Κομισιόν: Οι τιμές στην αγορά κατοικίας της Ελλάδας ξεπερνούν κατά πολύ τα πραγματικά τους επίπεδα και προκαλούν κρίση
Η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα παρουσιάζει σημαντική υπερτίμηση, καθώς οι τιμές των ακινήτων εκτιμάται ότι είναι κατά 20% υψηλότερες από το πραγματικό τους επίπεδο, σύμφωνα με την πρόσφατη έκθεση της Κομισιόν. Αυτή η υπερτίμηση εντείνεται από τη συνεχή άνοδο των τιμών, με μέση ετήσια αύξηση 9,3% την περίοδο 2020-2024 — μία από τις υψηλότερες στην Ευρώπη, ξεπερνώντας κατά πολύ τον μέσο όρο της Ε.Ε. που βρίσκεται στο 4,9%.
Παρά τις προσπάθειες αυτές, το πρόβλημα της στέγασης στην Ελλάδα παραμένει οξύ και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις της χώρας. Η εκτίναξη των τιμών, σύμφωνα με την Κομισιόν, οφείλεται κυρίως σε δύο βασικούς παράγοντες:
- Την έντονη εγχώρια και εξωτερική ζήτηση, ιδιαίτερα για τουριστικά και επενδυτικά ακίνητα, που ασκεί μεγάλη πίεση στην αγορά.
- Την περιορισμένη προσφορά κατοικιών, αποτέλεσμα ετών υποεπένδυσης στον κατασκευαστικό τομέα και της αργής ανανέωσης της κτηριακής υποδομής.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή τονίζει ότι η επιτάχυνση της κατασκευαστικής δραστηριότητας, με αύξηση των αδειών οικοδομής κατοικιών κατά 31,5% το 2024 (μετρημένες σε τετραγωνικά μέτρα ωφέλιμης επιφάνειας), μπορεί να συμβάλει στην ανακοπή της αύξησης των τιμών τα επόμενα χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, η ισχυρή άνοδος των τιμών των κατοικιών έχει προκαλέσει παράλληλες αυξήσεις στα ενοίκια, γεγονός που υποδηλώνει πως η οικονομικά προσιτή στέγαση παραμένει δυσβάσταχτη για μεγάλο μέρος του πληθυσμού.
Τα στοιχεία του 2023 καταδεικνύουν ότι τα ελληνικά νοικοκυριά δαπανούσαν κατά μέσο όρο το 35,5% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για στέγαση, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο που είναι 19,2%. Επιπλέον, πάνω από 1 στους 4 Έλληνες (28,9%) επιβαρύνονταν με στεγαστικό κόστος που ξεπερνούσε το 40% του εισοδήματός τους — ένα ποσοστό τριπλάσιο σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε.
Η επιβάρυνση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες: το 88,9% όσων βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας καταβάλλει δυσανάλογα μεγάλο μέρος του εισοδήματός του για στέγαση, έναντι 31,1% στην υπόλοιπη Ευρώπη. Η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη για τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά, όπου το αντίστοιχο ποσοστό φτάνει το 65,1%.
Επιπλέον, το 27% του ελληνικού πληθυσμού ζει σε υπερπλήρεις κατοικίες, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ τον ευρωπαϊκό μέσο όρο του 16,9%, γεγονός που επιτείνει τις κοινωνικές ανισότητες και τα προβλήματα ποιότητας ζωής.
Συνολικά, ενώ η αγορά κατοικίας στην Ελλάδα παρουσιάζει σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης, η υπερτίμηση και το υψηλό κόστος στέγασης δημιουργούν έντονες προκλήσεις που απαιτούν συντονισμένες παρεμβάσεις και διαρθρωτικές αλλαγές, ώστε να διασφαλιστεί η πρόσβαση σε προσιτή και ποιοτική στέγη για όλους τους πολίτες.
Διαβάστε επίσης: