ΤΡΙΤΗ 30.04.2024 17:09
MENU CLOSE

Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής: Αναπόφευκτη η ύφεση – Εξαντλούνται οι συνεπείς φορολογούμενοι

29.10.2015 13:53

Με την επισήμανση ότι είναι «υπαρκτός κίνδυνος η χώρα να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μια μακροχρόνια στασιμότητα», το Γραφείο Προύπολογισμού της Βουλής έδωσε στη δημοσιότητα την τριμηνιαία έκθεση Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2015, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως συνολικά, η έστω μετρίως θετική πορεία που καταγράφηκε το 2014 και τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 έχει αναστραφεί. Και την ίδια στιγμή, όπως τονίζεται στην Έκθεση, «εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή».  

Με την επισήμανση ότι είναι «υπαρκτός κίνδυνος η χώρα να διολισθήσει σε βαθύτερη ύφεση ή και σε μια μακροχρόνια στασιμότητα», το Γραφείο Προύπολογισμού της Βουλής έδωσε στη δημοσιότητα την τριμηνιαία έκθεση Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2015, αναφέροντας χαρακτηριστικά πως συνολικά, η έστω μετρίως θετική πορεία που καταγράφηκε το 2014 και τα δύο πρώτα τρίμηνα του 2015 έχει αναστραφεί. Και την ίδια στιγμή, όπως τονίζεται στην Έκθεση, «εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή».  

Το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής σημειώνει για το τρίτο κατά σειρά μνημόνιο ότι «η συμφωνία αυτή, παρά τις πολιτικές δυσκολίες, ήταν και παραμένει, προτιμότερη από την παράταση της εκκρεμότητας ή από μια ενδεχόμενη άτακτη χρεοκοπία».

Σύμφωνα με την Έκθεση «τα προβλήματα εφαρμογής που καταγράφονται (π.χ. ΦΠΑ στην εκπαίδευση, “κόκκινα” δάνεια, ιδιωτικοποιήσεις κ.ά.) δείχνουν ότι η οικονομική φιλοσοφία του Μνημονίου συχνά αμφισβητείται στην πράξη, πράγμα που τροφοδοτεί την αβεβαιότητα».

Όπως αναφέρει το Γραφείο Προυπολογισμού «την αβεβαιότητα τροφοδοτούν η συνεχής αναζήτηση “ισοδυνάμων” για να γίνουν τροποποιήσεις (που μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να έχουν νόημα, αλλά τροφοδοτούν την αβεβαιότητα), οι ασάφειες σε φορολογικά ζητήματα (φορολόγηση μισθώματος ακινήτων, ΦΠΑ στην εκπαίδευση, ΕΝΦΙΑ), οι ανασχεδιασμοί στο ασφαλιστικό κ.ά. Την αβεβαιότητα τροφοδοτεί και η αρνητική στάση του συνόλου της αντιπολίτευσης σε κάθε σχεδόν μέτρο εφαρμογής του τρίτου “Μνημονίου”. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι στήριξε με την ψήφο της στη Βουλή το πλαίσιο πολιτικής, που υποδεικνύεται από το νέο Μνημόνιο».

Στην Έκθεση επισημαίνεται ότι «ο σπουδαιότερος όρος για ταχύτερη ανάκαμψη και, κυρίως, για να είναι αυτή σε διατηρήσιμη βάση, είναι να εξαλειφθεί η αβεβαιότητα τόσο ως προς τη γενική κατεύθυνση της οικονομικής πολιτικής, όσο και ως προς τη διαχείριση θεμάτων (όπως μεταρρυθμίσεις, αποκρατικοποιήσεις κ.ά). Αυτό θα επιτευχθεί αν ακολουθηθεί ο οδικός χάρτης του νέου Μνημονίου».

Μέρος των λεγόμενων “προαπαιτούμενων” για τη χρηματοδοτική στήριξη της χώρας υλοποιείται, όπως έδειξε η ψηφοφορία στη Βουλή για το πολυνομοσχέδιο. Η κυβέρνηση έδειξε ότι εμμένει στη στρατηγική επιλογή της εφαρμογής προαπαιτούμενων – αξιολόγηση – ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών – διευθέτηση του χρέους. Ωστόσο, εκκρεμεί ακόμα ένας απαιτητικός και “μακρύς” κατάλογος μέτρων. Το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτωβρίου, οι δύσκολες διαπραγματεύσεις με τους εκπροσώπους των τεσσάρων θεσμών (πρώην «τρόϊκας”) ανέδειξαν πάλι τις δυσκολίες της προσαρμογής, αλλά και την κλίμακα των προβλημάτων που έχει η χώρα», σημειώνει το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής. 

Σύμφωνα με την Έκθεση «το τρίτο Μνημόνιο έχει δύο ουσιώδεις διαφορές από τα δύο προηγούμενα, αλλά και μία ομοιότητα.

Πρώτη διαφορά: το τρίτο Μνημόνιο είναι εμπροσθοβαρές ως προς τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή το σύνολο σχεδόν των απαιτούμενων μεταρρυθμίσεων (περίπου 233) θα πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τον προσεχή Ιούνιο του 2016. Ειδικότερα, οι 127 ενέργειες ή αλλιώς το 56% του Μνημονίου θα πρέπει να τεθούν σε εφαρμογή μέχρι το τέλος του 2015 (βλ. Πα- ράρτημα Ι), ενώ συνολικά το 80% πρέπει να εφαρμοστεί μέσα στους 10 πρώτους μήνες από την έναρξή του (έως τον Ιούνιο του 2016). Επιπλέον, ένα 30% ή αλλιώς το 1/3 περίπου των μέτρων αποτελούν προαπαιτούμενα για την εκταμίευση δόσεων. Το ΓΠΚΒ εκτιμά ότι το πρόγραμμα είναι πολύπλοκο και φιλόδοξο. Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να κάνει «αγώνα δρόμου» για την εφαρμογή του και η δημόσια διοίκηση να δείξει διαχειριστική επάρκεια για ένα τόσο δύσκολο έργο. Οι μεταρρυθμίσεις θα εφαρμοστούν σε ένα περιβάλλον ύφεσης, καθώς το δεύτερο εξάμηνο του έτους αναμένεται να είναι χειρότερο σε σχέση με το πρώτο» σημειώνει η έκθεση και συνεχίζει «το εξάμηνο αυτό θα αντανακλά με χρονική υστέρηση όλες τις συνέπειες των προηγούμενων αρνητικών εξελίξεων, όπως οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων, η αβεβαιότητα, η επενδυτική άπνοια κ.λπ. Η διεθνής εμπειρία μας δείχνει ότι η επιτυχής εφαρμογή μεταρρυθμίσεων είναι πολύ πιο δύσκολη σε περιβάλλον ύφεσης.

Δεύτερη διαφορά: το τρίτο Μνημόνιο βασίζεται σε περισσότερο ρεαλιστικούς στόχους σχετικά με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων (-0,25% ΑΕΠ το 2015, +0,5% ΑΕΠ το 2016, +1,75% το 2017 και +3,5% το 2018). Τα μεγέθη αυτά είναι σαφώς χαμηλότερα από τα μεγέθη που είχαν τεθεί στο παρελθόν και που υπάρχουν ακόμη στο Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα Δημοσιονομικής Στρατηγικής (ΜΠΔΣ) 2015-18 (2,5% για φέτος, 3,5% για το 2016, 4,6% για το 2017 και 5,3% για το 2018). Σε απόλυτα μεγέθη, για το 2017 και για το 2018 αναμένονταν πρωτογενή πλεονάσματα ύψους €9,4 δισ. και €11,5 δισ. αντιστοίχως. Ήδη από τον Απρίλιο του 2014, το ΓΠΚΒ επισήμανε ότι τίθεται ένα γενικότερο ζήτημα όσον αφορά στη διατήρηση πρωτογενών πλεονασμάτων. Υποδείκνυε, επίσης, την ανάγκη αναθεώρησης προς τα κάτω των φιλόδοξων αυτών στόχων. Υπάρχουν μόνο λίγα παραδείγματα που αναπτυγμένες χώρες (π.χ. η πετρελαιοπαραγωγός Νορβηγία) ήταν σε θέση να διατηρήσουν πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλες χρονικές περιόδους και πάντως ο μέσος όρος αυτών των πλεονασμάτων ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 3,1%, πολύ χαμηλότερος από εκείνα του ΜΠΔΣ 2015-18. Η μείωση του στόχου για συνεχώς αυξανόμενα πρωτογενή πλεονάσματα (ως % ΑΕΠ) τα επόμενα χρόνια, κατέστη αναπόφευκτη, καθώς η οικονομία έχει εκ νέου εισέλθει σε ύφεση. Θα επιτρέψει να εφαρμοσθεί χαλαρότερη δημοσιονομική πολιτική και έτσι να συμπιεσθεί λιγότερο η ζήτηση, να αντιμετωπισθούν κάποια κοινωνικά προβλήματα ή να αρθούν αδικίες.

Τέλος, η ομοιότητά του με τα προηγούμενα είναι ότι το τρίτο Μνημόνιο περιλαμβάνει μεταρρυθμίσεις, που εκκρεμούν από το παρελθόν και δημοσιονομικά μέτρα, πολλά εκ των οποίων, είναι οριζόντια (π.χ. αύξηση του ΦΠΑ) και επιτείνουν την ύφεση. Διάφορες παρεμβάσεις σχετίζονται με αυξημένη φορολογική επιβάρυνση των πολιτών, είτε με νέους φόρους, π.χ. για τους αγρότες, τους γονείς με παιδιά σε φροντιστήρια, ιδιωτικά σχολεία κλπ. είτε με συνέχιση της εφαρμογής των ήδη γνωστών φόρων (π.χ. ΕΝΦΙΑ), που γίνονται περισσότερο επαχθείς, καθώς τα εισοδήματα πέφτουν. Σε γενικές γραμμές, τα φορολογικά μέτρα έχουν αποφασισθεί χωρίς να εκτιμάται το γεγονός αν μπορούν να εφαρμοστούν, πού μπορούν να εφαρμοστούν, τί επιπτώσεις θα έχουν αν εφαρμοστούν και, βεβαίως, τί επιπτώσεις θα έχουν εάν δεν εφαρμοστούν από όλους. Έτσι, για παράδειγμα, ένας επιχειρηματίας που πληρώνει τους φόρους και τις εισφορές του καθίσταται αυτομάτως λιγότερο ανταγωνιστικός σε σχέση με κάποιον άλλον του ίδιου κλάδου που φοροδιαφεύγει. Παράλληλα, διαπιστώνεται ότι εξαντλείται πλέον η φοροδοτική ικανότητα των συνεπών πολιτών, ενώ οι αυξήσεις των φορολογικών συντελεστών και ενδεχομένως νέοι φόροι μπορεί να ενισχύσουν τη φοροδιαφυγή».

 

Διαβάστε ολόκληρη την Έκθεση του Γραφείου Προυπολογισμού της Βουλής:

ΤΡΙΤΗ 30.04.2024 17:09
Exit mobile version