Ο σκοπός αγιάζει τους… δικτάτορες. Η ουκρανική κρίση επιβεβαιώνει, αν μη τι άλλο, ότι οι «κακές συνήθειες» των απανταχού ιμπεριαλιστικών δυνάμεων δεν ξεχνιούνται και ότι το παιχνίδι παίζεται τελικά με τους ίδιους πάντα κανόνες.
Μέχρι πρότινος, η Ασγκαμπάτ αποτελούσε – επισήμως τουλάχιστον – «κόκκινο πανί» για τη Δύση εξαιτίας του απολυταρχικού καθεστώτος (μετά την ανεξαρτησία του από τη Σοβιετική Ένωση άλλαξαν μόλις δύο πρόεδροι που «εκλέχθηκαν» με το 97% των ψήφων). Επιπλέον, η Δύση ουδέποτε προσπάθησε να αποκαθηλώσει τη Ρωσία ως κυρίαρχη δύναμη επιρροής στη χώρα. Μέχρι το 2009 η Μόσχα αγόραζε το 87% των εξαγωγών φυσικού αερίου του Τουρκμενιστάν (με ετήσια παραγωγή 77 δισ. κυβικά μέτρα) και όλοι ήταν ευχαριστημένοι.
Έλα όμως που η οικονομική κρίση στην Ευρώπη οδήγησε σε μείωση της ζήτησης και η Ρωσία επέλεξε να «θυσιάσει» το κονδύλι για το τουρκμενικό αέριο, με αποτέλεσμα οι εξαγωγές της Ασγκαμπάτ προς τη Ρωσία από 40 δισ. κυβικά μέτρα να πέσουν σε μόλις 9 δισ. το 2010… Αυτό είχε ως άμεσο αποτέλεσμα το Τουρκμενιστάν να στραφεί στην Κίνα για να σπρώξει την παραγωγή του και να αποστασιοποιηθεί – εν μέρει – από το Κρεμλίνο. Κάπως έτσι, και δεδομένου ότι η χώρα διαθέτει από τα σημαντικότερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο (υπολογίζονται στα 17 τρισ. κυβικά μέτρα), δημιουργήθηκε ένα παράθυρο «ευκαιρίας» και για άλλους υποψήφιους αγοραστές…
Όπως ήταν αναμενόμενο, η ουκρανική κρίση αποτέλεσε την ιδανική αφορμή για να επαναφέρει το Τουρκμενιστάν στο τραπέζι των συνομιλιών και τις τελευταίες εβδομάδες έχουν πραγματοποιηθεί σειρά από διακυβερνητικές επαφές. Τα εμπόδια όμως – και σε τεχνικό και σε διπλωματικό επίπεδο – παραμένουν πολλά, με πρώτο και σημαντικότερο ότι η Μόσχα θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της για να εμποδίσει μια τέτοιου είδους συμφωνία.