Η συγγραφέας Αμάντα Μιχαλοπούλου γράφει για το μυθιστόρημά της «Η γυναίκα του Θεού», εκδόσεις Καστανιώτη
«Η Γυναίκα του Θεού» είναι ένα κρυπτικό μυθιστόρημα που με διαψεύδει κάθε φορά που επιχειρώ να το ερμηνεύσω. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω γιατί και πώς ακριβώς με επισκέφτηκε αυτή η εικόνα: Ο Θεός και η θνητή γυναίκα του να κάθονται στο παράξενο σύμπαν τους και να λύνουν διάφορα ζητήματα της συζυγικής ζωής με μικρότερη ή μεγαλύτερη επιτυχία. Η λογοτεχνία έχει πολλά κοινά με τις θρησκευτικές ενοράσεις. Συχνά μια αφήγηση τρυπώνει στο ασυνείδητο σε σπαράγματα. Πριν αποκτήσει μορφή και νόημα μοιάζει με όνειρο.
Έτσι ξεκίνησα: με αυτό το όνειρο του προαιώνιου ζευγαριού. Τους είδα να κάθονται στο δάσος, στη ρίζα ενός πλάτανου. Ήθελα να μάθω περισσότερα γι’ αυτούς και τους πλησίαζα διστακτικά δοκιμάζοντας ν’ ανασυνθέσω πότε τη μορφή τους, πότε τους διαλόγους τους. Με τη γυναίκα, που ήταν και η αφηγήτριά μου, στάθηκε πιο εύκολο. Όχι εξαιτίας του φύλου, αλλά εξαιτίας της θνητότητας: είναι μια ηρωίδα καθ’ όλα ανθρώπινη. Δεν θέλει να πεθάνει και εκλιπαρεί τον άντρα της να της εξηγήσει το μέγα μυστήριο.
Πιο δύσκολο ήταν να μιλήσω για τον Θεό και τη θεία φύση. Δύσκολος επίσης ήταν ο εξανθρωπισμός του, και ως φυσική διαδικασία και ως νοηματοδότηση. Γιατί και πώς εξανθρωπίζεται ο Θεός; Ποια ανθρώπινα χαρακτηριστικά λαμβάνει; Έχει χαρακτήρα; Αλλάζει; Μαθαίνει; Επιμένει; Και ποιο είναι τελικά το νόημα που δίνει ο ίδιος στην κτίση;
Το βιβλίο είναι ουσιαστικά η εκδήλωση της υπαρξιακής απορίας υπό μορφή πλοκής. Το πιο δύσκολο, αλλά και το πιο ενδιαφέρον, ήταν για μένα το χτίσιμο ενός ολόκληρου σύμπαντος πάνω σε μια ερώτηση που είναι τόσο γοητευτική, ακριβώς επειδή παραμένει ανοιχτή.