search
ΚΥΡΙΑΚΗ 05.05.2024 18:45
MENU CLOSE

H ελληνοτουρκική προσέγγιση (1930-1940)

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2262
28/12/2022
02.01.2023 06:30
Untitled
Η ελληνική αντιπροσωπεία στις διαπραγματεύσεις για τη Συνθηκη της Λωζάννης

Η συντριβή των ελληνικών στρατευμάτων στη Μικρά Ασία σηματοδότησε το τέλος της Μεγάλης Ιδέας, που αποτελούσε τον κατευθυντήριο άξονα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής για περίπου οκτώ δεκαετίες. Παράλληλα οδήγησε στην επίσπευση των διαδικασιών συνομολόγησης μίας συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στην ηττημένη Ελλάδα και στη θριαμβεύτρια Τουρκία.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 1922 υπεγράφη στα Μουδανιά, παρουσία της Μεγάλης Βρετανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της κεμαλικής Τουρκίας, συνθήκη ανακωχής βάσει της οποίας προβλεπόταν η άμεση αποχώρηση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ελλάδας από την περιοχή της Ανατολικής Θράκης μέσα σε διάστημα 30 ημερών προκειμένου να περάσει εκ νέου στον πλήρη έλεγχο των τουρκικών αρχών.

Αναμφίβολα επρόκειτο για μία ταπεινωτική συνθήκη για την Ελλάδα, την οποία μοιραία αποδέχθηκε χάνοντας οριστικά τα κυριαρχικά της δικαιώματα στην περιοχή της Ανατολικής Θράκης. Η εδαφική αυτή απώλεια, όπως ήταν φυσικό, συνεπαγόταν εμφάνιση ενός νέου προσφυγικού ρεύματος 250.000 Ελλήνων που προστέθηκε σε εκείνο του ενός και πλέον εκατομμυρίου που είχε προκύψει από τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Λίγους μήνες αργότερα και συγκεκριμένα στις 30 Ιανουαρίου 1923, υπεγράφη στη Λωζάννη μία σύμβαση που επέβαλε την υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών, αιχμαλώτων πολέμου και κρατουμένων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Το κείμενο της σύμβασης έθετε ως βασικό κριτήριο για την ανταλλαγή το θρήσκευμα, πράγμα το οποίο σήμαινε ότι οι τουρκόφωνοι ορθόδοξοι και οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι θα εξαναγκάζονταν να μετεγκατασταθούν σε νέες χώρες. Στη γλώσσα των αριθμών αυτό μεταφραζόταν ως ανταλλαγή 585.000 μουσουλμάνων με 1.300.000 ορθόδοξους χριστιανούς.

Οι διπλωματικές διεργασίες ολοκληρώθηκαν στις 24 Ιουλίου του ίδιου έτους με την υπογραφή του τελικού κειμένου της Συνθήκης της Λωζάννης. Μέσω της συνθήκης αυτής επισφραγίστηκε ο τερματισμός της τριετούς ελληνοτουρκικής σύρραξης και καθορίστηκαν εν πολλοίς τα γεωγραφικά όρια του σύγχρονου τουρκικού κράτους, ενώ ταυτόχρονα τέθηκε ένα τέλος στις εδαφικές διεκδικήσεις των δύο χωρών.

Παρ’ όλα αυτά, δεν εξασφαλίστηκε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που αποτελούσε την απαραίτητη προϋπόθεση για την προώθηση της μεταξύ τους συνεργασίας, καθώς τα εκκρεμή ζητήματα που είχαν προκύψει εξαιτίας των διαφορετικών ερμηνειών ορισμένων άρθρων της συνθήκης αποτελούσαν μόνιμη πηγή συγκρούσεων.

Ειδικότερα, το πολύπλοκο και δυσερμήνευτο περιεχόμενο της Συνθήκης της Λωζάννης προκάλεσε μία σειρά προβλημάτων που σχετίζονταν:

● Με την υπαγωγή των εγκατεστημένων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (etablis) πριν από την 30ήΟκτωβρίου 1918 στην κατηγορία των ανταλλαξίμων, στην οποία – ειρήσθω εν παρόδω – είχε υπαχθεί και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ’.

● Με την καταβολή των αποζημιώσεων προς τους ανταλλάξιμους.

● Με την αποκατάσταση των προσφύγων και των μουσουλμάνων της Θράκης.

Έτσι οι δύο πλευρές οδηγήθηκαν σε έναν μακροχρόνιο γύρο διαπραγματεύσεων προκειμένου να τα επιλύσουν.

Οι Συμφωνίες της Άγκυρας (1930): η απαρχή της ελληνοτουρκικής προσέγγισης

Τον Ιούλιο του 1928 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ανέλαβε για πέμπτη φορά την πρωθυπουργία της χώρας έπειτα από μία τετραετία πολιτικής ανωμαλίας, η οποία σημαδεύτηκε από την εναλλαγή στην εξουσία ασταθών κυβερνήσεων και από τον έντονο παρεμβατισμό του στρατού στα πολιτικά δρώμενα.

Ο Χανιώτης πολιτικός έθεσε ως πρώτη προτεραιότητα τη διευθέτηση όλων των εκκρεμών ζητημάτων της Ελλάδας με τη Γιουγκοσλαβία και με την Ιταλία. Σε αυτό το πλαίσιο ο Βενιζέλος, αφού αρχικά επισκέφθηκε τη Ρώμη τον Σεπτέμβριο του 1928, έπειτα από βραχύβιες διαβουλεύσεις, υπέγραψε την Ελληνοϊταλική Συνθήκη «Φιλίας, Συνδιαλλαγής και Δικαστικού Διακανονισμού», ενώ έναν μήνα αργότερα συναντήθηκε με τον Γιουγκοσλάβο υπουργό Εξωτερικών Vojislav Marinkovic για να συνάψει το Ελληνογιουγκοσλαβικό Πρωτόκολλο, μέσω του οποίου ρυθμίστηκαν όλες οι εκκρεμότητες μεταξύ των δύο χώρων.

Μετέπειτα ο Βενιζέλος έστρεψε την προσοχή του στην Τουρκία, θέλοντας να κλείσει οριστικά όλα τα ζητήματα που δεν είχαν διευθετηθεί από τις συμφωνίες του 1923. Αφού μεσολάβησαν δεκαεννέα μήνες ατελέσφορων συζητήσεων και επίπονων διαπραγματεύσεων, τον Ιούνιο του 1930 Ελλάδα και Τουρκία υπέγραψαν τη συμφωνία βάσει της οποίας συμψηφίστηκαν τα περιουσιακά στοιχεία και οι εν γένει αξιώσεις των Ελλήνων προσφύγων και των μουσουλμάνων και καθορίστηκε η θέση των μειονοτικών πληθυσμών, δηλαδή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης και των μουσουλμάνων της Δυτικής Θράκης.

Με την υπογραφή της ετεροβαρούς αυτής συμφωνίας, οι όροι της οποίας ήταν σαφώς πιο ευνοϊκοί για την τουρκική πλευρά, ο Βενιζέλος κατόρθωσε επί της ουσίας να «εξαγοράσει» – έστω και για μικρό χρονικό διάστημα, όπως αποδείχθηκε – την παραμονή και την ασφάλεια των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Παράλληλα συνέβαλε στο να εξαλειφθούν τα όποια κατάλοιπα του παρελθόντος ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο για την πρώτη ελληνοτουρκική συνεννόηση έπειτα από δεκαετίες συνεχών συγκρούσεων.

Στις 25 Οκτωβρίου 1930, ο Βενιζέλος, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Ανδρέα Μιχαλακόπουλο, επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Άγκυρα και υπέγραψε πέντε ιστορικές συμφωνίες, εκ των οποίων η Συνθήκη Φιλίας, Ουδετερότητας, Διαλλαγής και Διαιτησίας αποτελούσε τη σημαντικότερη. Κατ’ αυτόν τον τρόπο τέθηκαν τα πρώτα θεμέλια της ελληνοτουρκικής προσέγγισης για να ακολουθήσουν τα επόμενα χρόνια νέες συνομολογήσεις συνθηκών που θα αναβάθμιζαν έτι περαιτέρω τις σχέσεις των δύο χωρών.

Το Σύμφωνο του 1933 και το απαραβίαστο των συνόρων

Ήταν εμφανές ότι μετά την πρώτη προσέγγιση Ελλάδας – Τουρκίας το 1930 είχαν καμφθεί και τα τελευταία εμπόδια στις σχέσεις των δύο χωρών και το κλίμα έχθρας και δυσπιστίας που επικρατούσε το διαδέχθηκε ένα κλίμα που διαπνεόταν από αμοιβαία εμπιστοσύνη και σεβασμό. Σαφής ένδειξη των στενών ελληνοτουρκικών δεσμών που είχαν αναπτυχθεί ήταν και η ένθερμη στήριξη της Ελλάδας υπέρ της τουρκικής προσπάθειας για ένταξη στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ).

Ο νέος πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης επέλεξε να βαδίσει στα χνάρια της εξωτερικής πολιτικής που είχε χαράξει ο προκάτοχός του Ελευθέριος Βενιζέλος, έχοντας μάλιστα βλέψεις για περαιτέρω αναβάθμιση των σχέσεων με τη γείτονα. Στις 14 Σεπτεμβρίου 1933 η ελληνική πλευρά, εκπροσωπούμενη από τους Δημήτριο Τσαλδάρη και Δημήτριο Μάξιμο, συναντήθηκε στην Άγκυρα με την αντίστοιχη τουρκική που εκπροσωπείτο από τους İsmet İnonu και Tevfik Ruştu Aras για την υπογραφή του – δεκαετούς διάρκειας – Συμφώνου Εγκάρδιας Συνεννόησης, που απετέλεσε την επιστέγαση της ελληνοτουρκικής προσέγγισης.

Η συμφωνία προέβλεπε τις αμοιβαίες εγγυήσεις των δύο χωρών που αφορούσαν την εξασφάλιση του απαραβίαστου των κοινών τους συνόρων στην περιοχή της Θράκης. Επίσης περιείχε ειδική πρόβλεψη που όριζε ότι η συμμετοχή της Ελλάδας και της Τουρκίας στα διεθνή συνέδρια θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί από έναν κοινό εκπρόσωπο, σε περίπτωση που η μία χώρα παρουσίαζε κωλύματα ως προς την αποστολή εκπροσώπου.

Η υπογραφή του συμφώνου συνδεόταν άμεσα με τη γενικότερη ανησυχία που επικρατούσε στο διεθνές περιβάλλον μετά την ανάδυση των εθνικιστικών κινημάτων που είχαν ως κύριους εκφραστές τη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία. Κατά μείζονα λόγο όμως αποτελούσε μία αμυντική συμφωνία που λειτουργούσε ως ένα «πλέγμα προστασίας» απέναντι στον βουλγαρικό και στον ιταλικό αναθεωρητισμό.

Η σύναψη του Βαλκανικού Συμφώνου (1934)

Η κοινή επιθυμία της Ελλάδας και της Τουρκίας για τη διασφάλιση της εδαφικής τους ακεραιότητας υπαγόρευσε την ανάγκη συνομολόγησης ενός νέου και διευρυμένου αμυντικού συμφώνου. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 1934, οι δύο χώρες συνήψαν μία διαβαλκανική συνεργασία από κοινού με τις Γιουγκοσλαβία και Ρουμανία. Το Βαλκανικό Σύμφωνο, όπως ονομάστηκε, προέβλεπε την «αμοιβαία υποχρέωση όλων των κρατών για διατήρηση του εδαφικού status quo στα Βαλκάνια και για την ασφάλεια των βαλκανικών τους συνόρων».

Παρά το γεγονός ότι το σύμφωνο αυτό απευθυνόταν σε όλα τα κράτη της Βαλκανικής Χερσονήσου, χώρες όπως η Βουλγαρία και η Αλβανία επέλεξαν να απόσχουν από τις διαδικασίες συνομολόγησής του. Η μεν Βουλγαρία δεν συμμετείχε εξαιτίας των εδαφικών βλέψεων που είχε εκδηλώσει για την ευρύτερη περιοχή της Θράκης, η δε Αλβανία αποτελούσε τον βασικό εκπρόσωπο των ιταλικών συμφερόντων στα Βαλκάνια.

Μετά την υπογραφή της πρώτης συμφωνίας ακολούθησε μία νέα σειρά συμφωνιών, που ήρθαν για να κατευνάσουν την ανησυχία που επικρατούσε στις τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, η οποία απέρρεε από το γεγονός ότι τα δύο κράτη επωμίζονταν δυσανάλογες αμυντικές υποχρεώσεις σε περίπτωση σύρραξης. Προς ικανοποίηση της ελληνοτουρκικής πλευράς, η εγκυρότητα του Βαλκανικού Συμφώνου διασφαλίστηκε τον Νοέμβριο του 1934, μετά την υπογραφή των Κανονισμών που αφορούσαν την οργάνωση της Βαλκανικής Συνεννόησης.

Η ελληνοτουρκική σύμπραξη στο Μοντρέ (1936)

Η Τουρκία κατά τη μεσοπολεμική περίοδο υπήρξε μία από τις κατ’ εξοχήν υποστηρίκτριες χώρες του διαμορφωθέντος από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο εδαφικού status quo της περιοχής των Βαλκανίων και γενικότερα της Ευρώπης. Ωστόσο, μετά την ένταξή της στην ΚτΕ αποδύθηκε σε συνεχείς προσπάθειες για την αναθεώρηση του διεθνούς καθεστώτος των Στενών των Δαρδανελίων και του Βοσπόρου, επιθυμώντας την κατάργηση των διατάξεων αποστρατιωτικοποίησης που ίσχυαν με τη Συνθήκη της Λωζάννης το 1923.

Φυσικά, η έγκριση του τουρκικού αιτήματος δεν ήταν απλή υπόθεση, καθώς έπρεπε να υπάρξει ομόφωνη συμφωνία για άρση της εν λόγω διάταξης από τα κράτη που είχαν υπογράψει το συμβατικό κείμενο του 1923. Η Ελλάδα αποφάσισε για ακόμα μία φορά να συνδράμει την Τουρκία θέτοντας το θέμα στην ΚτΕ, ωστόσο χώρες όπως η Βρετανία και η Γαλλία αρνήθηκαν αρχικά να συγκατανεύσουν στην αναθεώρηση του καθεστώτος των Στενών.

Εν τέλει το τουρκικό αίτημα στηρίχθηκε από το σύνολο των παρευξείνιων κρατών, όπως επίσης και από τις Ελλάδα, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία, και στις 29 Ιουλίου του 1936 αποφασίστηκε «η υποκατάσταση της Σύμβασης που είχε υπογραφεί στη Λωζάννη την 24η Ιουλίου του 1923 με νέα Σύμβαση». Πρακτικά με τη Συνθήκη του Μοντρέ καταργήθηκε ο διεθνής χαρακτήρας του καθεστώτος των Στενών, από τη στιγμή που όλες οι αρμοδιότητες της Διεθνούς Επιτροπής των Στενών μεταβιβάστηκαν στην Τουρκία, και κατ’ επέκτασιν απαγορεύτηκε η όποια δυνατότητα παρέμβασης σε άλλα κράτη.

Επίσης η Τουρκία αποκτούσε το δικαίωμα επανεξοπλισμού και κατέστη η απόλυτη κυρίαρχος των χερσαίων και των θαλασσίων ζωνών που ευρίσκονταν εντός των Στενών, ενώ ταυτόχρονα κατόρθωσε να αναβαθμίσει τη γεωπολιτική και γεωστρατηγική της θέση. Τέλος, η ιδιαίτερη σπουδή που έδειξε ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς για να επικυρώσει τη Σύμβαση του Μοντρέ επιβεβαίωνε με τον πλέον εμφατικό τρόπο ότι Ελλάδα και Τουρκία αποτελούσαν πλέον μία σημαντική συμμαχία στο διεθνές σύστημα.

H Πρόσθετη Συνθήκη του 1938

Στα τέλη της δεκαετίας του 1930 η γιγάντωση των αναθεωρητικών τάσεων της Ιταλίας και της Βουλγαρίας, σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό του διαβαλκανικού συμφώνου του 1934 μετά την υπογραφή του Συμφώνου Αιώνιας Φιλίας ανάμεσα στη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία, επέβαλαν την ανάγκη ανανέωσης και επέκτασης της ελληνοτουρκικής συνεργασίας.

Ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος είχε αναλάβει πραξικοπηματικά τα ηνία της χώρας από τον Αύγουστο του 1936, έβλεπε εξ αρχής πολύ θετικά την προοπτική της συνέχισης των καλών σχέσεων με τη γείτονα. Συγκεκριμένα οι κύριοι άξονες στους οποίους κινούνταν η μεταξική εξωτερική πολιτική ήταν οι εξής:

Η διατήρηση της ειρήνης με τα γειτονικά κράτη.

Η απόρριψη κάθε επεκτατικής διάθεσης.

Η παγίωση του συνοριακού καθεστώτος, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από τις Συνθήκες του Νεϊγύ (1919) και της Λωζάννης (1923).

Επιπροσθέτως ο Έλληνας δικτάτορας έδωσε μεγάλη βάση στη διατήρηση της παραδοσιακής φιλίας με τη Μεγάλη Βρετανία, που αποτελούσε την κατ’ εξοχήν σύμμαχο της Ελλάδας από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Τον Απρίλιο του 1938, ύστερα από συνεχείς συναντήσεις του Μεταξά με τον Τούρκο πρωθυπουργό İsmet İnonu, υπεγράφη στην Αθήνα μία συνθήκη συμπληρωματική προς αυτές του 1930 και του 1933. Σύμφωνα με το πρώτο άρθρο της Πρόσθετης Συνθήκης, Ελλάδα και Τουρκία δεσμεύονταν ότι, σε περίπτωση που μία εκ των δύο δεχόταν επίθεση από τρίτη χώρα ή τρίτες χώρες, η άλλη έπρεπε να παραμείνει ουδέτερη αποτρέποντας, ακόμα και διά των όπλων, τη χρήση του εδάφους της ως ορμητηρίου επίθεσης εναντίον της άλλης αντισυμβαλλόμενης χώρας.

Επιπλέον το δεύτερο άρθρο όριζε ότι, σε περίπτωση που κάποιο κράτος προέβαινε σε επιθετική ενέργεια εναντίον είτε της Ελλάδας είτε της Τουρκίας, τότε Αθήνα και Άγκυρα θα έρχονταν σε συνεννόηση προκειμένου να αντιμετωπίσουν την κατάσταση.

Εν κατακλείδι, αν και επρόκειτο για μία ετεροβαρή συμφωνία, καθότι η γεωγραφική θέση της Τουρκίας καθιστούσε σχεδόν απίθανο το ενδεχόμενο χρήσης των τουρκικών εδαφών από χώρα που επιθυμούσε να προσβάλει την Ελλάδα, η συνομολόγησή της κατέστη αναγκαία κυρίως λόγω των αναθεωρητισμών της Βουλγαρίας και της Ιταλίας, που συνιστούσαν τις βασικότερες απειλές για την εδαφική ακεραιότητα των δύο χωρών.

Κριτική αποτίμηση της περιόδου 1930-1940

Η δεκαετία 1930-1940 δικαίως χαρακτηρίστηκε ως η «περίοδος ειρήνης και συμφιλίωσης» ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.

Οι δύο προαιώνιοι εχθροί, έπειτα από δεκαετίες συνεχών εντάσεων, εξέφρασαν για πρώτη φορά την επιθυμία τους να επουλώσουν τις πληγές του παρελθόντος και να αποκηρύξουν τις εκατέρωθεν εδαφικές τους διεκδικήσεις. Η μεν Ελλάδα μετά την παταγώδη αποτυχία της Μικρασιατικής Εκστρατείας περιορίστηκε στα εδαφικά όρια που ίσχυαν προ της υπογραφής της Συνθήκης των Σεβρών, η δε Τουρκία συμβιβάστηκε με τη νέα πραγματικότητα, που την ανάγκαζε να διαγράψει το μεγαλοπρεπές οθωμανικό παρελθόν της.

Οι δύο χώρες, αφού αποδέχτηκαν τα τετελεσμένα της Λωζάννης, προχώρησαν αρχικά στη σύναψη συμφωνιών διαλλαγής και οικονομικής συνεργασίας, ενώ μετέπειτα επέκτειναν τη συνεργασία τους και σε στρατηγικό επίπεδο συμβάλλοντας στη συγκρότηση του μοναδικού τότε άξονα σταθερότητας στα Βαλκάνια. Επιπλέον καθοριστικό ρόλο στην οικοδόμηση ενός κλίματος αμοιβαίας και επωφελούς συνεργασίας διαδραμάτισαν και τα συγκλίνοντα αμυντικά συμφέροντα που προέκυψαν μετά την εμφάνιση της ιταλοβουλγαρικής απειλής.

Ωστόσο το ελληνοτουρκικό πνεύμα φιλίας και συνεργασίας είχε αρχίσει να παρουσιάζει τα πρώτα σημάδια ατονίας στα τέλη της δεκαετίας του 1930, όταν η Τουρκία σταδιακά άρχισε να απομακρύνεται από την Ελλάδα και να προσεγγίζει τη Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία στο πλαίσιο εξεύρεσης νέων συμμαχιών που θα εξασφάλιζαν την εδαφική της ακεραιότητα και τα συμφέροντά της σε περίπτωση πολεμικής σύγκρουσης στα Βαλκάνια.

Συν τοις άλλοις η νέα τουρκική ηγεσία που ανέλαβε καθήκοντα μετά τον θάνατο του Mustafa Kemal Ataturk, είχε αρχίσει να επιδίδεται σε προσπάθειες αναβίωσης του δόγματος του παντουρκισμού.

Εν τέλει η αδυναμία συνομολόγησης μίας ελληνοτουρκικής στρατιωτικής συνθήκης με σαφείς όρους και εγγυήσεις είχε ως συνέπεια τη σταδιακή αποστασιοποίηση των δύο χωρών, που έγινε εμφανέστερη στις αρχές της δεκαετίας του 1940 και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, όταν η Τουρκία αθέτησε τις δεσμεύσεις της έναντι της Ελλάδας τηρώντας στάση ουδετερότητας.

Η οριστική κατάρρευση του οικοδομήματος της ελληνοτουρκικής φιλίας επήλθε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 με την ανακίνηση του Κυπριακού Ζητήματος.

* Ο Μιχαήλ Εμμανουήλ Δημάκας είναι υποψήφιος διδάκτορας, MSc: «Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές», MA: «Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία»

Διαβάστε επίσης:

«Πόλεμος» με τους «φιλελεύθερους πολυτελείας»

ΣΥΡΙΖΑ: Σκληρή πόλωση με κυβέρνηση, τακτική συσπείρωσης εντός

Ασφαλιστικά… πάνω και κάτω

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΚΥΡΙΑΚΗ 05.05.2024 18:45