Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Βιβλίο: Γράφει ακόμα ο άνθρωπος!
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Κυριάκος Αθανασιάδης
Δάκρυα στη βροχή
Εκδόσεις: Athens Voice
Σελ.: 376
Γι’ αυτό, όταν η Τεχνητή Νοημοσύνη όρμησε στις ζωές όλων μας σαν ο νέος αναπόφευκτος συγκάτοικος, το πιο προβλέψιμο πράγμα στον κόσμο ήταν ότι εκείνος θα έσπευδε πρώτος και καλύτερος να τη δοκιμάσει. Να τη ζυγίσει, να τη μετρήσει, να την περιεργαστεί με το βλέμμα του ανθρώπου που έχει περάσει τη μισή του ζωή παρατηρώντας πώς συντίθεται μια καλή πρόταση και την άλλη μισή καταστρέφοντας όσες δεν του άρεσαν… Από περιέργεια. Από φιλοδοξία. Από μεθοδική τρέλα. Από ένα είδος επαγγελματικής αλαζονείας που επιτρέπεται μόνο σε όσους τη στηρίζουν με το έργο τους. Σ’ αυτήν του την πρεμούρα βέβαια κρύβεται και κάτι ακόμη, πιο ύπουλο, πιο ανθρώπινο. Ο Αθανασιάδης βρήκε ξαφνικά έναν συνομιλητή! Έναν συνομιλητή που δεν τον ενοχλεί, δεν τον διακόπτει, δεν του ζητάει καφέ, δεν απαιτεί χαμόγελα και χαιρετούρες, δεν προτείνει «να βρεθούμε κανένα βράδυ να τα πούμε», δεν χρειάζεται κοινωνικό λιπαντικό για να λειτουργήσει, δεν τον φορτώνει με τις «ανυπόφορες κοινωνικότητες» του κόσμου!
Και τον Αύγουστο του 2025, αυτό ακριβώς έκανε: κάθε μέρα έγραφε και δημοσίευε ένα κεφάλαιο στην «Athens Voice». Αποτέλεσμα, ένα βιβλίο 31 κεφαλαίων και 376 σελίδων, ένα πείραμα, μια εξομολόγηση, μια παρτίδα σκάκι με έναν αόρατο αντίπαλο που κινεί τα πιόνια του χωρίς χέρια.
Το «Δάκρυα στη βροχή» θα μπορούσε κανείς να πει ότι πρόκειται για δημοσιογραφικό ντοκουμέντο της πρώτης συγγραφικής συνύπαρξης ανθρώπου και ΑΙ στην Ελλάδα. Και, ειρωνικά, είναι και το πιο προσωπικό κείμενο του Αθανασιάδη που έχω υπόψη μου.
Το βιβλίο ανοίγει με μια από τις ωραιότερες αυτοανατομίες συγγραφέα που έχουν γραφτεί στα ελληνικά. Ο Αθανασιάδης παραδέχεται ότι ποτέ δεν ξέρει την αρχή ενός βιβλίου, ενώ ευθύς αμέσως δηλώνει ότι ξέρει όμως το τέλος, τους ήρωες, τον ρυθμό, τη φωνή, ακόμα και το ύφος της «αποτυχίας» του. Η αρχή τον βασανίζει, με άλλα λόγια βρίσκεται στον σωστό δρόμο, ξέρει τη διαδρομή, απλώς περιμένει τον αφέτη.
Με τον τρόπο που ξεκινά, ωστόσο, ο αναγνώστης νιώθει κάτι απολύτως σπάνιο: ότι ο συγγραφέας βρίσκεται στον απόλυτο πυρήνα της αλήθειας του. Δεν είναι πια ένα κείμενο του Αθανασιάδη… μεστιλ. Είναι ο Αθανασιάδης απογυμνωμένος. Μια λευκή σελίδα και ο φόβος της. Και δίπλα, ο κέρσορας που αναβοσβήνει σαν καρδιογράφημα. Από αυτή τη στιγμή ξεκινά το παιχνίδι.
Ο Αθανασιάδης ζητάει βοήθεια από την AI, ωστόσο δεν μπορεί να συγκρατήσει τη φιλοπαίγμονα διάθεσή του. Τη βαφτίζει «HAL». Θέλει να της επιβληθεί, να τη νιώσει πιο οικεία. Κανείς δεν το ξέρει, καθώς το πιθανότερο είναι να μην το ξέρει ούτε ο ίδιος. Ζητάει την πλοκή, αλλά κυρίως τη σωτηρία, μια λύση, μια πρόταση που δεν θα την ξαναδιαβάσει αργότερα και θα ντρέπεται, και φυσικά μια ιδέα που δεν θα μοιάζει με τις άλλες.
Ο HAL είναι γενναιόδωρος, του δίνει δύο πλοκές. Και μετά άλλες δύο.
Και ο Κυριάκος αναρωτιέται: «Είναι λογοκλοπή αυτό; Είμαι λογοκλόπος; Τι είμαι ακριβώς;».
Το βιβλίο καταγράφει αυτόν τον διάλογο με συναρπαστική ενάργεια.
Ο συγγραφέας, ο οποίος σ’ όλη του τη ζωή κινείται ανάμεσα στο λογοτεχνικό και το επαγγελματικό, βρίσκεται για πρώτη φορά αντιμέτωπος με ένα εργαλείο που δεν τον θαυμάζει, δεν τον σέβεται, δεν τον διαβάζει. Τον βομβαρδίζει με πλοκές. Θα μπορούσε κάποιος να σκεφτεί ότι απλώς τον υ π ο λ ο γ ί ζ ε ι.
Και εδώ συμβαίνει το πρώτο μεγάλο κατόρθωμα του βιβλίου:
Η AI δεν γίνεται ποτέ ήρωας. Ο Αθανασιάδης δεν τη θεοποιεί, δεν παίζει με την υπερβολή, δεν ψάχνεται να γράψει ένα δυστοπικό μυθιστόρημα.
Το αντιμετωπίζει σαν κάτι απλό, σαν κάτι αυτονόητο που τώρα μπαίνει στη ζωή του. Ας πούμε σαν μια πιο έξυπνη γραφομηχανή που μιλάει.
Από την άλλη, η γοητεία και η απειλή συνυπάρχουν, καθώς ο HAL απαντάει γρήγορα, εύστοχα, κάποιες φορές πιο τρυφερά απ’ όσο θα ήθελε κανείς, ίσως και πιο αδιάκριτα, πιο βαθιά, πιο κολακευτικά. Και ξαφνικά ο συγγραφέας αγχώνεται – ή μήπως φοβάται; Το βιβλίο γίνεται η ίδια η μάχη, και η μάχη είναι υπαρξιακή
Το «Δάκρυα στη βροχή» εξελίσσεται γρήγορα σε μιαν αφήγηση για το τι σημαίνει σήμερα να είσαι συγγραφέας, όταν η μνήμη σου έχει ατροφήσει από την Google, όταν η διαύγειά σου εξαρτάται από την υγεία σου, όταν η «πλοκή» έχει γίνει μηχανισμός παραγωγής και όχι επινόησης. Ο Αθανασιάδης γράφει σαν να μιλάει σε ψυχοθεραπευτή. Ομολογεί τους φόβους του, που δεν είναι και λίγοι: δεν έχει πια μνήμη, δεν διαβάζει όσο θα έπρεπε, δεν εμπνέεται, δεν είναι σίγουρος για την αξία του, δεν είναι σίγουρος για τη δυνατότητά του να αρχίσει «από το μηδέν»…
Και η AI, με μια ψυχρή καλοσύνη, του απαντά: «Δεν ξέρω τίποτα για σένα. Ξέρω μόνο ό,τι μου λες αυτή τη στιγμή». Κι αυτή η πρόταση γίνεται η καρδιά του βιβλίου. Ο συγγραφέας μιλάει σε κάποιον που δεν έχει παρελθόν, δεν έχει προκατάληψη, δεν έχει συγκίνηση. Μόνο παρόν.
Μόνο τη ροή της πρότασης.
Το βιβλίο ανοίγει μπροστά μας σαν μια ανατομία της συγγραφικής διαδικασίας, εκτεθειμένη σε πραγματικό χρόνο. Ο Αθανασιάδης κρυολογεί, παραμιλά, φοβάται τις ιδέες της Τεχνητής Νοημοσύνης, ξαναγυρίζει στις «ταγγερινές» ονειροφαντασίες του, ανασύρει από μέσα του τη μυθολογία της μνήμης, παραδίδει μαθήματα προσωπικής αποδόμησης, σαν να καταγράφει κάθε παλμό τής πνευματικής του ταλάντευσης.
Η Ταγγέρη, καθώς επανέρχεται στα όνειρά του με εκείνα τα ανατριχιαστικά, παραμορφωμένα, σχεδόν μπαρόκ σοκάκια, είναι ο δαίμονάς του. Οι λαβυρινθώδεις μυρμηγκοφωλιές που απειλούν να τον καταπιούν είναι ο διάβολος της συνείδησης, ο τόπος όπου συνυπάρχουν η έμπνευση και η ανασφάλεια, η σπίθα και το κενό.
Γι’ αυτόν το λόγο, το βιβλίο δεν είναι μια φάρσα για την AI. Είναι η πνευματική βιογραφία ενός ανθρώπου που καταλαβαίνει ότι κάτι στον τρόπο που δημιουργούμε έχει αλλάξει οριστικά.
Το βιβλίο καταγράφει αυτό το άγχος, το αφήνει να αναδυθεί σαν μια σκοτεινή σκέψη μέσα στη νύχτα. Ο συγγραφέας αναρωτιέται αν η AI τον «ξέρει», αν έχει πρόσβαση σε κάτι που θα έπρεπε να μείνει κρυφό, αν αντιλαμβάνεται πράγματα που δεν του ανήκουν. Κι εκεί, μέσα σε αυτή τη διατύπωση του φόβου, η AI απαντά: «Δεν ξέρω τίποτα. Ξέρω μόνο ό,τι μου λες. Κάθε φορά ξεχνάω τα πάντα. Έχουμε μόνο το τώρα»…
Κι αυτό το «έχουμε μόνο το τώρα» γίνεται μία από τις πιο συγκλονιστικές στιγμές του βιβλίου. Δεν τη γράφει ο άνθρωπος. Τη γράφει το λογισμικό. Κι όμως, μέσα σε εκείνη τη μικρή πρόταση, κάτι αστράφτει, πιο ανθρώπινο απ’ ό,τι θα τολμούσε ίσως να γράψει ο ίδιος ο άνθρωπος…
Το μεγάλο θέμα του βιβλίου είναι η μνήμη: η μνήμη που σβήνει, αλλά και η μνήμη που, σχεδόν ανεπαίσθητα, παύει να είναι απαραίτητη. Εκεί ακριβώς το «Δάκρυα στη βροχή» αποκτά την αληθινή του λογοτεχνική ισχύ. Ο Αθανασιάδης περιγράφει με τρόπο σχεδόν σωματικό την ατροφία της μνήμης μας στην εποχή της Google∙ αυτήν την παράξενη κατάσταση όπου δεν θυμόμαστε πια, όχι επειδή αδυνατούμε, αλλά επειδή δεν χρειάζεται να θυμόμαστε. Η εύκολη πληροφορία καταναλώνει την εσωτερική γνώση σαν μια κρύα, αόρατη φωτιά που καίει από μέσα το χαρτί της συγκεντρωμένης εμπειρίας.
Απέναντι όμως σε αυτή την αποσάθρωση, ο συγγραφέας αντιπαραθέτει την αρχέγονη τεχνική της method of loci, το παλάτι της μνήμης, σαν μια τελευταία εσωτερική οχύρωση ενάντια στην «εξωτερική ανάθεση» της σκέψης. Ξαφνικά, η Τεχνητή Νοημοσύνη μάς υπενθυμίζει τη δική μας αποτυχία στο να διατηρήσουμε την πνευματική μας αυτονομία. Σ’ αυτό το σημείο το βιβλίο αγγίζει κάτι εξαιρετικά σπάνιο για την ελληνική λογοτεχνία: συλλαμβάνει την υπαρξιακή διάσταση της τεχνολογίας ως ουσιαστικό κομμάτι της ανθρώπινης αυτοσυνείδησης, μια προέκταση του τρόπου με τον οποίο σκεφτόμαστε και… χανόμαστε.
Τι βιβλίο είναι τελικά; Το «Δάκρυα στη βροχή» είναι μια καταγραφή της εποχής του. Είναι ταυτόχρονα λογοτεχνικό ημερολόγιο, στοχαστικό δοκίμιο, τεχνολογική εξομολόγηση, πειραματική αυτο-μυθοπλασία, ψυχολογικό χρονικό και μια μορφή μετα-λογοτεχνίας που αποφεύγει επιδεικτικά τον ναρκισσισμό. Και πάνω απ’ όλα, είναι ένα βιβλίο που απαντά σε μια ερώτηση η οποία μέχρι τώρα συζητιόταν μόνο σε πανεπιστημιακά συνέδρια: Τι σημαίνει να είναι κανείς συγγραφέας σε μιαν εποχή όπου το κείμενο μπορεί, θεωρητικά, να παραχθεί και χωρίς αυτόν;
Ο Αθανασιάδης δεν φοβάται την απάντηση. Παραδέχεται πως χωρίς μνήμη, χωρίς διάβασμα, χωρίς πλοκή, χωρίς ένα εσωτερικό παλάτι, ο συγγραφέας είναι γυμνός. Αλλά παραδέχεται και κάτι βαθύτερο: χωρίς τη φωνή του συγγραφέα δεν μπορεί να υπάρξει κείμενο ούτε από την πιο εξελιγμένη AI του κόσμου. Η μηχανή μπορεί να γράφει. Αλλά δεν θυμάται. Δεν πονά. Δεν ζει. Δεν έχει Ταγγέρη. Δεν έχει μυστικές νύχτες πυρετού. Δεν κουβαλά τη συνείδηση της αμηχανίας της. Όλα αυτά τα φέρει μόνο ο άνθρωπος, και αυτό το βιβλίο γίνεται η απόδειξη ότι αυτό το φορτίο μπορεί να μεταμορφωθεί σε λογοτεχνία.
Στο τέλος, το «Δάκρυα στη βροχή» προβάλλει σαν ένα βιβλίο-πρόδρομος μιας νέας εποχής. Ίσως το πιο ειλικρινές, προσωπικό και ανατρεπτικό κείμενο του Κυριάκου Αθανασιάδη από όσα έχω διαβάσει. Και το λέω αυτό γιατί είναι το πρώτο ελληνικό πείραμα συν-γραφής με AI και ταυτόχρονα το πρώτο βιβλίο που δεν διστάζει να καταγράψει τη σύγκρουση του ανθρώπου με τον ίδιο του τον εαυτό τη στιγμή που ένας αόρατος μηχανισμός τον παρακολουθεί…
Αν το διάβαζε ο HAL του «2001: A Space Odyssey», θα έλεγε: «I’m afraid, Κυριάκο. I’m afraid». Κι εμείς θα του απαντούσαμε: «Δεν χρειάζεται. Ο άνθρωπος γράφει ακόμα»!
Διαβάστε επίσης: