search
ΔΕΥΤΕΡΑ 22.09.2025 20:48
MENU CLOSE

Η Αθήνα υπό τη ναζιστική εξουσία

03.05.2014 21:00
oldphotospod_3004_058_k1399025090.jpg

Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εισβάλλουν στην πόλη των Αθηνών ρίχνοντας τη βαριά σκιά της σκλαβιάς. Λίγες ώρες αργότερα στην Ακρόπολη θα κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός.

1941
 
Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εισβάλλουν στην πόλη των Αθηνών ρίχνοντας τη βαριά σκιά της σκλαβιάς. Λίγες ώρες αργότερα στην Ακρόπολη θα κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός. Ταυτόχρονα στο μυαλό και στις ψυχές των Ελλήνων σχηματιζόταν μια νέα εποποιία: αυτή της εθνικής αντίστασης
 
Στις 27 Απριλίου, μια Κυριακή, οι Γερμανοί μπαίνουν στην Αθήνα, που έχει κηρυχτεί ανοχύρωτη πόλη. Είναι μια ωραία ανοιξιάτικη μέρα, μια απ’ αυτές τις διάφανες κι ηλιόλουστες μέρες, όπου το φως μοιάζει να σκορπίζεται σα χρυσόσκονη πάνω στις σεβάσμιες πέτρες των αρχαίων μνημείων, στα δημόσια παγκάκια και στον ασφαλτόδρομο που οδηγεί προς τη θάλασσα. Τα βουνά διαγράφονται απόμακρα, σα λεπτή βιολετιά δαντέλα.
 
Στις 8 το πρωί, τα δυο πρώτα γερμανικά θωρακισμένα αυτοκίνητα, που έρχονται από την Κηφισιά, μπαίνουν στους έρημους δρόμους της πρωτεύουσας. Γιατί οι δρόμοι είναι έρημοι. Χωρίς να έχει δοθεί το παραμικρό παράγγελμα, οι Αθηναίοι έχουν κλειστεί στα σπίτια τους. Κρατώντας την ανάσα τους, παραφυλάνε από τις χαραματιές των κλειστών παραθυρόφυλλων τον ερχομό του εχθρού, που θα είναι στο εξής «ο κατακτητής». Ο ραδιοφωνικός σταθμός μεταδίδει αδιάκοπα τον εθνικό ύμνο και πολλοί Αθηναίοι πραγματοποιούν από ένστικτο την πρώτη τους και αστεία πράξη αντίστασης, βάζοντας τα ραδιόφωνά τους να παίζουν στη μεγαλύτερή τους ένταση. Τα δυο θωρακισμένα γερμανικά αυτοκίνητα, οπλισμένα με πολυβόλα και φορτωμένα με λίγους άντρες, κατευθύνονται προς την Ακρόπολη, όπου οι αξιωματικοί υψώνουν τη σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό. Ο εθνικός ύμνος αντηχεί πάντα στους ραδιοφωνικούς δέκτες. Ξαφνικά, κατά τις 10, διακόπτεται απότομα. Μια τραχιά φωνή προφέρει, στα γερμανικά, αυτά τα λόγια:
 
«Φύρερ μου, Στις 27 του Απρίλη 1941, στις 8 και 10’ το πρωί, μπήκαμε στην Αθήνα σαν προφυλακή της Βέρμαχτ και στις 8 και 45’ υψώσαμε τη γερμανική σημαία στην Ακρόπολη και το Δημαρχείο. Χάιλ Φύρερ μου! Ταγματάρχης Γιακόμπι, της 10ης μεραρχίας του Βραδεμβούργου. Υπολοχαγός Χολτζ της 6ης ορεινής μεραρχίας». Στο μεταξύ, μια επιτροπή – που αποτελείται από τον στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας, τους δημάρχους της Αθήνας και του Πειραιά και τον νομάρχη Αττικής – περιμένει τον διοικητή των γερμανικών στρατευμάτων για να του παραδώσει επίσημα την πρωτεύουσα. Η συνάντηση γίνεται στις 10 και 30’, μπροστά στο καφενείο «Παρθενών», στο τέρμα της λεωφόρου Αμπελοκήπων. Ο αντισυνταγματάρχης Σάιμπεν κατεβαίνει από ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο. Ο Γερμανός στρατιωτικός ακόλουθος, που φτάνει μ’ αυτοκίνητο της πρεσβείας, κάνει τις συστάσεις. Η ατμόσφαιρα είναι στενόχωρη και παγερή. Κάποιος διαβάζει το πρωτόκολλο, που δηλώνει πως η πόλη της Αθήνας είναι ανοχύρωτη και δεν θ’ αντιτάξει αντίσταση στα γερμανικά στρατεύματα.
 
Από τη μεριά του, ο Σάιμπεν δηλώνει πως η Βέρμαχτ τρέφει μεγάλη εκτίμηση στην ελληνική αντρεία, σέβεται τη μακραίωνη ιστορία της χώρας και έρχεται στην Ελλάδα σα φίλη. Επικυρώνει τον δήμαρχο στο λειτούργημά του. Λίγο αργότερα, η γερμανική σημαία κυματίζει όχι μόνο στην Ακρόπολη και το δημαρχείο, αλλά και στο Κεντρικό Ταχυδρομείο και τ’ άλλα δημόσια κτήρια, που θα φρουρούνται στο εξής από στρατιώτες με κράνη. Λίγο λίγο, οι μηχανοκίνητες μονάδες των νικητών έχουν κατακλύσει την πόλη. Η Κομαντατούρ εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο «Κινγκ Τζωρτζ», το ένα από τα δύο μεγάλα ξενοδοχεία της πλατείας Συντάγματος. Η Αθήνα βρίσκεται επίσημα κάτω από την εξουσία των ναζί.
 
Η επίσημη εγκαθίδρυση της κατοχής της χώρας από τους τρεις κατακτητές (Γερμανούς, Ιταλούς και Βουλγάρους) γίνεται παντού μ’ άτεγκτη αυστηρότητα. Μια καινούργια ελληνική τραγωδία αρχίζει. Αλλά, αντίθετα με τους προγόνους τους, οι Έλληνες δεν συγχέουν πια Πε­πρωμένο και Μοίρα. Από την πρώτη κιόλας μέ­ρα της κατοχής είναι εξεγερμένοι.
 
Τριπλή Κατοχή
Ο Χίτλερ βρίσκεται στον κολοφώνα της δό­ξας του. Μέσα σε λιγότερο από δύο χρόνια πο­λέμου, έχει κατακτήσει ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης. Οι επιτυχίες του πάνε να δημιουργή­σουν έναν μύθο βαγκνερικού ημίθεου. Αλλά η νίκη του εναντίον των Ελλήνων δεν καλοταιριάζει μ’ αυτό τον μύθο. Η συντριβή ενός μικρού λαού που, για μήνες, στάθηκε τόσο λαμπρά εμπόδιο στη μουσολινική αυτοκρατορία κηλι­δώνει το γόητρο ενός «ατρόμητου και άψογου Ράιχ». Για να σβήσει την κηλίδα, ο Χίτλερ απο­φασίζει να δείξει μεγαλόψυχος.
 
Στον λόγο του της 4ης του Μάη 1941, στο Ράιχσταγκ, ο Φύρερ δηλώνει: «Η ιστορική αμεροληψία με υποχρεώνει να διαπιστώσω πως απ’ όλους τους αντιπάλους που μας αντιτάχθηκαν ώς αυτή τη μέρα, μόνο ο Έλληνας στρατιώτης μπόρεσε να πολεμήσει μ’ αντρεία και περιφρόνηση προς τον θάνατο ίση με τη δική μας. Συνθηκολόγησε μόνον όταν κά­θε αντίσταση έγινε αδύνατη και, επομένως, μάταιη».
 
Και πιο πάνω:
«Ο αριθμός των Ελλήνων αιχμαλώτων – 8.000 αξιωματικοί και 31.000 στρατιώτες – πρέπει να εκτιμηθεί μέσα στο ιστορικό του πλαίσιο, για­τί οι άντρες αυτοί δεν μπόρεσαν να εξαναγκα­στούν στη συνθηκολόγηση, παρά όταν βρέ­θηκαν περικυκλωμένοι, χάρη στις συνδυασμέ­νες ιταλογερμανικές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό, από εκτίμηση για την αντρεία στάση αυτών των στρατιωτών, οι Έλληνες αιχμάλωτοι αφέθηκαν και αφήνονται αμέσως ελεύθεροι».
 
Είναι γεγονός: σχεδόν από την επομένη της συνθηκολόγησης, οι Έλληνες στρατιώτες αφή­νονται να γυρίσουν στα σπίτια τους. Αλλά πολ­λοί στρατιώτες, χωρίς να περιμένουν τις διατα­γές, είχαν κιόλας διασκορπιστεί στα βουνά της Ηπείρου και της Θεσσαλίας και είχαν επωφελη­θεί για να κρύψουν τα όπλα τους μέσα σε σπη­λιές κι άλλα σίγουρα μέρη.
 
Στις εβδομάδες που θ’ ακολουθήσουν, οι στρατιώτες γυρίζουν στην Αθήνα (και σ’ άλ­λες πόλεις απ’ όπου κατάγονται) μοναχοί ή κα­τά ομάδες, ύστερα από εξαντλητικές πορείες, βουτηγμένοι στην ψείρα και μηρυκάζοντας τη μνησικακία τους για τις ανώφελες θυσίες τους.
 
Στην Αθήνα, αντίθετα, η ένταση ανάμεσα στους κατακτητές και τους κατοίκους εκδηλώ­νεται από τις πρώτες κιόλας μέρες και μάλιστα τόσο χτυπητά όσο η «θριαμβευτική» είσοδος των Ιταλών στην πρωτεύουσα – θα μπορούσε κανείς να πει μέσα στα καμιόνια των χιτλερικών στρατευμάτων – ολοκληρώνει τον ερεθισμό του πληθυσμού. Ασφαλώς, ανώτεροι αξιωματι­κοί κι άλλοι υποστηρικτές του καθεστώτος Με­ταξά, ορισμένοι αντιπρόσωποι της μεγαλοαστι­κής τάξης, βιάζονται ν’ ανοίξουν τα σπίτια τους στους αξιωματούχους του Herrenvolk κι ακόμα στις φασιστικές εξοχότητες. Οι θαυμαστές αυ­τοί της Νέας Τάξης δεν είναι, ωστόσο, παρά μι­κρός αριθμός. Στη μεγάλη τους πλειονότητα οι Έλληνες – που είναι τόσο φιλόξενοι από φύση κι από παράδοση – αποφεύγουν κάθε κοινωνική επαφή με τους κατακτητές κι αρνούνται τ’ αδέξιά τους διαβήματα φιλίας.
 
Ιδιαίτερα οι Αθηναίοι δεν χάνουν ευκαιρία που να μην εκδηλώσουν τ’ αληθινά τους αισθή­ματα. Επανειλημμένα, φάλαγγες Βρετανών αιχ­μαλώτων διασχίζουν την πρωτεύουσα με ισχυρή συνοδεία. Οι κάτοικοι επωφελούνται για να τους δείξουν, αυθόρμητα, μια περίσσια συμπάθεια: ρίχνονται πάνω στους αιχμαλώτους, τους σφίγγουν το χέρι, τους ενθαρρύνουν με λόγια και χειρονομίες, τους προσφέρουν μικροδώρα: καραμέλες, τσιγάρα, μικρά ενθύμια.

Κι όχι μόνον αυτό. Οι Βρετανοί αιχμάλωτοι είναι κλεισμένοι προσωρινά στα κτήρια του Πολυτεχνείου ή της Αναμορφωτικής Σχολής Κοκκινιάς. Και κάθε φορά, χάρη στην ελληνική συνενοχή, ορισμένοι απ’ αυτούς κατορθώνουν και δραπετεύουν. Κάποτε οι δραπετεύσεις γίνονται στη μέση του δρόμου, με τους συνωστισμούς που προκαλούν οι εκδηλώσεις φιλίας του πλήθους, κι αυτό παρά την απειλητική στάση των Γερμανών φρουρών.
 
Γενικότερα, στον πρώτο καιρό της Κατοχής πολλές είναι οι οικογένειες – κι αυτό γίνεται σ’ ολόκληρη τη χώρα – που κρύβουν στα σπίτια τους Βρετανούς στρατιώτες. Έχουμε εδώ μια πρώτη ενεργητική μορφή αντίστασης, γιατί η φιλοξενία αυτών των «καταλοίπων» της βρετανικής αποχώρησης συνεπάγεται σημαντικούς κινδύνους. Γρήγορα θα οργανωθούν αληθινά δίκτυα για να βοηθήσουν αυτούς τους στρατιώτες να περάσουν στη Μέση Ανατολή.
 
Οι Γερμανοί είναι αγανακτισμένοι, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουν. Όταν στις 3 Μαΐου είναι να γίνει μια μεγάλη στρατιωτική παρέλαση μπροστά στον στρατηγό φον Λιστ, διοικητή της ομάδας στρατιωτών του νοτιοανατολικού τομέα, οι γερμανικές αρχές φοβούνται κιόλας σε τέτοιο βαθμό τον πληθυσμό, ώστε οι Αθηναίοι περιορίζονται στα σπίτια τους. Έτσι που η παρέλαση γίνεται σε μια πρωτεύουσα όπου, εκτός από τους Γερμανούς στρατιώτες κι αξιωματικούς, δεν υπάρχει ψυχή ζωντανή να παρασταθεί στο θέαμα.
 
 
Υποστολή του αγκυλωτού σταυρού
 
Ο Μανώλης Γλέζος διηγήθηκε αργότερα κάτω από ποιες συνθήκες ο ίδιος και ο σύντροφός του πραγματοποίησαν το ανδραγάθημά τους.
– Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;
 
Το φασιστικό σύμβολο, πελώριος συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας. Δεν χρειάζονταν περισσότερα λόγια. Ο ένας κατάλαβε τον άλλον. Σε μας έλαχε ο κλήρος – απλοί, ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησής του, θα προβαίναμε στην υποστολή της γερμανικής σημαίας. Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Το βράδυ, ραντεβού στις 8, στην πλατεία Κουμουνδούρου (Ελευθερίας). Όταν ανταμώσαμε, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν συγκίνηση για τον μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία!»
 
Σημείωση: Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Αντρέα Κέδρου «Η Ελληνική Αντίσταση 1940-1941», τόμος Α, σελ. 91-94.

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΔΕΥΤΕΡΑ 22.09.2025 20:47