Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
«Τύποι» των Αθηνών
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Εν αρχή ην η Μαρίκα Παλαίστη. Το βιογραφικό της τη θέλει σοπράνο στην Τσαρική Όπερα του 1912, εγώ πάντως την πρόκανα προχουντικά, σε λόγους που έβγαζε ως υποψήφια αυτοτελούς κόμματος στην πλατεία Κολωνακίου από το διάσημο καφενείο «Βυζάντιο»: λόγους πραγματικά εμπνευσμένους, τους οποίους η συμπαθής ομήγυρη χαιρετούσε διά της ομαδικής κραυγής «Πάμε όλοι για πατσά»… Τον καιρό εκείνο δεν υπήρχαν οι κλασικές μεθοδεύσεις της πρόγκας, ο κόσμος είχε πολύ λίγα μέσα προς διασκέδασή του, η ζωή ήταν από φτωχιά έως θεόφτωχη. Το κόμμα της Μαρίκας Παλαίστη ήταν το Ανεξάρτητο Δημοκρατικό Κόμμα Ελληνίδων και έγινε μετά το 1953, ημερομηνία παραχώρησης του δικαιώματος της ψήφου στις γυναίκες.
Ο Δημήτριος Καμπέρος (1883 – 1942) δεν είναι από εκείνους τους «τύπους» που μπορούν να υπαχθούν στο παρ’ ημίν «τυπολόγιο». Ως πιλότος δημιούργησε το πρώτο ρεκόρ εναέριας ταχύτητας (110 χιλιόμετρα!) και έδωσε το όνομά του ως πρώτο συνθετικό της τρέλας (τρελοκαμπέρος), αλλά όχι αδίκως: «Χάρη στα ριψοκίνδυνα ακροβατικά του στον αέρα και στις τολμηρές πτήσεις που έκοβαν την ανάσα του μαγεμένου πλήθους, έμεινε στην ιστορία με την έκφραση Τρελοκαμπέρος, που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα για να χαρακτηρίσουμε κάποιον ασυγκράτητο και ατρόμητο», έγραψε η φιλόλογος και ευρωπαιολόγος Αντιγόνη Καμπέρου.
Μεμονωμένοι μεν, τύποι δε
Μετά περνάμε στους μεμονωμένους «τύπους», που δεν είχαν ακόλουθους. Φερ’ ειπείν στον Ανδρέα (Νομικό), που συγκλόνιζε με τη φωνή του και ακουγόταν από το Μοναστηράκι μέχρι την Ομόνοια. Η φωνή του είχε κάτι το μοναδικό, ο οίστρος της ήταν εκπληκτικός καθώς διαλαλούσε το εμπόρευμά του – πτεράαααααα! –, έσκιζε που λένε στην καθομιλουμένη….
Ο Γιώργος Τρομάρας έδινε παράσταση σε πλατείες μέχρι γήρατος, χαρακτηρίσθηκε ως ο σύγχρονος Ηρακλής και εκτός από πρωτοπαλαιστής κατάφερε και πράγματα ανθρωπίνως ακατόρθωτα: Π.χ. το λύγισμα χοντρών σιδερικών, σπάσιμο χοντρών αλυσίδων, ακινητοποίηση αυτοκινήτων εν κινήσει, άνοιγμα ελατηρίων άνω των 400 κιλών με τα δόντια, ακόμα και τράβηγμα αμαξοστοιχιών – πάλι με τα δόντια! Τελικά το μετά θάνατον ερώτημα παραμένει: Ήταν ή δεν ήταν διαφημιστής μιας οδοντόπαστας – της οποίας το όνομα αδυνατώ να θυμηθώ;
Εκεί στη δεκαετία του ’90 ξεπήδησε ο Γιάννης Κυριαζής, ένας τρομερά φάλτσος τραγουδιστής. Αργότερα κατέληξε στο μότο: «Μ’ έστυψε η ζωή για να με πιει η ποίηση». Κι αυτόν τον χάσαμε, πάνε 2 – 3 χρόνια: Άφησε όμως το αίνιγμα, που απασχόλησε επί πολύ τους φίλους της ορθόδοξης διαλεκτικής, γιατί η φαλτσέτα έγινε τόσο της μοδός, ιδιαίτερα στους πιο ματσό κύκλους. Πάντως το τραγούδι του «Μίσησα να σ’ αγαπώ» προσφέρει έναν μίτο για τη διερεύνηση του διαλεκτικού αινίγματος.
Από κοντά έρχεται ο Νίκος Αλέφαντος, ποδοσφαιριστής, προπονητής και παραγωγός εκπομπών, που είχε ειδικευθεί στην εκπόνηση στρατηγικών σχεδίων – από την τηλεόραση βεβαίως. Το πώς ανέλυε τα σχέδιά του σε 4-2-4 ή σε 5-3-2, ήταν αξιοθαύμαστο. Με τις εκπομπές του – μνημείο «ποδοσφαιρικού αναστοχασμού» – ο Αλέφαντος έμεινε (!) για την επικαιρότητα και την Ιστορία.
Τον Γιάννη Κεσκελίδη ή Σαμψών, πρωτοπαλαιστή φέροντα τον τίτλο του μασίστα, που κόντυνε κατά 7 πόντους χάρη στις πέτρες που έσπαζε στο κεφάλι του, τον γνωρίσαμε σε διάφορα χάπενινγκ ανοιχτού χώρου, όπου πρυτάνευε η φωνή «για τη φασολάδα του αθλητή»..
Ο Βασίλης Λεβέντης ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του από τότε που άθλιοι τινές παρήγγειλαν «πίτσας» σε διαφορετικές πιτσαρίες, εμφανιζόμενοι από τηλεφώνου ως νόμιμοι εκπρόσωποι του Κόμματος των Κεντρώων. Ο συνωστισμός πιτσών εις τα γραφεία του κόμματος ήτο πρωτοφανής, η δε καταγγελία του επικεφαλής Λεβέντη στην Κομισιόν αποφεύχθηκε έπειτα από παρέμβαση των ψυχραιμοτέρων. Αυτό το οποίο μεταγενέστερα με εντυπωσίασε ήταν η εμμονή του Λεβέντη στη παραδοσιακή ελληνική γλώσσα και ειδικά στην τρίτη κλίση – κάτι σαν το «Ηγέρθητος» των χρυσαυγιτών, που ειπώθηκε σε συγκέντρωση δημοσιογράφων. Παρά την περιθωριοποίηση της τρίτης κλίσης ο Λεβέντης επέμεινε στον τριτόκλιτο γραμματικό τύπο – «συνεχίζουμε τη δράση μας, κι ας μας αποστέλλουν πίτσας», τον άκουσα να λέει σε τηλεοπτική εκπομπή: Η πίτσα – της πιτσός, που λένε.
Είχαμε τον μεγάλο και ανεπανάληπτο φαρσέρ Τζίμη Πανούση, που αποτολμούσε να παίρνει τηλέφωνο τις 12 η ώρα τα μεσάνυκτα κάτι αστούς νοικοκυραίους και να τους μιλάει για τα λεφτά που έχουν λαμβάνειν από τον Οργανισμό Γεωργικών Ασφαλίσεων. Είχαμε τον Απόστολο Σουγκλάκο, παλαιστή και ηθοποιό, μεγάλο περφόρμερ, που το 1995 γύρισε το «Ράδιο Μόσχα» – ήταν ο άνθρωπος που κατά δήλωσίν του (μαχητή βεβαίως!) δεν τον έδειρε κανείς! Είχαμε τον Θόδωρο Παπαθεοδώρου, που οργάνωσε το πιο μικρό, αλλά κομψό μπαρ των Αθηνών, απ’ όπου πέρασε και ο Φρανκ Σινάτρα. Παλιότερα, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, κυριαρχούσε το δίδυμο Ανδρέας Λαμπράκης – Χάρης Καρπόζηλος, που έδιναν υπέρ όλων αγώνες κατς κερδίζοντας (εκ περιτροπής…) ο ένας τον άλλον.
O θάνατος του Γιώργου Γεωργίου μου έδωσε την κοινή θλίψη των χαμένων φίλων, αυτών που γεμίζουν τις ώρες μας με το πλακατζίδικο ρεπορτάζ, που χωρίς να είναι 100% νούμερα σκορπίζουν γύρω τους το γέλιο. Του έλειπαν ορισμένα δόντια, πράγμα που δεν έκρυβε από την τηλεόραση (!), πάντως του περίσσευε η έμπνευση να καμαρώνει με τις διάφορες ιδέες που φτεροκοπούσαν γύρω του. Αν εξαιρέσεις την περίπτωση της απώλειας του παιδιού του, που ήταν πραγματικά επώδυνη, τίποτε άλλο δεν ήταν αξιολύπητο σ’ αυτόν, τα δε ρεπορτάζ του θα παραμείνουν εσαεί εμπνέοντα τις επόμενες γενεές.
– Γιώργο, σε πάω ρε, τα λες έξω απ’ τα δόντια.
– Ποια δόντια ρε;
Γεωργίου: Ρε, ο Έλληνας ποδοσφαιριστής είναι τόσο άτεχνος, που και με σαγιονάρες να παίξει θα πατήσει τα κορδόνια του!
Γεωργίου: Όλα τα αθλήματα έχουν φέρει διακρίσεις στην Ελλάδα: το μπάσκετ, το βόλεϊ, το πόλο, ο στίβος, η άρση βαρών, το μπάμπινγκτον, το τάβλι…
Κατά τα άλλα θεωρούσε μ@λ@κ@ τον Έλληνα αφ’ ης στιγμής κατανάλωνε καφέ Βραζιλίας, τυρόπιτα με τυρί Ολλανδίας, παντελόνι από Πακιστάν, πουκάμισο Τουρκίας, κάλτσες Αιγύπτου, παπούτσια Κίνας, πατατάκια Βελγίου, μπύρες Γερμανίας κ.λπ. κ.λπ. – και μετά απορεί γιατί δεν βρίσκει δουλειά στην Ελλάδα!
Οι Θεσσαλονικείς και ο Τζόνι Τάραμας
Σύμφωνα με τον φίλο Φάνη Βορεινάκη, εύφημη μνεία δικαιούται και ο Πόλυς Κερμανίδης από τη Θεσσαλονίκη, επαγγελματίας χαρτοπαίκτης και τραγουδιστής. Στη συμπρωτεύουσα χαρτόπαιζε στο καφενείο του Τούρκου (Αλέκος) όπου κοιμότανε στα τραπέζια προειδοποιώντας τους φίλους του «Σίστα, (υποκοριστικό του Μασίστα), ο γιαχμής (δηλ. ο Αλέκος ) φώναξε καρακόλι (αστυνομία)». Το γνωστό ρεφρέν του τραγουδιού του «η λογική του μέλλοντος είναι κυρά μου η τρέλα» δικαιώνεται απόλυτα… Η λογική του Κερμανίδη είχε μακρινή μόνο ομοιότητα με τον αριστοκράτη – τζέντλεμαν, τον Ελληνοαμερικανό Τζόνι Τάραμας, που είχε κάνει το καζίνο της Πάρνηθας άνω – κάτω με την ικανότητά του να είναι μέγας αριθμομνήμων! Μάλιστα για ένα διάστημα του απαγορεύτηκε η είσοδος στο καζίνο και του επετράπη και πάλι ύστερα από δικαστική απόφαση… Αγνοούνται βέβαια οι τελευταίες κινήσεις του, αν και στο διαδίκτυο κυκλοφορεί η τελευταία του ατάκα: «Τελικά, όλοι χάνουν από τον τζόγο».
Τέλος, μεγάλη ήταν η συμβολή του ημέτερου Γιώργου Τσότσου στην παραγωγή φρεσκότατου ενδοσυνδικαλιστικού χιούμορ, μετά της ιδιαζούσης προφοράς του θεσσαλικού χώρου. Οι επικοινωνίες του με τους πιλότους αεροπλάνων εις την αγγλικήν ήταν tres xecardistic, αποτέλεσαν δε μέγα μνημείον της ελληνοαγγλικής τεχνοανθυποκουλτούρας…
* Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας
Διαβάστε επίσης: