search
ΤΕΤΑΡΤΗ 24.04.2024 15:41
MENU CLOSE

Η διαφάνεια της πολιτικής στην Ευρώπη και την Ελλάδα

17.09.2013 09:29

Η δημιουργία κοινωνίας προϋποθέτει τη συμφωνία ατόμων μεταξύ τους με στόχο τη συμβίωσή τους ως ομάδα, ομάδα με κοινούς στόχους και όπου το άτομο μεριμνά για το σύνολο

Ανάγκη επαναπροσδιορισμού σχέσεων «ιδιωτικού» και «δημοσίου»: προς ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο
 
Η δημιουργία κοινωνίας προϋποθέτει τη συμφωνία ατόμων μεταξύ τους με στόχο τη συμβίωσή τους ως ομάδα, ομάδα με κοινούς στόχους και όπου το άτομο μεριμνά για το σύνολο, παραχωρώντας δικαιώματα προς αυτό, αλλά και το άτομο ωφελείται από το σύνολο. Η κοινωνία δηλαδή προϋποθέτει ένα κοινωνικό συμβόλαιο που καθορίζει τις σχέσεις ατόμου και συνόλου, ιδιωτικού και δημοσίου και τον ρόλο του καθενός, για συγκεκριμένους σκοπούς. Οι σκοποί αυτοί βέβαια συχνά αλλάζουν, αναλόγως των εκάστοτε συλλογικών στόχων ή συλλογικών φαντασιακών, και συνακολούθως οδηγούν σε διαφορετικές δομές και διαφορετικούς εσωτερικούς κανόνες, δηλαδή σε διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης και ελέγχου αυτής της κοινωνίας και διαφορετικές σχέσεις ιδιωτικού και δημοσίου, συνακολούθως και διαφορετικές νοηματοδοτήσεις των δύο αυτών χαρακτηρισμών. Οι παλαιότερες κοινωνίες δομούνταν και εκφράζονταν με σκοπό την προώθηση συλλογικών στόχων, που προέρχονταν από τον τρόπο θεώρησης του Κόσμου και της Ζωής. Είχαν ως στόχο την άρθρωση των ατόμων με το υπαρξιακό πεδίο αναφοράς της ζωής τους, ήταν θεμελιωμένες «στο κοινό και το κύριο των λαών» για το οποίο μίλαγε ο Σολωμός και έτσι νοηματοδοτούσαν και καθόριζαν τους όρους ιδιωτικό και δημόσιο. Ανατρέχοντας στις ελληνικές Πόλεις – και κοινωνίες – αυτά φαίνονται καθαρά. Ο Περικλής στον Επιτάφιο δήλωνε πως στην Αθήνα θεωρούνταν άχρηστοι οι μη ασχολούμενοι με τα κοινά, δηλ. οι μη αντιμετωπίζοντες τα κοινά σαν ιδιωτική τους υπόθεση, η δε πολιτική απέβλεπε στην λειτουργία της (συλλογικής) Πόλης ως τέτοιας, δηλαδή ως συλλογικής, όπου το ιδιωτικό εμπεριείχε το δημόσιο και αντιστρόφως. Αυτά δε τα «κοινά» δεν ήταν παρά ο συνταυτιζόμενος ατομικός και συλλογικός στόχος, όπως αυτός προέκυπτε από τον τρόπο θεώρησης του Κόσμου και του υπαρξιακού ρόλου του ανθρώπου μέσα σε αυτόν[1] .
 
Τα εκάστοτε υπαρξιακά πεδία αναφοράς του ανθρώπου καθόριζαν τους ατομικούς στόχους του και συνακολούθως τους συλλογικούς στόχους των κοινωνιών του, καθόριζαν και τον τρόπο διάρθρωσης των κοινωνιών αυτών. Αλλά και αυτό εξακολουθούν να κάνουν. Η σταδιακή αποϊεροποίηση της ζωής, από την απαρχή της λεγόμενης νεωτερικής περιόδου, δηλαδή η σταδιακή εγκατάλειψη της αναζήτησης νοήματος ζωής σε μη ορατές προαιώνιες αρχές και ιερά πεδία αναφοράς της ανθρωπότητας, επέφερε εγκατάλειψη της παραδοσιακής φιλοσοφίας, δηλαδή των παλαιότερων προσπαθειών διείσδυσης στο μη ορατό και στο επέκεινα, χάριν της προσπάθειας ερμηνείας και βελτίωσης της απτής πραγματικότητας, δηλαδή των συνθηκών της καθημερινής ιδιωτικής και κοινωνικής ζωής. Αυτό είναι το υπαρξιακό πεδίο αναφοράς του νεωτερικού ανθρώπου, που επέφερε νέους συλλογικούς στόχους και άρα νέους τρόπους ύπαρξης και λειτουργίας των κοινωνιών του. Η στροφή των στόχων πρωτίστως στο «εδώ και τώρα» ιδιωτικό οδηγεί σε απαξίωση των παλαιότερων τρόπων διακυβέρνησης και στην απαίτηση διαφάνειας της πολιτικής πρακτικής. Ο τρόπος συμμετοχής των πολιτών στη διακυβέρνηση των κοινωνιών τους, επ’ ωφελεία των ιδίων κατ’ αρχήν ως ατόμων και στη συνέχεια των κοινωνιών ως συλλογικών υποκειμένων, ήδη από τον 16ο αιώνα, σχεδόν δε αποκλειστικώς από τον 18ο αιώνα, προτάσσεται στις αναζητήσεις της διανόησης και στάθηκε αιτία αλλά και άλλοθι όλων των πολιτικών διεργασιών. Η Ευρώπη, ως ο κύριος χώρος παραγωγής Σκέψης, ήδη από εποχής Ελλήνων, πρωτοστάτησε σε αυτήν την πορεία από το ιερό προς το προφανές. Φεουδαρχία, βασιλεία, αστικές τάξεις και συνδυασμούς όλων αυτών, η Ευρώπη πέρασε από πολλές διακυμάνσεις στον τρόπο διακυβέρνησης των κοινωνικών της ομάδων, με ζητούμενο την πρόταξη της βελτίωσης της φυσικής ζωής του ανθρώπου και με συνακόλουθη κατάληξη την πρόταξη της λαϊκής συμμετοχής ή δημοκρατίας στον τρόπο διακυβέρνησης των κρατών της .
 
Οι διεργασίες αυτές κατέληξαν σε δύο μεγάλα πολιτικά συστήματα/ιδεολογίες που κυριάρχησαν μέχρι τη δεκαετία του ’90, τον κρατισμό και τον φιλελευθερισμό. Θα μπορούσαμε εδώ τον φιλελευθερισμό να τον διαχωρίζαμε, μέχρι την ανωτέρω δεκαετία, σε «ορθόδοξο», δηλαδή στην απόλυτη πρόταξη της ελευθερίας του ατόμου – γιατί τελικώς έτσι πίστευαν πως θα επέλθει ωφέλεια για τις κοινωνίες[2] – και σε «κοινωνικό», όπου το κράτος επεμβαίνει προνοώντας, εις βάρος της απρόσκοπτης επιδίωξης κέρδους από πλευράς ιδιωτών, για τα μέλη των κοινωνιών που δεν μπορούν να ακολουθήσουν τον οικονομικό ανταγωνισμό. Έχουμε έτσι αντιστοίχως τα κράτη δικαίου, όπου το κράτος αρκείται στη θέσπιση δικαίων κανόνων ανταγωνισμού και την υπεράσπιση της ίσης μεταχείρισης των πολιτών, και τα κράτη πρόνοιας, όπου το κράτος επιφορτίζεται να μεριμνήσει για τις βασικές παροχές προς τους πολίτες του, π.χ. για την υγεία, την παιδεία, για τα γηρατειά, για τους αδυνάτους. Σε γενικές γραμμές τα κράτη δικαίου εκφράστηκαν με τον τρόπο λειτουργίας και ανάπτυξης των ΗΠΑ, τα κράτη πρόνοιας με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Από την άλλη μεριά, ο κρατισμός εκφράστηκε με τη Σοβιετική Ένωση. Από τη δεκαετία όμως του ’80 ο απόλυτος κρατισμός της ΕΣΣΔ άρχισε να δείχνει τα όριά του και 8 χρόνια μετά την αναπόφευκτη ένωση των δύο Γερμανιών κατέρρευσε πλήρως σαν χάρτινος πύργος. Αλλά και ο εναπομείνας φιλελευθερισμός δείχνει και αυτός να πνέει τα λοίσθια. Ο ολοένα και περισσότερο εντεινόμενος διαχωρισμός ιδιωτικού και δημοσίου οδήγησε σε ανεξάρτητες εξουσίες, που με τη σειρά τους λειτουργούν ιδιωτικά και οδηγούνται μοιραίως στη διαφθορά με τον συνακόλουθο εκφυλισμό του όλου συστήματος. Παρ’ όλες τις ευρωπαϊκές προσπάθειες να υποστηριχτεί το κράτος πρόνοιας, ο φιλελευθερισμός αυτός εξέπεσε στη συνταύτισή του με την παντοδυναμία ενός αντικοινωνικού και αντιπαραγωγικού τραπεζικού συστήματος – ή έστω οδήγησε σε αυτόν – που καταδήλως απομακρύνεται ολοένα και περισσότερο από τις πραγματικές κοινωνικές ανάγκες. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτό το χρηματοπιστωτικό σύστημα, που δημιουργήθηκε ως υποστηρικτικό του φιλελεύθερου συστήματος, τελικώς κατέστη σύστημα ανεξάρτητο, σύστημα που λειτουργεί συστημικά ως τέτοιο και που είναι πλέον δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να επιβιώσει με διαφορετικό τρόπο. Το τραπεζικό σύστημα υπάρχει χάριν της εξουσίας που του δόθηκε να τυπώνει και να δανείζει το χρήμα και έτσι σταδιακά μετατράπηκε σε έναν πανίσχυρο γίγαντα στον οποίον όλοι χρωστούν και που το μόνο τους μέλημα είναι να του μοιάσουν. Παραδείγματος χάριν, ενώ το ΑΕΠ των ΗΠΑ πολλαπλασιάστηκε επί 8,75 σε ονομαστική αξία μεταξύ 1975-2007, το ιδιωτικό χρέος εικοσαπλασιάστηκε και το δημόσιο τριπλασιάστηκε[3]. Τόσο σε επίπεδο ιδιωτών όσο και σε επίπεδο κρατικής πολιτικής, η έννοια της αποτελεσματικότητας έχει συνταυτιστεί με το κέρδος χρημάτων μέσω των χρηματιστηριακών διαδικασιών, αυτή δε η αποτελεσματικότητα αντικατέστησε τον παλιό παραγωγικό καπιταλισμό που ξέραμε.
 
Για ποια «διαφάνεια» ή για ποια εμπιστοσύνη των πολιτών προς τις πολιτικές εξουσίες μπορούμε να μιλήσουμε, όταν τα πάντα εξαρτώνται απολύτως από ένα χρηματοπιστωτικό σύστημα που διευθύνεται από άγνωστες εξουσίες και σίγουρα όχι από τους πολιτικούς που ξέρουμε και ψηφίζουμε; «Άφησέ με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του», είχε πει χαρακτηριστικά ο M.A. Rothschild, επιφανές μέλος της ομώνυμης οικογένειας, η οποία ίδρυσε στα τέλη του 18ου αιώνα τα γνωστά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Αυτό ακριβώς γίνεται τώρα. Αυτό το χρηματοπιστωτικό σύστημα ξεκίνησε από τις ΗΠΑ[4] αλλά γρήγορα καθιερώθηκε και στην Ευρώπη και έχει σχεδόν απολύτως καταλάβει τη θέση της επίσημης πολιτικής, ενίοτε απροκάλυπτα, ιδιαίτερα στις χώρες που υφίστανται περισσότερο την προϊούσα κρίση, κρίση των οικονομιών, των κοινωνιών, αλλά κρίση τελικώς και αυτού του ίδιου του συστήματος που τη δημιούργησε.
 
Αν θέλουμε να επαναφέρουμε, να προωθήσουμε ή να δημιουργήσουμε διαφάνεια στον τρόπο διακυβέρνησης και λειτουργίας των κοινωνιών μας, το πρώτο που απαιτείται είναι η άμεση αναθεώρηση του ρόλου αυτού του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πρέπει να καταστεί μέσο ανάπτυξης των κοινωνιών και όχι το αντίστροφο. Πρέπει να καταστεί διαφανές ως προς τον τρόπο λειτουργίας του και ως προς τους σκοπούς του. Η εγκαθίδρυση στη συνέχεια ενός δημοσίου ελέγχου όλων των πολιτικών πρακτικών και διαδικασιών, δηλαδή μιας συμμετοχικής δημοκρατίας, που σημαίνει συμμετοχική κοινωνία, σίγουρα θα προκύψει ευκολότερα. Αυτά βεβαίως συμβαδίζουν ή προϋποθέτουν έναν επανακαθορισμό, των εννοιών ιδιωτικού και δημοσίου, και των μεταξύ τους λειτουργικών σχέσεων, που δεν μπορεί παρά να γίνει με θεσμούς. Η εξ αιτίας της απαξίωσης των πολιτικών και των κομμάτων αποδυνάμωση του δημοσίου ως ενοποιητικού στοιχείου, που εκφράζει και προωθεί συλλογικούς στόχους, μοιραίως θα οδηγήσει σε αποδόμηση της κοινωνίας, σε επί μέρους ανταγωνιστικά υποσύνολα, μέχρι πλήρους διάλυσής της. Απαιτείται άμεση αλλαγή αυτού του τρόπου ύπαρξης των κοινωνιών με ένα Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο.
 
Αν εξαιρέσουμε τη σαφέστατη πολιτική της αρχαιοελληνικής Πόλης των Αθηνών, που επινόησε και θέσπισε σαφή λειτουργική σχέση μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου, όπου το ένα εμπεριείχε το άλλο – Ισονομία, ισηγορία, ισοπολιτεία, άμεση δημοκρατία, άρχοντες με κλήρωση, συμμετοχή στην πολιτική εξουσία πρακτικώς όλων των πολιτών[5] –, σε όλες τις μετέπειτα περιόδους το ιδιωτικό σαφώς διαχωριζόταν από το δημόσιο. Όλες οι μετέπειτα πολιτικές θεωρίες και πρακτικές περιστρεφόντουσαν γύρω από τις αναμεταξύ τους σχέσεις, χωρίς να μπορέσουν ποτέ να φτάσουν στα επίπεδα της συμμετοχικής δημοκρατίας της Ελληνικής αυτής Πόλης. Τα τελευταία μάλιστα χρόνια, με τη δημιουργία της άγνωστης στους πολλούς και αδιαφανούς πολιτικής υπερεξουσίας του τραπεζικού συστήματος, η διαφοροποίηση ιδιωτικού και δημοσίου οδηγείται εκών άκων σε βαθμό απόλυτης και βίαιης αντιπαλότητας, με ορατές επιπτώσεις και ορατό μέλλον αν οι κοινωνίες συνεχίσουν να λειτουργούν με τον τρόπο αυτόν: απόλυτη αδιαφάνεια και περιορισμός της εξουσίας σε απίστευτα περιορισμένη ομάδα ατόμων, ακραία εκμετάλλευση και καταπίεση των πολλών, αυτοδιάλυση του συστήματος όπως προέβλεπε ο Μαρξ. Η ανατροπή έτσι αυτής της κατάστασης καθίσταται ολοένα και περισσότερο επιτακτική, θα λέγαμε νομοτελειακά αναγκαία. Μπορεί όμως κάτι τέτοιο να γίνει ή προτάσσουμε μια ουτοπία; Θεωρούμε πως βεβαίως και μπορεί να γίνει. Μέσω των υφιστάμενων θεσμών και με προϋπόθεση την πραγματική συμμετοχή των πολιτών στην άσκηση της πολιτικής, δηλαδή τη στενή, έως συνταυτιζόμενη, λειτουργική σύνδεση ιδιωτικού και δημοσίου.
 
Στην Ελλάδα τώρα, τα πράγματα είναι ιδιόμορφα. Πρώτα απ’ όλα η αντιμετώπισή της από την υπόλοιπη Ευρώπη – που καθοδηγείται από τη ιστορικά επιβαρημένη Γερμανία[6] – είναι τουλάχιστον παράλογη, αν όχι αυτοκτονική. Η πρόσφατη οικονομική, πολιτική και κοινωνική κρίση, που δεν πρέπει να τη βλέπουμε σαν στενά ευρωπαϊκή – ισχύει εδώ το γνωστό «βλέπουμε το δέντρο και χάνουμε το δάσος» – έχει θέσει ζητήματα που επιτακτικά ζητούν λύση. Τα κράτη της Ευρώπης δεν μπορούν πλέον να λειτουργούν αυτόνομα. Οφείλουν να κατανοήσουν πως συναποτελούν ομάδα και μόνο ως ομάδα μπορούν να επιβιώσουν στο σημερινό παγκόσμιο και ανταγωνιστικό γίγνεσθαι. Είναι τουλάχιστον ανόητο να οδηγείται σε διάλυση η Ευρώπη, γιατί το δημοσιονομικό έλλειμμα μιας χώρας της οποίας ο ετήσιος προϋπολογισμός είναι το 2% της συνολικής της οικονομίας είναι κατά τι μεγαλύτερο του δήθεν συμφωνηθέντος κεκλεισμένων των θυρών και των μυαλών. Πόσο μάλλον όταν αυτή η χώρα κατέχει κρίσιμη γεωπολιτικά θέση. Είναι σαφές πως αν τα πράγματα συνεχίσουν έτσι, οι χώρες του Νότου θα αποχωρήσουν από το ευρώ, με πρώτη την Ελλάδα, αλλά μοιραίως θα ακολουθήσουν και οι υπόλοιπες. Αυτό όμως μοιραίως θα επιφέρει τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με απρόβλεπτα αποτελέσματα για όλα ανεξαιρέτως τα κράτη από τα οποία αποτελείται[7]. Είναι φανερότατο πως ο τρόπος με τον οποίον προσπαθεί ο Βορράς να «συνετίσει» τον Νότο είναι ανεπιτυχής. Ήδη στο ΔΝΤ ομολογούν πως είναι λάθος η επιδίωξη εσωτερικής υποτίμησης. Αυτή επιδεινώνει την ήδη κακή οικονομική κατάσταση των κρατών του Νότου – που έγινε κακή σε μεγάλο βαθμό γιατί δανείζονται χρήματα με υψηλό επιτόκιο, ενώ ο Βορράς με αρνητικό επιτόκιο – και νεκρώνει την ανάπτυξή τους. Είναι πασίγνωστο πως η Γερμανία έχει μέχρι τώρα αποκομίσει από την «κρίση» κέρδος περίπου 40 δισ. ευρώ.
 
Επί πλέον η Ελλάδα δεν φαίνεται να μπορεί να υπερβεί την υπόστασή της ως προτεκτοράτο, καθ’ όσον οι πολιτικοί της δεν θέλουν ή δεν μπορούν να ασκήσουν αυτοδύναμη πολιτική. Η γεωγραφική της θέση προσφέρει γεωπολιτικές δυνατότητες στους παλαιούς ή επίδοξους «προστάτες» της, που εμποδίζουν ακόμα περισσότερο την ανεξαρτητοποίησή της. Υπενθυμίζουμε πως η Ελλάδα, στη σημερινή μορφή της, βοηθήθηκε να απελευθερωθεί από την Οθωμανική[8] αυτοκρατορία, ακριβώς για την γεωγραφική και γεωπολιτική ολοκλήρωση της Ευρώπης[9] και την ανάσχεση της ανατολικής επέλασης. Πέραν βεβαίως του αποκαλυφθέντος ενεργειακού πλούτου του υποθαλασσίου χώρου της, πλούτος από παλαιά γνωστός αλλά που παρέμενε επτασφράγιστο μυστικό από τους πολιτικούς της[10]. Ακόμα, η σημερινή Ελλάδα αντιμετωπίζει και βαθύτερο εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα, πρόβλημα νομιμοποίησης κράτους και θεσμών, πρόβλημα εν πολλοίς προερχόμενο από τον ίδιο τον τρόπο ίδρυσης του νεώτερου ελληνικού κράτους. Η υπόλοιπη Ευρώπη έφτασε στην πολιτική κατάσταση που βρίσκεται σήμερα ύστερα από 4-5 αιώνες διεργασιών, δηλαδή σε κάποιον βαθμό υπήρξε συμμετοχή και εξοικείωση των πολιτών και του τρόπου ζωής τους, στην πολιτική πορεία των κρατών τους. Στην Ελλάδα η μορφή του πολιτεύματός της, της επεβλήθη απότομα, δηλαδή χωρίς προγενέστερο ζύμωμά του με την κοινωνία, με αποτέλεσμα μια εν πολλοίς και διαρκή έλλειψη νομιμοποίησής του. Όλες οι μετέπειτα πολιτικές αλλαγές συνέχισαν να γίνονται έτσι, δηλαδή εν πολλοίς βιαίως και χωρίς προγενέστερη ζύμωσή τους με τον λαό. Ίσως η Ελλάδα έχασε την ιστορική ευκαιρία να οργανωθεί σαν ομοσπονδιακό κράτος – καθ’ όσον έτσι ήταν δομημένη από αρχαιοτάτων χρόνων, ομοσπονδιακά και κοσμοπολίτικα – από τα πρώτα χρόνια της ανεξαρτητοποίησής της από τους Οθωμανούς. Ίσως η δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια το 1827, πρώτου κυβερνήτη του νεότερου ελληνικού κράτους, να πρέπει να συσχετιστεί με το γεγονός ότι ο Καποδίστριας είχε συμβάλει στην οργάνωση της Ελβετίας ως ομοσπονδιακού κράτους[11]. Αυτή η έκτοτε συγκεντρωτική πολιτική της οργάνωση – είτε ως Βασίλειον παλαιότερα είτε ως σκανδαλωδώς πρωθυπουργοκεντρική σήμερα – αφ’ ενός εξυπηρετεί στην άνοδο στην πολιτική εξουσία μελών οικογενειών που θεωρούν την πολιτική και την Ελλάδα σαν ιδιοκτησία τους και φροντίζουν να παραμένει σε αυτούς προωθώντας γιους, κόρες, ανιψιούς και λοιπούς συγγενείς, αφ’ ετέρου έχει οδηγήσει την κοινωνία να στέκεται απέναντι στο κράτος και να το βλέπει σαν αντίπαλο ή σαν αναγκαίο κακό. Δυστυχώς δεν λείπουν και αυτοί που το βλέπουν σαν ευκαιρία πλουτισμού, αν κατορθώσουν να διαπλακούν με αυτό με όρους διαφθοράς.
 
Η Ελλάδα ηθελημένα ή αθέλητα οδηγήθηκε να υπακούσει σε ένα δήθεν πανευρωπαϊκό καταμερισμό εργασίας, με αποτέλεσμα να διαλύσει τις ιστορικές αναπτυξιακές της δομές. Πέραν όμως αυτού, η ανεπάρκεια των υφιστάμενων κομματικών μηχανισμών και προσώπων είναι εμφανέστατη και τα κόμματα ραγδαίως απαξιώνονται στην κοινή συνείδηση των πολιτών, μια και ούτε το παλαιό πελατειακό σύστημα που τα συντηρούσε μπορεί πλέον να τα συντηρήσει, γιατί δεν υπάρχουν χρήματα γι’ αυτό. Αυτή η ανεπάρκειά τους δεν είναι άσχετη βεβαίως με την υποκατάσταση της πολιτικής από το υφιστάμενο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Από τη μια λοιπόν τα ελληνικά πολιτικά κόμματα υπακούουν τυφλά και απροκάλυπτα σε αυτό – έχοντας υπουργούς Οικονομικών ή και πρωθυπουργούς τραπεζικούς υπαλλήλους –, από την άλλη δείχνουν να περιμένουν εξωτερική βοήθεια από τους παραδοσιακούς ή επίδοξους νέους προστάτες της χώρας, πλούσιους επενδυτές και τους γνωστούς διεθνείς χρηματιστηριακούς παίκτες, δίκην μάννα εξ ουρανού. Αυτή η συνεχής απαξίωση των κομμάτων αυτών και η φανερότατη πλέον ανεπάρκειά τους μπορεί μεν πρόσκαιρα να οδήγησε στην άνοδο πρωτόγονων κομματικών σχηματισμών, όμως δεν μπορεί παρά να οδηγήσει τελικώς σε ριζικότερες ανανεώσεις τόσο του παρωχημένου και αποτυχημένου πολιτικού προσωπικού, όσο και σε μεγαλύτερη και ωριμότερη συμμετοχή των πολιτών στα τεκταινόμενα. Αυτό δεν μπορεί να επιτευχθεί παρά μέσα από μια λειτουργική σύζευξη ατόμου και συνόλου, ιδιωτικού και δημοσίου, με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο θεσμικού επαναπροσδιορισμού των σχέσεων και των ρόλων τους.
 
Αν δεν αλλάξει άρδην στην Ευρώπη η επικρατούσα πολιτική πρακτική και νοοτροπία, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα μοιραίως θα έρθουν και όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, ανεξαιρέτως όλα, είτε πριν είτε μετά τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ελπίζουμε η πολιτική θεωρία και πρακτική να επικεντρωθεί στο εξής στη θεσμοθέτηση κανόνων προς μια συμμετοχική κοινωνία με ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο που θα ανοίξει νέους ορίζοντες και δυναμική στην ιστορία του ανθρώπου. Ο Σακ Αταλί είχε πει πως «η Ελλάδα είναι η πατρίδα της Ευρώπης, και στο τέλος η ελληνική κρίση θα γίνει η μαμή της ολοκλήρωσης του ευρωπαϊκού εγχειρήματος»[12]. Ο καιρός θα δείξει το αληθές της πρόβλεψής του, πάντως το πρόβλημα και η λύση του αρχίζουν να φαντάζουν προφανή.
 
Θα επανέλθουμε με συγκεκριμένες προτάσεις, σε επόμενο κείμενό μας.



[1] Δες π.χ. Ζ. Π. Βερναν, «Μύθος και Σκέψη στην αρχαία Ελλάδα»
[2] Αυτό επικαλείτο ο παρεξηγημένος Άνταμ Σμιθ με το περίφημο «αόρατο χέρι»
[3] Ζακ Αταλί, «Παγκόσμια κατάρρευση σε 10 χρόνια», εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα 2011
[4] Ο Λίνκολν μάλιστα είχε πει: «Έχω δυο μεγάλους εχθρούς. Το στρατό των Νοτίων μπροστά μου και το στρατό των τραπεζιτών πίσω μου. Από τους δυο αυτούς εχθρούς ο χειρότερος είναι ο πίσω μου»
[5] Το ήμισυ περίπου των κατοίκων είχε πολιτικό λόγο και πρόσβαση σε όλα τα αξιώματα (χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι «δούλοι» δεν είχαν δικαιώματα: υπάρχουν αποδείξεις πως στην ανοικοδόμηση της Ακρόπολης των Αθηνών οι «δούλοι» πληρωνόντουσαν κανονικά όπως όλοι οι εργαζόμενοι, μάλιστα τινές εξ αυτών πληρωνόντουσαν περισσότερο από τους «ελεύθερους πολίτες», προΐσταντο μάλιστα αυτών στα συνεργεία. Το ίδιο και οι «μέτοικοι», μέτοικος άλλωστε ήταν και ο Αριστοτέλης). Αν λάβουμε υπ’ όψιν μας πως ενεργά συμμετείχαν μόνο οι άρρενες, τότε θα λέγαμε πως ένας στους πέντε έως ένας στους δέκα, συμμετείχε με ισότιμο και αποφασιστικό λόγο στα κοινά.
[6] Γιούργκεν Χάμπερμας, «Η ευρωπαϊκή αποτυχία της Μέρκελ: η Γερμανία κάθεται πάνω σε ένα ηφαίστειο», Spiegel Αύγουστος 13-8-2013, «Μετά την ίδρυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας το 1871, η Γερμανία κατέλαβε μια εν μέρει ηγεμονική, αλλά ριψοκίνδυνη, θέση στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τον εκλιπόντα ιστορικό Ludwig Dehio, η Γερμανία ήταν «πολύ αδύναμη για να κυριαρχήσει στην Ευρώπη, αλλά και πολύ ισχυρή για να αυτοπεριοριστεί». Αυτή η κατάσταση έστρωσε το έδαφος στα δεινά του 20ού αιώνα. Χάρη στην επιτυχημένη μεταπολεμική ευρωπαϊκή ενοποίηση, η διχοτομημένη -και στη συνέχεια η ενωμένη- Γερμανία, απέφυγαν να βυθιστούν ξανά στο ίδιο, παλιό δίλημμα. Είναι προφανώς προς το συμφέρον της Γερμανίας αυτή η κατάσταση πραγμάτων να παραμείνει ως έχει. Αλλά μήπως έχει ήδη αλλάξει;»
[7] Η κα Μέρκελ το έχει δημοσίως παραδεχτεί
[8] Που δεν ταυτίζεται με το σημερινό τουρκικό κράτος
[9]Γι’ αυτό άλλωστε και δεν βοηθήθηκε η Ελλάδα από την υπόλοιπη Ευρώπη, όταν επιχείρησε να υλοποιήσει τη Συνθήκη των Σεβρών του 1920 – και αντ’ αυτού οδηγήθηκε στη καταστροφή του 1922 – σύμφωνα με την οποίαν η Σμύρνη και τα παράλια του σημερινού τουρκικού κράτους έμεναν υπό την ονομαστική επικυριαρχία του Σουλτάνου αλλά θα διοικούνταν από Έλληνα Αρμοστή ως εντολοδόχο των Συμμάχων, και θα μπορούσαν να προσαρτηθούν στην Ελλάδα μετά από πέντε χρόνια με δημοψήφισμα.
[10] Είναι χαρακτηριστικό ότι μόλις προ δύο ετών περίπου, γνωστός και ευτραφής πολιτικός χαρακτήρισε από Βουλής και με στόμφο τις σχετικές αποκαλύψεις φαντασιοπληξίες
[11] Έχει γι’ αυτό τιμηθεί με ανδριάντα στη Λωζάννη
[12] Jacques Attali, The New York Times, 2-3-2010

* Ο Δρ. Νικήτας Χιωτίνης είναι Αρχιτέκτων, Καθηγητής ΤΕΙ, Τμήματος Εσωτερικής Αρχιτεκτονικής και Σχεδιασμού Αντικειμένων.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΤΕΤΑΡΤΗ 24.04.2024 15:41