ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 09:24
MENU CLOSE

Πόσο βυζαντινός είναι ο ελληνισμός;

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 1965
20-04-2017
24.04.2017 03:00
 
Η αυτοκρατορία που στα χρόνια του Διαφωτισμού καθιερώθηκε να αποκαλείται Βυζαντινή και χρονολογείται από το 330 μ.Χ. έως και το 1453 και τα σύνορά της εξαπλώνονταν σε τρεις ηπείρους (Ευρώπη, Ασία και Αφρική), ήταν γνωστή στους συγχρόνους της ως ρωμαϊκό κράτος. Την κληρονομιά αυτού του κράτους σήμερα τη διεκδικούν πολλές εθνικές παραδόσεις, καθώς η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία υπήρξε μια πολυπολιτισμική αυτοκρατορία, όπως θα την ονομάζαμε στις μέρες μας. Στο σύντομο, ωστόσο βαθύτατα περιεκτικό αυτό δοκίμιό της, η διαπρεπής και διεθνούς κύρους Ελληνίδα καθηγήτρια επιλέγει ως τίτλο δυο ερωτήματα που το ένα είναι επακόλουθο του άλλου: «Πόσο ελληνικό είναι το Βυζάντιο» και «πόσο Βυζαντινοί είναι οι Έλληνες». Για να απαντηθεί επαρκώς αυτό το ερώτημα, θα φανταζόταν κανείς έναν πολυσέλιδο τόμο γεμάτο σημειώσεις, αναφορές και παραπομπές. Ο λόγος και η αναλυτική σκέψη της καθηγήτριας, ωστόσο, συμπυκνώνουν μια τεράστια σε εύρος γνώση και επάρκεια επί του θέματος, δίχως αυτή η συμπύκνωση να στερείται επιστημονικής ακρίβειας και τεκμηρίωσης όσο και καθαρότατων επαγωγικών συμπερασμάτων. 
 
Μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη, το Βυζάντιο, αν και πολυεθνικό, υιοθέτησε, ας το πούμε, σαν πρώτη στην ιστορία παγκόσμια γλώσσα τα ελληνικά, που κυριαρχούσαν ήδη από την αλεξανδρινή εποχή. Χαρακτηριστικά αναφέρει η συγγραφέας: «Αν και πολυεθνικό, γρήγορα το Βυζάντιο, χάρη στην επικράτηση της ελληνοφωνίας, αναδείχτηκε σε μόρφωμα μονοπολιτιστικό, όπως διαμορφώθηκε με τη ρωμαϊκή του καταβολή, μπολιασμένη με την ελληνική παράδοση και με τη χριστιανική Ορθοδοξία που εκφράστηκε ελληνόφωνα». Ο ελληνισμός εντάχθηκε μέσα στην οικουμενική διάσταση του Βυζαντίου πολλαπλώς (γλωσσικά, πολιτισμικά, και θρησκευτικά – αφού η επεξεργασία όλων των πρακτικών των Οικουμενικών Συνόδων έγινε στα ελληνικά) και το Βυζάντιο απέκτησε τα χαρακτηριστικά του ελληνικού βιώματος. 
 
Στο δεύτερο μέρος του ερωτήματος, η απάντηση είναι περισσότερο πολυσύνθετη και πιθανόν πιο ανοιχτή σε σκέψεις, αμφισβητήσεις ή προβληματισμούς, καθώς πρόκειται για το ποια παράδοση, η αρχαιοελληνική ή η βυζαντινή ή ακόμα και η ενσωμάτωση της μιας στην άλλη, δημιούργησε αυτό που σήμερα ονομάζουμε νεοελληνική ταυτότητα. Η «Ροδοδάκτυλος Ηώς» και το «Έρως ανίκατε μάχαν» ή το «Τη Υπερμάχω»; Η λέξη «Έλλην» – σημειώνει η συγγραφέας – ταυτίστηκε με τον ειδωλολάτρη, πράγμα που σημαίνει ότι έχασε την εθνική της βαρύτητα και σημασία. Έτσι, ο χριστιανισμός κατόρθωσε να ταυτίσει τον αρχαίο Έλληνα με τον ειδωλολάτρη. Ο χαρακτηρισμός «Έλλην» ξαναβρίσκει τη χαμένη του εθνική σημασία μετά το 1204 και την επιβολή της Φραγκοκρατίας. 
Στη συνέχεια, παρακολουθούμε το πώς το Βυζάντιο και η παράδοσή του περνούν στο παρόν χαρακτηρίζοντας τον Νεοέλληνα, τόσο στον αυτοπροσδιορισμό του απέναντι στον ξένο, τον αλλότριο, όσο και στη συγκρότηση της μνήμης του, των συμβόλων του, της δικής του ιδιαίτερης φύσης όπως αυτή εντάσσεται στον σύγχρονο κόσμο. 
 
Πρόκειται για ένα βιβλίο που αποτελεί απόσταγμα σοφίας, γνώσης και έμπνευσης. Θα αποτελούσε παράλειψη το να μην επισημάνουμε ότι το άριστο περιεχόμενο βρήκε αντάξια μορφή στην τυποτεχνική φροντίδα του Γιάννη Μαμάη. 
ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 09:19
Exit mobile version