Στις προτάσεις του για το πεδίο της οικονομίας και όχι στην προσωπική ζωή του Φρανσουά Ολάντ, αναφέρονται τα πρωτοσέλιδα του γαλλικού τύπου, μία ημέρα μετά από τη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε για την οικονομία της χώρας.
Στο κεντρικό της σχόλιο εξάλλου η Λιμπερασιόν σημείωσε ότι «για πρώτη φορά, χωρίς να κρυφτεί πίσω από ασαφείς εκφράσεις, ο αρχηγός του κράτους έκανε σαφή τη γραμμή πλεύσης του».
»Συνέντευξη υψηλής ακροβασίας» ήταν ο τίτλος της συντηρητικής Λε Παριζιέν η οποία συνήθως δεν αντιμετωπίζει ιδιαίτερα φιλικά τον πρόεδρο. Στο κεντρικό της σχόλιο όμως σήμερα αναγνώρισε πως χθες ο Ολάντ «κέρδισε πόντους. Οι Γάλλοι περίμεναν διευκρινίσεις και τις έλαβαν (. . .). Για τη γραμμή που ακολουθεί, την πολιτική του, την μέθοδό του».
«Ο Ολάντ επιβάλλει στην αριστερά την επιλογή του για τις επιχειρήσεις» ήταν ο τίτλος της Μοντ. «Μετά τις διευκρινήσεις, καλείται να περάσει στις πράξεις», σημείωσε στο κύριο άρθρο της.
Η σύνταξη της Λε Μοντ επισήμανε το γεγονός ότι η κυβέρνηση θα υποβάλει το σύνολο των τελικών αποφάσεων στην γαλλική εθνοσυνέλευση και σχολίασε: «Πρόκειται για μια έξυπνη προσέγγιση. Δεν υποχρεώνει μόνο την Αριστερά να αναλάβει κι αυτή τις δικές της ευθύνες (στο κοινοβούλιο), αλλά φέρνει σε δύσκολη θέση και τη δεξιά, υλοποιώντας με το δικό του τρόπο, αυτά που εκείνη θεωρούσε απαραίτητα και δεν τα υλοποίησε».
«Εγώ, υπάλληλος της εργοδοσίας» ήταν ο πρωτοσέλιδος τίτλος της αριστερής Ουμανιτέ. «Σκληρή θεραπεία λιτότητας έως το 2017» ανέφερε ο υπότιτλος, «30 δισεκ. ευρώ νέο δώρο στις επιχειρήσεις. Ο αρχηγός του κράτους επιταχύνει την εφαρμογή της φιλελεύθερης πολιτικής του. Ο σύνδεσμος των εργοδοτών Medef τρίβει τα χέρια του».
«Θα ματώσουμε» υπογράμμισε στο κύριο της άρθρο η Ουμανιτέ, που θεωρεί ότι «το σκουλήκι του φιλελευθερισμού ήταν από την αρχή στο φρούτο» που είχε σερβίρει το 2012 ο υποψήφιος ακόμη τότε πρόεδρος Ολάντ.
«Στροφή στα λόγια», ήταν ο επίσης καυστικός τίτλος της Φιγκαρό. Στην προεδρία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, έγραψε στο κύριο άρθρο της, δινόταν κάποια στιγμή η εντύπωση πως «ο Φρανσουά Ολάντ ήταν ταυτόχρονα ο Ουίνστον Τσόρτσιλ και ο Τόνι Μπλερ. Η επισημότητα του ύφους, η πρόσκληση σε μια (εθνική) προσπάθεια, η χρήση λέξεων που έως πρότινος ήταν ταμπού, επιτέλους η υπόσχεση για ιστορικές μεταρρυθμίσεις».
Στην πραγματικότητα όμως, εκτίμησε η σύνταξη της εφημερίδας, επρόκειτο «για μια νέα απόπειρα εξαπάτησης του ακροατηρίου του».