Παρ ότι πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της, η συγγραφέας έχει καταφέρει να κατακτήσει τις καλύτερες σχέσεις με την οικονομία του κειμένου.
Παρ ότι πρόκειται για το πρώτο βιβλίο της, η συγγραφέας έχει καταφέρει να κατακτήσει τις καλύτερες σχέσεις με την οικονομία του κειμένου. Η ιδέα καλή, φυσιολογική, από τον έξω κόσμο, δίχως να είναι τραβηγμένη από τα μαλλιά – και κυρίως απαλλαγμένη από το άγχος να ξεχωρίσει και να κάνει εντύπωση. Αποφεύγοντας επιδέξια τις παγίδες που ενέχει το πρώτο βιβλίο, η Βλαστού επιδεικνύει μια φλέβα αυθεντικής διηγηματογράφου. Η εν εξελίξει – τρέχουσα – ζωή αποτελεί τον παράδεισο του κάθε συγγραφέα, και σε αυτόν τον παράδεισο η Βλαστού έχει νοικιάσει «δωμάτιο με θέα» για να παρατηρεί ανεμπόδιστα, μέσα στο φως και στο σκοτάδι, τα ανθρώπινα να συμβαίνουν. Όλες οι ιστορίες της έχουν το προσόν της αμεσότητας – ανάμεσα σε θανάτους κι απώλειες που ζουν στο παρόν παρασυρμένες απ’ τη ζωή. Αυτό το σχεδόν μεταφυσικό παράδοξο, οι απώλειες, ό,τι μένει πίσω καταδικασμένο αργά ή γρήγορα στη λήθη – η βασική συνθήκη της καθημερινότητας – θαρρείς πως ρυθμίζει το παρόν ή ακόμη σχεδιάζει το μέλλον σε γοητευτικά συνηθισμένες ζωές που διαθέτουν τη σπανιότητα της δικής τους ανεξάρτητης ύπαρξης. Μιας ύπαρξης εξαρτώμενης από αναμνήσεις παραγεμισμένες με παρελθόντα χρόνο – σαν μοίρα που γράφει το παρόν. Η Βλαστού ξέρει να στέκεται διακριτικά αλλά και πολύ ζεστά δίπλα στους ήρωές της, ακόμα και αν η παρουσία τους στις σελίδες της… απουσιάζει. Δεν τους εκθέτει, δεν τους χρησιμοποιεί αυτάρεσκα – δεν τους αλλοιώνει. Κι αυτή η μαθητεία στην αβίαστη αλήθεια – ή στο λάθος – κάνει τα κείμενά της και τη συνέχειά τους ενδιαφέροντα.