«Έχω απόλυτη επίγνωση ότι σε αυτό το υπουργείο ο πήχης είναι πολύ ψηλά, καθώς έχουν περάσει από εδώ, μεταξύ άλλων, ο σημερινός πρωθυπουργός, Αντώνης Σαμαράς, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός Εξωτερικών, Ευάγγελος Βενιζέλος, καθώς και ο Κώστας Καραμανλής» δήλωσε, μεταξύ άλλων, ο κ. Παναγιωτόπουλος παραλαμβάνοντας το υπουργείο Πολιτισμού – πλέον και Αθλητισμού.
Περί αξιολόγησης, κολοκυθόπιτα, διότι, ας πούμε, ο Κώστας Καραμανλής μόνο κατ’ ευφημισμόν υπήρξε και υπουργός Πολιτισμού – άρα χάσαμε εντελώς το μέτρο στην περίπτωσή του. Αν όμως ένας έβαλε τον πήχη αυτόν τόσο ψηλά που σήμερα να αποτελεί φωτεινό σημείο, ήταν εκείνη, η μία, που ο νέος υπουργός παρέλειψε να αναφέρει: η Μελίνα Μερκούρη. Είναι σοβαρή η παράλειψη, όχι επειδή η Μελίνα έχει ανάγκη να την αναφέρουμε, αλλά επειδή είχε κάτι που συνήθως έλειπε από τους επόμενους υπουργούς – συναδέλφους της. Και όχι, δεν ήταν η συνάφεια με την τέχνη. Ήταν το όραμα. Το δικό της, του Ζυλ Ντασέν και των συνεργατών της.
Εκεί θα παιχτεί όλη η παρτίδα και για τον νυν υπουργό κι από εκεί θα κριθεί – όταν θα φύγει. Μέχρι στιγμής, δεν έχει ξεδιπλώσει κάποιο όραμα. Μόνο τη βεβαιότητα πως η Ελλάδα «εδώ και χιλιάδες χρόνια είναι το λίκνο του πολιτισμού», όπως είπε στην ομιλία του στο Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο. Το ίδιο βράδυ, «έσκασαν» στο υπουργείο κουκουλοφόροι με μολότοφ. Κάτι ανάλογο είχε πει και την πρώτη μέρα του στο υπουργείο: «Ο ελληνικός πολιτισμός είναι το μέγιστο κεφάλαιο που διαθέτει αυτή η χώρα αλλά ταυτόχρονα αποτελεί τον κεντρικό άξονα αναφοράς στην εξέλιξη του ανθρωπίνου πνεύματος διεθνώς».
Η Ελλάδα έχει πράγματι έναν σεβαστό, τεράστιο πολιτισμό, που όμως δεν είναι ούτε ο κορυφαίος ούτε ο μόνος. Σαφώς και δεν είναι το λίκνο του πολιτισμού, όπως μαρτυρά η ιστορία της Βαβυλώνας. Η Αίγυπτος μεσουράνησε πριν από εμάς, η Ρώμη μετά. Εδώ αναπτύσσεται ο κίνδυνος για το εν δυνάμει λάθος που μπορεί να κάνει οιοσδήποτε πιστεύει στο ιδεολόγημα περί ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού. Την οποία έχει, σε κάποιους τομείς. Τόσους, ώστε να μη χρειάζεται τη γενίκευση. Κατά τα λοιπά, σαφώς, όπως είπε ο κ. Παναγιωτόπουλος, «μπορούμε να βρούμε τη λύση σε όλα. Και μιλάω για λύσεις που θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη και επενδύσεις, οι οποίες θα σέβονται τον πολιτισμό μας». Ας το θυμηθεί αυτό όταν θα έρθει η ώρα των «αξιοποιήσεων» του Ελληνικού, του «Αστέρα Βουλιαγμένης» ή των νεοκλασικών της Πλάκας. Διότι εκεί θα κριθεί ποιος θέλει ανάπτυξη με σεβασμό στον πολιτισμό και ποιος όχι.
Ζητήματα σαν αυτά έχει μπροστά του. Το αν θα αναζητήσει νέο διευθυντή για το Μουσείο της Ακρόπολης στο εξωτερικό, όπως λέει ότι θα κάνει, είναι δευτερεύον. Έτσι κι αλλιώς, ο Οργανισμός του Μουσείου προβλέπει διεθνή πρόσκληση ενδιαφέροντος. Χωρίς να σημαίνει ότι μόνο στο εξωτερικό βρίσκονται οι ικανοί. Δευτερεύον είναι και το αν απόλαυσε στην Επίδαυρο την «εξαιρετική σκηνοθεσία του Σπύρου Ευαγγελάτου, τις ανεπανάληπτες ερμηνείες του Γιώργου Κιμούλη και των υπόλοιπων ηθοποιών, την αξιόλογη δουλειά που έκανε με τα κοστούμια ο Γιάννης Μετζικώφ, καθώς και την έξοχη μετάφραση του Κώστα Γεωργουσόπουλου» που – όπως είπε ο ίδιος – απόφασή του είναι να «τον χρησιμοποιήσει και πάλι σε πολλούς τομείς». Δεν είναι κριτικός θεάτρου, υπουργός είναι. Δουλειά του είναι να παίρνει αποφάσεις ώστε το φτωχό, αδύναμο υπουργείο του να τα βγάλει πέρα, δικαιώνοντας τις θυσίες των εργαζομένων…