Δεν είναι λίγοι εκείνοι που με την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής στην καθημερινότητά μας, αλλά κυρίως ορμώμενοι από τα καμώματά της, τις ενέργειές της και τον τρόπο με τον οποίο δρούσε, δεν δίστασαν να παρομοιάσουν το ζοφερό ελληνικό παρόν με κείνο των αρχών της δεκαετίας του ’30 στη Γερμανία.
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που με την εμφάνιση της Χρυσής Αυγής στην καθημερινότητά μας, αλλά κυρίως ορμώμενοι από τα καμώματά της, τις ενέργειές της και τον τρόπο με τον οποίο δρούσε, δεν δίστασαν να παρομοιάσουν το ζοφερό ελληνικό παρόν με κείνο των αρχών της δεκαετίας του ’30 στη Γερμανία. Στον παρόντα και ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τόμο, ο συγγραφέας αναζητά τα βαθύτερα αίτια της αποτρόπαιης γοητείας που άσκησε ο ναζισμός σ’ έναν ολόκληρο λαό. Κρατώντας σε απόσταση τα κραυγαλέα και εντυπωσιακά γεγονότα, ο συγγραφέας στρέφει την προσοχή μας στα κενά των συναισθηματικών αναγκών ενός λαού, στο αίσθημα ελλιπούς αυτοεκτίμησης αλλά και στη διαρραγείσα κοινωνική συνοχή, θεωρώντας ότι εκεί βρίσκονται οι κατά τόπους κερκόπορτες από τις οποίες θα εισβάλει το μιαρό μικρόβιο του ναζισμού.
Ποια είναι η δύναμη που έλκει τις μάζες προς τον ναζισμό και την εγκληματική του πολιτική; Στην περίπτωση της ναζιστικής γερμανικής περιόδου, λίγες είναι εκείνες οι ιστορικές ματιές που έστρεψαν το ενδιαφέρον τους ερευνητικά απέναντι στα πραγματικά βιώματα του γερμανικού λαού στα χρόνια του Τρίτου Ράιχ. Τι άραγε συνέβη στην πραγματική ζωή των Γερμανών πολιτών ώστε κατά τα χρόνια του πολέμου να έχουν διαμορφωμένη μια νοοτροπία που κατέστησε έναν πραγματικά μεγάλο αριθμό απ’ αυτούς τέρατα, ικανά για τη διάπραξη των πιο φρικαλέων εγκλημάτων; Μιλάμε για έναν στρατό πρόθυμο να διαπράξει ό,τι πιο αποτρόπαιο μπορούσε να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.
Ένα από τα μεγάλα λάθη στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκε ο ναζισμός στα μετά τον πόλεμο χρόνια – λάθη που γίνονται και στην περίπτωση της αντιμετώπισης του φαινομένου της Χρυσής Αυγής – είναι ότι θεωρείται αρκετό μέτρο για την πάταξή του η προβολή των εγκλημάτων του, προκειμένου να καταπολεμηθούν οι κατά τόπους ναζιστικές «αναζωπυρώσεις». Το να καταδικάζουν οι ίδιοι οι Γερμανοί τους ναζιστές ηγέτες τους δεν σημαίνει ότι αυτό είναι αρκετό για να αντιμετωπιστεί ο ναζισμός και πολύ περισσότερο να αποδειχτεί η αντιφασιστική φύση ενός λαού. Από καμιά ιστορική τεκμηρίωση δεν προκύπτει ότι ο λαός είναι «φύσει» αντιφασίστας. Αυτά είναι επικίνδυνοι αφορισμοί που αφήνουν έκθετη την κατεκτημένη και πολύτιμη δημοκρατία. Σε κάθε είδους κρίση κατά την οποία συντρέχουν λόγοι απαξίωσης της δημοκρατίας ο κίνδυνος του ναζιστικού ερέβους είναι υπαρκτός και πρέπει να αποτιμηθεί ανάλογα.