search
ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 18:25
MENU CLOSE

Αφιέρωμα 1940: Γραφίδα και ξιφολόγχη! Ποιητές και συγγραφείς στο μέτωπο!

Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ

τεύχος 2252
20/10/2022
24.10.2022 06:00
maxi40

«Ελάτε να τα πάρετε. Θα πολεμήσουμε».

Ηλίας Βενέζης

«Οι μυστικές δυνάμεις που δούλευαν τον Έλληνα ήσαν και είναι πάντα πνευματικές. Σαν οντότητα πνευματική υπάρχει στην ιστορία, πνευματική αποστολή θα εκτελεί πάντα».

Κλ. Παράσχος, «Μυστικές δυνάμεις», Νέα Εστία 28 (15.11.1940), σ. 1393-1394

Γιάννης Μπεράτης

Το πλατύ ποτάμι

(απόσπασμα)

Κοντεύαμε, φτάναμε πια στην κορφή. Είχαμε αραιώσει και προχωρούσαμε τώρα πιο σιγανά κι όλο σκυφτοί στα δυο. Μα μόλις το πρώτο μουλάρι ξεπρόβαλε, μισό σχεδόν, άρχισε εκείνο το κακό, που δεν ήξερες τι να κάνεις.

Ήταν τυχαίο ή μας είχανε αντιληφθεί; Πέσαμε όλοι μας αμέσως μπρούμυτα χάμω, χώνοντας το κεφάλι μας με την κάσκα όπου βρίσκαμε. Το ‘να μουλάρι τρόμαξε, τινάχτηκε κι έριξε κάτω όλο το φορτίο του. Οι οβίδες συνεχώς σκάγανε μπροστά μας, πλάι μας, και μας γιομίζανε χώματα και πέτρες, που κουδουνίζανε σφυριχτά πάνω στο κράνος. Σουρθήκαμε με την κοιλιά λίγο πιο κάτω, ξεφορτώσαμε όπως – όπως τα μουλάρια για να μην πάρουν δρόμο και ξαναριχτήκαμε χάμω. Είχα κουβαριαστεί πίσω απ’ έναν διάφανο αγκαθωτό θάμνο, έτσι σαν για κάποια παρηγοριά. Το χειρότερο είναι που κανένας μας δεν ήξερε πού θα είναι το στοιχειώδικα λίγο πιο απυρόβλητο μέρος και δεν τολμούσαμε να κουνηθούμε από τη θέση μας, ξέροντας ταυτόχρονα πως ίσως είναι η χειρότερη που μπορούσαμε να διαλέξουμε. Σκάγανε εκεί στην κορφή, κι ύστερα πιο κάτω, κι όλα τα πράματα, όπου και να ‘πεφτε, υψωνόντουσαν σαν ένας βίαιος μαυροκόκκινος αναποδογυρισμένος κώνος.

Ήμουν κάπως βέβαιος (όσο και μ’ όλη τη δύναμη της ελπίδας που προσπαθούσα να επιστρατέψω ν’ αντιστέκουμαι) πως αυτή τη φορά δεν υπάρχει σωτηρία. Κι ύστερα μ’ έπιανε μια νάρκη, μια τόσο παράξενη νάρκη, έτσι, μου φαίνεται, όπως όταν πρόκειται να πεθάνεις από ψύξη. Είχα κουβαριαστεί, είχα μαζέψει τα γόνατά μου κοντά στο πηγούνι μου και δεν ήθελα τίποτα, μα τίποτ’ άλλο, παρά να κοιμηθώ. Όχι, δε σκέφτεσαι τίποτα τη στιγμή του θανάτου, του επερχομένου θανάτου, παρά αυτόν τον ίδιο που όλο πλησιάζει· ούτε καμιά πικρία, ούτε καμιά νοσταλγία νιώθεις για τους άλλους που θα εγκαταλείψεις, έστω και τους πιο αγαπητούς· ούτε καν τους σκέφτεσαι καθόλου – κι είσαι κουβαριασμένος μόνο ΕΣΥ κι απέναντί σου ΕΚΕΙΝΟΣ, που κι αυτόν δεν τον σκέφτεσαι ίσως καθόλου με το μυαλό, αλλά τον νιώθεις μ’ όλο το δόλιο το κορμί σου που δε θέλει, που αρνιέται, πάση θυσία, να παραδοθεί.

Ο καταδικασμένος σε θάνατο, λέει ο Δοστογιέβσκυ, σκέφτεται ακριβώς εκείνη τη στιγμή όλα του τ’ αγαπητά. Ίσως επειδή ξέρει πως γι’ αυτόν δεν υπάρχει πια ελπίδα, ενώ σε σένα, παρ’ όλ’ αυτά, ώς την τελευταία στιγμή, διαφαίνεται κάποια αμυδρή; Δεν ξέρω.

Πόση ώρα περνούσε έτσι, κι αυτό δεν ξέρω – μα από πάνω μου άκουγα κάτι παράξενα φτερουγίσματα, σαν πουλιά που αναφουφουλιάζονται. Θα ‘ναι τίποτα πουλιά απ’ τους πιο πάνω θάμνους, σκέφτηκα, που τρομάξανε και φεύγουν όσο πιο γρήγορα μπορούν. Σήκωσα το κεφάλι μου για να δω. Περνούσαν, μόλις λίγο πιο πάνω απ’ τις πλάτες μου, γρήγορα, σφυριχτά, πανικόβλητα, σαν πουλιά και σαν πολύ μεγάλες μαύρες πεταλούδες μαζί, μ’ ένα παράξενο κι ιλιγγιώδικο στριφογύρισμα γύρω στον άξονά τους, σα να θέλανε με το ράμφος τους να πιάσουν την ουρά τους.

«Σκύψτε! Πέστε κάτω, κύριε Ανθυπασπιστά!» μου φωνάξαν άγρια δυο μεταγωγικοί που ‘ταν πιο πέρα. «Σκύψτε! Τα θραύσματα περνούν από πάνω σας! Ελάτε γρήγορα εδώ»!

Με δυο πηδήματα βρέθηκα ξάφνου κοντά τους, ανάμεσα και στους δυο, και κουβαριαστήκαμε κι οι τρεις μας, αγκαλιασμένοι όσο σφιχτότερα μπορούσαμε για να δίνουμε λιγότερο στόχο.

Α! να πω την αλήθεια, σ’ αυτές τις στιγμές πόσο λαχτάρησα τη μέθη της μάχης! Ενώ εμείς τον βλέπαμε πάντα τον πόλεμο «εν ψυχρώ» κι είμαστε πάντα σαν τρακαρισμένα, περισφυγμένα αγρίμια – που δεν είχαμε τίποτε ν’ απαντήσουμε και μες στη λύσσα της απάντησής μας να ξεχαστούμε και να μεθύσουμε. Δεν είχαμε κανένα άλλο όπλο παρά το τρέξιμο, τη φυγή και το σουρτό κρύψιμο από τόπο σε τόπο – ναι, έτσι, όπως είπα, σαν περιζωσμένα αγρίμια, που βάλανε φωτιά στο δάσος τους.

Γιάννης Μπεράτης, «Το πλατύ ποτάμι», Ερμής, Αθήνα 1992, σ. 280-282.

Ο Γιάννης Μπεράτης θα επιδιώξει να βρεθεί στο μέτωπο, παρά τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε. Εκεί θα χρησιμοποιηθεί, λόγω της γλωσσομάθειάς του, σε αποστολές μετάδοσης μηνυμάτων προς τους αντιπάλους, βιώνοντας τον πόλεμο στην πρώτη γραμμή. Το βιβλίο του «Το Πλατύ Ποτάμι» θεωρείται το σημαντικότερο μυθιστόρημα που έχει γραφτεί για το έπος του 1940.

Ηλία Βενέζη

Χρονικό του 1940

Οι Έλληνες κάμαμε πολλούς πολέμους και πολλές επαναστάσεις, ώσπου τέλος κουράστηκαν. Γι᾿ αυτό μαζέψαν μες στα σύνορά τους απ᾿ την Ασία κι από άλλα μέρη όλους τους χριστιανούς κι είπανε: «Τώρα πια να ᾿συχάσουμε». Ζούσαν την ταπεινή και δύσκολη ζωή των βουνών και των θαλασσών τους άρχοντες και λαός, θέλανε πολύ την ειρήνη, κι οι γραμματικοί γράφανε βιβλία που λέγανε για τ᾿ αγαθά της ειρήνης.

Τότες έτυχε και μπήκαν πάλι τα μεγάλα Έθνη του κόσμου σε αμάχη θανάσιμη. Οι Έλληνες, όταν το μάθανε, είπαν:

«Εμείς δεν έχουμε να μοιράσουμε με κανένα γείτονά μας γη για θάλασσα. Θα μείνουμε σε ειρήνη».

Και μείναν κάμποσο καιρό σε ειρήνη. Μα επειδή είχαν πολλά λιμάνια και θάλασσες που ήταν περάσματα των καραβιών, ένας μεγάλος γείτονάς τους, άρχισε πολύ να τους πειράζει με λόγια και με έργα. Ανήμερα της Παναγίας, Αυγούστου 15, ο λαός των βουνών και των ψαράδων της Ελλάδας, πήγε με πολλά καράβια να προσκυνήσει τη μητέρα του Θεού σ᾿ ένα νησί στο Αρχιπέλαγο. Ήταν συνήθεια σαν τέτοια μέρα να πηγαίνει στο νησί μαζί με τα καράβια κι ένα πολεμικό. Έφτασε στο νησί το πολεμικό καράβι, έριξε άγκυρα και στάρισε τις παντιέρες του. Τότες ο κακός γείτονας, που ήθελε να βάλει σε μπελά τους Έλληνες, κρυμμένος μες στη θάλασσα, έριξε τορπίλα και βούλιαξε το πολεμικό, σκότωσε κάμποσους κι απ᾿ τους ναύτες. Έριξε και στα καράβια των προσκυνητάδων, και πολύς θρήνος θα γινόταν ανάμεσα σε γυναίκες και παιδιά, αν δεν τύχαινε ένας μώλος του λιμανιού, όπου πήγαν και σκάσαν οι τορπίλες.

Τότες ο λαός των Ελλήνων πολύ θύμωσε, θύμωσε κι η Παναγία, όμως είπαν: «Ας κάμουμε πως δε βλέπουμε, να μείνουμε σε ειρήνη».

Όταν, ύστερα από λίγο, άνθρωπος σταλμένος απ᾿ τον κακό γείτονα, πήγε περασμένα μεσάνυχτα και μήνυσε στους Έλληνες πως: «Ο στρατός μας θα μπει σε τρεις ώρες στη χώρα σας να πάρει ό,τι θέλει από γη κι από θάλασσα. Και να μη κάμετε τίποτα, γιατί αλλιώς θα σας κάμουμε γης μαδιάμ, Έθνος τόσο μεγάλο και πολύ μοβόρο καταπώς είμαστε».

Τότες οι Έλληνες θυμηθήκαν την παλιά ιστορία της μικρής τους χώρας, θυμηθήκαν πόσες φορές τα βάλανε οι πρόγονοί τους με τους βάρβαρους, κάθε φορά που ήταν σε κίντυνο η λευτεριά τους, και είπαν όπως πάντα, είπαν οι Έλληνες:

«Ελάτε να τα πάρετε. Θα πολεμήσουμε».

Διαλαλήσανε τότες σ᾿ όλη τη χώρα οι μπουρούδες, που είχαν βάλει στα κεραμίδια των σπιτιών, πως ο τόπος κιντυνεύει και θα γίνει πόλεμος.

Το τι έγινε, τότες, με τα ξημερώματα, δεν λέγεται. Οι μπουρούδες μουγκρίζανε όμοια με ζωντανά που τα σφάζουν, οι άνθρωποι στις πολιτείες τρέχανε, πήραν το μήνυμα στα βουνά οι βοσκοί, κι οι ψαράδες στις θάλασσες, όλα τα πλεούμενα γύρισαν πλώρη, κι όλοι οι βοσκοί τρέχαν να πάρουν τ᾿ άρματα. Στο μεταξύ ο κακός γείτονας έστειλε σιδερένια πουλιά στο γαλανό ουρανό των Ελλήνων και ρίχνανε μπόμπες και σκοτώνανε γυναίκες και παιδιά.

«Ἔ! λέγανε οι ξένοι άνθρωποι, βλέποντας τα γινόμενα. Τι θα κάμει τόσο μικρός λαός με τόσο μεγάλο γείτονα; Θα γονατίσει σε μια μέρα!».

Μα ο λαός πίστευε πως θα τον βοηθήσει η προσβλημένη Παναγία.

«Καλά, περιμένετε να δήτε! Περιμένετε ύστερα απὸ ένα μήνα, τα εισόδια της Θεοτόκου».

Οι μητέρες στέλναν τ᾿ αγόρια τους να πολεμήσουνε και λέγαν:

«Να μη γυρίσετε αν δε ρίξετε τον αντίχριστο στη θάλασσα».

Οι εκκλησίες δώσανε τα αναθήματα των πιστών, χρυσά καραβάκια και αγγέλους και ασημένια χέρια, κι οι γραμματικοί που γράφανε πριν βιβλία για τα δεινά του πολέμου, στείλανε μήνυμα στις άλλες χώρες και είπανε πως τέτοιο άδικο δεν ξαναστάθηκε, λοιπόν θα υπερασπίσουμε τη γη μας και την ελευθερία.

Πέρασε μια μέρα και οι βάρβαροι, που λέγαν πως με τα φουσάτα τους θα πατήσουν τη χώρα, δεν μπόρεσαν να μπουν. Πέρασε κι άλλη μέρα και πάλι δεν μπόρεσαν, επειδή στα περάσματα των βουνών είχαν φτάσει οι Έλληνες και τους πολεμούσαν. Πέρασαν έτσι πολλές μέρες. Ο λαός έβλεπε οράματα με αρχαγγέλους και μαυροντυμένες γυναίκες, κι έλεγε ο ένας στον άλλο:

«Περιμένετε τα εισόδια της Θεοτόκου».

Κι όταν ξημέρωσε η μέρα αυτή, μεγάλη χαρά ήρθε στους Έλληνες. Ήρθε μήνυμα πως οι βοσκοί και οι ψαράδες, που ξεσηκώθηκαν να σταματήσουν τους βάρβαρους, τους κυνήγησαν μες στη χώρα τους και τους πήραν πολλά λάφυρα, άρματα και φυσέκια και μια μεγάλη πολιτεία, την Κορυτσά. Τα γυναικόπαιδα κουβαλούσαν στους πολεμιστές βόλια και θροφές και κατρακυλούσαν πάνω στους οχτροὺς πέτρες και τους σκότωναν. Όσοι οχτροὶ γλυτώσαν, πήραν τ᾿ άγρια βουνά και τους φάγανε οι λύκοι.

Τότες έγινε μεγάλος εορτασμός στη χώρα των Ελλήνων. Οι καμπάνες των εκκλησιών χτυπούσαν χαρμόσυνα τρεις μέρες, και τα σπίτια βάλανε σημαίες, και ο Αρχιεπίσκοπος φόρεσε άμφια καμωμένα με ασήμι, και γύρω του έβαλε μαυροφορεμένους αρχιμαδρίτες και δοξάσανε το Θεό. Ο λαός έψελνε «Τη Υπερμάχῳ Στρατηγώ» και οι γυναίκες κλάψανε σιωπηλά όταν μνημόνεψαν τους σκοτωμένους πολεμιστές.

«Νέα Εστία», 1 Ιανουαρίου 1941

Ηλίας Βενέζης, Χρονικό του 1940, «Νέα Εστία», τεύχος 560, 1 Νοεμβρίου 1950, σελ. 1437-1438

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το «Χρονικό» του Βενέζη δέκα χρόνια μετά το έπος του 1940. Ενδεικτικός είναι ο τρόπος της πρόσληψής του, που πέρασε από γενιά σε γενιά ώς τις μέρες μας, ως μια σταθερά στη διαμόρφωση της εθνικής μας συνείδησης.

Διαβάστε επίσης:

Eλλάδα, χώρα – δορυφόρος

Ο «βιασμός» της 12χρονης από τα ΜΜΕ

ΣΥΡΙΖΑ: Με το βλέμμα στο κέντρο η εκλογική στρατηγική για την Αυτοδιοίκηση

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΣΑΒΒΑΤΟ 27.04.2024 18:13