Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Η ιστορία έχει μια παράξενη συνήθεια: δεν επαναλαμβάνεται, αλλά αναγνωρίζεται. Και στην περίπτωση της ταινίας «Καποδίστριας» του Γιάννη Σμαραγδή, η αναγνώριση ήταν σχεδόν ειρωνικά ακριβής. Όπως ακριβώς και ο ίδιος ο Ιωάννης Καποδίστριας, έτσι και η κινηματογραφική του αναπαράσταση κατάφερε κάτι σπάνιο ή και λιγότερο για τα ελληνικά δεδομένα: να διχάσει βαθιά, να πολώσει, να μετατραπεί από έργο τέχνης σε δημόσια υπόθεση.
Δεν πρόκειται απλώς για μια ταινία που άρεσε σε κάποιους και ενόχλησε άλλους. Πρόκειται για μια ταινία που έσπασε τον άτυπο κανόνα της ελληνικής πολιτιστικής ζωής, σύμφωνα με τον οποίο οι κινηματογραφικές διαφωνίες σβήνουν μέσα σε λίγες ημέρες, περιορισμένες σε κριτικούς, cinephiles και εξειδικευμένα έντυπα. Ο «Καποδίστριας» ξέφυγε από αυτό το πλαίσιο. Έγινε αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης, ιδεολογικής σύγκρουσης, προσωπικών επιθέσεων στα social media και –το πιο χαρακτηριστικό– μέσο μέσα από το οποίο επανήλθαν παλιά, ανεπίλυτα ελληνικά ρήγματα.

Ο Σμαραγδής κατάφερε με τον Καποδίστρια, ό,τι δεν είχε πετύχει με άλλες ταινίες του, οι οποίες επίσης ασχολήθηκαν με “αμφιλεγόμενες” ιστορικές προσωπικότητες: Να μετατρέψει ένα έργο του σε πεδίο πολιτικών και κοινωνικών διχασμών και να αναδειχθεί ο ίδιος σε μελοδραματική μορφή – από το “μου έκαναν πόλεμο όπως στον Καποδίστρια έως “μου κόψανε χρήματα”, έφτασε στο σημείο σχεδόν να αποτελεί εκείνος το πρωταγωνιστικό πρόσωπο έναντι της ίδιας του της ταινίας.
“Εντυσε” έτσι την ταινία του με μία… δεύτερη “κινηματογραφική” αφήγηση: Ο κυνηγημένος σκηνοθέτης, που θέλει να κάνει “ελληνικό” σινεμά, αλλά δεν τον αφήνουν οι πολιτικές εξουσίες και τα παράκεντρα του χώρου. Η τραγική ιστορία του Ιωάννη Καποδίστρια, την οποία αφηγείται η ταινία του, μπαίνει ίσως και σε δεύτερη μοίρα από τον ίδιο το σκηνοθέτη της, για χάρη μίας δραματοποιημένης περιπέτειας που έζησε ο δημιουργός για να ολοκληρώσει το έργο του.
Έτσι ο Σμαραγδής καταφέρνει και τις αίθουσες να γεμίσει με ένα εντελώς αμφιλεγόμενο και μάλλον εξαιρετικά μέτριο κινηματογραφικό προϊόν (σύμφωνα με τους περισσότερους κριτικούς) και τη δική του κυριαρχική παρουσία στα κινηματογραφικά πράγματα να επιβάλλει – ποιος θα τολμήσει να αρνηθεί πλέον χρηματοδότηση της επόμενης ταινίας του, σε ό,τι κι αν αφορά αυτή;
Η πρώτη ένδειξη ότι κάτι διαφορετικό συμβαίνει ήρθε πριν ακόμη προβληθεί η ταινία. Το τρέιλερ, αντί να λειτουργήσει ως απλό προωθητικό υλικό, πυροδότησε έντονες αντιδράσεις. Στα social media, σε ιστοσελίδες και αρθρογραφία, άρχισαν να εμφανίζονται σχόλια όχι μόνο για το ύφος ή την αισθητική, αλλά για το τι είδους Ιστορία αφηγείται αυτή η ταινία. Οι λέξεις που κυριάρχησαν δεν ήταν «σκηνοθεσία» ή «ερμηνείες», αλλά «αγιογραφία», «προπαγάνδα», «εθνικό αφήγημα», «μεταφυσική».
Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η ταινία έπαψε να αντιμετωπίζεται ως καλλιτεχνικό προϊόν και άρχισε να αντιμετωπίζεται ως πολιτισμικό σύμβολο. Και τα σύμβολα, ειδικά στην Ελλάδα, δεν κρίνονται ποτέ ψύχραιμα.
Ο πυρήνας των αντιπαραθέσεων εστίασε σχεδόν αμέσως στον τρόπο με τον οποίο παρουσιάζεται ο Καποδίστριας. Για ένα μεγάλο κομμάτι της κριτικής, η ταινία δεν επιχειρεί μια σύνθετη, αντιφατική προσέγγιση του ιστορικού προσώπου, αλλά μια ηρωοποιημένη, σχεδόν αγιογραφική απεικόνιση. Ο κυβερνήτης εμφανίζεται ως πρόσωπο σχεδόν άμωμο, φορέας μιας ανώτερης ηθικής αποστολής, περικυκλωμένος από μικρότητες, συμφέροντα και σκοτεινές δυνάμεις.

Για τους επικριτές, αυτό δεν είναι απλώς αισθητική επιλογή, αλλά ιδεολογική θέση. Υποστηρίζουν ότι η ταινία αποφεύγει να φωτίσει τις πολιτικές αντιφάσεις της διακυβέρνησης Καποδίστρια, τις αυταρχικές του επιλογές, τις συγκρούσεις με τοπικές ελίτ και κοινωνικές ομάδες, παρουσιάζοντας μια μονοδιάστατη αφήγηση «καλού εναντίον κακού».
Απέναντι σε αυτή την κριτική, οι υποστηρικτές της ταινίας απαντούν με ένα εξίσου επαναλαμβανόμενο επιχείρημα: δεν πρόκειται για ιστορικό ντοκιμαντέρ, αλλά για κινηματογραφικό έργο. Κατά τη δική τους ανάγνωση, ο Σμαραγδής επιλέγει συνειδητά μια ποιητική, συμβολική και πνευματική προσέγγιση, που αποσκοπεί όχι στην ψυχρή αναπαράσταση γεγονότων, αλλά στη μεταφορά ενός ήθους, μιας κοσμοθεωρίας, μιας ιστορικής αίσθησης δικαίωσης.
Η σύγκρουση αυτή δεν αφορά μόνο τον Καποδίστρια. Αφορά το ίδιο το ερώτημα πώς πρέπει να αφηγούμαστε την Ιστορία: ως πεδίο σύγκρουσης συμφερόντων και αντιφάσεων ή ως δεξαμενή παραδειγμάτων και ηθικών συμβόλων.
Ένας δεύτερος, εξίσου εκρηκτικός άξονας τριβής ήταν η έντονη παρουσία θρησκευτικών και μεταφυσικών αναφορών. Σκηνές και μοτίβα που συνδέουν τον ήρωα με τη θεία πρόνοια, τη θυσία, την πνευματική αποστολή, λειτούργησαν ως κόκκινο πανί για ένα κοσμικό, φιλελεύθερο και σινεφιλικό κοινό.

Οι επικριτές μίλησαν για «κληρικαλισμό», για αισθητική που θυμίζει περισσότερο θρησκευτικό δράμα παρά πολιτικό biopic, και για μια αφήγηση που συγχέει το ιστορικό με το θεολογικό. Στον αντίποδα, οι υποστηρικτές θεώρησαν αυτές τις αντιδράσεις απόδειξη ιδεολογικής προκατάληψης απέναντι στην Ορθοδοξία και στην πνευματική διάσταση της ελληνικής ιστορίας.
Έτσι, η ταινία βρέθηκε να αναμοχλεύει ένα παλιό, ανεπίλυτο ελληνικό δίλημμα: κοσμικό κράτος ή θρησκευτική ταυτότητα; Και όπως πάντα, το δίλημμα αυτό δεν επιδέχεται ήπιες συζητήσεις.
Στο ήδη φορτισμένο κλίμα προστέθηκαν και οι συζητήσεις για ιστορικούς αναχρονισμούς ή αμφισβητούμενες αναφορές. Λεπτομέρειες που, σε άλλη περίπτωση, θα απασχολούσαν περιορισμένο κύκλο ειδικών, έγιναν viral στα social media και χρησιμοποιήθηκαν ως όπλα απονομιμοποίησης.

Για τους επικριτές, οι αναχρονισμοί αποτέλεσαν απόδειξη προχειρότητας ή συνειδητής παραποίησης. Για τους υπερασπιστές, αντίθετα, έγιναν σύμβολο μιας κακόπιστης επίθεσης που ψάχνει «ψύλλους στ’ άχυρα» για να πλήξει το συνολικό έργο. Η συζήτηση ξέφυγε γρήγορα από την ουσία και μετατράπηκε σε πόλεμο προθέσεων.
Το σημείο καμπής ήρθε όταν στο δημόσιο λόγο μπήκαν ζητήματα χρηματοδότησης, «εμποδίων» και φερόμενων παρεμβάσεων. Δηλώσεις του σκηνοθέτη περί… «πολέμου», μπλοκαρισμάτων και επιθέσεων μετέφεραν τη σύγκρουση από το πεδίο της τέχνης στο πεδίο της πολιτικής. Ο ίδιος ο Σμαραγδής εμφάνισε τον εαυτό του περίπου ως… σύγχρονο Καποδίστρια – φοβήθηκαν και την ταινία για τον Καποδίστρια, φοβήθηκαν και τον Σμαραγδή, είπε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.

Από εκείνη τη στιγμή, κάθε αρνητική κριτική μπορούσε να ερμηνευτεί ως μέρος ενός ευρύτερου σχεδίου φίμωσης, ενώ κάθε θετική αποδοχή ως πράξη αντίστασης. Η ταινία απέκτησε ένα είδος «ασπίδας»: δεν κρινόταν πια μόνο για το περιεχόμενό της, αλλά για το στρατόπεδο στο οποίο σε τοποθετούσε η γνώμη σου γι’ αυτήν.
Το πιο ειρωνικό –και ίσως το πιο αποκαλυπτικό– στοιχείο είναι ότι αυτή η πόλωση αντανακλά με σχεδόν ιστορική ακρίβεια το ίδιο το αντικείμενο της ταινίας. Ο Ιωάννης Καποδίστριας, ανεξαρτήτως της γνώμης καθενός, υπήρξε μια βαθιά διχαστική μορφή: για άλλους σωτήρας και μάρτυρας, για άλλους αυταρχικός κυβερνήτης που απείλησε συμφέροντα και ελευθερίες. Η σύγκρουση γύρω από το πρόσωπό του δεν έληξε με τη δολοφονία του· απλώς μετασχηματίστηκε.

Η ταινία του Σμαραγδή, είτε εκούσια είτε ακούσια, επανενεργοποίησε αυτή τη μνήμη του διχασμού. Έδειξε ότι στην Ελλάδα του 21ου αιώνα εξακολουθούμε να διαφωνούμε όχι μόνο για το παρόν, αλλά για το παρελθόν και για το πώς το αφηγούμαστε.
Το αντιφατικό με την ταινία και τον ίδιο τον Σμαραγδή είναι ότι υπερασπίζεται τον Καποδίστρια, έναν πολιτικό που ήθελε να κάνει την Ελλάδα δυτικό ευρωπαϊκό κράτος, με εθνοκεντρικά, θρησκευτικά, στα όρια του φονταμενταλισμού, εργαλεία. Ο Σμαραγδής εμφανίζεται ως φορέας του «ελληνικού» στον κινηματογράφο, αλλά οικειοποιείται έναν δυτικό, ευρωπαϊστή πολιτικό. Που ήθελε την Ελλάδα πολύ λιγότερο… Ελλάδα, απ’ όσο ο Σμαραγδής την έχει στο μυαλό του.

Έτσι, ο «Καποδίστριας» βυθίζεται στις ίδιες τις αντιθέσεις και τις ανακολουθίες του. Και ήταν λογικό να μην ενώσει. Πώς θα μπορούσε άλλωστε και εξ αντικειμένου. Απλά ανάγκασε. Ανάγκασε κοινό, κριτικούς και πολιτικούς να τοποθετηθούν, να συγκρουστούν, να αποκαλύψουν τις γραμμές τους. Και αυτό από μόνο του μπορεί να θεωρηθεί και ως τουλάχιστον «επιχειρηματική» επιτυχία.
Ταυτόχρονα η ταινία δεν είναι αυτό που λέει για τον Καποδίστρια, αλλά αυτό που αποκαλύπτει για τη σημερινή Ελλάδα: μια κοινωνία που συνεχίζει να διαφωνεί πάνω στα ίδια ερωτήματα, δύο αιώνες μετά. Γιατί, ο Καποδίστριας ούτε μπόρεσε, ούτε όμως και τον άφησαν – προφανώς κυρίως το τελευταίο.
Διαβάστε επίσης
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.