search
ΚΥΡΙΑΚΗ 28.04.2024 17:37
MENU CLOSE

Δώρο – άδωρο η αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς επαναφορά των ΣΣΕ

21.03.2023 06:00
papadimitrioy987- new

Από τα χείλη του πρωθυπουργού ενημερωθήκαμε ότι η προαναγγελθείσα αύξηση του βασικού κατώτατου μισθού που θα εφαρμοστεί από την 1η Απριλίου 2023 θα είναι με απόφαση της κυβέρνησης της τάξης του 9,4% με τις μεικτές μηνιαίες αποδοχές να πηγαίνουν από τα 713 ευρώ στα 780 και τις καθαρές να πηγαίνουν από τα 614 στα 667 ευρώ.

Μια αύξηση της τάξης του 9,4% μοιάζει να είναι μια αύξηση γενναιόδωρη. Μια αύξηση βέβαια που την απόφαση για την εφαρμογή της δεν την λαμβάνουν αυτοί που τους αφορά άμεσα, δηλαδή οι εργοδοτικοί φορείς της χώρας που θα καταβάλουν τους μισθούς και οι εκπρόσωποι των εργαζομένων που παρέχουν την εργασία αλλά η κυβέρνηση και μάλιστα λίγο πριν τις εθνικές εκλογές. Είναι λοιπόν προφανές ότι ο μηχανισμός καθορισμού του κατώτατου μισθού και η παράλληλη κατάργηση των ελεύθερων συλλογικών διαπραγματεύσεων αποτελεί απλά και μόνο ένα πολιτικό εργαλείο.

Είναι δεδομένο ότι τα 667 ευρώ το 2023 δεν είναι ένας αξιοπρεπής μισθός και είναι λυπηρό το ότι μετά από και αυτή την αύξηση ο μικτός κατώτατος μισθός οριακά ξεπερνά τα επίπεδα του μακρινού 2011. Η τελευταία Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που διαμορφώθηκε μέσα από συλλογική διαπραγμάτευση προέβλεπε από την 1η Ιουλίου 2011 μισθό στα 751,39 ευρώ.

Θυμάται άραγε κάποιος από τους αναγνώστες τις απεργίες που γίνονταν κάποτε όταν οι εργαζόμενοι αυτής της χώρας διεκδικούσαν αυξήσεις στους μισθούς τους, ανάλογες του πληθωρισμού, δηλαδή αυξήσεις που να αντιστοιχούν στις αυξήσεις των τιμών έτσι ώστε να διατηρηθεί, αν μην τι άλλο, σταθερή η αγοραστική τους δύναμη; Τότε που ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα και κυρίως οι κλαδικές αποδοχές ήταν ανώτερες του βασικού και διαμορφώνονταν μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις μεταξύ των εργοδοτικών οργανώσεων και των συνδικάτων.

Το ζήτημα όμως δεν είναι ή τουλάχιστον δεν είναι κυρίως, το ποιο είναι το ύψος του ελάχιστου εγγυημένου μισθού που είναι και παραμένει ούτως ή άλλως από τους χαμηλότερους στην Ευρώπη σε όρους αγοραστικής δύναμης. Η αγοραστική δύναμη του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα, είναι μικρότερη από την αντίστοιχη δύναμη σε χώρες, όπως η Ρουμανία. Παράλληλα ένα μεγάλο μέρος των μισθωτών λαμβάνουν πολύ χαμηλότερες αποδοχές καθώς δηλώνονται ότι εργάζονται με μερική απασχόληση. Για παράδειγμα από τις 2.911.305 νέες προσλήψεις του 2022 οι 1.424.674 αφορούν σε μερική απασχόληση και οι 1.486.631 είναι προσλήψεις πλήρους απασχόλησης.

Το κυρίως ζήτημα είναι ότι η πλειοψηφία των εργαζομένων αυτής της χώρας αμείβονται μ’ αυτόν τον μισθό και παραμένουν σχεδόν δια βίου καθηλωμένοι σ’ αυτόν χωρίς καμία ελπίδα για την βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης αφού ουσιαστικά έχουν καταργηθεί οι αυξήσεις ωρίμανσης (τριετίες) και η επεκτασιμότητα των κλαδικών ΣΣΕ.

Προσαυξήσεις τριετιών -που φτάνουν έως και το 30% του κατώτατου μισθού- δικαιούνται μόνον οι μισθωτοί που είχαν θεμελιώσει δικαίωμα προϋπηρεσίας έως τις 14 Φεβρουαρίου 2012 δηλαδή πριν 11 χρόνια. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να τείνουν σταδιακά να εξαφανιστούν οι μισθωτοί που έχουν να αναμένουν κάποια επιπλέον αύξηση λόγω παλαιότητας.

Το κυβερνητικό αφήγημα είναι ότι έχουμε βγει από τα μνημόνια και έχουμε επανέλθει στην «κανονικότητα». Από το 2018 έχει επανέλθει η δυνατότητα των εργαζομένων να υπογράφουν κλαδικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας. Αυτές οι Συμβάσεις προβλέπουν αποδοχές υψηλότερες από αυτές του κατώτατου μισθού. Και εφόσον κηρυχθούν υποχρεωτικές, όλοι οι εργοδότες του κλάδου οφείλουν να τις καταβάλουν στους εργαζόμενους.

Δυστυχώς αυτό το αφήγημα δεν έχει καμία σχέση με την πραγματικότητα καθώς τα τελευταία τέσσερα χρόνια έχουν υπογραφεί ελάχιστες κλαδικές ΣΣΕ και ακόμα λιγότερες έχουν καταστεί υποχρεωτικές. Χαρακτηριστικά για το έτος 2022 μόνο μια ΚΣΣΕ έχει κηρυχτεί ως υποχρεωτικής με βάση ΦΕΚ.

Κατά συνέπεια η νέα αύξηση του κατώτατου μισθού θα επηρεάσει τις αποδοχές ενός μικρού μέρους των μισθωτών και μάλιστα των χαμηλόμισθων, όπως ακριβώς συνέβη και με τις αυξήσεις του 2022. Σύμφωνα με δημοσκόπηση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και της ALCO το 80% των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα δεν είδε καμία αύξηση το 2022, αύξηση είδε μόνο το 20%-25% των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.

Τελικά αυτό που πραγματικά συμβαίνει στην αγορά εργασίας είναι ότι όσοι λαμβάνουν μισθούς μεγαλύτερους από τον ελάχιστο εγγυημένο μισθό, δηλαδή τα 667 ευρώ καθαρά, τους λαμβάνουν με τρόπους που εντείνουν την ήδη κυριαρχούσα στην ελληνική αγορά εργασίας εργασιακή επισφάλεια. Η συντριπτική πλειοψηφία που λαμβάνουν αποδοχές υπέρτερες του κατώτατου μισθού τις λαμβάνουν είτε ως οικειοθελή εργοδοτική παροχή είτε μαύρα και στο χέρι. Έτσι η όποια ονομαστική αύξηση στην πραγματικότητα συμψηφίζεται και εξαφανίζεται.

Λέγοντας οικειοθελή εργοδοτική παροχή εννοούμε ότι οι εργαζόμενοι λαμβάνουν στην πραγματικότητα μισθό μεγαλύτερο από τον κατώτατο (τα 780 μικτά ή τα 667 καθαρά το μήνα), μισθό όμως που δεν δηλώνεται και για τον οποίο δεν καταβάλλονται οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές. Σύμφωνα με το νόμο ως μισθός στην σύμβαση εργασίας θεωρείται κάθε παροχή η οποία κατά νομική δέσμευση απορρέει από το νόμο ή από την σύμβαση και τον οποίο ο εργοδότης καταβάλλει στον εργαζόμενο ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας του. Ευνόητο είναι ότι οι μισθωτοί αποδέχονται αυτούς τους όρους είτε γιατί είναι ευάλωτοι και εργάζονται μέσα στην πίεση και το άγχος είτε γιατί «εκτιμώντας» την καλή πρόθεση του εργοδότη επιζητούν την συνέχιση της καταβολής του επιπλέον ποσού.

Όπως προκύπτει και από την εμπειρία μας στην Επιθεώρηση Εργασίας η λύση της οικειοθελούς παροχής επιλέγεται και από μεγάλες και από μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες αποφασίζουν να δώσουν υψηλότερες από τις νόμιμες αποδοχές στους εργαζόμενους χωρίς να τις δηλώνουν, μαύρα δηλαδή και στο χέρι. Στην περίπτωση αυτή ο εργοδότης αφενός μεν «γλυτώνει» τις ασφαλιστικές εισφορές αφετέρου δε μπορεί όποια στιγμή επιθυμεί να διακόψει την καταβολή του επιπλέον αυτού ποσού, αν δεν είναι ευχαριστημένος. Σ’ αυτήν την περίπτωση ο εργαζόμενος, αν κι όταν συμβεί αυτό, δεν έχει κανένα όπλο διεκδίκησης των «παράνομων» αυτών χρημάτων, ούτε μπορεί ν’ αρνηθεί να εργαστεί όσες ώρες και μέρες του ζητηθεί, προκειμένου να ικανοποιήσει τον εργοδότη του. Ακόμα και να προσφύγει στην Επιθεώρηση Εργασίας δεν έχει ελπίδα να δικαιωθεί.

Το ίδιο συμβαίνει και με την έμμεση αύξηση των μισθών με κουπόνια για αγορές σε supermarkets. Κουπόνια βέβαια που, όπως είναι φυσικό, είναι αδύνατον να αρνηθούν οι εργαζόμενοι.

Συμπερασματικά μέσα από τέτοιου είδους ευκαιριακά μέτρα αποδυναμώνεται ο εργαζόμενος και μεγαλώνει η εξάρτησή του από τον εκάστοτε εργοδότη. Η αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς την ταυτόχρονη επιστροφή στην θεσμική κανονικότητα των ΣΣΕ και του καθορισμού των αποδοχών μέσα από συλλογικές διαπραγματεύσεις εξοπλίζει τα χέρια των παραβατικών εργοδοτών και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντιστρέψει την φτωχοποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας στη χώρα μας.

*Η Σταυρούλα Παπαδημητρίου είναι Επιθεωρήτρια Εργασίας μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΑΔΕΔΥ

Διαβάστε επίσης:

«Σταυροφορίες» και «θυσίες»

Υπόθεση Λίνεκερ: Μαθήματα (δημοσιογραφικής) δεοντολογίας

Σχετικά με το 38ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΚΥΡΙΑΚΗ 28.04.2024 17:24