Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Περί Λεξ: Γιατί ακούμε όλοι «αυτούς τους άθλιους στίχους ενός υποτιθέμενου καλλιτέχνη»;
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Σίγουρα δεν είμαι η χαρακτηριστική τύπισσα που θα περίμενε κανείς να ακούει ΛΕΞ. Το αντίθετο, μάλιστα. Δεν θυμάμαι καν πώς ξεκίνησε να μου αρέσει. Ίσως φταίει το clout, ίσως το ότι μέσα από στίχους σχεδόν ποιητικούς μπόρεσε να εκφράσει κάποια προσωπικά μου αδιέξοδα, ίσως πάλι και να ισχύει το «κάλλιο αργά παρά ποτέ» για να ανακαλύψεις έναν καλλιτέχνη πραγματικά ουσιαστικό. Αυτό που ξέρω είναι ότι απλά κάποια στιγμή το 2023, γνωρίζοντας ποιος είναι ο ΛΕΞ, άκουσα το «Ευτυχισμένες μέρες C minor», όπου περιγράφει δύο κόσμους διαφορετικούς που ανθίζουν, μαραίνονται και ξαναζωντανεύουν παράλληλα – όλα αυτά «σχολιάζοντας στον καναπέ Masterchef» και, ναι, ταυτίστηκα.
Δεν θα σας κουράσω με φιλοσοφίες ή στατιστικά που αποδεικνύουν τη συνεχώς ανοδική πορεία του, καθώς δεν αποσκοπώ να δώσω απαντήσεις. Αποσκοπώ να κάνω έστω κι έναν να αναρωτηθεί γιατί σαν σύνολο αισθανόμαστε την ανάγκη να αποδείξουμε στον διπλανό ότι είμαστε πιο σημαντικοί ακροατές του ΛΕΞ από εκείνον.
Ο ΛΕΞ αρχικά δεν έγινε γνωστός μέσα σε μια νύχτα. Βρίσκεται στην «underground» σκηνή, όπως ο ίδιος την αποκαλεί, από το 1999, όπου μας συστήθηκε πρώτη φορά μέσα από τα «Βόρεια Αστέρια» οι οποίοι έδωσαν την τελευταία τους συναυλία το 2015 (ξεκίνησε solo καριέρα από το 2010). Μετράει ήδη 26 χρόνια παρουσίας στον χώρο. Ο ΛΕΞ επεξεργάστηκε το δικό του στυλ, άλλαξε και εξελίχθηκε, χωρίς να απολογείται, ως όφειλε. Τα τέσσερα προσωπικά του άλμπουμ γνώρισαν ανοδική επιτυχία, με το τελευταίο να σαρώνει στα charts μήνες μετά την κυκλοφορία του. Είναι τόσο σημαντικό να χαρτογραφήσουμε αυτήν την πορεία; Τι θα μας αποδείξει; Το μόνο που θα μας αποδείξει είναι ότι αυτός ο άνθρωπος εργάστηκε σκληρά και με συνέπεια σ’ αυτό που γούσταρε να κάνει: τη μουσική.
Χωρίς ιδιαίτερη παρουσία στα social media και με όπλο μόνο το ταλέντο του, ο ΛΕΞ κατάφερε να κάνει αυτό που οι τράπερς με τα chains, τις πισίνες, τα beefs και την περισσή μαγκιά δεν κατάφεραν ποτέ. Εκφράζει επιτυχώς μια γενιά που πέρασε κρίση οικονομική και κρίση αξιών, έζησε την είσοδο της Χρυσής Αυγής στη Βουλή, η οποία βιαιοπραγούσε αδιακρίτως και δολοφονούσε αντιφρονούντες, όπως ο Παύλος Φύσσας, βίωσε τη δυστοπία της πανδημίας. Άλλωστε δεν χρειάστηκε ποτέ το Instagram για να επικοινωνήσει με τον κόσμο. Ό,τι θέλει να πει, το εκφράζει μέσα από τους στίχους του και τον βρίσκει κανείς στο Youtube και το Spotify.
Δύο «αντίπαλες σκηνές» αντιμάχονται μεταξύ τους με ξεκάθαρο νικητή. Ο ΛΕΞ κάνει storytelling γράφοντας «κατεβατά», πάντα σε στίχο ελληνικό, ενώ ο ήχος του δεν επισκιάζει την ιστορία που αφηγείται – απλώς τη συμπληρώνει.
Ο επιδραστικός του λόγος έρχεται σε αντίθεση με τη φθηνή τραπ που έχει ανάγκη το «μπινελίκι» για να φανεί, τα όπλα για να επιβληθεί, τον μισογυνισμό για να επιβιώσει και την αλητεία για να «ξεχωρίσει».
Παιδιά «φτύνουν» περήφανα στίχους που μιλούν για ναρκωτικά, όπλα, νύχτα και γυναίκες-πόρνες, χωρίς να αντιλαμβάνονται τη σημασία τους και σιγά σιγά εμπεδώνουν υποδόρια μια συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα.
Εδώ δίνεται μια μάχη ηγεμονίας: Ποιο θα είναι το μουσικό και, κατ’ επέκταση, το ιδεολογικό αποτύπωμα που θα σταμπάρει αυτή τη γενιά. Και ναι, χαίρομαι που σε αυτή προηγείται ο ΛΕΞ.
Οι «εσείς» και οι «εμείς», ή αλλιώς το οιδιπόδειο των δίπολων
Στην Ελλάδα μάς θρέφει ο διχασμός. Είναι εντυπωσιακή η ανάγκη μας να διαφωνήσουμε και να κάνουμε πιο έντονα αυτά που μας χωρίζουν ακόμα κι αν χρειαστεί να δημιουργήσουμε υποκατηγορίες σε αυτά που μας ενώνουν. Όπως στην προκειμένη περίπτωση, με τον ΛΕΞ συμφωνούμε όλοι ότι μας αρέσει, όμως πρέπει να δημιουργηθούν οι υποκατηγορίες του σε ποιον αρέσει περισσότερο, ποιοι είναι μεταξύ μας οι real και ποιοι το κάνουν για το στόρυ και το clout.
Ακόμα και σε ένα event που πάμε για να περάσουμε καλά, εν προκειμένω μια συναυλία, νιώθουμε την ακαταμάχητη ανάγκη να χωριστούμε σε «εσείς κι εμείς». Δεν αντέχουμε αν δεν υπάρχει διττότητα στα πάντα πλέον. Για να έχει νόημα η ύπαρξή μας, πρέπει να υπάρχει κάποιος αντίπαλος όπου οι μεν είναι οι real και οι δε οι fake. Κάντε εικόνα να πάμε στη συναυλία και να κοιτιόμαστε μεταξύ μας με καχυποψία να ξεχωρίσουμε τους σωστούς από τους λάθος.
Είχα μια συζήτηση πάνω στο θέμα και προέκυψε το εξής – άκυρο, κατά τη γνώμη μου – ερώτημα. Τι ψηφίζουν αυτοί που θα πάνε στον ΛΕΞ; Ό,τι θέλουν. Η τέχνη ενός καλλιτέχνη ξεπερνάει και τον ίδιο. Ούτε ο ίδιος ο ΛΕΞ μπορεί να βάλει εμπάργκο στο ποιος θα ακούσει τη μουσική του. Πρέπει, δηλαδή, να υπογράφουμε δήλωση πεποιθήσεων, πριν μπούμε σε έναν συναυλιακό χώρο, κι αν κάποιος είναι αριστερός ή δεξιός να του απαγορεύεται; Είναι κάποια καινούργια πίστα παραλογισμού αυτή;
Τότε, μόνο οι μαυροφορεμένοι τύποι με τα χιαστί τσαντάκια τον «νιώθουν», αυτοί που τους έθρεψε ο δρόμος, κανένας άλλος. Ούτε τα preppy κορίτσια, ούτε τα πλουσιόπαιδα του κολλεγίου με τα εξοχικά με τις πισίνες και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, ούτε ο δημόσιος υπάλληλος, μόνο εκείνος που ζει στο hustle και ίσως στην ημι-παρανομία. Μα τι λέμε; Υπάρχει η φράση «ποιος δικαιούται να ακούει την “τάδε” μουσική»; Όχι. Η μουσική είναι συναίσθημα και μέσο έκφρασης της ψυχής σου, της χαράς σου και του τραύματός σου, όχι κάτι που δικαιούσαι ή όχι να ακούσεις. Αυτά είναι για όσους θέλουν να αισθανθούν ότι ο μικρόκοσμός τους είναι σημαντικότερος από των άλλων – όμως γι’ αυτό υπάρχουν και ψυχολόγοι.
Ο ΛΕΞ δεν έχει μιλήσει μόνο για τα αδιέξοδα της εργατικής τάξης, αλλά έχει θίξει συνολικά τις κοινωνικές παθογένειες, την τοξικότητα στις φιλίες, την κατάθλιψη και τους προσωπικούς αγώνες, την αγάπη, την παραίτηση μιας ολόκληρης γενιάς από τα «μεγάλα σχέδια», και με αυτό μπορούν να ταυτιστούν όλοι. Δεν το κάνει με διδακτισμό — το κάνει σαν κάποιος που τα έχει ζήσει. Ο στίχος του δεν περιγράφει τις πόλεις ως καρτ ποστάλ, γιατί κανείς δεν τις βλέπει έτσι. Είναι βρόμικες, μελαγχολικές, μα ζωντανές. Όλα αυτά δημιουργούν έναν βαθύ συναισθηματικό δεσμό με τον ακροατή, γιατί «όταν τα λέμε όλοι μαζί, καμιά φορά οι φωταγωγοί μυρίζουνε γιασεμί».
Κι όσο εμείς τσακωνόμαστε για το ποιος «γνωρίζει της ζωής του κάθε σχέδιο», ο ΛΕΞ γράφει μουσική για όποιον θέλει να την ακούσει, απαντώντας με τους στίχους του σε όλα τα «γιατί», χωρίς να πουλάει success story, αλλά αναδεικνύοντας τον πόνο της καθημερινότητας με αξιοπρέπεια. Σε μια εποχή που όλοι προσποιούνται ότι «το ’χουν», ο ΛΕΞ λέει «δεν το ’χουμε, αλλά είμαστε ακόμα εδώ».
Ο ΛΕΞ είναι πλέον κάτι παραπάνω από μουσικός – είναι πολιτιστικό γεγονός. Κι αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τις πωλήσεις, αλλά με τον στίχο του. Δεν κάνει κήρυγμα και δεν ηθικολογεί αλλά αρθρώνει σε λέξεις τις σκέψεις που κουβαλάμε μέσα μας χωρίς φόβο και ίσως χωρίς να τον νοιάζει και πολύ για το ποιος θα ταυτιστεί. Ο ΛΕΞ δεν είχε ανάγκη να φανεί μέσα από τα «χρυσά» του και τα λεφτά, είχε ανάγκη να κάνει μια κατάθεση ψυχής χωρίς τις αυταπάτες του μεγαλείου – θέλει μόνο να μιλήσει γι’ αυτά που ζει καθημερινά. Και να θυμάστε «όλοι κοιτάμε τον ίδιο ουρανό, πίνουμε από το ίδιο νερό. Δεν με ενδιαφέρει τι αμάξι οδηγάς, πες μου πού φτάνεις γι’ αυτά που αγαπάς».
Διαβάστε επίσης:
Περιβάλλον ΛΕΞ: «Είναι πολύ δυσαρεστημένος με το νέο τραγούδι του Light» (Video)
Συναυλία ΛΕΞ στο ΟΑΚΑ: Ψάχνουν άλλο χώρο μετά το sold out για να βγουν περισσότερα εισιτήρια