search
ΚΥΡΙΑΚΗ 05.05.2024 05:43
MENU CLOSE

Η γήρανση του πληθυσμού ως ασφαλιστικός κίνδυνος

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος τεύχος 2278
20/04/2023
24.04.2023 06:00
Νέο ασφαλιστικό: Πότε ψηφίζεται και τι ανατροπές φέρνει σε ασφαλισμένους και συνταξιούχους - Media

Προς τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισε να καλλιεργείται η αντίληψη αποτροπής της περιθωριοποίησης των κοινωνικά ασθενέστερων ομάδων του πληθυσμού. Έτσι αναπτύσσεται μια διαφορετική προσέγγιση στο πρόβλημα του κινδύνου του γήρατος, μια προσέγγιση που μπορούσε, κατά βάση, να καλλιεργηθεί με την ανάπτυξη του κοινωνικού κράτους.

Στις συνθήκες αυτές τα δημόσια συστήματα ασφάλισης σχεδιάστηκαν αξιοποιώντας και την ελάχιστη οικονομία κλίμακας και παρέχοντας κάλυψη σε κάθε πολίτη, κυριολεκτικά, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο. Ο βασικός πολιτικός στόχος εκείνης της εποχής ήταν: «Να αντικατασταθεί η φεουδαλική οικονομία από την οικονομία πρόνοιας και την κοινωνική δικαιοσύνη».

Όμως, η επιχειρηματολογία για τη δημόσια κοινωνική ασφάλιση δεν περιορίστηκε στη στοιχειώδη κοινωνική δικαιοσύνη. Έτσι, πρώτον, η δημόσια κοινωνική ασφάλιση μπορούσε να παρεμβαίνει εκεί όπου οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες απέφευγαν να δραστηριοποιηθούν. Δεύτερον, εάν συνδυάζονταν μεγαλύτερα μεγέθη, θα μπορούσαν να δώσουν σταθερότερους μέσους όρους για τις παρατηρήσεις της στατιστικής. Με άλλα λόγια, η δημόσια κοινωνική ασφάλιση επωφελήθηκε από τις οικονομίες κλίμακας.

Μοντέλα Αγγλίας και Ιαπωνίας

Στα τέλη του 1970, δύο ήταν τα κυρίαρχα συστήματα κοινωνικού κράτους, το ιαπωνικό (Bismarck) και το βρετανικό (Beveridge). Ειδικότερα, το ιαπωνικό κοινωνικό κράτος έφτασε σε υψηλό επίπεδο αποτελεσματικότητας.

Από την άποψη του προσδόκιμου επιβίωσης, η χώρα ήταν στην κορυφή. Επιπλέον προπορευόταν στον τομέα της εκπαίδευσης, καθώς περίπου το 90% του πληθυσμού είχε αποφοιτήσει από τη Μέση Εκπαίδευση στα μέσα της δεκαετίας του 1970 συγκριτικά με το μόλις 32% στην Αγγλία.

Στην Ιαπωνία επίσης επικρατούσε η κοινωνική ισότητα πολύ περισσότερο από οποιαδήποτε χώρα της Δύσης, με μόνη εξαίρεση τη Σουηδία. Παράλληλα διέθετε, σε διεθνές επίπεδο, ένα κοινωνικά αποτελεσματικό σύστημα ασφάλισης σε βαθμό που κάθε Ιάπωνας που αποχωρούσε από την ενεργό δραστηριότητα μπορούσε να προσβλέπει σε ένα εφάπαξ, καθώς και σε ένα τακτικό εισόδημα (σύνταξη) για τα επόμενα χρόνια της ζωής του.

Ταυτόχρονα το υψηλό επίπεδο κοινωνικής πρόνοιας συνυπήρχε με τη λιτότητα. Το 1875 μόλις 9% του ΑΕΠ προσανατολίστηκε στην κοινωνική ασφάλιση, συγκριτικά με το 31% του ΑΕΠ στη Σουηδία. Η φορολογική επιβάρυνση και το επίπεδο των εισφορών για την κοινωνική πρόνοια ήταν στο ήμισυ σε σύγκριση με την Αγγλία, γεγονός που εξασφάλιζε την οικονομική βιωσιμότητα με την κοινωνική αποτελεσματικότητα.

Η Ιαπωνία είχε επιτύχει ασφάλιση για όλους – την εξάλειψη του κινδύνου – ενώ συγχρόνως η οικονομία αναπτυσσόταν με γρήγορους ρυθμούς.

Το αγγλικό κοινωνικό κράτος σε σύγκριση με το ιαπωνικό διέθετε ανάλογα εξωτερικά χαρακτηριστικά: καταβολή κρατικών συντάξεων που χρηματοδοτούνταν από τη φορολογία κατά το αναδιανεμητικό σύστημα, τυποποιημένα όρια συνταξιοδότησης, καθολική υγειονομική ασφάλιση, επιδόματα ανεργίας, επιδοτήσεις σε αγρότες.

Όμως, οι θεσμοί λειτουργούσαν με εντελώς διαφορετικούς τρόπους στις δύο χώρες.

● Στην Ιαπωνία η ισότητα μεταξύ των πολιτών ήταν ο στόχος που επιβράβευε την πολιτική δράση και τη συμμόρφωση στους νόμους.

● Αντίθετα ο αγγλικός ατομικισμός προϊδέαζε τους πολίτες να παρεκκλίνουν από το σύστημα, με αποτέλεσμα αυτό που είχε ξεκινήσει ως εθνικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να εκφυλιστεί σε σύστημα κρατικής ελεημοσύνης, το οποίο διέστρεφε τα κοινωνικά – οικονομικά κίνητρα.

Συμπερασματικά η κοινωνική ασφάλιση συρρικνώνεται στο σημείο που οι κίνδυνοι και οι αβεβαιότητες της καθημερινής ζωής συναντούν τους κινδύνους και τις αβεβαιότητες των οικονομικών.1 Στην κοινωνική ασφάλιση το «γήρας» αντιμετωπίζεται ως «κίνδυνος» και είναι κίνδυνος εφόσον, λόγω της βιολογικής αδυναμίας να συνεχίσει την εργασία, ο εργαζόμενος αδυνατεί να αντιμετωπίσει τον κίνδυνο της φτώχειας και της ένδειας.

Έτσι, μέσω της κοινωνικής ασφάλισης, το άτομο μειώνει το βιοτικό του επίπεδο ως εργαζόμενος καταβάλλοντας από το εισόδημά του ασφαλιστικές εισφορές στη διάρκεια του εργασιακού του βίου, προκειμένου να λάβει ένα μηνιαίο εισόδημα (σύνταξη) όταν πια θα είναι ηλικιωμένος και δεν θα διαθέτει τις πνευματικές ή σωματικές δυνατότητες να εργαστεί.

Η μακροζωία και το προσδόκιμο ζωής ως κίνδυνος

Το χρονικό διάστημα που αναμένεται να ζήσουν οι άνθρωποι στις περισσότερες χώρες που ανήκουν στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) αυξήθηκε τον τελευταίο αιώνα κατά μέσο όρο 25-30 χρόνια. Το γεγονός αυτό αποτελεί μια επιτυχία, μεταξύ των άλλων, της τεχνολογικής ανάπτυξης, της βιοϊατρικής, της ιατρικής2 κ.λπ.

Στην Ελλάδα το προσδόκιμο ζωής, κατά την περίοδο 1961-2018, αυξήθηκε στους άνδρες κατά 9,1 έτη (από 70,2 σε 79,3 έτη) και στις γυναίκες κατά 11,6 έτη (από 73,8 σε 84,4 έτη). Όμως, παρατηρείται ότι στο διάστημα 2019-2021 το προσδόκιμο ζωής μειώνεται κάθε χρόνο με αποτέλεσμα στην τριετία αυτή το συνολικό προσδόκιμο ζωής στη γέννηση να έχει μειωθεί κατά 1,6 έτη.

Όμως, τίθεται το ερώτημα: πώς είναι δυνατόν ένα επίτευγμα (αύξηση του προσδόκιμου ζωής) της επιστημονικής εξέλιξης να χαρακτηρίζεται ως «κίνδυνος»; Πράγματι, η έννοια του κινδύνου ενυπάρχει στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης λόγω της άμεσης σύνδεσης του προσδόκιμου ζωής με την έννοια του κινδύνου του γήρατος και της συνταξιοδότησης.

Δηλαδή η συνταξιοδότηση είναι ένα ασφαλιστικό γεγονός που θα συμβεί στο μέλλον, έπειτα από ένα χρονικό διάστημα 35-40 ετών από τη στιγμή που το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης υποσχέθηκε στον ασφαλισμένο το ύψος της σύνταξης που θα λαμβάνει κατά την περίοδο της συνταξιοδότησής του.

Για παράδειγμα, μια γυναίκα ασφαλισμένη που εισέρχεται στην αγορά εργασίας για πρώτη φορά το έτος 2016 στην ηλικία των 25 ετών γνωρίζει από την ηλικία αυτή ότι θα καταβάλλει ένα ποσοστό 20% (για κύρια σύνταξη) από τον μηνιαίο μισθό της και εάν εργαστεί συνεχόμενα για 40 έτη, σύμφωνα με τον Ν. 4670/2020, θα λάβει στην ηλικία των 65 ετών σύνταξη η οποία θα ισούται με το 50,5% (μέσος συντελεστής αναπλήρωσης) του μέσου όρου των μισθών που λάμβανε σε αυτά τα 40 έτη εργασίας.

Ο υπολογισμός του συντελεστή αναπλήρωσης στο 50,5 βασίστηκε στον υπολογισμό του προσδόκιμου ζωής των γυναικών το 2020 με βάση τις προβολές της Eurostat 2019.

Ο κίνδυνος ενυπάρχει στο ότι το έτος 2065, όταν θα έχει συνταξιοδοτηθεί η ασφαλισμένη του παραδείγματός μας, εάν δεν επιβεβαιωθεί το προσδόκιμο ζωής που είχε εκτιμηθεί το έτος 2020, τότε αυτόματα η διαφορά αυτή μεταφράζεται ως έλλειμμα στο αναδιανεμητικό συνταξιοδοτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο θα πρέπει να το χρηματοδοτήσει το κράτος με επιπλέον αύξηση της εκτιμώμενης κρατικής χρηματοδότησης.

Δηλαδή ο «κίνδυνος» της μακροζωίας ενυπάρχει μελλοντικά, εάν ο ασφαλισμένος ζήσει περισσότερο από όσο υπολογιζόταν ότι θα ζούσε 40 χρόνια νωρίτερα. Αυτός ο «κίνδυνος» φυσικά ενυπάρχει και σε όλα τα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα, όπως στα μη κερδοσκοπικά ταμεία επαγγελματικής ασφάλισης και τα κερδοσκοπικά ομαδικά ή ατομικά συνταξιοδοτικά ασφαλιστήρια συμβόλαια των ασφαλιστικών εταιρειών.

Η διαφορά μεταξύ της κοινωνικής ασφάλισης και της ιδιωτικής βρίσκεται στο ποιος αναλαμβάνει τον κίνδυνο της μακροζωίας και πώς αυτός μπορεί να χρηματοδοτηθεί.3

Στην ιδιωτική σύνταξη των ασφαλιστικών εταιρειών, εάν η εταιρεία δεν διαθέτει τα απαιτούμενα χρηματικά κεφάλαια να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα αυτό, τότε υπάρχει η πιθανότητα ο ασφαλισμένος να μην λάβει τη σύνταξη που προσδοκούσε όταν ασφαλιζόταν σε ένα ιδιωτικό συνταξιοδοτικό πρόγραμμα (ιδιωτικά συνταξιοδοτικά προγράμματα καθορισμένων παροχών).

Επίσης ένα άλλο ζήτημα είναι ποιος επιβαρύνεται από τον κίνδυνο της γήρανσης: η ασφαλιστική εταιρεία ή ο ασφαλισμένος; Στην περίπτωση που το συνταξιοδοτικό πρόγραμμα είναι καθορισμένων εισφορών (defined contribution), τότε τον κίνδυνο τον φέρει ο ασφαλισμένος – συνταξιούχος.

Έτσι, εάν ο ασφαλισμένος – συνταξιούχος ζήσει περισσότερο από το αναμενόμενο, δηλαδή από αυτό που εκτιμούσε στους υπολογισμούς της η ασφαλιστική εταιρεία, τότε ο συνταξιούχος ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της ένδειας και της οικονομικής ανασφάλειας (economic insecurity in retirement).4

* Το κείμενο αυτό είναι απόσπασμα από το βιβλίο των συγγραφέων «Η κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα – Η οργάνωση της αγοράς της επικουρικής σύνταξης», το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λιβάνη

1. Ferguson, N. (2008), The Ascent of Money. A Financial History of the World, ΗΠΑ. (Στα ελληνικά από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2011, σε μτφρ. Ευτυχίας Παγουλάτου, σελ. 24-64)

2. Whitehouse, E. (2007), “Life – Expectancy Risk & Pensions: Who Bears the Burden?”, OECD Social, Employment and Migration Working Papers, No. 60, OECD Publishing, Παρίσι, σελ. 5-6, 11. http: //dx.doi.org/10.1787/060025254440

3. Whitehouse, E. (2007), “Life – Expectancy Risk & Pensions: Who Bears the Burden?”, OECD Social, Employment and Migration Working Papers, No. 60, OECD Publishing, Παρίσι, σελ. 18-23. http: //dx.doi.org/10.1787/060025254440

4. Blake, D. (2006) Pension Economics, J. Wiley & Sons, Αγγλία, σελ. 23-30

Διαβάστε επίσης:

ΠΑΣΟΚ: Στην τελική ευθεία με στόχο το… 12%

Μηνύματα Τσίπρα για την κρισιμότητα της κάλπης του Μαΐου

Αντιμεταναστευτικό κλίμα στην ελληνική κοινωνία – Αποκαλυπτική έρευνα του Ινστιτούτου Eteron

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΚΥΡΙΑΚΗ 05.05.2024 01:50