ΚΥΡΙΑΚΗ 26.10.2025 10:52
MENU CLOSE

Βιβλίο: Η Γραφίδα εν όπλοις

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2409
23/10/2025
26.10.2025 06:00

Η ελληνική λογοτεχνία στα χαρακώματα του ’40

Από τα χαρακώματα ώς τις σελίδες της «Νέας Εστίας», οι Έλληνες συγγραφείς ύψωσαν τον λόγο σε πράξη αντίστασης.

Η αυγή που ξύπνησε τις λέξεις

Την 28η Οκτωβρίου 1940, καθώς η σειρήνα διέκοπτε τον ύπνο της Αθήνας, μαζί με τον λαό ξύπνησε και ο λόγος. Από τα πρώτα λεπτά του πολέμου, η ελληνική λογοτεχνία πήρε θέση στα χαρακώματα. Οι ποιητές και οι συγγραφείς έγραψαν για τον πόλεμο που έζησαν.

Ο Γιώργος Σεφέρης σημείωνε στο ημερολόγιό του:

«Δευτέρα 28 Οκτώβρη 1940.

Κοιμήθηκα δύο το πρωί, διαβάζοντας Μακρυγιάννη. Στις τρεις και μισή μια φωνή μέσα από το τηλέφωνο με ξύπνησε: ‘‘Έχουμε πόλεμο’’. Τίποτε άλλο, ο κόσμος είχε αλλάξει. Η αυγή, που λίγο αργότερα είδα να χαράζει πίσω από τον Υμηττό, ήταν άλλη αυγή: άγνωστη. Περιμένει ακόμη εκεί που την άφησα. Δεν ξέρω πόσο θα περιμένει, αλλά ξέρω πως θα φέρει το μεγάλο μεσημέρι.

Χρόνια πολλά πατρίδα!

Χρόνια πολλά Έλληνες».

Από τον Ελύτη και τον Θεοτοκά ώς τον Βρεττάκο, τον Μπεράτη και τον Καββαδία, οι άνθρωποι των γραμμάτων φόρεσαν χακί, ανέβηκαν στα βουνά, μάζευαν λέξεις μαζί με τις προμήθειες, έγραφαν σε τετράδια που μύριζαν μπαρούτι.

Η λογοτεχνία, εκείνες τις μέρες, έγινε μαζί όπλο και προσευχή.

Ο πνευματικός Μαραθώνας

Η πρώτη αντίδραση των συγγραφέων υπήρξε ακαριαία. Μόλις δύο εβδομάδες μετά την εισβολή, στις 10 Νοεμβρίου 1940, η εφημερίδα «Νέα Εστία» δημοσίευσε ένα κείμενο – έκκληση προς τους διανοουμένους του κόσμου.

Το υπέγραφαν δεκαέξι από τους κορυφαίους Έλληνες δημιουργούς: Κωστής Παλαμάς, Άγγελος Σικελιανός, Σπύρος Μελάς, Γιάννης Βλαχογιάννης, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Στρατής Μυριβήλης, Κώστας Ουράνης και άλλοι.

Έγραφαν:

«Πολεμούμε, τις περισσότερες φορές με τη λόγχη, αποφασισμένοι να νικήσουμε ή να πεθάνουμε. Δεν υπερασπιζόμαστε μόνο δική μας υπόθεση· αγωνιζόμαστε για τη σωτηρία όλων των υψηλών αξιών που αποτελούν τον πνευματικό πολιτισμό».

Ο Παλαμάς, με τη γνώριμή του ιερατική μεγαλοπρέπεια, θα ενώσει τις γενιές του Αγώνα σ’ έναν στίχο που έγινε έμβλημα:

«Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλον κανένα:

Μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».

Λίγες μέρες αργότερα, οι νεότεροι συγγραφείς Ελύτης, Βενέζης, Τερζάκης, Καραγάτσης, Κατσίμπαλης, Νάκου, Ρίτσος, απαντούν με δικό τους μανιφέστο:

«Η μάχη της Ελλάδας είναι μια μάχη παγκόσμια. Ο ελληνικός στρατός είναι σήμερα μια προφυλακή των εθνών… Ο Μουσολίνι δεν μας ήξερε καλά».

Ήταν η πρώτη φορά που η λογοτεχνία μιλούσε ως συλλογική συνείδηση έθνους.

Η στιγμή εκείνη χαράχτηκε ανεξίτηλα στη μνήμη των ανθρώπων του πνεύματος. Ο Κώστας Ουράνης, τότε πρόεδρος της Εταιρείας Λογοτεχνών, θα θυμηθεί:

«Έτσι, όπως είχα απομείνει σιωπηλός κι ακίνητος, ένιωσα πως είχα μπει σε μια κατάσταση Χάριτος. Η ψυχή μου ήταν γεμάτη κατάνυξη… Ο ίδιος εγώ είχα γίνει Ελλάδα».

Και ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, με τη νηφαλιότητα του φιλοσόφου, θα σημειώσει:

«Δεν δεχθήκαμε απλώς το υψηλό νόημα του αγώνα· το πλατύναμε και το κάναμε στερέωμα της εθνικής μας ψυχής».

Στο μέτωπο, ο Άγγελος Τερζάκης καταγράφει σχεδόν θεατρικά τη νύχτα του τελεσιγράφου:

«Ο Μεταξάς έκανε το σταυρό του, υπέγραψε το διάταγμα της επιστρατεύσεως. “Ο Θεός σώζοι την Ελλάδα”, είπε. Έξω ξημέρωνε η 28η Οκτωβρίου».

Η Ιστορία περνούσε απ’ το χαρτί στα βουνά.

Η λογοτεχνία στα χιόνια

Ο Ελύτης, ο Βρεττάκος, ο Μπεράτης, ο Σαραντάρης, ο Καββαδίας, ο Ακρίτας, ο Τερζάκης, ο Καραντώνης βρέθηκαν πραγματικά στα χαρακώματα. Η λογοτεχνία εκείνων των ημερών είναι εμποτισμένη με τη λάσπη της Πίνδου.

Ο Γιάννης Μπεράτης, στο μοναδικό «Πλατύ ποτάμι», περιγράφει με συγκλονιστικό ρεαλισμό:

«Πέσαμε όλοι μπρούμυτα χάμω, χώνοντας το κεφάλι μας όπου βρίσκαμε… Δεν ήθελα τίποτα παρά να κοιμηθώ. Μια νάρκη, έτσι, όπως όταν πρόκειται να πεθάνεις από ψύξη».

Η φωνή του Βενέζη, στο «Χρονικό του 1940», φέρνει μια άλλη μουσική:

«Ο λαός των Ελλήνων θύμωσε, θύμωσε κι η Παναγία, κι είπαν: “Ελάτε να τα πάρετε. Θα πολεμήσουμε”».

Το κείμενο του Βενέζη διαβάζεται σαν λαϊκό ευαγγέλιο, μια εξιστόρηση που περνά από γενιά σε γενιά, μέχρι σήμερα.

Από τα χαρακώματα της Αλβανίας, ο Ελύτης θα φέρει το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας», το πιο συγκλονιστικό ποίημα της ελληνικής ποίησης του πολέμου:

«Με το αίμα πάνω από τα φρύδια

Τα βουνά της Αλβανίας βροντήξανε

Ύστερα λιώσαν χιόνι να ξεπλύνουν

Το κορμί του, σιωπηλό ναυάγιο της αυγής

Και το στόμα του, μικρό πουλί ακελάηδιστο

Και τα χέρια του, ανοιχτές πλατείες της ερημίας

Βρόντηξαν τα βουνά της Αλβανίας

Δεν έκλαψαν

Γιατί να κλάψουν

Ήταν γενναίο παιδί!».

Την ίδια ώρα, ο Άγγελος Σικελιανός γράφει τον ύμνο της εθνικής ανάτασης:

«Ελέγαμε: Ένα Μαραθώνα ακόμα! Ελέγαμε: Μια Σαλαμίνα ακόμα! Ελέγαμε: Ακόμα ένα Εικοσιένα!».

Και λίγο αργότερα, ο Ρίτσος στο «Οκτώβρης 1940» αποτυπώνει το λαϊκό βουητό:

«Ανοίγουν τα παράθυρα κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν…

Νικούμε. Νικούμε. Πάντα νικάει το δίκιο».

Ακόμη κι ο Ανδρέας Εμπειρίκος, μακριά από τα μέτωπα, γράφει το πιο αιφνίδιο μανιφέστο:

«Το παν θα ’ναι για μένα ένα τουφέκι που κρατώ στα χέρια κι αλαλάζω: κάτω τα χέρια από τη μάνα μας Ελλάδα».

Η ποίηση, από τον υπερρεαλισμό ώς τη λαϊκή ψυχή, ενώθηκε σε έναν τόνο: νυν υπέρ πάντων ο αγών.

Δέκα χρόνια μετά, ο Βενέζης ξαναγράφει για το 1940, αυτή τη φορά με τη γαλήνη της απόστασης:

«Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το πώς η μνήμη εκείνου του έπους πέρασε από γενιά σε γενιά, ως σταθερά της εθνικής μας συνείδησης».

Ο Στρατής Μυριβήλης, το 1960, θα μιλήσει για τις «ημερομηνίες-βίγλες», από τις οποίες ένα έθνος μπορεί να αγναντεύει όλη την περιπέτειά του. Η 28η Οκτωβρίου υπήρξε μια τέτοια κορυφή.

Για τους λογοτέχνες του ’40, ο πόλεμος υπήρξε υπέρτατο καθήκον, στιγμή αποκάλυψης και σημείο όπου η ιστορία και το πνεύμα συναντήθηκαν. Ο πόλεμος έδειξε τι σημαίνει η λέξη «πατρίδα» όταν την προφέρουν οι ποιητές.

Και ίσως γι’ αυτό η φράση του Γιώργου Θεοτοκά να παραμένει ακόμη η πιο αληθινή:

«Αξίζει να είναι κανείς Έλληνας τις μέρες αυτές».

Πηγές: «Νέα Εστία» (τεύχη 1940-1950), «Εστία», Ίκαρος, Ερμής, χειρόγραφα Σικελιανού και Τερζάκη, Γ. Σεφέρης «Μέρες Γ», Γ. Μπεράτης «Το Πλατύ Ποτάμι», Ηλ. Βενέζης «Χρονικό του 1940», Οδ. Ελύτης, Α. Εμπειρίκος, Γ. Ρίτσος.

Διαβάστε επίσης:

Βιβλίο: Η θάλασσα της μνήμης και του έρωτα

Βιβλίο: Μνήμη, φυλακή, άνοια και η αμφισημία της αφήγησης

Βιβλίο: Ένας οικουμενικός διάλογος  ιδεών

ΚΥΡΙΑΚΗ 26.10.2025 10:51
Exit mobile version