίδευσης: συχνά οδηγούν σε πρακτικές και δραστηριότητες πολύ καλύτερα αμειβόμενες από αυτές των αποφοίτων των πανεπιστημιακών Τμημάτων.

Το πρώτο έτσι πανεπιστημιακό επίπεδο σπουδών,  θα δίδει στον φοιτητή τις βασικές επιστημονικές γνώσεις, γνώσεις πολυμερείς και, σε κάποιο βαθμό, ευρύτερης εμβέλειας του γνωσιολογικού αντικειμένου του Πανεπιστημιακού Τμήματος. Τούτο, για να επιτρέπει στον φοιτητή να παρακολουθήσει   Μεταπτυχιακές Σπουδές Εξειδίκευσης, σπουδές διαρκώς αναπροσαρμοζόμενες, παρακολουθώντας τη ραγδαία και εν πολλοίς απρόβλεπτη εξέλιξη της Θεωρίας και της Πρακτικής, σπουδές που θα μπορεί, με προϋποθέσεις, να παρακολουθήσει  και απόφοιτος άλλου  πανεπιστημιακού Τμήματος.  Επαναλαμβάνουμε πως αυτό ήδη γίνεται, στα ανεπτυγμένα τουλάχιστον κράτη της αλλοδαπής..

Οι Μεταπτυχιακές σπουδές είναι αυτές που θα δίνουν, κυρίως, τη δυνατότητα πρόσβασης σε συγκεκριμένες πρακτικές, εμπεριέχοντας ταυτοχρόνως ερευνητικό περιεχόμενο. Αναφερόμαστε στις πρακτικές  που αλλάζουν ραγδαίως και γίνονται ολοένα και περισσότερο απαιτητικές, ενίοτε απαιτώντας επιστήμονες-ερευνητές. Οι   διδακτορικές   σπουδές τέλος, είναι αυτές που θα συμμετέχουν καθοριστικώς στην εξέλιξη  των επιστημών.  Με τη  Συνθήκη της Μπολόνια  είχε προταθεί,    ως απαιτούμενα έτη εκπαίδευσης   ανά επίπεδο σπουδών, τα 3 ή 4 έτη για τον βασικό πανεπιστημιακό τίτλο, μετά 2 ή 3 για το  Master και για το Διδακτορικό  3 ή 5 έτη. Τα Πανεπιστήμια όλου του κόσμου είναι οργανωμένα σε αυτά τα πλαίσια, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που αρχικώς αντιδρούσαν.    

Τα Πανεπιστήμιά μας οφείλουν να προσαρμοστούν. Το «ενσωματωμένο Master», στα 5ετούς διάρκειας σπουδών Πανεπιστήμιά μας, που θεσμοθετήθηκε πριν λίγα χρόνια στη χώρα μας, καίτοι είχε νόημα αποδόσεως μιας κάποιας «ακαδημαϊκής δικαιοσύνης»,   πρέπει εφεξής να καταργηθεί. Αν οι Σχολές αυτές κρίνουν πως για το βασικό τίτλο σπουδών απαιτούνται 5 έτη, ας τα κρατήσουν, αν όχι, ας  μετατρέψουν τις σπουδές αυτές  σε 4ετείς, ως προς την απόκτηση  του βασικού πανεπιστημιακού πτυχίου (οι 3ετείς σπουδές  είναι πλέον ανεπαρκείς). Μπορεί να τα κάνουν και 6 έτη, όπως οι Ιατρικές Σχολές. Μετά δε από αυτά τα 4, 5 ή 6 έτη, οφείλουν  να δημιουργήσουν μεταπτυχιακές σπουδές εξειδικεύσεως, που αυτές κυρίως θα δίνουν πρόσβαση στα προστατευμένα επαγγέλματα.  

Β. Το δεύτερο κρίσιμο ζήτημα είναι αυτό των «επαγγελματικών δικαιωμάτων».  Θα πρέπει τα Πανεπιστήμια να πάψουν να είναι επικεντρωμένα σε αυτά.  Οφείλουμε όλοι  να κατανοήσουμε πως το πανεπιστημιακό πτυχίο δεν είναι διορισμός σε ένα επάγγελμα. Τα Πανεπιστήμια σήμερα εξοπλίζουν τους φοιτητές τους με προσόντα που θα τους  βοηθήσουν να ασκήσουν επάγγελμα. Το ποιο θα είναι το επάγγελμα αυτό, θα το κρίνει η «αγορά» -ας μη μας τρομάζει η λέξη, είναι αρχαιοελληνικής προελεύσεως, με ιδιαίτερη σημαντική-  και οι σχετικοί κοινωνικοί φορείς, στο βαθμό που πρόκειται περί προστατευμένων επαγγελμάτων. Συχνά μάλιστα, το επάγγελμα που τελικώς θα ακολουθήσει ο απόφοιτος,  δεν καταλήγει να είναι το αυστηρώς  προδιαγεγραμμένο από την αρχική Σχολή του. Τούτο άλλωστε το βλέπουμε να συμβαίνει σήμερα  ολοένα και περισσότερο και μάλιστα επιτυχώς και ευτυχώς.  

Τα  προστατευμένα επαγγέλματα, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες,   δεν παραχωρούνται πλέον από τα Υπουργεία Παιδείας, αλλά από τα σχετικά Επιστημονικά και Επαγγελματικά Επιμελητήρια.  Το καθ’ ημάς Υπουργείο Παιδείας, θα πιστοποιεί απλώς το ακαδημαϊκό επίπεδο και γνωσιολογικό περιεχόμενο των Πανεπιστημίων της χώρας μας. Τα δε Επιμελητήρια, οφείλουν να επικεντρώνονται κυρίως στις Μεταπτυχιακές Εξειδικεύσεις, γιατί μόνον αυτές επικεντρώνονται στις ολοένα και περισσότερο απαιτητικές εξειδικευμένες και κρίσιμες πρακτικές. Ενίοτε θα λαμβάνουν υπ’ όψιν τους και την εμπειρία του αιτουμένου πρόσβαση στις  πρακτικές αυτές.

Γ. Ακούμε πως ο αναμενόμενος νέος νόμος-πλαίσιο, θα θεσμοθετεί μια «εσωτερική  κινητικότητα», ενός «εσωτερικού Erasmus». Πρόκειται περί ημιμέτρου, με τον τρόπο που διακηρύττεται πως αυτή θα γίνεται. Ήδη από τη δεκαετία του -80, στη Βίβλο για την Έρευνα και την Παιδεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής,    προβλεπόταν   ευελιξία στις σπουδές, ώστε, π.χ., κάποιος που  εισέρχεται σε Σχολή Αρχιτεκτόνων,  να μπορεί να καταλήγει   χημικός, σε Σχολή Ιατρών και να καταλήγει φιλόσοφος ή ζωγράφος, κ.ο.κ.  Οφείλουμε αυτήν την ευελιξία των σπουδών να την θεσμοθετήσουμε αμέσως. Μη ξεχνούμε πως   οι νέοι επιλέγουν  τις αρχικές  σπουδές του σε πολύ μικρή ηλικία, πρέπει να τους δώσουμε την ευκαιρία να αναπροσανατολιστούν, αν διαπιστώσουν  πως αλλού βρίσκονται τα ενδιαφέροντά τους και τα ταλέντα τους. Αυτός μάλιστα ο αναπροσανατολισμός, ολοένα και περισσότερο θα είναι απαιτητός από τον ρυθμό της σημερινής εξέλιξης των πραγμάτων.   

Δ. Σχεδιάζεται θεσμοθέτηση  «Συμβουλίων Διοίκησης» των Πανεπιστημίων   κατά το πρότυπο του «νόμου Διαμαντοπούλου». Το  ζήτημα είναι ιδιαιτέρως κρίσιμο, καθόσον αφορά στο δημόσιο χαρακτήρα των αποκαλουμένων σήμερα δημοσίων ΑΕΙ, που τα θεωρούμε και ως «δωρεάν Παιδεία».  Το λέμε αυτό, γιατί τα σημερινά «δημόσια ΑΕΙ» δεν είναι ούτε δημόσια, αλλά ούτε και προσφέρονται δωρεάν.  Η εισαγωγή σε αυτά κοστίζει πολύ ακριβά, με τα φροντιστήρια ή τα ιδιαίτερα μαθήματα, με τα οποία προετοιμάζονται οι υποψήφιοι φοιτητές τους. Αλλά και το κόστος παρακολούθησης των σπουδών   είναι επίσης υψηλό, ιδιαιτέρως αν δεν βρίσκονται στον τόπο της οικογενειακής  διαμονής του φοιτητή. Μάλιστα, κατά κανόνα, όσα περισσότερα χρήματα ξοδέψει κανείς σε φροντιστήρια και ιδιαίτερα μαθήματα, αλλά και σε ακριβά ιδιωτικά Σχολεία, τόσο μεγαλύτερη πιθανότητα έχει να επιτύχει σε «καλή» Σχολή, που να ευρίσκεται μάλιστα και στον τόπο κατοικίας του. Με άλλα λόγια,   ο πλούσιος φοιτητής φοιτά δωρεάν και σε  καλλίτερα πανεπιστημιακά τμήματα , από τον πτωχότερο. Αναφερόμαστε βεβαίως στον κανόνα, γιατί υπάρχουν και λαμπρές εξαιρέσεις.

Αυτά λοιπόν που θεωρούμε σήμερα «δημόσια Πανεπιστήμια», δεν είναι και τόσο δημόσια.  Δεν τα διαχειρίζεται το «δημόσιο», δεν τα διαχειρίζεται δηλαδή κάποια κοινωνία ή κάποιος αντιπροσωπευτικός της φορέας, ούτε   καν τα ελέγχει, σε βαθμό που να δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός «δημόσιο Πανεπιστήμιο».  Τα ελέγχουν και τα διαχειρίζονται οι καθηγητές και οι διοικήσεις τους, μαχόμενοι   για την αυτονομία  και αυτοδιοίκησή τους,  δηλαδή για την αυτονόμησή  τους από τη δημόσια σφαίρα και έλεγχο, για την αυτονόμησή τους από την κοινωνία. Επίσης, τόσο οι διδάσκοντες όσο και το Πανεπιστήμιο συνολικώς, αρνούνται κάθε έλεγχο και αξιολόγησή τους,   αυτή δε την άρνηση την παρουσιάζουν ως συνδικαλιστική διεκδίκηση, διασύροντας τον συνδικαλισμό.  Εις τι λοιπόν συνίσταται ο δημόσιος   χαρακτήρας των  Πανεπιστημίων αυτών;  

Ο  μη εφαρμοσθείς «νόμος Διαμαντοπούλου»,  καταδήλως επιδείνωνε το πρόβλημα της αγιοποιημένης   αυτοδιοικήσεως.  Αναφέροντας ψευδεπιγράφως πως επιδιώκει τη σύνδεση των Πανεπιστημίων με την κοινωνία, δια των «Συμβουλίων Διοίκησης», έκανε το ακριβώς αντίθετο. Δημιουργούσε μία επί πλέον ομάδα διοικήσεως του Πανεπιστημίου επιλεγμένη αποκλειστικώς από το εκπαιδευτικό προσωπικό των Ιδρυμάτων, δηλαδή από το κλειστό πανεπιστημιακό σύστημα. Με τον τρόπο όμως αυτόν θα είχαμε ενίσχυση της ιδιωτικότητός τους και της αυτοαναφερομένης ακαδημαϊκότητός τους.   Η κοινωνία, με άλλα λόγια, όχι μόνο δεν θα συνδέεται με τα Πανεπιστήμια της,  αλλά θα αποκλείεται έτι περαιτέρω.  

Θα μπορούσαν αντ’ αυτού,  τα «Συμβούλια Διοίκησης» των Πανεπιστημίων να θεσμοθετηθούν και στελεχωθούν ως κοινωνικός έλεγχος, προσδίδοντας  πραγματικώς δημόσιο χαρακτήρα στα Εκπαιδευτικά αυτά Ιδρύματα. Προς τούτο, αντί τα μέλη των  να επιλέγονται από το κλειστό πανεπιστημιακό σύστημα,   να είναι εκλεγμένοι  εκπρόσωποι της κοινωνίας. Να  ορίζονται από τα κατά τόπους Επιστημονικά και Επαγγελματικά Επιμελητήρια και Συλλόγους, από όλους τους   σχετικούς     με το γνωσιολογικό περιεχόμενο των Πανεπιστημίων κοινωνικούς και παραγωγικούς φορείς, αλλά και από τις Τοπικές Αυτοδιοικήσεις, από τον Δήμο. Το Πανεπιστήμιο έτσι,  μέσω του Συμβουλίου αυτού, θα λογοδοτεί πράγματι στην κοινωνία και θα δικαιούται του χαρακτηρισμού «δημόσιο».

Εν ολίγοις έχουμε δύο πολιτικά Παραδείγματα:  το ένα μας αναπέμπει στην αριστοκρατικότητα του Πλάτωνος, που κακεκτύπως εφαρμόζουμε σήμερα (και υπέρ του οποίου μάχεται το…..ΚΚΕ),  το άλλο μας αναπέμπει στον Δήμο, όπως τον περιέγραψε ο Περικλής, στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη. Προτείνουμε να επιλέξουμε το δεύτερο.

(Το ζήτημα της ύπαρξης Ιδιωτικών Πανεπιστημίων, αναγνωρισμένων από την Πολιτεία και ελεγχομένων όπως και τα δημόσια, δεν αποτελεί αντικείμενο του παρόντος σημειώματος. Πάντως,   δεν μπορεί η χώρα μας να διαφοροποιείται από τα διεθνώς τεκταινόμενα και θεσμοθετημένα, αρνούμενη την αρχαιοελληνικής προελεύσεως  σημαντική της «αγοράς». Αποτελεί παράδοξο να αναγνωρίζουμε τους πανεπιστημιακούς τίτλους ιδιωτικών εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων της αλλοδαπής και να αποκλείουμε τέτοιου είδους Ιδρύματα να λειτουργούν στη χώρα μας, πριμοδοτώντας τους γόνους των πλουσίων οικογενειών και εξυμνώντας τους αποφοίτους, π.χ., του Χάρβαρντ. Μάλιστα, όσο η Πολιτεία εμμένει σε παρωχημένες νοοτροπίες και δήθεν ιδεολογίες, υποκριτικές και μακράν της πραγματικότητας, καθόσον η δήθεν δημόσια εκπαίδευση εμμέσως   πληρώνεται αδρά και εξυπηρετεί εμφανώς τους πλουσιότερους, τόσο η ιδιωτική εκπαίδευση θα παρεισφρέει επιτήδεια και ανεξέλεγκτα, με ότι αυτό συνεπάγεται).

Ε.  Βασική πρόβλεψη του νέου νόμου,  διακηρύττεται πως θα είναι η δημιουργία Σχολών ή Πανεπιστημίων Εφαρμοσμένων Επιστημών  και η θεσμοθέτηση «Συμβουλίων Διοίκησης». Εάν είναι έτσι, οι  πολιτικές  αρχές που ρυθμίζουν την καθ’ ημάς τριτοβάθμια εκπαίδευση,   καταδεικνύουν πως   εκκινούν τους συλλογισμούς τους   με  σύγχυση  εννοιών και μακράν της σημερινής πραγματικότητος.

Η κακή αρχή έγινε (και εξακολουθεί να γίνεται) με την παρωχημένη και δημαγωγική χρήση  του όρου «τεχνολογική  παιδεία», ως υποδεέστερης της «επιστημονικής παιδείας», θέλοντας να στηλιτεύσει, η τότε αντιπολίτευση και νυν συμπολίτευση,  την «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ, που ήταν «τεχνολογικά». Δηλαδή η Μαιευτική είναι «τεχνολογική», η Διοίκηση Επιχειρήσεων και το Μάνατζμεντ είναι «τεχνολογικά», ενώ τα Πανεπιστήμια που εκπαιδεύουν Πολιτικούς Μηχανικούς, Μηχανολόγους, Γεωπόνους και Πυρηνικούς επιστήμονες, που κατασκεύασαν τους αντιδραστήρες του Cern, δεν είναι «τεχνολογικά» (η σύγχυση εννοιών σε πλήρη εξέλιξη).

Η συνεχής αναβάθμιση της παρεχόμενης εκπαίδευσης από τα εκπαιδευτικά κέντρα και η συνακόλουθη αναβάθμιση των κέντρων αυτών, προκύπτει από τον ίδιο λόγο που το  Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο εξελίχθηκε από Σχολή πετράδων μερικών εβδομάδων, σε μονοετή Σχολή, μετά σε διετή και σήμερα σε Πανεπιστήμιο Μηχανικών. Παλαιότερα τα σπίτια κατασκευάζονταν με λιθοδομές, σήμερα κτίζουμε πολυώροφα κτίσματα  με οπλισμένο σκυρόδεμα ή με άλλες προηγμένες τεχνικές. Ομοίως εξελίχθηκαν οι απαιτήσεις για τις   πρακτικές της ιατρικής, της μηχανολογίας, κ.λ.π.  Ομοίως και όλα τα άλλα Πανεπιστήμια, διεθνώς,  εξελίχθηκαν ακολουθώντας τις απαιτήσεις εκπαίδευσης  που προέκυψαν από την εξέλιξη των επιστημών. Έτσι λοιπόν, χρειάστηκε τα πρώην διετή ΚΑΤΕ να γίνουν τριετή ΚΑΤΕΕ και στη συνέχεια  τριετή και γρήγορα τετραετή ΤΕΙ, δηλαδή Πανεπιστήμια, σύμφωνα με τα διεθνώς θεσμοθετημένα ως προς τα έτη σπουδών στα τριτοβάθμια εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Άλλωστε στο εξωτερικό, τα τετραετή ΤΕΙ ως Πανεπιστήμια αναγνωρίζονταν. Τα ΤΕΙ δηλαδή δεν έγιναν (δεν επανιδρύθηκαν ως) Πανεπιστήμια, απλώς έλαβαν το όνομα που έχουν όλα τα τετραετή εκπαιδευτικά Ιδρύματα παγκοσμίως. Ο πρώην υπουργός Κώστας Γαβρόγλου δηλαδή, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους, ακολουθώντας τα διεθνώς τεκταινόμενα και θεσμοθετημένα, υπερβαίνοντας   εγχώριες αγκυλώσεις. Ελπίζω να μην επιχειρηθούν πισωγυρίσματα που θα πάνε τη χώρα δεκαετίες πίσω.

Ο όρος «Σχολές -ή Πανεπιστήμια- Εφαρμοσμένων Επιστημών», είναι ανορθολογικά φλύαρος.  Ο όρος αυτός βέβαια εμφανίστηκε σε μερικές ευρωπαϊκές χώρες πριν τη Συνθήκη της Μπολόνια, διστάζοντας να ονομάσουν Πανεπιστήμια τις Σχολές που θεράπευαν δεξιότητες που   απαιτούσαν   εκπαίδευση   τετραετούς διάρκειας. Φαίνεται πως  και  εκεί, εξ αιτίας δικών τους αγκυλώσεων,  ήθελαν να δείξουν δεν θα είναι εφάμιλλα των παλαιότερων Πανεπιστημίων. Ανορθολογική όμως η ονομασία τους.  Όλες οι επιστήμες «εφαρμόζονται», όλες είναι «εφαρμοσμένες», συμπεριλαμβανομένων των λεγόμενων θεωρητικών επιστημών. Η έκφραση  «εφαρμοσμένη επιστήμη» είναι α-νόητη, αν όχι πονηρή.

Το να δημιουργηθούν   «Σχολές» Εφαρμοσμένων Επιστημών, τετραετούς διάρκειας, ακόμα και τριετούς, είναι   έλλειψη γνώσης περί των διεθνών  θεσμοθετήσεων.  Με τη Συνθήκη  της Μπολόνια, προτάθηκε -και υιοθετήθηκε πλέον από όλο τον κόσμο-  το βασικό Πανεπιστημιακό πτυχίο να λαμβάνεται μετά από 3 ή 4 έτη σπουδών. Έχει επικρατήσει το 4ετές. Άρα   θα πρέπει να ονομαστούν και αυτές Πανεπιστήμια, χωρίς τον α-νόητο τίτλο «..εφαρμοσμένων επιστημών». 

Εάν πάλι θέλουμε να δημιουργήσουμε εκπαιδευτικά κέντρα  προς εκπαίδευση στελεχών με εξειδικευμένες τεχνικές δεξιότητες, ας μη δημιουργούμε άλλα αντί άλλων. Θέλω να πιστεύω -και έτσι φαίνεται- πως   σε τέτοια εκπαιδευτικά κέντρα στοχεύει    το Υπουργείο Παιδείας.  Από την παραγωγή λείπουν τέτοια στελέχη και όσα υπάρχουν είναι περιζήτητα και εργάζονται με υψηλές αμοιβές, συχνά πολύ υψηλότερες  από αυτές των αποφοίτων των Πανεπιστημίων. Όμως δεν χρειάζεται να είναι τριετούς ή , ακόμα χειρότερα, τετραετούς εκπαίδευσης: έτσι θα τα αποπροσανατολίσουμε, σε βάρος της ανάπτυξης της χώρας. Πολύ ορθώς η προηγούμενη ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας (υπό τον Κο  Γαβρόγλου),  σχεδίαζε την οργάνωση 2ετών προγραμμάτων στα πλαίσια των Πανεπιστημίων, όπως γίνεται με ιδιαίτερη επιτυχία σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. τα IUT  στη Γαλλία, που δίνουν και τη δυνατότητα στους αποφοίτους να συνεχίσουν, αν θέλουν,  στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση. Ας επισημάνουμε εδώ την ανάγκη πρόσδοσης ευελιξίας   στις καθ’ ημάς εκπαιδευτικές δομές και στους φοιτητές μας).

Ακούστηκε πως αυτά τα «Πανεπιστήμια» -ή «Σχολές»- τα κάνουμε και για αποφυγή μετανάστευσης νέων επιστημόνων μας στο εξωτερικό . Οι του «brain drain» όμως,  δεν   είναι οι καταλληλότεροι για να διδάξουν σε   Σχολές με πρώτιστη μέριμνα την ανάπτυξη τεχνικών δεξιοτήτων. Αν το  σημερινό  υπουργείο Παιδείας νοιάζεται πραγματικά για την αποφυγή του «brain drain», ας φροντίσει τα υπάρχοντα Πανεπιστήμιά μας   να λειτουργήσουν σύμφωνα με τις διεθνείς προδιαγραφές.    Στα Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια αναλογεί, κατά μέσο όρο, ένας (1) διδάσκων ανά δέκα πέντε (15) φοιτητές. Στα δικά μας Πανεπιστήμια 1 ανά 45. Δηλαδή αν θέλουμε να ακολουθήσουμε τα διεθνώς τεκταινόμενα και να αναβαθμίσουμε ουσιαστικά τα Πανεπιστήμιά μας, πρέπει να τριπλασιάσουμε τους διδάσκοντες: Ιδού πεδίον απασχόλησης των νέων διδακτόρων μας και προσέλκυσης διδασκόντων από Πανεπιστήμια του Εξωτερικού. Πόσο μάλλον που σήμερα όλα τα πανεπιστήμια της χώρας διαμαρτύρονται για περαιτέρω δραματική μείωση των διδασκόντων σε αυτά και καταφανούς δυσλειτουργίας τους εξ αιτίας αυτού. Ακατανόητη η αδιαφορία επαρκούς στελέχωσης των υφιστάμενων Πανεπιστημίων.

Θα θέλαμε να συμπληρώσουμε και κάτι ακόμα: η έλλειψη τόλμης από πλευράς Πολιτείας, δείχνει να οφείλεται σε μεγάλο βαθμό σε εγκατεστημένες  αγκυλώσεις όχι μόνο του εκάστοτε Υπουργείου Παιδείας, αλλά και των παραγόντων της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της   κοινωνικής νοοτροπίας. Ελπίζω να κατανοήσουμε,  όλοι,  πως δεν μπορεί η χώρα μας να παραμένει στο περιθώριο των διεθνών εξελίξεων.

*Ο Νικήτας Χιωτίνης είναι ομότιμος Καθηγητής Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, πρώην Κοσμήτωρ Σχολής Εφαρμοσμένων Τεχνών και Πολιτισμού

Δανεισμός (αιώνιος) και Μίσθωση (παντοτινή) – Ο πόλεμος στην Ουκρανία και η παλιά αμερικανική «συνταγή»

Απεμπλοκή της Ελλάδας από τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και πολέμους

Ο αντιδυτικισμός του ΣΥΡΙΖΑ είναι στο πολιτικό DNA του

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΤΕΤΑΡΤΗ 08.05.2024 08:11