ΤΕΤΑΡΤΗ 24.12.2025 12:44
MENU CLOSE

Ήρθε η ώρα της αλήθειας

12.07.2013 21:00

Στα πολιτικά κόμματα, η μάχη για τους συσχετισμούς μπορεί στην αντίληψη πολλών να είναι συνδεδεμένη με τη μάχη για την καρέκλα και την εξουσία, ωστόσο η έκβασή της, εκτός από την αναπαραγωγή ή μη των εσωκομματικών μηχανισμών, κρίνει κρίσιμα πολιτικά ζητήματα.

Οι ευθύνες…
Ας τα πάρουμε όμως από την… αρχή:
Πριν από έναν χρόνο, τέτοιο καιρό, ο ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ ζούσε ακόμη στους ρυθμούς της μέθης από την ανέλπιστη, όσο και πρωτοφανή για τα μεταπολιτευτικά δεδομένα, εκλογική του εκτίναξη. Ωστόσο το αίσθημα ικανοποίησης για το αποτέλεσμα σκίαζαν δύο στοιχεία, καθότι απαγόρευαν την επανάπαυση:
• Η συνείδηση του ότι το εκλογικό ποσοστό του 27% ήταν προϊόν της κρίσης: ο κόσμος που επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ στράφηκε σε αυτόν γυρίζοντας ταυτόχρονα την πλάτη στον δικομματισμό Ν.Δ. – ΠΑΣΟΚ, προκειμένου να σωθεί από την εξαθλίωση που συνεπάγονται τα αέναα μνημόνια.
• Η συνειδητοποίηση ότι η εκλογική εκτίναξη στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θέτει τον ΣΥΡΙΖΑ σε ρόλο εν δυνάμει κυβέρνησης, φορτώνοντάς τον με πολλαπλάσιες ευθύνες σε σχέση με το παρελθόν ή… ακόμη χειρότερα, φέρνοντάς τον αντιμέτωπο με ιστορικές ευθύνες. Δηλαδή να εκπληρώσει τον ρόλο του ως αριστερού, φιλολαϊκού κόμματος, αποτρέποντας τη συνέχιση της μνημονιακής καταστροφής και χαράσσοντας για τη χώρα πορεία διεξόδου από την κρίση…
Σήμερα, έναν χρόνο μετά, το ζητούμενο παραμένει η κατάκτηση της κοινωνικής πλειοψηφίας για την άνοδο στην εξουσία.
Το θέμα είναι το πώς: το σύνθημα με το οποίο κατέβηκε ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Μαΐου, η «κυβέρνηση της Αριστεράς», επιβραβεύτηκε από τους ψηφοφόρους με θεαματικό τρόπο.
Ωστόσο, τροφοδότησε μία ακόμη εσωκομματική διαμάχη για το ποιο σκέλος ήταν αυτό που συγκίνησε περισσότερο τα πλήθη: η «κυβέρνηση» ή το ιδεολογικό πρόσημο «της Αριστεράς»; Σε αυτό το πεδίο παίζεται ένα μεγάλο στοίχημα στο εσωτερικό του κόμματος και προς το παρόν είναι με ερωτηματικό το αν θα αντιμετωπιστεί οριστικά ή όχι από το συνέδριο.
Όσον αφορά το αν η συγκεκριμένη διαμάχη είναι για το θεαθήναι (ή την κατοχύρωση θέσεων και ρόλων) ή όχι, ας το κρίνει ο λαός. Εμείς να πούμε ότι ο προσδιορισμός της φυσιογνωμίας της κυβέρνησης έχει τη σημασία του στον βαθμό που καθορίζει το πολιτικό πρόγραμμα με το οποίο η κυβέρνηση αυτή, όταν με το καλό σχηματιστεί, θα κινηθεί:
Για την πλειοψηφία, το ζητούμενο είναι τα εκλογικά ποσοστά να προσφέρουν καθοριστική ηγεμονία ώστε να επιβάλει στους όποιους συμμάχους της αλλά και στους δανειστές – με τη στήριξη πάντα του λαϊκού παράγοντα – το σχέδιό της για κατάργηση των μνημονίων, επαναδιαπραγμάτευση της δανειακής σύμβασης, κούρεμα τμήματος του χρέους και μορατόριουμ στους τόκους. Η ηγεσία θεωρεί ότι μπορεί – πάντα υπό όρους ισχυρής λαϊκής στήριξης – να αποσπάσει μια συμφωνία που θα εξασφαλίσει χρηματοδότηση για τη στήριξη της κοινωνίας, πληρώνοντας σε δεύτερο πλάνο το υπόλοιπο του χρέους. Παράλληλα, δεν φαίνεται να αμφισβητεί τους στόχους της δημοσιονομικής σταθεροποίησης και της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος.
Η άλλη λύση, αυτή της μονομερούς στάσης πληρωμών, θεωρείται ουσιαστικά έσχατη αναγκαστική λύση, κατά βάση απευκταία. Ως γνωστόν, η πλειοψηφία παραμένει προσηλωμένη στην ιδέα της παραμονής στην Ε.Ε. και την ευρωζώνη και θεωρεί «εθνική αναδίπλωση» την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα.
Αντιθέτως, για την εσωκομματική αντιπολίτευση η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, άρα σε μια εθνικά ελεγχόμενη νομισματική πολιτική (τύπωμα χρήματος για τη χρηματοδότηση των κοινωνικών αναγκών σε συνδυασμό με μια σειρά άλλων μέτρων, π.χ. εθνικοποιήσεις / κοινωνικοποιήσεις τραπεζών κ.λπ.), δεν είναι καταστροφή, αλλά αφετηρία για μια προοδευτική διέξοδο. Σε κάθε περίπτωση η εσωκομματική αντιπολίτευση θεωρεί ότι μέσα στην Ε.Ε. δεν υπάρχουν παρά μνημόνια και λιτότητα («δεν μεταρρυθμίζεται, αλλά ανατρέπεται»), ενώ η έξοδος από το ευρώ, χωρίς να είναι μονοσήμαντα αριστερή επιλογή (αφού τη συζητά και μέρος της αστικής τάξης), μπορεί να κινηθεί σε αριστερή κατεύθυνση εφόσον η Αριστερά το επιδιώξει. Για τη μειοψηφία της λεγόμενης Αριστερής Πλατφόρμας αυτή η πολιτική επιλογή είναι δυνατό να στηριχθεί μέχρι τέλους μόνο από μια «κυβέρνηση της Αριστεράς» και όχι από μια κυβέρνηση της «Κεντροαριστεροδεξιάς», κατά τον απαξιωτικό όρο που χαρακτηριστικά χρησιμοποιεί ο Παναγιώτης Λαφαζάνης για την κυβέρνηση που περιγράφει η ηγεσία ως κυβέρνηση «κοινωνικής σωτηρίας», «εθνικής αξιοπρέπειας» κ.λπ.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που η κοινωνική πλειοψηφία φαίνεται να περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα σταθερό, απτό και άρα πειστικό πρόγραμμα διεξόδου. Πολύ λίγοι στέκονται στα ιδεολογικά κριτήρια, αν αυτά δεν αντιστοιχίζονται με την πραγματικότητα.

Έναν χρόνο μετά
Με το συνέδριο, ανοίγει ένας νέος κύκλος στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ ενώ παράλληλα επισφραγίζεται το κλείσιμο του προηγούμενου, όπου το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δοκιμάστηκε στα νέα του καθήκοντα και προσπάθησε να διαχειριστεί τη νέα εμβέλειά του, άλλοτε με επιτυχία, άλλοτε όχι.
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς ο Τσίπρας προέβη σε αλλεπάλληλα ανοίγματα στο πέραν της Αριστεράς ακροατήριο και σε πρωτοβουλίες διερευνητικών επαφών με την «αντίπερα όχθη», αξιοποιώντας τη νεοαποκτηθείσα ιδιότητα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Έτσι, «φλέρταρε» με τους «νοικοκυραίους» αλλά και με τον κόσμο που ομνύει στην «υγιή επιχειρηματικότητα», απευθύνθηκε στο κοινό του ΠΑΣΟΚ και της λαϊκής Δεξιάς, παρακάθισε σε δείπνα με την επιχειρηματική ελίτ της χώρας, συναντήθηκε με τους «κραταιούς» μιντιάρχες, άνοιξε διαύλους επικοινωνίας με τους ιδεολογικούς του αντιπάλους και θεματοφύλακες της μνημονιακής μας ρότας στο στρατόπεδο των δανειστών, δηλαδή τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, το ΔΝΤ, τους εκπροσώπους του Στέιτ Ντιπάρτμεντ κ.λπ.
Οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν εσωκομματική γκρίνια ή αντιπαράθεση και κυρίως την κριτική περί «δεξιάς διολίσθησης» και πριμοδότησης της αντίληψης του «κυβερνητισμού». Συνοδεύτηκαν από ανάλογες «αριστερές στροφές», είτε με την έννοια των εξαγγελιών και των παροχών (αποκατάσταση μισθών και συντάξεων στα επίπεδα προ κρίσης κ.λπ.) είτε με το ανέβασμα των τόνων απέναντι στο τρίγωνο της διαπλοκής (πολιτικό σύστημα, τράπεζες – επιχειρηματίες, μίντια).
Οι παραπάνω επιλογές θα αποτιμηθούν και θα κριθούν εσωκομματικά τις μέρες που ακολουθούν.
Στο επίπεδο της κοινωνίας αυτό που καταγράφεται είναι ότι ούτε πρόσθεσαν αλλά ούτε και αφαίρεσαν από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έναν χρόνο μετά παραμένει ψηλά μεν, στάσιμος δε (εξαρτάται από το πώς βλέπει κανείς το ποτήρι: μισοάδειο ή μισογεμάτο).

Πειστική πρόταση
Προς το παρόν, πάντως, είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει το επιθυμητό όσο και αναγκαίο πλειοψηφικό ρεύμα υπέρ του, κάτι που φαίνεται να χτυπά καμπανάκι: το ζήτημα της ικανότητας διακυβέρνησης παραμένει ανοιχτό για την αξιωματική αντιπολίτευση στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Πέρα από τη διακυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να δίνει εξετάσεις στο ζήτημα της διεξόδου: καλείται δηλαδή να παρουσιάσει ένα πειστικό εναλλακτικό πρόγραμμα το οποίο να εμπνέει εμπιστοσύνη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να οδηγήσει τη χώρα και τον λαό της σε διέξοδο, επομένως ότι έχει πρόταση η οποία δεν οδηγεί σε εθνική ή κοινωνική καταστροφή και άρα δεν συνεπάγεται νέα βάρη για τα συνήθη υποζύγια, τους εργαζομένους και τους αιματηρά φορολογουμένους, τα ασθενέστερα και τα μεσαία κοινωνικά στρώματα εν τέλει.

Ηγέτης ή ηγεμών;
Η επικύρωση ή η ενίσχυση της δύναμης της ηγεσίας θα κρίνει λοιπόν και το αν θα έχει την αναμφισβήτητη ηγεμονία στο εσωτερικό του νέου ενιαίου κόμματος. Κατ’ επέκταση θα κριθούν καίρια πολιτικά ζητήματα τα οποία μέχρι σήμερα αποτελούν πηγή πολιτικών τριβών, όπως αυτό της στάσης απέναντι στο ευρώ και την Ε.Ε. καθώς και των πολιτικών συνεργασιών για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Ιδιαίτερα όσον αφορά το δεύτερο, αν σήμερα η εσωκομματική αντιπολίτευση και μερίδα της πλειοψηφίας δείχνουν να δυσφορούν με οποιαδήποτε άλλη κατεύθυνση πλην της «κυβέρνησης της Αριστεράς», για την προεδρική πλειοψηφία προέχει καταρχάς η έγνοια να μη δώσει το σήμα της ιδεολογικοπολιτικής περιχαράκωσης καθώς και η χάραξη πολιτικής συνεργασιών με βάση τα ρεαλιστικά δεδομένα. Εφόσον το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρνούνται, οι σύμμαχοι θα αναζητηθούν αλλού: στον «αντιμνημονιακό» Καμμένο, στην υπό αναζήτηση ταυτότητας και ρόλου ΔΗΜΑΡ και σε όσους σχηματισμούς ή πρόσωπα διατείνονται ότι επιθυμούν να ανατρέψουν τη μνημονιακή τροχιά της χώρας.
Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ πάντως συναρτά το σχέδιο συμμαχιών με την προϋπόθεση της εκλογικοπολιτικής ηγεμονίας του. «Όσο πιο ψηλά έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές τόσο πιο δυνατός θα είναι ο λαός» τονίζουν στις επίσημες τοποθετήσεις τους ο Τσίπρας και τα στελέχη που μεταφέρουν την ηγετική γραμμή.
Μετά το συνέδριο, ο ΣΥΡΙΖΑ καλείται λοιπόν να πείσει το ευρύτερο δυνατό ακροατήριο, τον μεσαίο χώρο (ο χώρος που κρίνει κάθε εκλογική αναμέτρηση) ότι «θέλει και μπορεί», όπως ο ίδιος διακηρύσσει, να κυβερνήσει, και δη αποτελεσματικά.
Μοιραία, η απεύθυνση στο κεντρώο κοινό ανοίγει το παιχνίδι για την ανασύνταξη του χώρου της Κεντροαριστεράς.
Μπορεί ο Τσίπρας να αρνείται αυτήν την «ταμπέλα», που βαρύνεται με σοσιαλδημοκρατικά αμαρτήματα, από την άλλη όμως ο ίδιος σημειώνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «εκφράζει πλέον τις προσδοκίες μεγάλης μερίδας πολιτών που στο παρελθόν δεν κατέτασσαν τους εαυτούς τους στην παραδοσιακή Αριστερά».
Και καλεί σε μια «ευρύτατη, δυνατή, πατριωτική, δημοκρατική συσπείρωση κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων γύρω από ένα ανορθωτικό πρόγραμμα απαλλαγής από το μνημόνιο και ένα σχέδιο κοινωνικής σωτηρίας», με την πίεση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ προς το παρόν να στρέφεται προς τη ΔΗΜΑΡ, την οποία καλεί να τοποθετηθεί «με σαφήνεια στο πατριωτικό δημοκρατικό προσκλητήριο που απευθύνει ο ΣΥΡΙΖΑ».
Το στοίχημα για τη δημιουργία μιας μεγάλης οργανωτικά και πολιτικά παράταξης, που θα εκφράζει πλέον την όποια κοινωνική πλειοψηφία, ενυπάρχει στη σκέψη του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ ήδη από την επομένη των εκλογών του περσινού Μαΐου, όταν ερμήνευε το εκλογικό αποτέλεσμα ως εντολή για την «ανασυγκρότηση» και «επανίδρυση» της ριζοσπαστικής και ανανεωτικής Αριστεράς στην κατεύθυνση μιας μεγάλης μαζικής λαϊκής και δημοκρατικής παράταξης.
Και όπως τότε σημείωνε το «Ποντίκι» (10.5. 2012), το εκλογικό αποτέλεσμα της 6ης Μαΐου έθεσε εξαρχής την κατακερματισμένη Κεντροαριστερά σε φάση αναδιάταξης. Εκτιμούσε δε (το «Ποντίκι») πως, αν στις επόμενες εκλογές (αυτές που επακολούθησαν, στις 17 Ιουνίου 2012) «παγιωθεί η θέση του ΣΥΡΙΖΑ στα σημερινά υψηλά ποσοστά και το ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώσει την άτακτη υποχώρησή του, τότε το προβάδισμα αυτό κατοχυρώνεται και η κεντροαριστερή ανασύνταξη “ανατίθεται”… επισήμως στον ΣΥΡΙΖΑ».
Ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν…

ΤΕΤΑΡΤΗ 24.12.2025 12:44
Exit mobile version