Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Η Γενοκτονία των Ποντίων
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Μια μαρτυρία ιστορικής μνήμης και εθνικής τραγωδίας
Τα δεινά του Ποντιακού Ελληνισμού αρχίζουν λίγα χρόνια μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης. Το 1461, η Άλωση της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας από τον Μωάμεθ Β΄ σήμανε το τέλος της πολιτικής ανεξαρτησίας των Ποντίων και την έναρξη μιας μακραίωνης περιόδου διωγμών, καταπίεσης, εξισλαμισμών και τελικά, τον 20ό αιώνα, της μεθοδευμένης και συστηματικής εξόντωσης του πληθυσμού: της γενοκτονίας.
Η πρώτη περίοδος, από την πτώση της Τραπεζούντας έως τα μέσα του 17ου αιώνα, ήταν σχετικά ήπια. Οι Οθωμανοί ακολούθησαν μια συγκρατημένα ανεκτική στάση έναντι των Ποντίων, διατηρώντας ένα πλαίσιο θρησκευτικής και πολιτισμικής αυτονομίας υπό την αιγίδα του μιλετικού συστήματος.
Η δεύτερη περίοδος, από τα μέσα του 17ου έως τον 18ο αιώνα, χαρακτηρίζεται από μια στροφή προς βίαιες πρακτικές, σε συνάρτηση με τους αλλεπάλληλους ρωσοτουρκικούς πολέμους. Οι χριστιανοί του Πόντου αντιμετωπίστηκαν ως ύποπτοι συνεργασίας με τη Ρωσία, με αποτέλεσμα να στοχοποιηθούν μέσω διώξεων, εξισλαμισμών και διοικητικών μέτρων καταπίεσης.
Από το 1774, με τη συνθήκη του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, έως το 1908, τα μέτρα εναντίον των Ποντίων εντάθηκαν. Η οθωμανική διοίκηση, με προφάσεις την «ασφάλεια του κράτους», εμπόδιζε συστηματικά την εφαρμογή των φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων υπέρ των χριστιανών, ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο.
Η τρίτη και πλέον τραγική περίοδος ξεκινά το 1908, όταν η άνοδος του τουρκικού εθνικισμού μέσω του Κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» θέτει ως κεντρικό στόχο τον εκτουρκισμό της Μικράς Ασίας και την εξάλειψη των χριστιανικών πληθυσμών. Από εκείνο το σημείο και έπειτα, η τύχη του Ποντιακού Ελληνισμού ήταν προδιαγεγραμμένη.
Το δόγμα της «Ένωσης και Προόδου» και η πολιτική του αφανισμού
Στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1911, ελήφθη μια καθοριστική απόφαση: η Μικρά Ασία έπρεπε να μετατραπεί σε καθαρά μουσουλμανική επικράτεια, χωρίς χριστιανικούς πληθυσμούς. Αυτή η πολιτική συνεπαγόταν τον πλήρη αφανισμό των εθνοτήτων που ζούσαν εκεί επί αιώνες — κυρίως των Αρμενίων και των Ελλήνων.
Καθοριστικό ρόλο στον σχεδιασμό αυτής της πολιτικής φέρονται να είχαν Γερμανοί στρατιωτικοί σύμβουλοι, οι οποίοι πίστευαν ότι μόνο η οριστική εξαφάνιση των χριστιανικών πληθυσμών θα εξασφάλιζε τον γεωπολιτικό έλεγχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, η γενοκτονία δεν ήταν προϊόν χάους ή συγκυριών· ήταν συνειδητά σχεδιασμένη, μεθοδικά εκτελεσμένη και ιδεολογικά θεμελιωμένη.
Η πρώτη φάση: Επιστράτευση και καταναγκαστικά έργα
Το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όλοι οι Έλληνες άνδρες ηλικίας 15 έως 45 ετών επιστρατεύτηκαν και οδηγήθηκαν σε «Τάγματα Εργασίας» — τα διαβόητα Αμελέ Ταμπουρού. Εκεί, υπό συνθήκες πείνας, εξάντλησης, κακομεταχείρισης και βασανιστηρίων, χιλιάδες πέθαναν χωρίς ποτέ να επιστρέψουν.
Παράλληλα, η νομοθεσία απαγόρευσε κάθε οικονομική ή επαγγελματική συνεργασία μουσουλμάνων με Έλληνες, ενώ ενθαρρύνθηκαν —ή και οργανώθηκαν— επιθέσεις από άτακτες ορδές σε ελληνικά χωριά. Οι επιδρομές αυτές περιλάμβαναν λεηλασίες, φόνους, απαγωγές κοριτσιών και ολοκληρωτική καταστροφή κοινοτήτων.
Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, μέσω της πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, περιέγραψε σε αναφορά του Ιουνίου 1915 τις σκηνές που εκτυλίσσονταν:
«Οι εκτοπιζόμενοι από τα χωριά τους δεν είχαν δικαίωμα να πάρουν μαζί τους ούτε τα απολύτως αναγκαία. Γυμνοί και ξυπόλυτοι, χωρίς τροφή και νερό, δερόμενοι και υβριζόμενοι, όσοι δεν εφονεύοντο, οδηγούντο στα όρη από τους δημίους τους. Οι περισσότεροι πέθαιναν καθ’ οδόν από τα βασανιστήρια. Το τέρμα του ταξιδιού δεν σήμαινε και τέρμα των δεινών τους…».
Η δεύτερη φάση: Ο Κεμαλισμός και η ολοκλήρωση του εγκλήματος
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την αποχώρηση των ρωσικών στρατευμάτων από τον Πόντο, η κατάσταση επιδεινώθηκε δραματικά. Τον Μάιο του 1919 φτάνει στη Σαμψούντα ο Μουσταφά Κεμάλ, ο οποίος οργανώνει την εθνικιστική αντίσταση και ταυτόχρονα δίνει την τελική ώθηση στο σχέδιο εξόντωσης.
Η δράση των άτακτων τσετών —κυρίως υπό την αρχηγία του διαβόητου Τοπάλ Οσμάν— ήταν ανεξέλεγκτη. Χιλιάδες κάτοικοι σφαγιάστηκαν, ολόκληρα χωριά ισοπεδώθηκαν, και οι γυναίκες και τα παιδιά υπέστησαν ανείπωτες κακοποιήσεις και βίαιους εξισλαμισμούς.
Απολογισμός της τραγωδίας
Στις αρχές του 20ού αιώνα, οι Έλληνες του Πόντου υπολογίζονταν σε περίπου 700.000. Μέχρι το τέλος του 1923, οι απώλειες κυμαίνονται, ανάλογα με τις πηγές, από 213.000 έως 368.000 νεκρούς.
Το 1923, με τη Συνθήκη της Λωζάννης και την επιβολή της υποχρεωτικής ανταλλαγής πληθυσμών, ολοκληρώθηκε ο εκπατρισμός των Ποντίων από τις πατρογονικές τους εστίες. Όσοι επέζησαν, εγκαταστάθηκαν κυρίως στον ελλαδικό χώρο, φέροντας τις μνήμες, τις παραδόσεις, αλλά και τα τραύματα μιας ιστορικής καταστροφής.
Ηθική και ιστορική δικαίωση
Η γενοκτονία των Ποντίων αναγνωρίζεται σήμερα από πληθώρα επιστημονικών και κρατικών φορέων ανά τον κόσμο ως έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Η 19η Μαΐου έχει καθιερωθεί στην Ελλάδα ως Ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού Ελληνισμού, τιμώντας όχι μόνο τους νεκρούς, αλλά και την ιστορική επιμονή ενός λαού να διατηρήσει τη μνήμη του ζωντανή, απέναντι στη λήθη και την άρνηση.
Η Γενοκτονία των Ποντίων δεν ήταν απλώς μια σειρά τυχαίων γεγονότων, αλλά μια συστηματική και μεθοδευμένη προσπάθεια εξόντωσης ενός ολόκληρου λαού. Οι μαρτυρίες, τα στατιστικά στοιχεία και οι χάρτες που έχουν διασωθεί αποτελούν αδιάψευστα τεκμήρια αυτής της τραγωδίας. Η διατήρηση της μνήμης και η αναγνώριση της γενοκτονίας είναι απαραίτητες για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας και την απόδοση δικαιοσύνης στα θύματα.
Η ανάδειξη της ιστορικής αλήθειας δεν είναι πράξη εκδίκησης· είναι πράξη συνείδησης, δικαιοσύνης και σεβασμού προς τη μνήμη των θυμάτων και τις επόμενες γενιές.
Διαβάστε επίσης: