Οι «παράξενες» εκλογές της Ευρώπης
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
τεύχος 1960
16-3-2017
Κάλπες στην Ολλανδία χθες, στην Τουρκία στις 16 Απριλίου για το δημοψήφισμα που ήδη προκαλεί εκνευρισμό στην Ευρώπη, προεδρικές εκλογές στη Γαλλία στη συνέχεια και γερμανικές το φθινόπωρο. Με το θερμόμετρο στο «κόκκινο». Έχει παρατηρηθεί ότι, παραδοσιακά, η Ολλανδία είναι ο προπομπός των εξελίξεων στη Γηραιά Ήπειρο δείχνοντας τις τάσεις που στη συνέχεια ακολουθούν η Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη:
– Η αριστερή μαθητική επανάσταση στην Ολλανδία ήρθε νωρίς, το 1966.
– Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Βιμ Κοκ, εκλεγμένος το 1994, υποστήριξε τον Τρίτο Δρόμο στην κεντροαριστερή πολιτική πριν τους Τόνι Μπλερ στη Βρετανία και Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία.
– Ο αντιμουσουλμανικός λαϊκισμός ξεκίνησε στην Ολλανδία νωρίτερα από κάθε άλλη χώρα της Ευρώπης.
– Το 2002 η χώρα εξέλεξε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, πάλι προμηνύοντας αυτό που θα ακολουθούσε σε Γερμανία και Βρετανία.
Μετά την ανακοίνωση των επίσημων αποτελεσμάτων από το Εκλογικό Συμβούλιο στις 21 Μαρτίου, το νέο Κοινοβούλιο θα ορίσει στις 23 Μαρτίου ποιος θα λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Αυτό θα γίνει μέσω συζητήσεων μεταξύ των αρχηγών των κομμάτων, μια διαδικασία που ενδέχεται να διαρκέσει εβδομάδες ή και μήνες. Σύμφωνα με τα ολλανδικά μέσα ενημέρωσης, συνήθως περνάνε ακόμα και τρεις μήνες προτού αναλάβει τα καθήκοντά της κάθε φορά η νέα κυβέρνηση.
Η πολιτική κουλτούρα συγκυβερνήσεων στην Ολλανδία, άλλωστε, είναι γνωστή για τις διάφορες ομάδες συμφερόντων που επιδίδονται σε ατέλειωτες διαπραγματεύσεις για να φτάσουν σε συμβιβασμό μεταξύ τους. Στις προηγούμενες ολλανδικές εκλογές υπήρξαν δύο μεγάλα κόμματα, από τα δεξιά κι από τα αριστερά, ενώ το ολλανδικό Κοινοβούλιο αναφέρει στον ιστότοπό του: «Όλες οι κυβερνήσεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν κυβερνήσεις συνασπισμού, τις οποίες στήριζαν δύο ή περισσότερα κόμματα για να λάβουν την πλειοψηφία».
Οι μακρές διαπραγματεύσεις μεταξύ των κομμάτων για σχηματισμό κυβέρνησης είναι σχεδόν παράδοση στην Ολλανδία. Ωστόσο, αυτό το είδος των κυβερνήσεων «συμβιβασμού» φαίνεται να έχει κουράσει τους Ολλανδούς ψηφοφόρους.
Όπως και να έχει, πάντως, οι επιρροές του ακροδεξιού αντιισλαμιστή Γκέερτ Βίλντερς στα άλλα κόμματα είναι εμφανείς εδώ και αρκετούς μήνες. Ελάχιστοι πολιτικοί αποτολμούν πια στην Ολλανδία να ψελλίσουν μια θετική λέξη για την Ευρώπη ή για τους πρόσφυγες. Τα κόμματα σε όλο το πολιτικό φάσμα χρησιμοποιούν πλέον ευρέως την έννοια «προοδευτικός πατριωτισμός», μια πιασάρικη φράση που δεν έχει κάποιο σαφές περιεχόμενο και ουσιαστικά αποτελεί απόπειρα πολιτικής ισορροπίας.
Αυτό που σίγουρα κατάφερε ήδη, λοιπόν, ο Βίλντερς, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος στις εκλογές της Τετάρτης ή των κομμάτων που θα σχηματίσουν τη νέα κυβέρνηση, είναι να σέρνει την πολιτική ατζέντα της χώρας του πίσω από τη δική του. Οι συγκεκριμένες εκλογές θεωρήθηκαν εξ αρχής ένα τεστ για τη δύναμη του ευρωπαϊκού λαϊκισμού στην εποχή του Brexit και του Ντόναλντ Τραμπ, εν όψει κι άλλων εκλογών στην Ε.Ε. τους επόμενους μήνες.
Για κάθε γούστο
Σήμερα, πάντως, η οικονομία της Ολλανδίας βρίσκεται σε άνοδο και δεν πιέζεται από τις συνέπειες της κρίσης όπως άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,1% το 2016 και η Κεντρική Τράπεζα περιμένει ακόμη μεγαλύτερη αύξηση για το 2017. Οι Ολλανδοί απολαμβάνουν ένα καλό σύστημα υγείας και γενναιόδωρες συντάξεις. Αυτά τα δύο και η μετανάστευση απασχολούν περισσότερο τους Ολλανδούς πολίτες, σύμφωνα με έρευνα της δημοσκοπικής εταιρείας Ipsos.
Για τους περισσότερους Ολλανδούς, πάντως, αυτές ήταν οι πιο παράξενες εκλογές που έχουν δει ποτέ, καθώς συμμετείχαν διάφορα μικρά κόμματα, για κάθε γούστο, τα οποία ξεφύτρωσαν προσφάτως:
– Το Geenpeil, το οποίο προσφέρει την… πρωτοτυπία να μην έχει πρόγραμμα. Αντιθέτως υπόσχεται ότι θα ρωτάει τα μέλη του, μέσω online interface, για το πώς να ψηφίζει σε κάθε νομοσχέδιο.
– Το Φόρουμ για τη Δημοκρατία (FVD), που είναι καθαρά ευρωσκεπτικιστικό.
– Το κόμμα Για την Ολλανδία (VNL), ένα αντιμεταναστευτικό κόμμα, που επιπροσθέτως υπόσχεται και περικοπές φόρων. Ιδρυτής του είναι ένας κωμικός.
– Το Κόμμα των Ζώων.
– Το 50 Plus, που είναι το κόμμα των συνταξιούχων.
– Το Denk, που απευθύνεται κυρίως σε μετανάστες από την Τουρκία και το Μαρόκο.
Να σημειωθεί πάντως ότι στην Ολλανδία δεν υπάρχει μίνιμουμ όριο για την είσοδο ενός κόμματος στη Βουλή.
Σε ό,τι αφορά το μετεκλογικό παζάρι, κάθε άλλο μεγάλο κόμμα έχει αποκλείσει εκ των προτέρων οποιοδήποτε ενδεχόμενο συνασπισμού με τον Βίλντερς, ο οποίος, σύμφωνα με τους αναλυτές, έτσι κι αλλιώς δεν θέλει να γίνει πρωθυπουργός, διότι κάτι τέτοιο θα του χαλούσε την εικόνα του αουτσάιντερ. Η προηγούμενη ανάμειξή του με την εξουσία ήταν όταν στήριζε την κυβέρνηση μειοψηφίας του Ρούτε από το 2010 έως το 2012. Τότε ο Βίλντερς αποχώρησε μη θέλοντας να υποστεί το πολιτικό κόστος αντιδημοφιλών μέτρων λιτότητας. Από την άλλη ο Ρούτε, που σημείωσε άνοδο ειδικά τις τελευταίες εβδομάδες πριν από τις κάλπες, θα χρειαστεί κι αυτός περισσότερα από δύο κόμματα για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Στην τελική ευθεία η Γαλλία
Οι πιο κρίσιμες εκλογές στην Ευρώπη, όμως, για το 2017, ακόμα κι από τις γερμανικές, θεωρούνται αυτές που θα γίνουν το επόμενο δίμηνο στη Γαλλία, σε μια χώρα όπου επί της ουσίας λίγα έχουν αλλάξει εδώ και δεκαετίες. Η εξουσία ανακυκλώνεται μεταξύ των καθιερωμένων κομμάτων της Κεντροδεξιάς και της Κεντροαριστεράς. Μέχρι τώρα. Οι φετινές προεδρικές εκλογές θα είναι τεράστιας σημασίας, με επιπτώσεις που θα φτάνουν πολύ μακρύτερα από τα γαλλικά σύνορα.
Το Σοσιαλιστικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, που είχαν σταθερά την εξουσία από το 1958, μπορεί, σύμφωνα με τις τελευταίες δημοσκοπήσεις, να «εξουδετερωθούν» από τον πρώτο γύρο στις 23 Απριλίου. Οι Γάλλοι μάλλον θα διαλέξουν ανάμεσα στη Λεπέν, την ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου, και τον Μακρόν, ηγέτη ενός κινήματος (En Marchel) το οποίο ίδρυσε πριν από μόλις έναν χρόνο.
Και τα δύο φαβορί κινούνται πέραν της mainstream πολιτικής. Οι εκλογές αυτές, άλλωστε, είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα μιας νέας παγκόσμιας τάσης: ότι ο παλιός διαχωρισμός μεταξύ Δεξιάς – Αριστεράς είναι όλο και λιγότερο σημαντικός για τους ψηφοφόρους. Ο σημαντικός διαχωρισμός πλέον είναι αυτός μεταξύ «ανοικτού» και «κλειστού».
Η ανακατάταξη που θα προκύψει από τις γαλλικές εκλογές θα μπορούσε είτε να αναζωογονήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση είτε να την τινάξει στον αέρα. Η Ευρώπη μπορεί να επιβιώσει από την απώλεια της Βρετανίας, αλλά όχι της Γαλλίας.
Ο σοσιαλιστής απερχόμενος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είναι τόσο αντιδημοφιλής ώστε δεν κατεβαίνει καν για να διεκδικήσει την επανεκλογή του. Ο Ρεπουμπλικανός υποψήφιος Φιγιόν, με το τολμηρότατο πρόγραμμα «θεραπείας», όπως η δέσμευσή του να κόψει 500.000 θέσεις εργασίας στο γαλλικό Δημόσιο, αρχικά μπήκε ηγετικά στον προεκλογική κούρσα. Όμως είδε τις πιθανότητές του να γκρεμίζονται την 1η Μαρτίου όταν ο ίδιος αποκάλυψε ότι διεξάγεται επίσημη έρευνα για το ότι έδωσε 1 εκατ. ευρώ δημόσιου χρήματος ως αργομισθία στη σύζυγο και τα παιδιά του. Δεν αποσύρθηκε, αλλά οι πιθανότητές του να κερδίσει έχουν μειωθεί δραματικά.
Θυμωμένοι ψηφοφόροι
Ο θυμός των ψηφοφόρων πυροδοτείται περαιτέρω από τη δυσαρέσκειά τους για τη συνολική κατάσταση της Γαλλίας:
– Δημοσκόπηση το 2016 κατέγραψε ότι οι Γάλλοι είναι οι πιο απαισιόδοξοι διεθνώς, καθώς το 81% θεωρεί ότι ο κόσμος γίνεται χειρότερος και μόλις το 3% λέει ότι βελτιώνεται.
– Η οικονομία σέρνεται εδώ και καιρό. Το κράτος της απορροφά το 57% του ΑΕΠ.
– Το ένα τέταρτο των νέων Γάλλων είναι άνεργοι. Από αυτούς που έχουν δουλειές, λίγοι έχουν το είδος της σταθερής εργασίας που απολάμβαναν οι γονείς τους.
Η υψηλή φορολόγηση έχει οδηγήσει στο εξωτερικό, κυρίως στο Λονδίνο, όσους ήθελαν να ασχοληθούν με κάποιου είδους επιχείρηση.
Τα τελευταία 15 χρόνια οι οικονομίες των δύο βασικών ατμομηχανών της Ευρώπης, Γαλλίας και Γερμανίας, δεν ευημερούν παράλληλα. Το 2002 οι δυο χώρες είχαν σχεδόν ισόποσο κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Η Γερμανία, επί Σρέντερ, άρχισε να προβαίνει σε μεταρρυθμίσεις. Η Γαλλία, υπό τον Σιράκ, όχι. Σήμερα οι Γερμανοί έχουν 17% μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη κατά κεφαλήν. Στη Γαλλία τα εργατικά κόστη αυξήθηκαν γρηγορότερα απ’ όσο στη Γερμανία αποτρέποντας τη δημιουργία σταθερών θέσεων εργασίας και υπονομεύοντας την ανταγωνιστικότητα. Το μερίδιο της Γαλλίας στις εξαγωγές αγαθών μεταξύ των χωρών της Ε.Ε. έπεσε από 13,4% σε 10,5%.
Όμως τα προβλήματα είναι ακόμη πιο περίπλοκα. Η Γαλλία έχει υποστεί επαναλαμβανόμενες τρομοκρατικές επιθέσεις, γεγονός που έσπασε το ηθικό των πολιτών, τους εξανάγκασε να ζουν υπό διαρκή κατάσταση συναγερμού και αποκάλυψε το βαθύ χάσμα νοοτροπίας και κουλτούρας στη χώρα με τη μεγαλύτερη μουσουλμανική κοινότητα στην Ευρώπη.
Πολλά από τα προβλήματα συσσωρεύονται επί δεκαετίες, αλλά ούτε η Κεντροαριστερά ούτε η Κεντροδεξιά κατάφεραν να τα αντιμετωπίσουν.
– Η τελευταία σοβαρή απόπειρα της Γαλλίας να κάνει οικονομικές μεταρρυθμίσεις ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990 υπό την προεδρία του Ζακ Σιράκ. Κατέρρευσαν μπροστά σε μαζικές απεργίες.
– Ο Σαρκοζί εμφανιζόταν ιδιαίτερα φιλόδοξος, αλλά η ατζέντα του τερματίστηκε από την οικονομική κρίση το 2007-2008.
– Ο Ολάντ έκανε μια τραγική αρχή, όταν εισήγαγε έναν ανώτατο φορολογικό συντελεστή 75%. Έκτοτε η δημοφιλία του κατρακύλησε τόσο πολύ, ώστε δεν μπορούσε να φέρει τίποτα σε πέρας.
Πού το πάει η Γαλλία
Και η Λεπέν και ο Μακρόν αντλούν ψήφους από την απογοήτευση και τον θυμό του κόσμου για την «παλιά» πολιτική σκηνή. Και οι δυο αντιπροσωπεύουν μια αποκήρυξη του στάτους κβο. Όμως προσφέρουν διαμετρικά αντίθετες συνταγές για το πού πρέπει να πάει η Γαλλία.
Η Λεπέν με την ακροδεξιά ρητορική της, έστω και πιο καμουφλαρισμένη προεκλογικά για να ψαρέψει ψήφους, ρίχνει το φταίξιμο σε έξωθεν δυνάμεις, υπόσχεται έναν συνδυασμό περισσότερων φραγμών σε οικονομία, εμπόριο και μεγαλύτερο κοινωνικό κράτος. Έχει καταφέρει να απομακρυνθεί από το άγρια αντισημιτικό παρελθόν του κόμματός της και, με σκοπό να πλασαριστεί ως λιγότερο ακραία, έδιωξε τον πατέρα της από το Εθνικό Μέτωπο που ο ίδιος είχε ιδρύσει.
Η Λεπέν περιγράφει την παγκοσμιοποίηση ως την απειλή για τις δουλειές των Γάλλων, τους μουσουλμάνους ως εν δυνάμει τρομοκράτες και την Ευρώπη ως «ένα αντιδημο- κρατικό τέρας». Υπόσχεται να κλείσει πολλά από τα τζαμιά, να διακόψει κάθε ροή μεταναστών, να εμποδίσει το εξωτερικό εμπόριο, να αντικαταστήσει το ευρώ με ένα νέο γαλλικό φράγκο και να κάνει δημοψήφισμα για έξοδο της Γαλλίας από την Ε.Ε.
Ο Μακρόν στέκεται στον αντίποδα. Θεωρεί ότι η Γαλλία θα γίνει ισχυρότερη μόνο αν ανοιχτεί κι άλλο. Τάσσεται υπέρ του εμπορίου, υπέρ του ανταγωνισμού, υπέρ της μετανάστευσης και υπέρ της Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι το κίνημα του Μακρόν έχει μέχρι στιγμής υποστεί πάνω από 4.000 επιθέσεις χάκινγκ!
Κυβερνητική κρίση με Λεπέν
Αν κοιτάξει κάποιος προσεκτικά, κανένας από τους δύο υποψήφιους δεν πείθει ως αουτσάιντερ, ως νέος στην πολιτική. Η Λεπέν έχει ζήσει όλη της τη ζωή στην πολιτική και θεωρείται επιτυχία της το ότι κατόρθωσε να κάνει ένα ακραίο κόμμα κοινωνικά αποδεκτό. Ο Μακρόν ήταν ο υπουργός Οικονομίας του Ολάντ, συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτός πολιτικής σκηνής.
Προς το παρόν οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τη Λεπέν να «παίρνει» τον πρώτο γύρο (με τον Μακρόν, πάντως, να ενισχύεται σταθερά) αλλά να χάνει στον δεύτερο. Όμως σε αυτές τις εκλογές, τα πάντα θα μπορούσαν να συμβούν.
Σε περίπτωση επικράτησης της Λεπέν, θα προκληθεί κυβερνητική κρίση. Το Εθνικό Μέτωπο θεωρείται εξαιρετικά απίθανο να κερδίσει την πλειοψηφία στις βουλευτικές εκλογές που θα διεξαχθούν τον Ιούνιο, ακόμη κι αν η Λεπέν είναι πρόεδρος.
Ναι μεν, λοιπόν, η Λεπέν έχει υποσχεθεί να διοργανώσει μέσα στους πρώτους έξι μήνες δημοψήφισμα για έξοδο της Γαλλίας από την Ένωση, ωστόσο θα χρειαστεί να εξασφαλίσει την έγκριση του Κοινοβουλίου για να το κάνει. Κάτι που παραμένει αμφίβολο με τα μέχρι τώρα δεδομένα.