Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Η αίσθηση που έχει κάποιος για τα γεγονότα της εποχής του, δηλαδή για ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσει άμεσα στην καθημερινότητά του, είναι σαφώς πολύ διαφορετική από την αποτυπωμένη, έπειτα από χρόνια, ιστορική εντύπωση που προκαλεί. Για παράδειγμα, πέρασαν δεκαετίες ολόκληρες για να αποκτήσουμε μια πλήρη ιστορική αποτίμηση για τις δύο ολοκληρωτικές ιδεολογίες που καθόρισαν τον 20ό αιώνα. Κρίνω αυτό το εισαγωγικό μέρος ως απαραίτητο, μια και το θέμα μας, που πλέον το αντιμετωπίζουμε με την απόσταση σχεδόν ενός αιώνα, έχει αποφορτιστεί από την τραγικότητά του και έχει λάβει εκ των υστέρων μια ανεκδοτολογική σημασία, καθώς στον σημερινό αναγνώστη αυτή η ιστορία προκαλεί τη θυμηδία ότι υπήρξε κύμα μετανάστευσης από τις ΗΠΑ προς τη σταλινική Σοβιετική Ένωση! Για την ιστορία που παραθέτουμε και την επαναφέρουμε στην επικαιρότητα είχαμε γράψει το 2011 με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του Τιμ Τζουλιάδη «Οι Εγκαταλειμμένοι», από τις εκδόσεις Πατάκη.
Το οπισθόφυλλο του βιβλίου άρχιζε: «Οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν κατεξοχήν χώρα υποδοχής μεταναστών και σχεδόν τίποτε δεν προοιωνιζόταν τη μετανάστευση χιλιάδων αντρών, γυναικών και παιδιών, στα σκοτεινά χρόνια της Ύφεσης της δεκαετίας του ’30, από τη χώρα αυτή προς τη Ρωσία του Στάλιν. Εκεί όπου ο καπιταλισμός είχε αποτύχει, ο κομμουνισμός υποσχόταν αξιοπρέπεια για τον εργάτη, φυλετική ισότητα και τίμια εργασία».
Αλλά ας τα πάρουμε από την αρχή: Το μεγάλο Κραχ, όπως έγινε γνωστό, του 1929 στην Αμερική ακολούθησαν τα χρόνια της Μεγάλης Ύφεσης, οπότε στρατιές ανέργων συνωστίζονταν στις αμερικανικές πολιτείες περιφέροντας τη δυστυχία και την απελπισία τους. Τίποτα δεν έµοιαζε ελπιδοφόρο, τίποτα δεν έδειχνε πως θα έρθουν καλύτερες µέρες. Οι άνεργοι στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο σε απόλυτους αριθµούς όσο και αναλογικά, ήταν περισσότεροι από κάθε άλλο μέρος της γης.
Η χώρα των ονείρων είχε ξαφνικά χτυπηθεί από έναν αεροστρόβιλο, τον οποίο δημιούργησε η πλεονεξία της ευημερίας του Νέου Κόσμου. Το ένα τέταρτο του εργατικού δυναµικού της χώρας είχε μείνει δίχως εργασία και κυρίως δίχως την ελπίδα μιας ευνοϊκής εξέλιξης. Το µόνο που τους είχε μείνει ήταν το λιγοστό κουράγιο να στέκονται όρθιοι, µε διαλυμένη την αξιοπρέπεια, για ώρες σε ατελείωτες ουρές περιμένοντας τη σειρά τους για ένα κομμάτι ψωμί. Στρατιές εξαθλιωμένων ανέργων στις αμερικανικές εθνικές οδούς και στις εισόδους των σιδηροδρομικών σταθμών περίμεναν ημερόνυχτα µε την ελπίδα ενός μεροκάματου. Έτσι, η ζωή περνούσε από συσσίτιο σε συσσίτιο. Όλοι αυτοί είχαν χάσει τις περιουσίες τους εξαιτίας της Μεγάλης Ύφεσης και η παταγώδης αποτυχία του καπιταλισμού δεν φάνταζε στο µέλλον τους σαν µια εκ νέου ευκαιρία για ανάκαµψη και άνευ ορίων πλουτισµό, όσο σαν ένα τετελεσµένο γεγονός που το βίωναν µε τραγικό τρόπο στο πετσί τους.
«Υπαίθριες φωτιές έλαµπαν χθες βράδυ στις ζούγκλες του δυτικού τµήµατος της πόλης. Η ζούγκλα µέσα στα όρια των οδών Σπρινγκ, Γουέτ, Κλάρκσον και Ουάσιγκτον, µε τους σωρούς της από τούβλα και ερηµωµένη, θύµιζε βοµβαρδισµένο χωριό της Γαλλίας… Γκρεµισµένες καµινάδες βγαίνουν µέσα από τρύπες στο έδαφος, τις οποίες έχουν ανοίξει οι άνεργοι για να προστατευθούν από τον χειµώνα. Καλύβες από κασόνια, παλιές λαµαρίνες, βρόµικοι τσιµεντόλιθοι, δοκάρια, πισσόχαρτο, ορθώνονται άλλα πάνω στους σωρούς των τούβλων κι άλλα είναι χωµένα ανάµεσα στα τούβλα». Με τέτοια άρθρα που δηµοσίευαν οι «New York Times» στις 17 Νοεµβρίου του 1931 ειρωνεύονταν το οικονοµικό κέντρο του δυτικού κόσµου, τη Γουόλ Στριτ, αντιπαραβάλλοντάς τη µε τις παραγκουπόλεις του προέδρου Χούβερτ που ξεφύτρωναν σαν µανιτάρια δίπλα στις πόλεις, δηµιουργώντας την εφιαλτική εικόνα ενός κατακερµατισµένου κόσµου. Στους αµερικανικούς δρόµους ταπεινωµένοι βετεράνοι του Πρώτου Παγκοσµίου Πολέµου πουλούσαν τα µετάλλια ανδρείας που είχαν κερδίσει στα πεδία των µαχών στη Γαλλία και το Βέλγιο για ένα δολάριο και πενήντα σεντς.
Η Αµερική µετά τον εκτροχιασµό του φιλελεύθερου καπιταλισµού βρισκόταν µπροστά στο φάσµα µιας γενικευµένης φτώχειας, που οδηγούσε στην κατάρρευση κολοσσιαία βιοµηχανικά κέντρα σε Νέα Υόρκη, Σικάγο, Μιλγουόκι, Κλίβελαντ, Πίτσµπουργκ. Η Αµερική, η χώρα που χτίστηκε από τα όνειρα, τους αγώνες, τις ελπίδες και τη θέληση των µεταναστών για µια καλύτερη ζωή, ήταν µια χώρα που όχι µόνο δεν µπορούσε να θρέψει τα παιδιά της, αλλά τα έδιωχνε από τη Γη της Επαγγελίας τους.
Νέα Υόρκη – Λένινγκραντ· µια διαδροµή του παραλογισµού, από αυτές που δεν µπορούσε να χωρέσει ο νους του ανθρώπου. Κι όµως, πάντα υπάρχει το απρόβλεπτο εκείνο γεγονός που ανατρέπει κάθε δεδοµένη αντίληψη, κάθε εδραιωµένη άποψη για τη ζωή και τον κόσµο. Εκείνα τα χρόνια για πρώτη φορά στην ιστορία των Ηνωµένων Πολιτειών ήταν περισσότεροι αυτοί που εγκατέλειπαν τη χώρα από εκείνους που έφταναν σ’ αυτήν. Χιλιάδες ήταν εκείνοι οι Αµερικανοί πολίτες που πήραν µε προθυμία – θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς – το ρίσκο ποντάροντας περισσότερο σε ανταποκρίσεις εφημερίδων οι οποίες µε θέρµη διαβεβαίωναν πως µόνο στη σοβιετική Ρωσία υπήρχε αλματώδης οικονομική ανάπτυξη και μεγάλες ευκαιρίες εργασίας, ιδίως για µια σειρά ειδικοτήτων που στην τότε Σοβιετική Ένωση ήταν σπάνιες. Από τη µια, είχαν την απελπισία τους και, από την άλλη, διάβαζαν παραζαλισμένοι για νέα εργοστάσια που χτίζονταν στη Ρωσία «…µέσα στα δέντρα και στα λουλούδια, µε καφετέριες και βιβλιοθήκες για τους εργάτες, παιδικούς σταθµούς για τα παιδιά – ακόμα και πισίνες, αν έχεις τον Θεό σου!» (Τιµ Τζουλιάδης: «Οι Εγκαταλειµµένοι», εκδόσεις Πατάκη).
Μόνο τους πρώτους οχτώ µήνες του 1931, το Άµτοργκ, το σοβιετικό πρακτορείο εργασίας µε έδρα τη Νέα Υόρκη, έλαβε εκατό χιλιάδες αιτήσεις Αμερικανών που ζητούσαν να μεταναστεύσουν στην ΕΣΣΔ. Και να σκεφτεί κανείς ότι τόσοι ανταποκρίθηκαν στις σοβιετικές διαφημίσεις στις εφημερίδες για μόλις έξι χιλιάδες ειδικευμένες θέσεις εργασίας. Στα γραφεία του σοβιετικού πρακτορείου στο Μανχάταν χιλιάδες Αμερικανοί, σέρνοντας στο κατόπι τους τις οικογένειές τους, εκλιπαρούσαν για μια θέση εργασίας στη νέα Γη της Επαγγελίας. Εκεί που όλοι τους διαβεβαίωναν ότι «αντί για σκοτεινούς θλιβερούς εργασιακούς χώρους με κιτρινωπό, θαμπό φωτισμό, θα υπάρχουν φωτεινές, καθαρές αίθουσες με μεγάλα παράθυρα και πόρτες με ωραία πλακάκια, πανίσχυρα συστήματα εξαερισμού, κι όχι οι πνεύμονες των ανθρώπων, θα ρουφούν και θα εξαφανίζουν τη βρωμιά, τη σκόνη και τα ροκανίδια των εργοστασίων» («New Russia’s Primer»). Κάποιες ειδικότητες εξασφάλιζαν ακόμα και δωρεάν εισιτήριο προς τη Σοβιετική Ένωση, τη χώρα που διακήρυττε επίσημα πως η ανεργία είχε εκλείψει.
Οι Αμερικανοί μετανάστες «έβλεπαν τους εαυτούς τους ως τους πρωτοπόρους μιας νέας μεθορίου, που μετατοπιζόταν αργά από τη Δύση προς την Ανατολή· τους δελέαζε η ιδέα όχι μόνο της ασφάλειας σε δύσκολους καιρούς αλλά και των απλών πειρασμών της επάρκειας: τα τρία πλήρη γεύματα την ημέρα, μια αξιοπρεπής δουλειά, μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, ένας γιατρός για τα παιδιά και η γνώση ότι όλα αυτά δεν θα μπορούσαν να τους τα αφαιρέσουν με το κούνημα ενός δακτύλου ή με τον κτύπο του τηλετυπωτή μετοχών» (Andrew Smith, «I Was a Soviet Worker», London 1937).
Έτσι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα Αμερικανών όλων των ειδικοτήτων – καθηγητές, μηχανικοί, εργάτες εργοστασίων, δάσκαλοι, καλλιτέχνες, γιατροί, αγρότες – έβλεπαν από το κατάστρωμα του πλοίου το Άγαλμα της Ελευθερίας να χάνεται και να ξανοίγεται μπροστά τους το όραμα ενός πραγματικού κόσμου, βγαλμένου μέσα από την πλέον φιλόδοξη επανάσταση της Ιστορίας.
Ανάμεσά τους βρίσκονταν επίσης και Αμερικανοί κομμουνιστές, συνδικαλιστές και διάφοροι ριζοσπάστες της σχολής του Τζον Ριντ, με τις αποσκευές τους να βαραίνουν από τους τόμους των Μαρξ – Ένγκελς αλλά και του Λένιν, και δεν έβλεπαν την ώρα να πατήσουν το πόδι τους στη χώρα του σοσιαλιστικού παραδείσου…
Ανάμεσά τους και νέα παιδιά χαρούμενα, γεμάτα υγεία και ορμή, και κυρίως όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο, τα ονόματά τους δεν είναι γνωστά, δεν προέρχονταν από ονομαστές οικογένειες, δεν είχαν διάσημους γονείς, ήταν απλώς νεαροί ονειροπόλοι που άφηναν πίσω τους, άλλος το Ντιτρόιτ, άλλος τη Βοστόνη, άλλος τη Νέα Υόρκη, το Σαν Φρανσίσκο και τις Μεσοδυτικές Πολιτείες. Άρνολντ Πρίντιν, Άρθουρ Άμπολιν, Γιουτζίν Πίτερσον, Λίο Φάινσταϊν, Βίκτορ Χέρμαν, Λίο Χέρμαν, Μπέννυ Γκρόντον. Έχει σωθεί η φωτογραφία τους: όλοι μαζί, μια ομάδα του μπέιζμπολ, ενός κατεξοχήν αμερικανικού αθλήματος, το οποίο έκαναν γνωστό οι μετανάστες εργάτες στους σοβιετικούς συντρόφους τους.
Στη φωτογραφία που σώθηκε είναι κι άλλοι μετανάστες μαζί τους, αλλά λίγη σημασία είχαν τα χαμόγελά τους, γιατί οι περισσότεροι από αυτούς θα πεθάνουν λίγο αργότερα, το 1934. Δεν πρόκειται βεβαία για εργατικό ατύχημα, ούτε για κάποιο δυστύχημα. Οι νέοι αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι συμπατριώτες τους, εκτελέστηκαν οι περισσότεροι ως πράκτορες του ιμπεριαλισμού, μετά το 1934, όταν στην ΕΣΣΔ άρχισαν οι μεγάλες εκκαθαρίσεις.
Οι ελάχιστοι που σώθηκαν, θρηνούσαν για την τύχη τους να ζήσουν αυτό τον εφιάλτη, θύματα κι αυτοί της πιο παρατεταμένης κρατικής τρομοκρατίας που ασκήθηκε στη σύγχρονη Ιστορία.
Διαβάστε επίσης:
Πώς ο ήσυχος καρδινάλιος κατάφερε να γίνει Πάπας
Γκουέρνικα ή όταν η τέχνη αφηγείται μια τραγωδία
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.