search
ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 08:04
MENU CLOSE

Δημοσιονομικό συμβούλιο: Με ιδιαίτερη σφοδρότητα θα πληγεί η ελληνική οικονομία – Τρία σενάρια για το ΑΕΠ

18.06.2020 14:12
Πλάνο δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου 8-12 δισ. ευρώ για το 2021 - Media

 

Η πανδημία του νέου κορωνοϊού έχει προκαλέσει σημαντικούς κλυδωνισμούς στην παγκόσμια οικονομία και οι οικονομικές προβλέψεις αναφέρουν την παρούσα ύφεση ως δυσμενέστερη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008-2009, σύμφωνα με την Εαρινή Έκθεση του Ελληνικού Δημοσιονομικού Συμβουλίου.

«Οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι καθοριστικής σημασίας ως προς την διαμόρφωση των προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομίας και των οικονομιών των κρατών-μελών. Η δυσκολία να επιτευχθεί πολιτική συμφωνία στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τόσο για το είδος των παρεμβάσεων όσο και για την έκταση αυτών, ενισχύουν την αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσει μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της ύφεσης», αναφέρεεται στην έκθεση μεταξύ άλλων.

Στους κινδύνους για την πορεία της οικονομίας το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο κατατάσσει το ενδεχόμενο να αποδειχθούν υπεραισιόδοξες οι προβλέψεις για την παροχή συνολικών χρηματοδοτήσεων ύψους 7 δισ. ευρώ μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας καθώς και το ενδεχόμενο να αποδειχθεί μη παροδική η μείωση των αμοιβών της εργασίας που θα εμποδίσει την ιδιωτική κατανάλωση να επανέλθει άμεσα στα προ της κρίσης επίπεδα.

Η πανδημία, με τα αναγκαία περιοριστικά μέτρα για υγειονομικούς λόγους, πλήττει και την ελληνική οικονομία, με συνέπεια να προβλέπεται ύφεση για το 2020, το βάθος της οποίας δεν μπορεί σήμερα να προσδιοριστεί επακριβώς.

Σύμφωνα με το ΕΔΣ, το Α’ τρίμηνο του 2020 το ΑΕΠ κατέγραψε πτώση κατά 0,9% έναντι του αντιστοίχου τριμήνου του 2019, ενώ σε τριμηνιαία βάση (μεταβολή σε σχέση με το Δ’ τρίμηνο του 2019) η πτώση ήταν 1,6%. Σε ετήσια βάση καταγράφει πτώση μετά από δώδεκα διαδοχικά θετικά τρίμηνα. Η συρρίκνωση του ΑΕΠ Α’ τρίμηνο σε ετήσια βάση προέκυψε λόγω της κάμψης της ιδιωτικής κατανάλωσης κατά 0,7% και της κάμψης του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου κατά 6,4%, κυρίως λόγω της μεγάλης μείωσης της αξίας της κατηγορίας των επενδύσεων «Μεταφορικός εξοπλισμός και οπλικά συστήματα» κατά 44,6% σε σχέση με το Α’ τρίμηνο του 2019 και η οποία αφορά κατά βάση εισαγωγές πλοίων.

Κατά το πρώτο τετράμηνο του 2020, φαίνεται ήδη να αναπτύσσονται αποπληθωριστικές τάσεις στην ελληνική οικονομία λόγω της εμφάνισης της πανδημίας. Η ποσοστιαία μεταβολή του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή (Εν.ΔΤΚ) τον Απρίλιο σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του προηγούμενου έτους υποχώρησε κατά 0,9%. Παράλληλα, η μεταβολή του Εν.ΔΚΤ χωρίς την επίδραση της ενέργειας, των τροφίμων, του αλκοόλ και του καπνού (δομικός πληθωρισμός) ήταν μηδενική για το μήνα Απρίλιο.

Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας είναι αναμενόμενο ότι θα έχει συνέπειες στην απασχόληση, είτε εκφρασμένη σε ώρες εργασίας, είτε σε αριθμό απασχολούμενων. Τα αποτελέσματα του πληροφοριακού συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ», κατά το μήνα Απρίλιο 2020, όπου υπήρχαν δρακόντειοί περιορισμοί στην οικονομική δραστηριότητα, λόγω των μέτρων κατά της πανδημίας καταγράφει τις πρώτες ενδείξεις κάμψης της απασχόλησης στην ελληνική οικονομία. Σωρευτικά για την περίοδο Ιανουάριου–Απριλίου 2020, οι αναγγελίες προσλήψεων ανήλθαν σε 512.791 θέσεις εργασίας και οι αποχωρήσεις έφτασαν τις 539.940 με αποτέλεσμα αρνητικό ισοζύγιο 27.149 θέσεων. Σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο προέκυψε επιδείνωση κατά 186.924 θέσεων εργασίας.

Μετά από μια ήπια και σταθεροποιητική πορεία του συνόλου των καταθέσεων του ιδιωτικού τομέα καθ’ όλη τη διάρκεια του 2019, το πρώτο τετράμηνο του 2020 παρατηρείται μια αύξηση της αποταμίευσης συνολικά, της οποίας ο ρυθμός ενισχύθηκε ιδιαίτερα τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο αντίστοιχα. Ειδικά οι καταθέσεις των νοικοκυριών αυξήθηκαν τον Απρίλιο κατά 1,7 δισ. ευρώ σε σχέση με το Μάρτιο, ενώ το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου οι καταθέσεις αυξήθηκαν σε σχέση με τον Φεβρουάριο κατά σχεδόν 3 δισ. ευρώ. Με δεδομένη την περιστολή μεγάλου μέρους της οικονομικής δραστηριότητας στο τέλος Μαρτίου και ολόκληρο τον Απρίλιο, η σημαντική αυτή αύξηση των καταθέσεων, πιθανότατα συνδέεται με το αίσθημα ανασφάλειας που επικράτησε την περίοδο αυτή. Το γεγονός αυτό φαίνεται να οδήγησε σε αύξηση των καταθέσεων για τα νοικοκυριά εκείνα που ενώ διατήρησαν τα εισοδήματά τους εντός της περιόδου των περιοριστικών μέτρων, περιόρισαν ωστόσο την κατανάλωση τους. Η καταναλωτική αυτή συμπεριφορά των νοικοκυριών χρήζει προσοχής διότι εάν διατηρηθεί μετά την άρση των περιορισμών θα επηρεάσει αρνητικά τις μακροοικονομικές επιπτώσεις της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Κατά την περίοδο Ιανουαρίου–Απριλίου 2020 οι επιπτώσεις της πανδημίας του νέου κορωνοϊού γίνονται εμφανείς στο ισοζύγιο του Κρατικού Προϋπολογισμού, το οποίο παρουσίασε έλλειμμα ύψους 4.072 εκατ. ευρώ έναντι στόχου για 1.655 εκατ. ευρώ. 

Παράλληλα το πρωτογενές έλλειμμα ανήλθε στα 1.516 εκατ. ευρώ, ενώ το ίδιο διάστημα πέρυσι είχε καταγραφεί πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1.463 εκατ. ευρώ. Ο συνδυασμός πτώσης του ΑΕΠ με επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, αναγκαία για τον περιορισμό της ύφεσης, προμηνύει υψηλό δημοσιονομικό έλλειμμα για το 2020.

Για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας ελήφθησαν και σχεδιάζονται να ληφθούν στο επόμενο διάστημα μέτρα τόνωσης της οικονομίας τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 20 Μαρτίου 2020 πρότεινε για πρώτη φορά στην ιστορία του Συμφώνου Σταθερότητας την ενεργοποίηση της γενικής ρήτρας διαφυγής, η οποία εγκρίθηκε από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 23 Μαρτίου. Αυτό σήμανε την αναστολή της εφαρμογής των κανόνων δημοσιονομικής πειθαρχίας που απορρέουν από το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης και επιτράπηκε στα κράτη-μέλη να λάβουν συντονισμένα όλα τα απαραίτητα μέτρα για την υποστήριξη της υγείας και της προστασίας των πολιτών και την αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της πανδημίας, κινούμενα με την απαιτούμενη προς τούτο δημοσιονομική ευελιξία. Στο πλαίσιο αυτό, συμφωνήθηκε, επιπλέον, ειδικά για την Ελλάδα να μην υπάρχει για το 2020 ο «στόχος» για επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 3,5% σε όρους ενισχυμένης εποπτείας.

Στις 18 Μαρτίου η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε ότι θα εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης γεγονός που οδήγησε σε δραστική μείωση των αποδόσεων τους, οι οποίες είχαν αυξηθεί σημαντικά τις προηγούμενες μέρες αγγίζοντας ακόμα και το 3,8%1. Σύμφωνα με στοιχεία Μάϊου της EKT, από το σύνολο το 750 δισ. ευρώ του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, η ΕΚΤ έχει αγοράσει κρατικά ομόλογα συνολικής αξίας 186,6 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα 4,69 δισ. ευρώ αφορούν σε ελληνικά κρατικά ομόλογα. H σημαντική αυτή στήριξη με αγορές ελληνικών τίτλων κρατικού χρέους δεν θα αφορά μόνο τα περίπου 40 δισ. ευρώ ελληνικών κρατικών ομολόγων σε κυκλοφορία, αλλά και το πρόγραμμα έκδοσης νέων τίτλων χρέους της ελληνικής κυβέρνησης καθόλο το χρονικό διάστημα κατά το οποίο αυτοί θα συγκαταλέγονται ως επιλέξιμοι τίτλοι στο πρόγραμμα.

Στις 9 Απριλίου, οι υπουργοί οικονομικών της Ευρωζώνης συμφώνησαν ότι είναι αναγκαία η εκπόνηση μιας κοινή στρατηγικής για την αντιμετώπιση των δυσμενών οικονομικών συνθηκών που δημιουργήθηκαν από την εξάπλωση της πανδημίας. Αυτή η στρατηγική περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας διαδικασίας βοήθειας για την πανδημία η οποία βασίζεται στο ήδη υπάρχοντα μηχανισμό της προληπτικής γραμμής του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ). Κάθε πληττόμενη από την πανδημία οικονομία έχει τη δυνατότητα άντλησης δανειακών κεφαλαίων από τον ΕΜΣ η οποία ανέρχεται στο 2% του ΑΕΠ της, το προηγούμενο έτος. 

Αυτό σημαίνει ότι εάν όλες οι χώρες κάνουν χρήση του χρηματοδοτικού αυτού εργαλείου, η συνολική διαθέσιμη ρευστότητα θα μπορεί να ανέλθει στα 240 δισ. ευρώ. Η πρόσβαση στην προληπτική γραμμή θα μπορεί να γίνει υπό την μοναδική αίρεση ότι οποιαδήποτε χρηματοδοτική βοήθεια θα κατευθυνθεί αποκλειστικά και μόνο για την αντιμετώπιση του άμεσου ή έμμεσου κόστους που σχετίζεται με την πανδημία. Το μέγιστο ποσό χρηματοδότησης που μπορεί να λάβει η Ελλάδα μέσω του ΕΜΣ είναι 3,8 δισ. ευρώ (2% του ΑΕΠ 2019).

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 27 Μαΐου ανακοίνωσε ένα φιλόδοξο χρηματοδοτικό σχέδιο συνολικού ποσού 750 δισ. ευρώ με ορίζοντα μεσο-μακροπρόθεσμο για την στήριξη της ευρωπαϊκής οικονομίας και την ενίσχυση των προοπτικών βιώσιμης ανάπτυξης των χωρών μελών της Ε.Ε. Η παροχή χρηματοδότησης στα κράτη μέλη θα λάβει τη μορφή τόσο δανείων όσο και μεταβιβάσεων, οι οποίες δεν δημιουργούν μελλοντικές απαιτήσεις για επιστροφή κεφαλαίων, όπως στην περίπτωση των δανείων. Το ποσό των 750 δισ. ευρώ πρόκειται να αξιοποιηθεί επιπλέον από την ήδη υπάρχουσα χρηματοδοτική πρόβλεψη μέσω του ΕΜΣ, του προγράμματος SURE (για την στήριξη της απασχόλησης) και της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, που ανέρχονται συνολικά στα 540 δισ. ευρώ. Το ύψος των πόρων που μπορούν να διοχετευτούν προς την Ελλάδα τόσο με την μορφή μεταβιβάσεων όσο και με την μορφή δανείων ανέρχεται στα 32 δισ. ευρώ, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι το  πρόγραμμα αυτό δεν υποκαθιστά την διοχέτευση πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε. η χρήση των οποίων θα εξακολουθήσει να πραγματοποιείται όπως και στο παρελθόν. Μία σειρά από παραμέτρους όμως δεν έχουν ακόμα αποσαφηνιστεί.

Δεδομένων των εκτατών συνθηκών, η Κυβέρνηση υιοθέτησε σειρά οικονομικών μέτρων με στόχο τον περιορισμό των αρνητικών οικονομικών συνεπειών. Σύμφωνα με όσα αποτυπώνονται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020 οι συνολικές δημοσιονομικές επιπτώσεις για τον προϋπολογισμό του 2020 θα ανέλθουν σε περίπου 9,5 δισ. ευρώ. Δημοσιονομική επίπτωση εντός του 2020, σημαίνει ότι είτε επιβαρύνεται ευθέως ο προϋπολογισμός 2020 λόγω αύξησης δαπάνης, είτε η επιβάρυνση προκύπτει λόγω έκπτωσης φόρου-μείωσης φορολογικού συντελεστή, είτε λόγω των μεταθέσεων είσπραξης εσόδων στο μέλλον. Στην τελευταία περίπτωση ως δημοσιονομική επίπτωση στον προϋπολογισμό του 2020 καταγράφεται η απώλεια εσόδων τα οποία επρόκειτο να εισπραχθούν εντός του 2020, αλλά λόγω των παρεμβάσεων, η είσπραξη μετατίθεται για μετά το 2020. Από το σύνολο των προβλεπόμενων παρεμβάσεων των 9,5 δισ. ευρώ, εκτιμάται ότι το 73,7%, αφορά σε μεταβιβαστικές πληρωμές, 16,4% αφορά σε δημοσιονομικές επιπτώσεις που προκαλούνται από παράταση/αναστολή πληρωμής φόρων και ασφαλιστικών εισφορών, 3,6% αφορούν σε φορολογικές ελαφρύνσεις και 6,3% του ύψους των παρεμβάσεων, εκτιμάται ότι θα κατευθυνθεί σε δημόσια κατανάλωση.

Βασικότερος κίνδυνος για την οικονομία εντός του 2020 αποτελεί η πιθανότητα να επανακάμψει η υγειονομική κρίση με έξαρση του αριθμού των κρουσμάτων και συνέπεια να επιβληθούν διοικητικά νέοι άμεσοι περιορισμοί της οικονομικής δραστηριότητας, είτε ευρεία συρρίκνωσή της από «αυθόρμητες» επιλογές των πολιτών λόγω της έντασης μιας πιθανώς γενικευμένης ανασφάλειας. Σε αυτή την περίπτωση η προβλεπόμενη ύφεση θα επιβαρυνθεί ακόμη περισσότερο και τα νέα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης που θα πρέπει να ληφθούν θα επιβαρύνουν περαιτέρω τον κρατικό προϋπολογισμό.

Σε σχέση με την αποτελεσματικότητα των μέτρων που έχουν ληφθεί για την ανάσχεση της ύφεσης, κομβικής σημασίας είναι η έγκαιρη και αποτελεσματική εφαρμογή τους, ιδίως όσον αφορά στις εγγυήσεις ύψους 2 δισ. ευρώ που θα δοθούν μέσω του Ταμείου Εγγυοδοσίας της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας. Σύμφωνα με το ΥΠΟΙΚ, οι εγγυήσεις αυτές αναμένεται να κινητοποιήσουν συνολικούς πόρους 7 δισ. ευρώ, πρόβλεψη που ενδεχομένως να αποδειχθεί υπεραισιόδοξη. Επιπρόσθετα, οι πιστώσεις που θα κατευθυνθούν προς τα εγγυημένα δάνεια πιθανόν να μην αποτελέσουν νέους πρόσθετους χρηματοδοτικούς πόρους που θα αυξάνουν τη συνολική χρηματοδότηση της οικονομίας, αλλά απλή ανακατεύθυνση υφιστάμενων κεφαλαίων που θα είχαν διατεθεί ούτως ή άλλως στην αγορά από τα πιστωτικά ιδρύματα, αλλά σε άλλους δανειολήπτες. Στην περίπτωση αυτή είναι πιθανό η κρατική παρέμβαση να αποκτήσει και μια στρεβλωτική διάσταση, στο μέτρο που μπορεί να μετατοπίσει χρηματοδοτήσεις προς λιγότερο αποδοτικά επενδυτικά σχέδια. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιδείνωση της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου των τραπεζών και ενδεχομένως σε δημιουργία μιας νέας γενιάς μη εξυπηρετούμενων δανείων, με πιθανές αυξημένες καταπτώσεις και κατ’ ακολουθία πρόσθετο δημοσιονομικό κόστος.

Ένας ακόμα κίνδυνος που δύναται να επιβραδύνει τη μελλοντική ανάκαμψη της οικονομίας αφορά στη μη παροδική μείωση των αμοιβών της εργασίας, και κατά συνέπεια την αδυναμία της ιδιωτικής κατανάλωσης να επανέλθει άμεσα στα προ της κρίσης επίπεδα.

Όλοι οι δημοσιονομικοί στόχοι για το 2020 έχουν ανασταλεί. Ωστόσο δεν είναι γνωστό τι θα συμφωνηθεί για τα επόμενα χρόνια με τους ευρωπαίους εταίρους, επί του θέματος. Η πιθανότητα επαναφοράς περιοριστικών δημοσιονομικών μέτρων τα επόμενα χρόνια θα θέσει σε κίνδυνο την ανάκαμψη.

Οι αποφάσεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα είναι καθοριστικής σημασίας ως προς την διαμόρφωση των προοπτικών της ευρωπαϊκής οικονομίας και των οικονομιών των κρατών-μελών. Η δυσκολία να επιτευχθεί πολιτική συμφωνία στα πλαίσια του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου τόσο για το είδος των παρεμβάσεων όσο και για την έκταση αυτών, ενισχύουν την αβεβαιότητα ως προς την ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να υιοθετήσει τα μέτρα που απαιτούνται για την αντιμετώπιση της ύφεσης.

Τρία σενάρια για ΑΕΠ, έλλειμμα, δημόσιο χρέος και απασχόληση

  • ΑΕΠ

Σε ξεχωριστό κείμενο το ΕΔΣ αναλύει τα τρία σενάρια για την έκταση της ύφεσης το 2020.

Τα σενάρια αυτά στηρίζονται σε τρεις πιθανές εκδοχές εξέλιξης της πανδημίας: α) επιστροφή στη «νέα» κανονικότητα, με ύφεση του επιδημιολογικού φαινομένου, β) αργή επανεκκίνηση της οικονομίας με ενδεχόμενές ήπιες εξάρσεις της επιδημίας γ) αργή επανεκκίνηση της οικονομίας με αναζωπυρώσεις της πανδημίας που μπορεί να απαιτήσουν νέα μέτρα προσωρινού όμως χαρακτήρα. Επιπλέον, σημαντική επίδραση στις μακροοικονομικές εξελίξεις θα έχει η συμπεριφορά των καταναλωτών και των επιχειρήσεων, έστω και αν υπάρξει ύφεση του επιδημιολογικού φαινομένου. Ένα γενικευμένο κλίμα αβεβαιότητας και ανασφάλειας θα αποτελέσει πρόσκομμα στην ανάκαμψη της οικονομίας.

Τα διαθέσιμα στοιχεία από το Μάρτιο και μετά (μακροοικονομικοί, χρηματοπιστωτικοί δείκτες, δείκτες οικονομικής συγκυρίας) συγκλίνουν στην ένδειξη μίας πρωτοφανούς διαταραχής. Επιπλέον τα στοιχεία του ΑΕΠ Α’ τριμήνου είναι αρνητικά έστω και αν οι επιπτώσεις της πανδημίας άρχισαν να διαφαίνονται μόνο από τα μέσα Μαρτίου και έπειτα, δηλαδή οι αρνητικές επιδράσεις αφορούσαν μόνο δύο εβδομάδες για ολόκληρο το τρίμηνο.

Πάντως η ελληνική οικονομία φαίνεται ότι θα πληγεί με ιδιαίτερη σφοδρότητα λόγω: α) της μεγάλης, σχετικά, εξάρτησής της από τουρισμό και μεταφορές, β) της διάρθρωσής της, η οποία χαρακτηρίζεται από μικρού μεγέθους επιχειρήσεις με μικρά περιθώρια αντίδρασης σε καταστάσεις περιστολής της οικονομικής δραστηριότητας και γ) την υψηλή, σχετικά, προστιθέμενη αξία κλάδων όπως «διαχείρισης ακίνητης περιουσίας» «χονδρικό, λιανικό εμπόριο…υπηρεσίες εστίασης…», «τέχνες διασκέδαση και ψυχαγωγία» κλπ οι οποίοι πλήττονται άμεσα και ισχυρά λόγω του κανόνα των αυξημένων κοινωνικών αποστάσεων που επιβάλλουν οι προδιαγραφές προστασίας έναντι της επιμόλυνσης από τον COVID-192.

Τη μεγαλύτερη αρνητική επίπτωση εκτιμάται ότι θα την επιφέρει η πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης, λόγω της υψηλής συμμετοχής της στη διαμόρφωση του ΑΕΠ. Η περιστολή της οικονομικής δραστηριότητας και οι παρεπόμενες απώλειες σε εισοδήματα όπως και αυτή καθευτή , η ανασφάλεια την οποία προκαλεί η φύση της κρίσης στους καταναλωτές είναι επόμενο να πλήξουν ιδιαίτερα την ιδιωτική κατανάλωση. Είναι ενδεικτικό ότι ο δείκτης PMI, ο οποίος στη Ελλάδα παρουσιάζει υψηλή συσχέτιση με την ιδιωτική κατανάλωση, κατέγραψε τον Μάρτιο και τον Απρίλιο μείωση κατά 22,3% και 47,9% σε ετήσια βάση.

Σε δύο από τα τρία σενάρια, οι επενδύσεις εκτιμάται ότι θα μειωθούν σχετικά λίγο, ενώ στο σενάριο 3 η πρόβλεψη αφορούν σε μεγάλη πτώση. Η κατηγορία επενδύσεων που εκτιμάται ότι θα πληγεί περισσότερο είναι η κατηγορία «μεταφορικός εξοπλισμός».

Μεγάλη αρνητική επίδραση εκτιμάται ότι θα έχει και το ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών, του οποίου το έλλειμμα μπορεί να προκαλέσει μείωση στο ΑΕΠ μέχρι και 2,7 ποσοστιαίες μονάδες. Είναι ενδεικτικό (Διάγραμμα 1) ότι οι τουριστικές εισπράξεις και οι εισπράξεις από μεταφορές αφορούν στο 88% του συνόλου των εισπράξεων στο ισοζύγιο υπηρεσιών. Ειδικότερα σε ότι αφορά τις τουριστικές εισπράξεις, σημειώνεται ότι στις πρώτες θέσεις συγκαταλέγονται αυτές από κατοίκους χωρών που έχουν πληγεί ισχυρά από την πανδημία (ΗΒ, ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία). Κομβικής σημασίας για την τελική επίδραση του ισοζυγίου στο ΑΕΠ έχει η τελική διαμόρφωση του ύψους των εισαγωγών οι οποίες θα μειωθούν επίσης, λόγω της μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος. 

  • Δημοσιονομικό Έλλειμμα και Δημόσιο Χρέος

Ο συνδυασμός μεγάλης ύφεσης με την αναπόφευκτα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά και, βεβαίως, αρνητικά το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του τρέχοντος έτους. Με βάση τα τρία σενάρια για το βάθος της ύφεσης, πραγματοποιήθηκαν εκτιμήσεις για το ισοζύγιο της γενικής κυβέρνησης και το πρωτογενές αποτέλεσμα (Πίνακας 2). 

Σύμφωνα με τις παραπάνω εκτιμήσεις, το 2020 το ισοζύγιο Γενικής Κυβέρνησης θα εμφανίσει υψηλό έλλειμμα το οποίο είναι πιθανό ότι θα κυμαίνεται από -5,4 έως – 8,1% του ΑΕΠ. Αντίστοιχα το πρωτογενές έλλειμμα θα διαμορφωθεί σε επίπεδα που αντιστοιχούν από -2,3% έως -4,8% του ΑΕΠ.

Συνακόλουθα εκτιμάται ότι θα υπάρξει σημαντική επιβάρυνση στο ελληνικό δημόσιο χρέος το οποίο μπορεί να διαμορφωθεί στο 204% του ΑΕΠ το 2020 (σενάριο 3). Σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι ο λόγος δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ θα επιδεινωθεί σημαντικά κατά 14 έως και 27 ποσοστιαίες μονάδες το 2020 σε σχέση με το 2019, λόγω της επίδρασης που θα έχει σε αυτό τόσο ο πρόσθετος δανεισμός λόγω του αυξημένου δημοσίου ελλείμματος όσο και η πτώση του ονομαστικού ΑΕΠ.

Εκτιμάται ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες που είναι πιθανό να δημιουργηθούν θα ξεπεράσουν τα 16 δισ. ευρώ, εξ αυτών 3 δισ. ευρώ αφορούν σε μετακύλιση υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων που λήγουν εντός του 2020, ενώ τα υπόλοιπα θα προκύψουν από το φετινό έλλειμμα.

  • Απασχόληση/Ανεργία

Οι αρνητικές συνέπειες της κρίσης στην απασχόληση και την ανεργία είναι αναμενόμενες, η εκτίμηση, ωστόσο της έκτασης αυτών των συνεπειών συνιστά δύσκολη άσκηση.

Από τη μία πλευρά, ορισμένα χαρακτηριστικά της δομής της απασχόλησης στην Ελλάδα προκαλούν βάσιμες ανησυχίες πως οι συνέπειες της κρίσης θα είναι ιδιαίτερα έντονες, διότι οι κλάδοι που πλήττονται περισσότερο συγκεντρώνουν σημαντικό τμήμα της συνολικής απασχόλησης και αποτελούν τους πιο δυναμικά αναπτυσσόμενους -ως προς την απασχόληση- κλάδους μετά το 2013. Ειδικότερα, οι κλάδοι του εμπορίου, του τουρισμού, των μεταφορών και των τεχνών το 34,2% του συνόλου των απασχολούμενων το 2019, ενώ κατά την περίοδο 2013-2019 η συνολική απασχόληση σε αυτούς τους κλάδους αυξήθηκε κατά 17,2% σε σύγκριση με 6,6% στους υπόλοιπους κλάδους. Επισημαίνεται ότι τα παραπάνω μεγέθη αφορούν τον ιδιωτικό και τον δημόσιο τομέα μαζί γεγονός που υπογραμμίζει ακόμη περισσότερο τη σημασία τους για την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα.

Από την άλλη μεριά, σειρά κυβερνητικών παρεμβάσεων έχουν ενσωματώσει «ρήτρες απασχόλησης», οι οποίες αναμένεται κατ’ αρχήν να συγκρατήσουν τη μείωση της απασχόλησης στην έκταση που οι επιχειρήσεις θα ενταχθούν στο πλαίσιο των κυβερνητικών μέτρων. Σε κάθε περίπτωση όμως η μείωση του συνολικού αριθμού των ωρών απασχόλησης στην οικονομία πρέπει να θεωρηθεί ως δεδομένη. Υπό αυτή την έννοια το ποσοστό απασχόλησης εκφρασμένο σε ισοδύναμο πλήρους απασχόλησης θα μειωθεί σημαντικά.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, το ΕΔΣ προχώρησε σε εκτίμηση της απασχόλησης, της ανεργίας και του ποσοστού ανεργίας για τα τρία σενάρια μακροοικονομικών εξελίξεων τα οποία προαναφέρθηκαν.

Όλα τα σενάρια προβλέπουν σημαντική άνοδο του ποσοστού ανεργίας η οποία – αναλόγως του σεναρίου- κυμαίνεται από 3,2% έως 5,8% κατά το τρέχον έτος έναντι του 2019. Σύμφωνα με την εκτίμηση του Υπουργείου Οικονομικών που αποτυπώνεται στο Πρόγραμμα Σταθερότητας 2020 η ανεργία στη συνέχεια, κατά το 2021, θα περιοριστεί σε 16,4% έναντι μιας πρόσκαιρης επιδείνωσης σε 19,9% το 2020.

Δεδομένου ότι από το 1981 έως και σήμερα δεν έχει υπάρξει ιστορικό προηγούμενο μείωσης του ποσοστού ανεργίας κατά 3,5% σε ένα έτος η κυβερνητική εκτίμηση για μια τόσο γρήγορη ανάκαμψη στην αγορά εργασίας γεννά επιφυλάξεις.

Πρώτιστος στόχος της οικονομικής πολιτικής πρέπει να είναι η κατά το δυνατόν μικρότερη αύξηση του ποσοστού ανεργίας, μέσω μέτρων προστασίας της απασχόλησης, έτσι ώστε να ελαχιστοποιηθεί η άμεση αρνητική διαταραχή στην απασχόληση. Κρίσιμο στοιχείο για την, για την αποτελεσματικότητα αυτών των μέτρων είναι η διάρκειά τους. Πρέπει δηλαδή να έχουν επαρκή διάρκεια, ώστε η οικονομική δραστηριότητα να έχει επανέλθει στην προγενέστερη της υγειονομικής κρίσης τροχιά της , όταν τα εν λόγω μέτρα αρθούν. Πρέπει παράλληλα να υπάρξει και η πλήρης σταδιακή άρση των περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα με δεδομένο το υψηλό κόστος για την οικονομία παράταση αυτών. Η ´χρυσή τομή´ η οποία πρέπει να εφαρμοστεί αφορά την άρση των περιορισμών στην οικονομική δραστηριότητα με την αναγκαία εφαρμογή ενεργών υγειονομικών πολιτικών αντιμετώπισης της πανδημίας.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 08:01