Είχα διαβάσει το βιβλίο του Μάτεσι, γνώριζα τον Παύλο προσωπικά, εκτιμούσα το χιούμορ του, σεβόμουν τη γραφή του.
Έμεινα καθηλωμένος δυόμισι ώρες με τη «Ραραού» της Χατούπη. Τη Δήμητρα την είχα δει στο «Ανοιχτό Θέατρο» – «Πλατόνωφ» του Τσέχωφ, «Κουαρτέτο» του Μύλλερ –, στο «Αμφιθέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου – «Ξενοδοχείο Δύο Κόσμων» του Σμιτ, «Βυσσινόκηπος» του Τσέχωφ (μια καταπληκτική Λιουμπόφ Αντρέγιεβνα) –, στο «Ρεμπέτικο» του Κώστα Φέρρη (μια συγκινητική Αντριάννα), στη «Βιρτζίνια» της Έντνα Ο’ Μπράιαν να υποδύεται μια σπαρακτική Βιρτζίνια Γουλφ, τη θαύμασα στην «Ιφιγένεια εν Ταύροις», στο Θέατρο Τέχνης στην «Ανθρώπινη Φωνή» του Κοκτώ και πρόπερσι στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, σε έναν ανδρικό ρόλο – έκπληξη!
Γνώρισα από κοντά και το εκπαιδευτικό της έργο, μια και από το 2003 έχει ιδρύσει και διευθύνει τη σχολή θεάτρου «Δήλος», στην οποία διδάσκει. Οι παραστάσεις των παιδιών της – ειδικά «Ο Θίασος» – ξεπερνούσαν τα επαγγελματικά δεδομένα. Η ίδια, πάντα μετριόφρων, χαμηλών τόνων ηθοποιός, δεν έμεινε μόνο στο ταλέντο της, αλλά δουλεύει σκληρά υπηρετώντας την τέχνη της.
Πέρυσι και φέτος στέριωσε στο «Σύγχρονο Θέατρο» με τους «Δαιμονισμένους» και τώρα με τη «Μητέρα του Σκύλου», όπου υποδύεται τη Ραραού, «μεγάλη φίρμα της επιθεώρησης», όπως η ίδια αυτοσυστήνεται. Μέσα από το φλας μπακ εικόνων μιας κοινωνίας που προσπαθεί να τα «βολέψει» σε συνθήκες ανέχειας, από την Κατοχή έως σήμερα, η πορεία της Ραραούς, όπως αντίστοιχα και η πορεία της Ελλάδας, την οποία διατρέχει με τις αναμνήσεις της, είναι μια μάχη επιβίωσης.
Οι ηθοποιοί ζουν για το χειροκρότημα, την επιβεβαίωση. Κι εγώ το ’κανα με θέρμη. Και περιμένω με ανυπομονησία τον επόμενο ρόλο της, γιατί και ο θεατής δικαιώνεται μαζί με τον ηθοποιό!