Τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής εισβάλλουν στην πόλη των Αθηνών ρίχνοντας τη βαριά σκιά της σκλαβιάς. Λίγες ώρες αργότερα στην Ακρόπολη θα κυμάτιζε ο αγκυλωτός σταυρός.
Κι όχι μόνον αυτό. Οι Βρετανοί αιχμάλωτοι είναι κλεισμένοι προσωρινά στα κτήρια του Πολυτεχνείου ή της Αναμορφωτικής Σχολής Κοκκινιάς. Και κάθε φορά, χάρη στην ελληνική συνενοχή, ορισμένοι απ’ αυτούς κατορθώνουν και δραπετεύουν. Κάποτε οι δραπετεύσεις γίνονται στη μέση του δρόμου, με τους συνωστισμούς που προκαλούν οι εκδηλώσεις φιλίας του πλήθους, κι αυτό παρά την απειλητική στάση των Γερμανών φρουρών.
Γενικότερα, στον πρώτο καιρό της Κατοχής πολλές είναι οι οικογένειες – κι αυτό γίνεται σ’ ολόκληρη τη χώρα – που κρύβουν στα σπίτια τους Βρετανούς στρατιώτες. Έχουμε εδώ μια πρώτη ενεργητική μορφή αντίστασης, γιατί η φιλοξενία αυτών των «καταλοίπων» της βρετανικής αποχώρησης συνεπάγεται σημαντικούς κινδύνους. Γρήγορα θα οργανωθούν αληθινά δίκτυα για να βοηθήσουν αυτούς τους στρατιώτες να περάσουν στη Μέση Ανατολή.
Οι Γερμανοί είναι αγανακτισμένοι, αλλά γρήγορα καταλαβαίνουν. Όταν στις 3 Μαΐου είναι να γίνει μια μεγάλη στρατιωτική παρέλαση μπροστά στον στρατηγό φον Λιστ, διοικητή της ομάδας στρατιωτών του νοτιοανατολικού τομέα, οι γερμανικές αρχές φοβούνται κιόλας σε τέτοιο βαθμό τον πληθυσμό, ώστε οι Αθηναίοι περιορίζονται στα σπίτια τους. Έτσι που η παρέλαση γίνεται σε μια πρωτεύουσα όπου, εκτός από τους Γερμανούς στρατιώτες κι αξιωματικούς, δεν υπάρχει ψυχή ζωντανή να παρασταθεί στο θέαμα.
Υποστολή του αγκυλωτού σταυρού
Ο Μανώλης Γλέζος διηγήθηκε αργότερα κάτω από ποιες συνθήκες ο ίδιος και ο σύντροφός του πραγματοποίησαν το ανδραγάθημά τους.
– Λάκη, το βλέπεις κείνο εκεί;
Το φασιστικό σύμβολο, πελώριος συμπυκνωμένος βραχνάς, πλάκωνε τον ουρανό της Αθήνας. Δεν χρειάζονταν περισσότερα λόγια. Ο ένας κατάλαβε τον άλλον. Σε μας έλαχε ο κλήρος – απλοί, ανώνυμοι ερμηνευτές της φλόγας ενός ολόκληρου λαού, της θέλησής του, θα προβαίναμε στην υποστολή της γερμανικής σημαίας. Δώσαμε τα χέρια και χωρίσαμε. Το βράδυ, ραντεβού στις 8, στην πλατεία Κουμουνδούρου (Ελευθερίας). Όταν ανταμώσαμε, τα χέρια μας σφίχτηκαν νευριασμένα. Δεν ήταν από φόβο. Ήταν συγκίνηση για τον μεγάλο σκοπό, για την επιτυχία!»
Σημείωση: Το κείμενο προέρχεται από το βιβλίο του Αντρέα Κέδρου «Η Ελληνική Αντίσταση 1940-1941», τόμος Α, σελ. 91-94.