search
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 03.05.2024 16:29
MENU CLOSE

Άγος για την Πολιτεία ο προκλητικός Νόμος περί ευθύνης υπουργών, ειδικά υπό το βάρος των Τεμπών

29.02.2024 06:30
TOKATLIDIS

Το τελευταίο διάστημα είναι εμφανής μία προσπάθεια ανάταξης των δυνάμεων τόσο του Κράτους όσο και της Κοινωνίας απέναντι σε φαινόμενα εγκληματικής, επικίνδυνης ή απλά ανεύθυνης, αντικοινωνικής συμπεριφοράς, σε διάφορα επίπεδα.

Με την εισαγωγή νέων ουσιαστικών και διαδικαστικών κανόνων, κάποιοι από τους οποίους έχουν ήδη προκαλέσει πολλές αντιρρήσεις, το Υπουργείο Δικαιοσύνης προώθησε ένα νέο πλαίσιο ποινικού δικαίου που ήδη ψηφίσθηκε κατά πλειοψηφία από τη Βουλή. Σκοπός του νέου πλαισίου είναι, κατά τον αρμόδιο Υπουργό, η αντιμετώπιση πρωτίστως της μικρομεσαίας εγκληματικότητας, με αληθινές ποινές που θα εκτίονται, έστω εν μέρει, με πραγματικό εγκλεισμό στη φυλακή ή σε κάποιες περιπτώσεις με κοινωνική εργασία. Και αυτό διότι η μη επιβολή πραγματικών ποινών που όντως εκτίονται –έστω για ένα διάστημα– έχει δώσει το λάθος σήμα της ατιμωρησίας στους παραβάτες και ευτελίζει κάθε έννοια αποτελεσματικότητας του Κράτους στην επιβολή του Νόμου. Πολύ περισσότερο, διότι η de facto ατιμωρησία αποτελεί χλεύη προς τα θύματα και τις οικογένειές τους, ιδίως όταν πρόκειται για σκληρά εγκλήματα βίας.

Η de jure προστασία που παρέχει ο νόμος αυτός καθιστά σχεδόν αδύνατη στην πράξη την άσκηση δίωξης, καθώς την υποβάλλει σε σειρά πολλαπλών χρονικών, διαδικαστικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων που τελούν υπό τον απόλυτο έλεγχο της Βουλής. Ενδεικτικά είναι τα στενότατα όρια παραγραφής των σχετικών αδικημάτων, που προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών. Το αποτέλεσμα που προκύπτει έχει καταστεί όχι μόνο νομικά αλλά και πολιτικά και ηθικά προκλητικό για την κοινή γνώμη. Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από κατά καιρούς αποφάσεις της Βουλής για την άρση της ασυλίας κάποιων πολιτικών για επιμέρους, μικρής συνήθως σημασίας, αδικήματα. Στην πράξη οι περιπτώσεις επιτυχούς ποινικής δίωξης μελών Κυβερνήσεων για σημαντικά ζητήματα που έχουν συγκλονίσει την Κοινωνία είναι ελαχιστότατες.

Την ίδια περίοδο, και παράλληλα, αναπτύσσεται ένα κοινωνικό αίτημα που μεγεθύνεται και λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις, για τον εξορθολογισμό των κανόνων που διέπουν την ποινική ευθύνη των πολιτικών, και δη των Υπουργών και Υφυπουργών, ούτως ώστε αυτοί να μην απολαμβάνουν ατιμωρησίας για οτιδήποτε εντέλει συμβεί κατά τη θητεία τους, ακόμη και για παράνομες πράξεις και παραλείψεις τους που ουδεμία σχέση έχουν με την πολιτική τους δραστηριότητα.

Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών (1) (Νόμος 3126/2003, ΦΕΚ Α’ 66/19.03.2003) , ως έχει και ως εφαρμόζεται στην πράξη, αποτελεί πρόκληση για την Κοινωνία. Είναι κατανοητό πλέον, και στον πολιτικό κόσμο, ότι όσο ο νόμος αυτός δεν διορθώνεται, όσο δεν … συμμαζεύεται, τόσο δεν θα αποκαθαίρεται συνολικά η τάξη των πολιτικών στη συνείδηση της Κοινωνίας, για αυτό που γίνεται αντιληπτό ως άνιση και χαριστική μεταχείριση των πολιτικών έναντι των πολιτών, ως αλληλοκάλυψη των πολιτικών, και εν πολλοίς ως γενική τους ασυλία.

Η de jure προστασία που παρέχει ο νόμος αυτός καθιστά σχεδόν αδύνατη στην πράξη την άσκηση δίωξης, καθώς την υποβάλλει σε σειρά πολλαπλών χρονικών, διαδικαστικών και ουσιαστικών προϋποθέσεων που τελούν υπό τον απόλυτο έλεγχο της Βουλής. Ενδεικτικά είναι τα στενότατα όρια παραγραφής των σχετικών αδικημάτων, που προβλέπει ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών. Το αποτέλεσμα (2) που προκύπτει έχει καταστεί όχι μόνο νομικά αλλά και πολιτικά και ηθικά προκλητικό για την κοινή γνώμη. Το συμπέρασμα αυτό δεν επηρεάζεται από κατά καιρούς αποφάσεις της Βουλής για την άρση της ασυλίας κάποιων πολιτικών για επιμέρους, μικρής συνήθως σημασίας, αδικήματα. Στην πράξη οι περιπτώσεις επιτυχούς ποινικής δίωξης μελών Κυβερνήσεων για σημαντικά ζητήματα που έχουν συγκλονίσει την Κοινωνία είναι ελαχιστότατες.

Η συζήτηση για το θέμα της επανεξέτασης του νομικού πλαισίου για την ευθύνη των Υπουργών έχει ανοίξει και πάλι, με μεγάλη δύναμη. Με πρόσφατη την πρωτοβουλία συγκέντρωσης υπογραφών για το θέμα μετά το έγκλημα των Τεμπών, πρωτοβουλία που βρήκε συγκλονιστικά μεγάλη απήχηση. Η ηθική βάση του αιτήματος δεν μπορεί να γίνει πιο στέρεα. Το βάρος των Τεμπών είναι τέτοιο που συνεπάγεται άγος για την Πολιτεία, το οποίο χαράζεται στη συνείδηση όλων και επιβάλλει ριζικές αλλαγές σε όλα. Μέρος του πολιτικού συστήματος στέκεται αμήχανα απέναντι στα Τέμπη, όπως και σε τόσες άλλες τραγωδίες, ενδεχομένως ενοχικά, ελπίζοντας ίσως ότι ο χρόνος θα εξορκίσει το κακό. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί: όσο ο χρόνος κυλάει με απραξία, αναβλητικότητα και αντιμεταθέσεις ευθυνών, τόσο η κοινωνική αγανάκτηση και οργή θα αυξάνεται, τόσο το πολιτικό σύστημα θα αμφισβητείται.

Στο πλαίσιο αυτό, από μέρος της Κοινωνίας αλλά και πολιτικών φορέων γίνεται λόγος για πλήρη κατάργηση του νόμου περί ευθύνης Υπουργών. Μπορεί νομικά να γίνει κάτι τέτοιο;

Ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν στέκει μόνος του αλλά συνδέεται με την οικεία διάταξη του άρθρου 86 του Συντάγματος, για τη άσκηση δίωξης κατά Υπουργών και Υφυπουργών. H συνταγματική αυτή διάταξη (3) υπηρετεί ένα σημαντικό σκοπό, να προστατεύει δηλαδή τους Υπουργούς και Υφυπουργούς όχι από όλες αλλά από εκείνες τις ποινικές διαδικασίες που -εάν δεν υπήρχε ένα σύστημα ελέγχου (φιλτραρίσματος) των προδήλως καταχρηστικών και αβάσιμων μηνύσεων- θα τούς απασχολούσαν και πίεζαν συνεχώς, μη επιτρέποντάς τους να ασκήσουν ελεύθερα το πολιτικό και κυβερνητικό τους έργο. Ο σκοπός της συνταγματικής δηλαδή διάταξης είναι όχι να παρέχεται απόλυτη ασυλία στα μέλη των Κυβερνήσεων αλλά να υπόκεινται αυτά σε ποινικό έλεγχο όταν υπάρχει πραγματικό, βάσιμο ζήτημα.

Η συνταγματική διάταξη που εξειδικεύει ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών δεν καλύπτει, ερμηνευόμενη σύμφωνα με τον σκοπό της, τα πάντα. Δεν έχει σκοπό να καλύπτει κάθε μορφή συμπεριφοράς ενός μέλους Κυβέρνησης, είτε αυτή ανήκει στον πυρήνα της άσκησης κυβερνητικής πολιτικής είτε συνιστά κοινό έγκλημα τελούμενο με πράξη ή με παράλειψη, από πρόθεση ή από βαριά αμέλεια, αδιαφόρως.

Όμως ο νόμος όμως περί ευθύνης Υπουργών, που υποτίθεται υπηρετεί και εξειδικεύει την εν λόγω συνταγματική πρόνοια, υπερακοντίζει το σκοπό που φέρεται να υπηρετεί, υπερβαίνει το εύλογο, αναγκαίο και πρόσφορο μέτρο, φθάνοντας στο άλλο άκρο –να μην επιτρέπει τελικά την άσκηση της ποινικής δίωξης ακόμη και όταν αυτή θα έπρεπε να ασκηθεί.

Όπως γίνεται επομένως κατανοητό, με κοινό νόμο δεν μπορεί να καταργηθεί πλήρως το ειδικό πλαίσιο που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία για τα θέματα ποινικής ευθύνης Υπουργών και Υφυπουργών, γιατί αυτή στηρίζεται σε συνταγματική διάταξη και όχι σε κοινό νόμο. Θα απαιτείτο δηλαδή για την πλήρη μεταβολή συνολικά του πλαισίου ευθύνης των Υπουργών μία συνταγματική αναθεώρηση.

Συνεπώς, το ερώτημα που τίθεται άμεσα, ως επίκαιρο, επείγον και επιτακτικό, δεν αφορά στο «εάν» αλλά στο «πώς» της νομοθεσίας για την ποινική ευθύνη των Υπουργών και Υφυπουργών.

Απαιτείται επαναπροσδιορισμός των εννοιών, επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων της Κοινωνίας και του σκοπού του Νόμου, όπως πρέπει να ερμηνεύεται υπό το φως του Συντάγματος αλλά και να οριοθετείται σύμφωνα με αυτό. Απαιτείται, δηλαδή, να τροποποιηθεί ο νόμος περί ευθύνης Υπουργών, επιτρέποντας των διαχωρισμό των περιπτώσεων που θα εμπίπτουν από εκείνες που δεν θα εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, έτσι ώστε και η εφαρμογή του στην πράξη να εκφράζει τις βασικές αρχές οργάνωσης της Πολιτείας και να μην προκαλεί την αγανάκτηση των πολιτών. Αλλά και να τροποποιηθεί (4) έτσι ώστε, όταν πρέπει να ασκηθεί δίωξη αυτή να διευκολύνεται και όχι να εμποδίζεται στην πράξη από δαιδαλώδεις διαδικασίες, υπερβολικά σύντομα όρια παραγραφής κ.λπ.

Αυτό βεβαίως προϋποθέτει μία νέα νομοθετική πρωτοβουλία που θα υπερβαίνει τα ανακλαστικά αυτοάμυνας που έχει μέχρι τώρα έχει επιδείξει μεγάλο μέρος της πολιτικής τάξης.

Φαίνεται, επομένως, πως υπάρχει μια νέα επίσκεψη της Κοινωνίας σε πηγές χρόνιων παθογενειών, όπως η ατιμωρησία όχι μόνο της μικρής και μεσαίας αλλά και της μεγάλης εγκληματικότητας.

Μένει να δούμε εάν η Βουλή θα μπορέσει να ανταποκριθεί και ικανοποιήσει το νέο, δυναμικό και δίκαιο αυτό κοινωνικό αίτημα, επανακαθορίζοντας και οριοθετώντας το πλαίσιο προστασίας των μελών των Κυβερνήσεων από ποινικές ευθύνες, ενόσω κορυφώνεται η κοινωνική ένταση που προξενεί το υφιστάμενο προκλητικό πλαίσιο.

Σημειώσεις – Βιβλιογραφία

(1) Βλπτ. στην αρχική του μορφή: https://www.ministryofjustice.gr/wp content/uploads/2019/08/109_Nomos_3126_2003.pdf

(2)  Βλπτ. λ.χ. το άρθρο 3 παρ. 2 του Ν. 3126/2003, που προβλέπει ότι « Το αξιόποινο των πράξεων των Υπουργών […] εξαλείφεται με το πέρας της δεύτερης τακτικής συνόδου της βουλευτικής περιόδου που αρχίζει μετά την τέλεση της αξιόποινης πράξης, εάν ως τότε η Βουλή δεν έχει αποφασίσει να ασκήσει ποινική δίωξη κατά του Υπουργού, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο νόμο αυτόν»!

(3) Κατά το άρθρο 86 του Συντάγματος:
«1. Μόνο η Βουλή έχει την αρμοδιότητα να ασκεί δίωξη κατά όσων διατελούν ή διετέλεσαν μέλη της Κυβέρνησης ή Υφυπουργοί για ποινικά αδικήματα που τέλεσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, όπως νόμος ορίζει. Απαγορεύεται η θέσπιση ιδιώνυμων υπουργικών αδικημάτων.

 2. Δίωξη, ανάκριση, προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση κατά των προσώπων και για τα αδικήματα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 δεν επιτρέπεται χωρίς προηγούμενη απόφαση της Βουλής κατά την παράγραφο 3.

 Αν στο πλαίσιο άλλης ανάκρισης, προανάκρισης, προκαταρκτικής εξέτασης ή διοικητικής εξέτασης προκύψουν στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα πρόσωπα και τα αδικήματα της προηγούμενης παραγράφου, αυτά διαβιβάζονται αμελλητί στη Βουλή από αυτόν που ενεργεί την ανάκριση, προανάκριση ή εξέταση.

 3. Πρόταση άσκησης δίωξης υποβάλλεται από τριάντα τουλάχιστον βουλευτές. Η Βουλή, με απόφασή της που λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, συγκροτεί ειδική κοινοβουλευτική επιτροπή για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης, διαφορετικά, η πρόταση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη. Το πόρισμα της επιτροπής του προηγούμενου εδαφίου εισάγεται στην Ολομέλεια της Βουλής, η οποία αποφασίζει για την άσκηση ή μη δίωξης. Η σχετική απόφαση λαμβάνεται με την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών. Με τη διαδικασία και την πλειοψηφία του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής η Βουλή μπορεί οποτεδήποτε να ανακαλεί την απόφασή της ή να αναστέλλει τη δίωξη, την προδικασία ή την κύρια διαδικασία.

 4. Αρμόδιο για την εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων σε πρώτο και τελευταίο βαθμό είναι, ως ανώτατο δικαστήριο, Ειδικό Δικαστήριο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από έξι μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και επτά μέλη του Αρείου Πάγου. Τα τακτικά και αναπληρωματικά μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου κληρώνονται, μετά την άσκηση δίωξης, από τον Πρόεδρο της Βουλής σε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής, μεταξύ των μελών των δύο ανώτατων αυτών δικαστηρίων, που έχουν διορισθεί ή προαχθεί στο βαθμό που κατέχουν πριν από την υποβολή πρότασης για άσκηση δίωξης. Του Ειδικού Δικαστηρίου προεδρεύει ο ανώτερος σε βαθμό από τα μέλη του Αρείου Πάγου που κληρώθηκαν και μεταξύ ομοιόβαθμων ο αρχαιότερος.

 Στο πλαίσιο του Ειδικού Δικαστηρίου της παραγράφου αυτής λειτουργεί Δικαστικό Συμβούλιο που συγκροτείται για κάθε υπόθεση από δύο μέλη του Συμβουλίου της Επικρατείας και τρία μέλη του Αρείου Πάγου. Τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου δεν μπορεί να είναι και μέλη του Ειδικού Δικαστηρίου. Με απόφαση του Δικαστικού Συμβουλίου ορίζεται ένα από τα μέλη του που ανήκει στον Άρειο Πάγο ως ανακριτής. Η προδικασία λήγει με την έκδοση βουλεύματος.

 Καθήκοντα εισαγγελέα στο Ειδικό Δικαστήριο και στο Δικαστικό Συμβούλιο της παραγράφου αυτής ασκεί μέλος της Εισαγγελίας του Αρείου Πάγου που κληρώνεται μαζί με τον αναπληρωτή του. Το δεύτερο και τρίτο εδάφιο της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για τα μέλη του Δικαστικού Συμβουλίου ενώ το δεύτερο εδάφιο και για τον εισαγγελέα.

 Σε περίπτωση παραπομπής προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου συμπαραπέμπονται και οι τυχόν συμμέτοχοι, όπως νόμος ορίζει.

 5. Αν για οποιονδήποτε άλλο λόγο, στον οποίο περιλαμβάνεται και η παραγραφή, δεν περατωθεί η διαδικασία που αφορά δίωξη κατά προσώπου που είναι ή διετέλεσε μέλος της Κυβέρνησης ή Υφυπουργός, η Βουλή μπορεί, ύστερα από αίτηση του ίδιου ή των κληρονόμων του, να συστήσει ειδική επιτροπή στην οποία μπορούν να μετέχουν και ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί για τον έλεγχο της κατηγορίας

(4)  Για την απαιτούμενη οριοθέτηση, που έχει καταστεί επιτακτική ανάγκη και μείζον κοινωνικό αίτημα, πολλά έχουν γραφεί. Αντί πολλών, περιοριζόμαστε εδώ να παραπέμψουμε στη θέση των σχετικών ερωτημάτων από τον τ. Αντιπρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου κ. Ιωάννη Σαρμά, στο «Ο Νόμος περί Ευθύνης Υπουργών αντιβαίνει ή όχι στην ισότητα όλων των Πολιτών;»  

Διαβάστε επίσης:

«Για μια ισχυρή δημόσια Παιδεία»

Συγκλονίζουν βίντεο-ντοκουμέντα από τα Τέμπη: «Βοήθεια, είμαστε από κάτω» – Οι ανατριχιαστικές κραυγές δευτερόλεπτα μετά τη φονική σύγκρουση

Η τραγωδία στα Τέμπη και τα αδιανόητα «μαθήματα πένθους»

google_news_icon

Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΔΗΜΟΦΙΛΗ

Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 03.05.2024 16:15