Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Η περίοδος αυτή ήταν επόμενο να δώσει λαβή στη λογοτεχνία… Ο Κύπριος φιλόλογος, πεζογράφος και ποιητής Σάββας Παύλου (1951 – 2016) άφησε ένα ισχνό τευχίδιον, με μια επωνυμία – μπλόφα, που προσιδίαζε μάλλον σε αναμνήσεις πατρός της Εκκλησίας. Ο τίτλος του εξόχως παραπλανητικός: «Λαογραφικαί τινές παρατηρήσεις επί των κινηματογράφων του Άστεως»… Εκεί διηγείτο:
«…γέρων υπερογδοηκοντούτης ερειδόμενος της βακτηρίας αυτού (μπαστούνι) εισήλθεν εις τον κινηματογράφον σύρων τους ασθενικούς πόδας αυτού επί του πατώματος. Εν ηδονοβλεψία και φαντασία θα ανεπλήρου τον απολεσθέντα καιρόν την εσπέραν εκείνην, ην ηδύνατο ενδεχομένως να αναλώση άλλως πως εις το ΚΑΠΗ της περιφερείας του.
Την ώραν ταύτην επί της οθόνης, ενώ σκηναί λεσβιασμού εξετυλίσσοντο μεταξύ των τριών καλλιπάρειων νεανίδων, απεκαλύφθη, άμα τη εκδύσει αυτών, ότι μια των συμμετεχουσών εις το ερωτικόν συμπόσιον ήτο παρενδυματικός (χυδαϊστί: τραβεστί). Και αι δυο (εναπομείνασαι) νεανίδες εν εκπλήξει προσέβλεπον εις το αποκαλυφθέν υπερμέγεθες και εν στύσει ευρισκόμενον πέος, το οποίον απρόσκλητον και μη αναμενόμενον ανεμείχθη εις την ερωτικήν πανδαισίαν αυτών… Η σκηνή ήτο άκρως ενδιαφέρουσα, διό θεατής, εν αγανακτήσει διατελών, εβόησε, στεντορεία τη φωνή, προς τον γέροντα, του οποίου την στιγμήν εκείνην η βακτηρία είχε πέσει εκ των τρεμουσών χειρών αυτού εις το δάπεδο μετά (γ)δούπου.
– Τι ήλθες εδώ μέσα, γέρο; Να καυλώσει το μπαστούνι σου;».
Η μεταβολή στους λούμπεν κινηματογράφους ξεκίνησε βέβαια από την αρχική τους λειτουργία ως κινηματογράφων που έπαιζαν έργα για τον Μασίστα ή άλλα καουμπόικα φιλμ, για να εξελιχθεί σε κινηματογράφο με τσόντες – δηλαδή σκηνές πορνό εμβόλιμες αλλά άσχετες με την κύρια υπόθεση – και τελικά να οδηγηθεί στην προβολή καθαρόαιμων πορνό. Από τη μοίρα αυτή γλύτωσαν διάφορες αίθουσες ποιοτικού ή οικογενειακού ή καθαρής αναψυχής κινηματογράφου, που κατάφεραν να επιβιώσουν μέχρι τις ημέρες μας. Ο Κώστας Μουρσελάς αφηγείται μια προσωπική περιπέτεια που είχε σε έναν τέως κινηματογράφο, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, που προσφερόταν για πορνογραφικές εντυπώσεις:
«Εκεί που κοιτούσα τις φωτογραφίες βλέπω μπροστά μου… την Τζούλια, την κόρη του Θωμά… Με το που κοντοστάθηκα να ρίξω τις ματιές μου στα σεξουαλικά συμπλέγματα, και με τον φόβο μην με δει και κανένα μάτι κανενός φίλου πουριτανού, να τη μπροστά μου, να με κοιτάζει, με εκείνα τα τεράστια μελαγχολικά μάτια της, κάπως ειρωνικά και πονηρά… “δεν θα το πείτε στον μπαμπά μου, βέβαια”.
“Και συ παρομοίως στη Σοφία” της απαντώ… Πριν κόψω τα εισιτήρια, την προειδοποίησα για το επικίνδυνο της εκστρατείας μας. Έτσι βάφτισα την είσοδό μας στο πορνοσινεμά: Εκστρατεία. Εκεί της εξήγησα για τη δύναμη της εικόνας: Ότι δηλαδή λένε πως μια εικόνα αξίζει πιο πολύ από χίλιες λέξεις…
“Που σημαίνει;” με ρώτησε.
“Που σημαίνει ότι είναι στιγμές που οι εικόνες σε βγάζουν εκτός ελέγχου και ορίων” της απάντησα….
…Στο σκοτάδι της αίθουσας διέκρινα πως δεν υπήρχαν πάνω από δέκα – είκοσι κεφάλια στην πλατεία. “Ευτυχώς, όσο λιγότεροι τόσο καλύτερα” σκέφτηκα, γιατί μέχρι να κόψω τα εισιτήρια είχα μετανιώσει χίλιες φορές για την επιπολαιότητά μου. Ένας κοινός γνωστός να μας έβλεπε, φτάνει για ν’ αρχίσουν οι γνωστές ιστορίες με τα γνωστά δράματα με τα πιο γνωστά λογύδρια, “ρε πούστη, στην κόρη μου βρήκες να ξεπέσεις” και διάφορα τέτοια, τραγικά και ακατανόητα…
Οι ερεθιστικές σκηνές της ταινίας – μια δασκαλίτσα που οργιάζει με έναν μαθητή της – μας είχαν κάνει σμπαράλια και τους δυο. Δεν έμενε – ο καθένας το προβλέπει αυτό – παρά να της πιάσω το χέρι και να το φέρω προς τα δικά μου χωρικά ύδατα».
Μια άλλη, πιο ρεαλιστική περιγραφή που αναφέρεται στη γενική πτωτική εξέλιξη του κινηματογράφου, έχουμε από έναν σκηνοθέτη που έχει αφιερώσει χρόνια στο ποιοτικό και ειδικά στο Queer σινεμά, έχοντας σκηνοθετήσει το «Μετέωρο και σκιά» με τη ζωή του Λαπαθιώτη – που πήρε πρώτο κρατικό βραβείο. Διηγείται ο Τάκης Σπετσιώτης:
«Όλο και μετράω κλειστούς κινηματογράφους. Απ’ τους πολύ γνωστούς του αθηναϊκού κέντρου – Έμπασσυ, Αττικόν, Ριβολί κ.λπ. – μέχρι… και αίθουσες των μακρινών συνοικιών με εξωτικά ονόματα (Αλέα, Αριάνα, Χαραυγή, στον Ρέντη και στο Περιστέρι), που αγνοούσα την ύπαρξή τους και που χρόνια είναι άφαντες. Άσε από αίθουσες που με προφύλαξη έμπαινες μην σε δει κάνας γνωστός να βλέπεις ταινίες “άγριου ερωτισμού” – καημένο Αβέρωφ, μνημείο σωστό στο κέντρο της πόλης κατάντησες.
Απ’ τα χαρακτηριστικά φαινόμενα ερημοποίησης της σύγχρονης ζωής στα αστικά κέντρα αλλά και στις λαϊκές γειτονιές το κλείσιμο των σινεμά, τέχνη που έβλεπες συγχρωτισμένος με τους άλλους ανθρώπους μαζί, σε αίθουσες τίγκα στον κόσμο, κι όχι μόνος σου σκυφτός στο κινητό. Κάθε που τα βλέπω νομίζω ότι κάνω βόλτα σε νεκροταφεία – πώς άλλαξε η ζωή!»
Ο Σπετσιώτης καταγράφει αυτό που είναι υπόγεια αισθητό σε πολλούς ανθρώπους: Ότι η συλλογική παρακολούθηση του κινηματογραφικού έργου κάνει την ποιότητα. Ότι η συλλογική θέαση είναι αυτή που ξεχωρίζει το κινηματογραφικό από το τηλεοπτικό έργο, παρά το γεγονός ότι το δεύτερο επιτρέπει διάφορες διευκολύνσεις κατά τη διεξαγωγή του. Ότι η διάλυση της αστικής ζωής σε ακύτταρες «γειτονιές» έχει μεταξύ άλλων και αυτό το αποτέλεσμα – δηλαδή την υποβάθμιση των συλλογικοτήτων.
Πολλές ταινίες προκύπτουν από μια διάθεση ανατρεπτική, από μια διάθεση κριτικής των κοινωνικών καταστάσεων. Η Θεσσαλονίκη το 2004 παρουσιάζει ένα αφιέρωμα στον Αμπάς Κιαροστάμι (1940 – 2016), που έχει στο ρεπερτόριό του 33 ταινίες – εκ των οποίων οι έξι είναι σημαντικές για την πορεία του ιρανικού κινηματογράφου.
Στη Σαουδική Αραβία, η πρόσφατη ταινία «Norah» του Ταουφίκ Αλζαϊντί ξεχωρίζει από την αντίθεση ανάμεσα στον «οπισθοδρομικό σκοταδισμό του σαουδαραβικού χωριού και στον διαφωτιστικό προοδευτισμό του νεαρού δασκάλου από την πόλη», κατά πώς γράφει η Ιφιγένεια Καλαντζή, σε ένα έργο αφιερωμένο στη μνήμη του Σαουδάραβα πρωτοπόρου ζωγράφου της αφηρημένης τέχνης, του Σαάντ Αλ Ομπάιντ.
Στην Αλβανία έχουμε τη συνεισφορά του Μπουγιάρ Αλιμάνι, που διατείνεται ότι όποιος έχει πόδια γερά περπατάει… Πολλές ταινίες που έχουν γυριστεί σε χώρες όπως η Τουρκία, η Περσία, το Αφγανιστάν, θυμίζουν σ’ εμάς τους δυτικούς την απογοήτευση και πικρία των ανθρώπων από τα κοινωνικά δρώμενα. H Hala di Abdala από τη Συρία, που ζει στο Παρίσι με τον άνδρα της, εκφράζει την εξορία, τη νοσταλγία, το σινεμά και τις ταινίες που δεν γυρίστηκαν ποτέ.
Στην ταινία «Τα μεθυσμένα άλογα» εικονογραφείται η αθλιότητα της ζωής των μεθοριακών πληθυσμών, που υποβάλουν σε μεγάλες θυσίες τα άλογά τους. Γράφει γι’ αυτήν την ταινία (έτος 2000) η Cinephilia:
«Η ταινία “Μεθυσμένα άλογα” είναι μια μικρή ιρανική ταινία. Είναι μικρή τόσο ως προς τα μεγέθη παραγωγής – γυρίστηκε με ελάχιστα χρήματα και τη συμβολή της οικογένειας του σκηνοθέτη – όσο και ως προς τις αξίες παραγωγής: κανένας γνωστός πρωταγωνιστής, κανένα ειδικό ή άλλο εφέ. Προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης και την ώρα που γράφεται αυτό το κείμενο διανύει την τρίτη εβδομάδα προβολής της στις αίθουσες της Αθήνας. Αυτό ήδη συνιστά μια επιτυχία – η πρώτη ταινία ενός άγνωστου σκηνοθέτη επιβιώνει ανταγωνιζόμενη τα χολιγουντιανά μεγαθήρια – και έναν πολύ καλό λόγο για να ασχοληθεί κάποιος μ’ αυτήν».
Πολλοί βλέπουν στη δυναμική του γυρίσματος ταινιών με ψηφιακά μέσα μια λογική που κάνει φθηνότερες τις ταινίες και επιτρέπει να γυρίζονται οι πιο δύσκολες σκηνές του κινηματογράφου: Όμως το θέμα παραμένει, ως η επιλογή εις βάρος του δημοσίου θεάματος και υπέρ του ιδιωτικού.
Σε ένα άρθρο όπως το «e-φως 2003», προϊόν της εργασίας του περιοδικού «Highlights», η Πελαγία Ανδριγιαννάκη εκθέτει τα πρώιμα πειράματα χρησιμοποίησης της ψηφιακής τεχνολογίας στον νέο, 21ο αιώνα: Είναι η video art, τα full motion video games, το computer animation καθώς και φιλμ ντοκιμαντέρ ή μυθοπλασίας, που αποτελούν δείγματα μιας ανερχόμενης οπτικοακουστικής γλώσσας.
Από πολεοδομική σκοπιά, θα λέγαμε ότι η τέτοια «χρήση» του συλλογικού θεάματος είναι αναγκαία για τις κεντρομόλες δυνάμεις της κοινότητας. Η πόλη πρέπει να παρέχει κάθε είδους κοινά θεάματα (όπως και ακροάματα), που να είναι υποβλητικά, για να μην τείνει να εκφυλίζεται σε ναό της ιδιώτευσης, χωρίς αναμνήσεις… Προς το παρόν πάντως οι κεντρόφυγες δυνάμεις αποδεικνύονται πιο αποτελεσματικές και το ιδιωτικό θέαμα κυριαρχεί…
* Ο Γιάννης Σχίζας είναι συγγραφέας
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Ιφιγένεια Καλαντζή, «Αθέατος ερωτισμός μέσα από το παιχνίδι των βλεμμάτων», «Δρόμος της Αριστεράς», 24.5.25
2. Νώντα Μανωλίτση, «Όταν η Αθήνα υποδέχονταν τον ομιλούντα κινηματογράφο», «Ελευθεροτυπία», 20.12.2004
3. Μπάρμπης Βόζαλης, «Τελετές κινηματογράφου», περιοδικό «Αυτό» της Λάρισας, Αύγουστος 1986
4. Κώστας Μουρσελάς, «Μύρισε βροχή», από το συλλογικό έργο «Αθήνα, διαδρομές και στάσεις», Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1999
5. Θόδωρος Μαραγκός, «Σχετικά με τον ελληνικό κινηματογράφο», περιοδικό «Highlights», τεύχος Ιουνίου 2006
6. Κevin Spacey, «H ηθοποιία είναι στάση ζωής», συνέντευξη στην Ελπίδα Σκούφαλου, περιοδικό «Highlights», Ιούνιος 2003
7. Κώστας Τομανάς: «Οι κινηματογράφοι της παλιάς Θεσσαλονίκης», Α. Μυλωνάκη, Γ. Γκροσδάνη: «Ιστορίες από την πόλη και τον κινηματογράφο»
Διαβάστε επίσης:
Το εκκρεμές του θεάματος 1ο μέρος
Εγκαίνια του πολιτιστικού κέντρου Νίκη Παπαθεοχάρη (Photos)
Τα Ι.Χ. των ονείρων (μέρος 2ο)
Ακολουθήστε το topontiki.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν.
Το topontiki.gr σέβεται όλες τις απόψεις, αλλά διατηρεί το δικαίωμά του να μην αναρτά υβριστικά σχόλια και διαφημίσεις. Οι χρήστες που παραβιάζουν τους κανόνες συμπεριφοράς θα αποκλείονται. Τα σχόλια απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των αναγνωστών.