Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή / Μέρος 6ο - Από την αγορά στο μοναστήρι
Δημοσιεύτηκε στο ΠΟΝΤΙΚΙ
Στο Βυζάντιο, η πόλη ήταν ένας ζωντανός οργανισμός που αντανακλούσε την ισορροπία (ή την ένταση) ανάμεσα στην κοσμική δραστηριότητα και την πνευματική ζωή. Από την πολυκοσμία της αγοράς ώς την ησυχία του μοναστηριού, η καθημερινότητα των βυζαντινών πόλεων απλωνόταν σε ένα φάσμα εμπειριών που διαμόρφωνε τόσο τον δημόσιο όσο και τον ιδιωτικό βίο.
Η αγορά με άλλα λόγια ήταν η καρδιά της πόλης, αυτή έδινε τον ρυθμό και πολλές φορές καθόριζε και τις εξελίξεις. Εκτός από χώρος συναλλαγών, ήταν και τόπος κοινωνικής προβολής. Εκεί οι εύποροι έμποροι συναγωνίζονταν σε πολυτέλεια, οι τεχνίτες διαφήμιζαν τις δεξιότητές τους και οι απλοί πολίτες συμμετείχαν σε μιαν αδιάκοπη ανταλλαγή προϊόντων, ειδήσεων και φημών. Ο ιστορικός Θεοφάνης αναφέρει ότι ακόμη και πολιτικές ανατροπές μπορούσαν να προαναγγελθούν μέσα από την «κινητικότητα» της αγοράς, καθώς η φημολογία κυκλοφορούσε γρηγορότερα από τις επίσημες ανακοινώσεις.
Οι γειτονιές ως κέντρο κοινοτικής ζωής
Η πολεοδομική μορφή των βυζαντινών πόλεων έφερε έντονα τα ίχνη της ρωμαϊκής παράδοσης με τους λιθόστρωτους δρόμους, τα υδραγωγεία και τα δημόσια κτήρια. Όμως, με το πέρασμα των αιώνων, ο δημόσιος χώρος συρρικνώθηκε και η πόλη έγινε πιο «κλειστή». Οι γειτονιές οργανώνονταν συχνά γύρω από μια ενοριακή εκκλησία, η οποία αποτελούσε τοπικό κέντρο κοινοτικής ζωής. Εκεί οι κάτοικοι συναθροίζονταν όχι μόνο για τη λειτουργία, αλλά και για την επίλυση καθημερινών ζητημάτων, ενώ οι εφημέριοι λειτουργούσαν ως μεσολαβητές ανάμεσα στον λαό και την εξουσία. Είναι εντυπωσιακό ότι έχουν διασωθεί μνήμες αυτής της παράδοσης στη χώρα μας ακόμα και σήμερα σε διάφορες μικρές ή και μεγάλες κοινότητες, όπου η ενορία της εκκλησίας ορίζει τη γειτονιά σε σχέση με μια μιαν άλλη και συχνά ο κλήρος αποτελεί τον διαμεσολαβητή ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτεία.
Η αγορά ως θέατρο καθημερινότητας
Στην αγορά της Κωνσταντινούπολης μπορούσε κανείς να βρει από μετάξια της Κίνας και μπαχαρικά της Ινδίας έως κεραμικά από την Καππαδοκία και κρασιά της Λέσβου. Οι βυζαντινοί έμποροι ήταν δεινοί διαπραγματευτές. Ταυτόχρονα η παρουσία ξένων εμπόρων, συνήθως Αράβων, Ιταλών, Βενετών, έδινε διεθνή χαρακτήρα στο εμπόριο. Στα ίδια στενά δρομάκια, ωστόσο, οι μικροπωλητές, οι τεχνίτες και οι γυναίκες που πουλούσαν ψωμί ή λαχανικά συνέθεταν το χαμηλότερο στρώμα της οικονομικής κλίμακας.
Η οικονομική ζωή συνοδευόταν από αυστηρούς κανονισμούς. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αγορανομικοί έλεγχοι, που αναφέρονται στο «Επαρχικόν Βιβλίον», προσδιόριζαν την ποιότητα των προϊόντων και τιμωρούσαν την αισχροκέρδεια. Ο κόσμος της αγοράς χαρακτηριζόταν από την ποικιλομορφία του αλλά και την επικινδυνότητα καθώς συνέβαιναν συχνά πυκνά κλοπές και καυγάδες. Ακόμη και πολιτικές διαδηλώσεις μπορούσαν να ξεσπάσουν, στα ίδια μέρη όπου λίγες ώρες πριν, κάποιος είχε αγοράσει υφάσματα για την προίκα της κόρης του.
Από τον θόρυβο στη σιωπή – το μοναστήρι
Αν η αγορά αντιπροσώπευε την εξωστρέφεια και την κοσμικότητα, το μοναστήρι ήταν ο αντίποδάς της: ένας χώρος αυτάρκειας, τάξης και πνευματικής αναζήτησης. Πολλά μοναστήρια ιδρύονταν εντός των πόλεων ή λίγο έξω από αυτές, ώστε να βρίσκονται κοντά στις εμπορικές και πολιτικές εξελίξεις αλλά και να προσφέρουν καταφύγιο από αυτές.
Η μοναστηριακή ζωή δεν ήταν απομονωμένη από την κοινωνία. Μοναχοί συχνά διατηρούσαν εμπορικές σχέσεις, πωλώντας προϊόντα από τα κτήματα ή τα εργαστήριά τους, ενώ οι βιβλιοθήκες και τα σκριπτόρια λειτουργούσαν ως πνευματικά κέντρα. Σε περιόδους κρίσης, λιμών, επιδημιών, πολέμων, τα μοναστήρια μετατρέπονταν σε καταφύγια για τον αστικό πληθυσμό.
Παρά την αντίθεση ανάμεσα στον θόρυβο της αγοράς και τη σιωπή του μοναστηριού, οι δύο αυτοί κόσμοι επικοινωνούσαν. Οι έμποροι έκαναν δωρεές σε μοναστήρια για να εξασφαλίσουν τη σωτηρία της ψυχής τους ή να ενισχύσουν την κοινωνική τους θέση. Οι μοναχοί, από την πλευρά τους, παρενέβαιναν συχνά στις πολιτικές υποθέσεις της πόλης, είτε υποστηρίζοντας είτε κατακρίνοντας τον αυτοκράτορα, ασκώντας έτσι μια μορφή πνευματικής εξουσίας.
Η καθημερινή ρουτίνα
Για έναν μέσο κάτοικο βυζαντινής πόλης, η μέρα ξεκινούσε με την πρωινή λειτουργία και συνέχιζε με την εργασία στην αγορά ή στα εργαστήρια. Η μεσημεριανή ώρα συνδυαζόταν με σύντομη ανάπαυση, ενώ το απόγευμα η πόλη ζωντάνευε ξανά, ιδίως στις μεγάλες εμπορικές γιορτές και τα πανηγύρια. Το βράδυ, οι πύλες έκλειναν και η πόλη βυθιζόταν σε σχετική ησυχία, με εξαίρεση τις ταβέρνες και τις οικίες των πλουσίων όπου συνεχίζονταν οι συνάξεις.
Στο άλλο άκρο, η ζωή στο μοναστήρι ακολουθούσε αυστηρό κανόνα: προσευχές, εργασία, μελέτη και ελεημοσύνη. Κι όμως, ακόμη και εκεί, τα νέα της αγοράς και των δρόμων έφθαναν μέσω προσκυνητών και δωρητών.
Η βυζαντινή πόλη ήταν ένας χώρος όπου ο θόρυβος και η σιωπή, η κοσμική συναλλαγή και η πνευματική άσκηση, συνυπήρχαν και αλληλοτροφοδοτούνταν. Από την αγορά, που ήταν το κέντρο της κοσμικής ζωής, μέχρι το μοναστήρι, που αποτελούσε το καταφύγιο της ψυχής, η καθημερινότητα των Βυζαντινών αντανακλούσε μια κοινωνία που ζούσε ανάμεσα σε δύο κόσμους, χωρίς ποτέ να τους χωρίζει ολοκληρωτικά.
Παράρτημα πηγών
- Επαρχικόν Βιβλίον (10ος αι.)
Μηδένα εάτω ο αρτοποιός ελαττούσθαι το ζύμης μέτρον, μηδέ παρὰ τὸ προσήκον ζυμοῦν.
- Μιχαήλ Ψελλός, Χρονογραφία
Ἡ ἀγορὰ ἔβραζεν ὡς θάλασσα ἀνέμων, πλῆθος ἀνθρώπων, ἀνταλλαγὴ φωνῶν καὶ χρωμάτων.
- Τυπικόν Μονής Κεχαριτωμένης (12ος αι.)
Οἱ μοναχοὶ να μὴ ἐξέρχωνται εἰς τὴν πόλιν, εἰ μὴ δι’ ἀναγκαίαν ὑπόθεσιν, καὶ τότε μετὰ εὐλογίας.
- Ιωάννης Καματηρός, Επιστολές
Καὶ ἡ μονὴ ὡς λιμὴν ἀσφαλὴς ἐγένετο τοῖς φυγαδεύουσιν ἀπὸ τῆς πόλεως ἐν ταραχῇ.
- Αναστασίας μοναχής, Διαθήκη (14ος αι.)
Τὸ δακτυλίδιον τὸ ἐμὸν δοθῆναι τῇ θεραπαινίδι μου, ὅτι ἐστάθη πιστὴ ἐν τῇ ἀσθενείᾳ.
Διαβάστε επίσης:
Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή / Μέρος Δ’ – Οι καθημερινοί άνθρωποι στα βυζαντινά κείμενα
Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή / Μέρος Β’ – Οι γυναίκες της καθημερινής ζωής
Βυζάντιο: Κοινωνία και καθημερινή ζωή/Μέρος Γ΄ – Οι δούλοι και οι απελεύθεροι