Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή / Μέρος Δ’ - Η Πόλη ως σώμα εργασίας
Η Κωνσταντινούπολη του Βυζαντίου, επίκεντρο της εξουσίας και της θεολογίας, λειτουργούσε ταυτόχρονα ως ένα πολύπλοκο και παλλόμενο οικονομικό οικοδόμημα. Πίσω από την αυτοκρατορική αίγλη και τις εμβληματικές τελετές του Βυζαντίου υπήρχε ένα πολυδαίδαλο σύστημα οικονομικών σχέσεων, που συντηρούσε καθημερινά εκατοντάδες χιλιάδες ζωές. Ένα σύστημα που βασιζόταν σε μια κοινωνία ανθρώπων που εργάζονταν, αντάλλασσαν, έκλεβαν, πουλούσαν και υπολόγιζαν.
Η Πόλη ως διασταύρωση οικονομιών
Η Κωνσταντινούπολη δεν ήταν μία ενιαία αγορά. Ήταν ένα μωσαϊκό από οικονομικά μικροσύμπαντα: οι αγορές γύρω από το Μέγα Παλάτιο, οι λιμενικές εγκαταστάσεις στον Κεράτιο, οι συνοικίες των βαφέων, των αργυροχόων, των κηροποιών. Σε κάθε συνοικία διαμορφωνόταν δίκτυο επαγγελματικών σχέσεων, πελατείας και άτυπης πίστης. Οι δρόμοι γύρω από τη Μαγναύρα έσφυζαν από εμπόρους και τεχνίτες που διαπραγματεύονταν τιμές, αντάλλασσαν πληροφορίες και επόπτευαν την κίνηση των ξένων πλοίων.
Από τα λιμάνια έφταναν προϊόντα από την Καππαδοκία, τη Συρία, την Αίγυπτο, τη Σικελία. Ταυτόχρονα, έφευγαν μεταξωτά και είδη πολυτελείας, έργα υφαντουργών και αργυροχόων. Οι Ιταλοί έμποροι, αν και συχνά προκαλούσαν κοινωνική ένταση, έπαιζαν βασικό ρόλο στη διεθνοποίηση της μικρής βυζαντινής παραγωγής.
Η αστική οικονομία στηριζόταν σε πλήθος επαγγελμάτων, αλλά και σε σχέσεις μικρής κλίμακας: η ενοικίαση χώρων, η ανταλλαγή αγαθών, η άτυπη πίστωση, η εργασία κατ’ οίκον. Πολλές οικογένειες λειτουργούσαν ως οικιακές παραγωγικές μονάδες, όπου άνδρες, γυναίκες και παιδιά συμμετείχαν σε δραστηριότητες που συνδύαζαν οικονομία και οικολογία, από την παρασκευή υφασμάτων μέχρι τη μεταποίηση τροφίμων.
Η παρουσία μικροπωλητών (συνήθως γυναίκες ή απελεύθεροι) ήταν ζωτική για τη ροή των προϊόντων: λαχανικά, ψάρια, λάδι, παστά, γλυκίσματα και ρητίνες διακινούνταν καθημερινά σε μικρές ποσότητες. Οι λαϊκές αγορές (οι λεγόμενες λαοσυναγωγές) αποτελούσαν ταυτόχρονα οικονομικά και κοινωνικά δίκτυα: εκεί διαπραγματευόσουν, άκουγες νέα, προσλάμβανες ή απέλυες εργάτες, έδινες υποσχέσεις ή έβαζες ενέχυρα.
Σχέσεις εμπιστοσύνης – Σταθερότητας – Οικονομικής Πίστης
Οι σχέσεις εμπιστοσύνης και η προσωπική φήμη λειτουργούσαν ως αντίβαρο της απουσίας τραπεζικών ή δημόσιων οικονομικών μηχανισμών για τα χαμηλά στρώματα. Οι επαναλαμβανόμενες σχέσεις μεταξύ εμπόρων και πελατών, ιδίως στις συνοικίες εκτός της αυτοκρατορικής επίβλεψης, συγκροτούσαν μορφές άτυπης οικονομικής σταθερότητας, που όμως έμεναν αόρατες στα επίσημα αρχεία. Οι γείτονες ήξεραν πού θα βρουν καλό ξύδι ή βρασμένο μετάξι, χωρίς κανείς να έχει «επίσημη άδεια». Η πίστη μεταξύ πελατών και παραγωγών αντικαθιστούσε το συμβόλαιο. «Ο Τρύφων δεν θα σε γελάσει ποτέ», έλεγαν – και αυτό έφτανε.
Στο Βυζάντιο, ένας τεχνίτης δεν ήταν απλώς βιοπαλαιστής. Η φήμη του ήταν πολιτισμικό κεφάλαιο. Οι χρυσοχόοι της μονής της Χώρας, οι αρτοποιοί που έφτιαχναν ψωμί για το παλάτι, οι υφαντές που προμήθευαν τη Μονή του Παντοκράτορος δεν διέθεταν τίτλους, αλλά είχαν όνομα. Η εργασία τους περνούσε από πατέρα σε γιο, και το «καλό χέρι» ήταν εγγύηση.
Εργασία και κοινωνική κινητικότητα
Η εργασία, πέρα από βιοποριστική ανάγκη, άρχισε υπό προϋποθέσεις να εξελίσσεται ως μέσο κοινωνικής κινητικότητας. Υπήρξαν τεχνίτες που κατόρθωσαν να ανελιχθούν κοινωνικά, για παράδειγμα, μέσω της συνεργασίας τους με την Αυλή ή με μοναστήρια. Οικογένειες εμπόρων εγκατεστημένων στην Πόλη ήδη από τον 11ο αιώνα (όπως καταγράφονται σε εμπορικές επιστολές) καταφέρνουν να αποκτήσουν πρόσβαση σε θρησκευτικά ιδρύματα ή και σε κρατικά έργα, χτίζοντας δίκτυα προστασίας.
Η συντεχνιακή ταυτότητα μπορούσε να λειτουργήσει ως μορφή συλλογικής προβολής και υπεράσπισης συμφερόντων. Οι αρτοποιοί, οι βαφείς και οι χρυσοχόοι οργανώνονταν ακόμη και σε πομπές ή συμμετείχαν σε επίσημες εορτές, προβάλλοντας τη συμβολή τους στη λειτουργία της Πόλης.
Ωστόσο, αυτή η κινητικότητα ήταν εξαιρετικά περιορισμένη. Η συντριπτική πλειονότητα παρέμενε εγκλωβισμένη στη σφαίρα των ίδιων επαγγελμάτων και των ίδιων συνοικιών. Οι οικονομικές κρίσεις (π.χ. μετά την άλωση του 1204 ή στα χρόνια της ύφεσης του 14ου αιώνα) σάρωναν με ιδιαίτερη σφοδρότητα τα χαμηλά στρώματα, οδηγώντας σε λιμούς, ξεσπάσματα βίας και κοινωνικές εντάσεις.
Φορολογία και καταπίεση
Η «μικρή οικονομία» δεν ήταν έξω από τον βρόχο της κρατικής εποπτείας. Οι φόροι, ειδικά οι έμμεσοι, έπλητταν δυσανάλογα τους τεχνίτες και μικροεμπόρους. Στη φορολογία του επαρχιακού μηχανισμού, το βάρος έπεφτε συχνά στους παραγωγούς και όχι στους ενδιάμεσους ή στους ευνοημένους εισαγωγείς προϊόντων.
Μαρτυρίες της ύστερης περιόδου κάνουν λόγο για διαμαρτυρίες επαγγελματιών, κατασχέσεις, ακόμη και εξεγέρσεις με χαρακτήρα περισσότερο οικονομικό παρά ιδεολογικό. Οι «φτωχοί τεχνίτες» παρουσιάζονται σε χρονικά και επιστολές ως τα πρώτα θύματα των κρίσεων, ενώ συχνά κατέφευγαν στην Εκκλησία ή σε μοναστικά ιδρύματα για στήριξη.
Παράρτημα πηγών
1. Επαρχικόν Βιβλίον (10ος αι.)
«Ο μύλος του άρτου να λειτουργεί καθ’ ημέραν, και οι μύλοι να μη υπερτιμώσι τον κόπον, αλλά να κρατούν μέτρον δίκαιον και τίμιον».
2. Χρονογραφία Σκυλίτζη (11ος αι.)
«Και η αγορά, ανατεθραμμένη υπό βαρβάρων, ετάραξεν τους μικροπραματευτάς· και έκλαιον αι γυναικείαι χείρες τα ποτήρια αυτών».
3. Αγιολογία Αγίου Ανδρέα του Σαλού
«Ήτις γυνή πωλούσα μυροβόλα εδέχθη εν τη οδώ αυστηράν κλωτίν εκ στρατιώτου, διότι τον τόπον κατείχε αυθαίρετος».
4. Ανώνυμη Επιστολή εμπόρου (τέλη 12ου αι.)
«Τα πανιά των Δυτικών εξωνούνται ακριβότερον ημών· ο λαός προστρέπει εις τα αλλότρια και οι τέκτονες πεινώσιν».
5. Τυπικό Μονής Παντοκράτορος (12ος αι.)
«Οι τεχνίται της μονής να δώσωσι τον κόπον αυτών άπαξ της εβδομάδος, και η μονή να δίδη το αντίτιμον εν άρτω και εν οίνω, ει δυνατόν».
Διαβάστε επίσης:
Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή / Μέρος Β’ – Οι γυναίκες της καθημερινής ζωής
Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή/Μέρος Γ΄ – Οι δούλοι και οι απελεύθεροι